• Αρχική
  • ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ
  • Λαϊκές φράσεις

Λαϊκές φράσεις

Τις χρησιμοποιούσαν καθημερινά αλληγορικά, μεταφορικά


Πί στρι κάλι, σσ’ πί σουμ κάλι σ’ αστιλλιάρι ντόλλι ν’ κάλι. (= Από πάνω απ’ το δρόμο, και από κάτω απ’ το δρόμο, συναντήθηκαν οι δυο στο δρόμο. -κόβοντας το δρόμο-)
(pi stri kali, ssi pi sum kali, s’astilliari dolli n’ kali)
ΠΛΗΡΟΦ. Χρησιμοποιείται για τους νέους, για τους κλέφτες, όπου θέλει ο καθένας. Συνάντηση όχι και τόσο ευχάριστη, συνάντηση που θα ήθελε κάποιος να αποφύγει.


ννι ασταλλιέ κάλεα (= μου έκοψε το δρόμο)
(nni astallie kalea)
-κυριολεκτικά και μεταφορικά-


σ’νού απούτσι (= να μη προφτάσεις, να μη προκάμεις)
(s’ n’aputsi= na min prokamis)
-κατέληξε να λέγεται περισσότερο χαϊδευτικά-


κίκουτα σ’τι αγκουντεάσκι (= σταγόνα να σε χτυπήσει)
(kikuta s’ ti agudeaski= staγona na se htipisi)
ΠΛΗΡΟΦ. Βαριά κατάρα, που εννοεί να σε χτυπήσει μια κι έξω, δηλαδή να μείνεις στον τόπο. Όμως έχει χάσει την πραγματική της έννοια και μπορεί να την ακούσεις να τη λέει κάποιος χαριτολογώντας, ακόμη και σε μικρά παιδιά.


τσί στάι κά νακουκουρένα! (= τι στέκεσαι κοκορωμένη)
(tsi stai ka nakukurena = ti stekese kokoromeni!)
ΠΛΗΡΟΦ. Για κάποιον που πήρε πολύ θάρρος και είναι έτοιμος να επιτεθεί.


φτσσιόρου κά πουρούμπου (= παιδί σαν περιστέρι)
(ftssioru ka purumbu = aγori san peristeri)
ΠΛΗΡΟΦ. Λέγεται για ένα παιδί όμορφο, καθαρό, αγνό.


Λίμμπα ιάστι σούφλιτλου αντουνιάουλλιι. Κιρού λίμπα, κιρού βιντεάλα
(= Η γλώσσα είναι η ψυχή του λαού. Έχασε τη γλώσσα, έχασε το φως του -τον πολιτισμό του-.)
(limba iasti suflitlu adunniaullii. Kiru limba, kiru videala)


κουάπτι νικουάπτι λι μάκι φτσσιόρλλι (= ώριμα ξεώριμα τα τρώνε τα παιδιά)
ΠΛΗΡΟΦ. Όταν δεν υπολογίζουμε την ποιότητα του προϊόντος.
(kuapti nikuapti, li maki ftssiorlli = orima xeorima ta trone ta peδia)


Ντουμιτζαέλου σ’ού αντάβγκι κ΄ φί ρι ντι ιά νού πουτέμου σ’ αντραέμου.
(=Ο Θεός να το αυγατίσει -να το πληθύνει- γιατί χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε).
(Dumitzaelu s’ u adavgi, k΄ firi di ia, nu putemu s’ ftsemu= o Θeos na to avγatisi, γiati horis afto, δen borume na kanume)
ΠΛΗΡΟΦ. Ευχή, προσευχή μετά το τελείωμα του φαγητού. Την ευχή αυτή έλεγε πάντα η γιαγιά Κυριακή, σύζυγος Τάσου Γεροκώστα στις Πέντε Βρύσες Λαγκαδά. Απεβίωσε 104 ετών. Πιθανότερο έτος γένν.1872.


λόκλου γιρμιναέ (= η γη ζωντάνεψε, το χώμα ζωντάνεψε -σαν τα σκουλήκια-)
(loklu γirminae=o topos-i γi- zodanepse)
ΠΛΗΡΟΦ. Οι ρίζες του χόρτου, αρχίζουν να ζωντανεύουν, και αρχίζει μια βλάστηση κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Αυτή η φθινοπωρινή βλάστηση γίνεται εμφανής, μετά την ξηρασία του καλοκαιριού, επιδεινωμένη και από τις πυρκαγιές.


Όταν ο ήλιος αρχίζει ν’ ανεβαίνει, δηλαδή να μεγαλώνει η μέρα, περίπου στην γιορτή του Αγίου Αντωνίου (με το παλιό), τέλος Γενάρη, έλεγαν οι Μεγαλολιβαδιώτες Βλάχοι, για το πόσο μεγάλωσε η μέρα.
« Κίτου ανσάρι τρέι όρρι ούνου τσέρμπου»(= Όσο πηδάει τρεις φορές ένα ελάφι. -Μ.Γ.Λέντζιος, γεν.1922-)
(kitu ansari trei orr i , un u tserbu = oso pi δ ai tris fores, ena elafi)
ΠΛΗΡΟΦ. Για την ίδια περίπτωση έλεγαν:
Α) Στο Δρυμό Θεσσαλονίκης (εντόπιο χωριό) : «Τρεις φορές αξιάλες (βουκέντρες)»
Β )Στο Λιβάδι Ολύμπου (από το βιβλίο του κ. Κ.E. Προκόβα ): «Τρέι καρλίτζι ανάλτου» (= Τρεις γκλίτσες απάνω.)
Γ) Αλλού: Ο ήλιος ανέβηκε τρεις οργιές πάνω.
Σημείωση: Ο μαγικός αριθμός τρία είναι σταθερός.


Ούνα φεάτα κά πουπούσσι (= Ένα κορίτσι σαν κούκλα)
(una feata ka pupussi = ena koritsi san kukla)
ΠΛΗΡΟΦ. Αναφέρεται στην περιγραφή ενός όμορφου κοριτσιού


ανσάρρι κά γκάια ντι πι κακάτου(= πετιέσαι σαν την καλιακούδα πάνω στο σκατό)
(ansarri ka gaia di pi kakatu= petiese san tin kaliaku δa sto skato)
ΠΛΗΡΟΦ. Αναφέρεται σ’ αυτούς που ενώ δεν γνωρίζουν το θέμα που συζητιέται, επεμβαίνουν στη συζήτηση και κατά συνέπεια είναι εκτός θέματος.


νού ντινισέσστσι λίμμπα, κά κουάντα ντι μπάντουρα (=δε σταματάς τη γλώσσα, σαν την ουρά της μπάντουρας).
(nu dinisesstsi limba, ka kuada di padura =δen stamatas ti γlossa su, san tin ura tis susuraδas),
ΠΛΗΡΟΦ Ένα όμορφο πουλάκι, που συνεχώς κουνάει την ουρά του, η σουσουράδα.


Ννι αράμου ούνου τζιόνι σσι αουσσίι, τσιβά ντι μπάνα νού ντουκίι. (= Ήμουν ένα παλικάρι και γέρασα, τίποτα από τη ζωή δεν κατάλαβα.)
(nni iaramu unu tzioni ssi aussii, tsiva di bana nu dukii = imun palikari ke γerasa, tipota ap’ ti zoi δen katalava)


τι ντούτσι κά κουάντα ντι μπάντουρα (= πας σαν την ουρά της μπάντουρας, της σουσουράδας, ένα όμορφο πουλί.)
-αναφέρεται σ’ αυτούς που δεν σταματάνε να μιλάνε-
(ti dutsi ka kuada di padura = pas san tin ura tis susuraδas)


σ’ στάι μπούνου (= να στέκεσαι καλά, να είσαι αυτός που είσαι το υπόδειγμα)
-στώμεν καλώς-
(s’ stai bunu = stomen kalos)


τζίχιλι σσι μαρτζεάλι (= γκαβομάρα, τυφλομάρα)
(tzihili ssi martzeali = gavomara, tiflomara)
Μια έκφραση που την χρησιμποιούσαν στα Μ.Λιβάδια, όταν από στραβομάρα δεν γινόταν κάτι σωστά.


αρσίνι ιάστι, μα… σσι κά γκίνι ιάστι (= ντροπή είναι, μα… και σαν καλά να είναι)
(arsini iasti, ma… ssi ka gini iasti = dropi ine, ma… ke san kala na ine)
ΠΛΗΡΟΦ. Για κάτι που δεν θεωρείται επιτρεπτό κοινωνικοηθικά αλλά προσωπικά μας ευχαριστεί.


Ντουμιτζαέλου αρίντι κού έλλι(= ο Θεός γελάει μαζί τους)
-για μωροφιλόδοξους και ματαιόδοξους ανθρώπους-
(Dumitzelu aridi ku elli= o Θeos γelai mazi tus)


τίνι βα ννι αρούτσι τσάρα λα όκλλι (= εσύ θα μου ρίξεις το χώμα στα μάτια) -όταν πεθάνει-
(tini va nni arutsi tsara la oklli = esi θa mu riksis to homa sta matia)


κά βεάργκα ντί ασίμι(= σαν τη βέργα από ασήμι).
(ka vearga di asimi -aleapti- san ti verγa apo asimi -δialehti-)
ΠΛΗΡΟΦ. Για κάποιον/α που ξεχωρίζει μέσα σε μια ομάδα, ως προς τη γνώση, τους τρόπους, την κορμοστασιά. Ένα παραμύθι στο Δρυμό επαναλαμβάνει κάθε τόσο : «μι του σουρντού μι του μουρντού, μι ντ’ ν’ ασημένια βέργα»


Ουί, κούμ ιάστι ασσί! Κα μόλστρου. (= Αμάν, πώς είναι έτσι. Σαν τέρας.)
(ui, kum iasti assi! Ka molstru = Aman, pos ine etsi! San teras)


κού κουπρίιλι, κουπρίι νού μι φάκου(=με τις κοπριές, κοπριά δε γίνομαι), (ku kupriili, kuprii nu mi faku= me tis kopries, kopria δe γinome)
ΠΛΗΡΟΦ Πρόκειται για συνεργασία, όχι με αξιόλογους ανθρώπους, που στόχος τους είναι να σε εμπλέξουν.


κάρι σ’ μινττεάσστι κού τίρτσιλι, λ’ μάκι γκαλλίννλι(= όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κότες)
(kari s’ minteassti ku tirtsili, l’ maki gallinili = opios anakatevete me ta pitura, ton tron i kotes)


ζμπόρλου σ’ λού αντνάτσι, νού λ’ κριστέτσι (= το λόγο να τον μαζεύετε (μικραίνετε), μην τον μεγαλώνετε)
(zborlu s’ lu adnatsi, nu l’ kristetsi= to loγo na ton mazevete -mikrenete-, min ton meγalonete) “to lakonizin esti filosofin” δηλαδή: «Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.»


ζμπουάριλι, ζμπουάρι αντούκου (=τα λόγια, λόγια φέρνουν)
(zbuarili, zbuari aduku= ta loγia, loγia fernun)


Ντουμιτζαέλου βα σ’ατζιούτι άμα πρότα, τίνι ατζιούτι
(= Ο Θεός θα βοηθήσει, αλλά πρώτα, εσύ βοήθα. )
(Dumitzaelu va s’ atziuti, ama prota, tini atziuti= o Θeos a voiθisi, alla prota, esi voiθa) "sin Aθina ke hira kini” δηλαδή: «συν Αθηνά και χείρα κίνει»


αβέμου ντρέπτου (= έχουμε δίκιο, δικαιούμαστε)
(avemu ndreptu = ehume δikio, δikeumaste)


Ντάρεα νκλλιάγκι σσι αμάρεα (=το δώρισμα πήζει και τη θάλασσα.)
Κού νταέρρι ντισσκλλίτζι κάλεα (= με τα δωρίσματα ανοίγεις το δρόμο).
-σχετικό με τη δωροδοκία, για την επίτευξη κάποιου σκοπού-
(darea nklliagi ssi amarea = to δorisma pizi ke ti θalassa)
Όπως π.χ.:ντάι σάρι τού χράνα αόιλορ, σσι ιάλι ημιριψέσκου (= δίνεις αλάτι στην τροφή των προβάτων, κι αυτά ημερεύουν),
ka kum: (dai sari tu hrana aoilor, ssi iali imiripsesku =δinis alati stin trofi ton provaton ki ekina imerevun)
ΠΛΗΡΟΦ Για να τελειώσεις καλά τη δουλειά σου, δίνεις κάτι στην τσέπη του, και η δουλειά σου τελειώνει.


αέστα ιού ννι τζίσι, νού ού φάκου τι καμπούλι (=αυτό που μου είπε, δεν το ανέχομαι, δεν το παραδέχομαι -γιατί είναι κάτι που με δυσαρεστεί-)
(καμπούλι: λέξη τουρκ.)
(aesta iu nni tzisi, nu u faku ti kabuli = afto pu mu ipe, δen to anehome, δen to paraδehome -me δisaresti-)


αντάρι ιστορία αλούι (= φτιάχνει την υστεροφημία του),
(adari isturia alui = ftiahni tin isterofimia tu)


Μπόουλου σ’ ακάτσι ντι κουάρνι, σσι όμλου ντι λίμμπα (= Το βόδι πιάνεται από τα κέρατα, και ο άνθρωπος από τη γλώσσα. -παροιμία-)
(Boulu s’ akatsi di kuarni, ssi omlu di limba = to voδi pianete apo ta kerata, ke o anθropos apo ti γlossa -parimia-)


τσσιουμπάνα αχαλέλουι (= η κουτάλα του αποχωρητηρίου)
(tsiubana ahalelui = i kutala tu apohoritiriu)
ΠΛΗΡΟΦ Για κάποιον που ανακατεύεται παντού και δημιουργεί σοβαρά -δύσοσμα- προβλήματα.


Τι λα άγι’Αντώνι (= για τον Άγιο Αντώνιο) ,
(ti la aγi’ Andoni = γia ton aγio Andonio)
ΠΛΗΡΟΦ Όταν κάποιος παρουσιάζει δείγματα τρέλας, θα πρέπει να τον πάνε στον Άγιο Αντώνιο, τον προστάτη των τρελών, να διαβαστεί μήπως και θεραπευτεί. Λέγεται και για ένα νευρικό, παρορμητικό άτομο.


ντι ντά ουάρα = ο σκάρος (di da uara = o skaros)
ΠΛΗΡΟΦ Μετά τα μεσάνυχτα, τους θερινούς μήνες, αραιώνουν τα πρόβατα ή τα γίδια για βοσκή μέχρι να χαράξει. Βόσκουν περίπου δυο ώρες και σταματάνε για να μηρυκάσουν και πάλι. Τότε ακούγονται καθαρά τα κουδούνια μέσα στην φύση. Είναι γενικώς λαίμαργα ζώα τα αιγοπρόβατα.


κά γκ’ρ αλ Κίρτσσια= σαν το στόμα…του Κίρτσια-Χρήστου-
(ka gur’… al Kirtssia = san to stoma toy Hristu)
ΠΛΗΡΟΦ μια έκφραση, που δε γνωρίζω την ακριβή της ερμηνεία, αλλά λέγεται συνήθως όταν κάποια πράγματα τοποθετούνται άτακτα, άβολα. ΠΑΡΑΔ. κούμ σούνττου ασσί καπιτίννιλι, κά γκ’ρ αλ Κ’ρτσσια (= πώς είναι έτσι τοποθετημένα τα μαξιλάρια, σαν γκ’ρ του Κίρτσσια)


ννι σ’ αντραέ κάπλου τσιάρκου (= μου έγινε το κεφάλι κλουκουτιασμένο, -δηλαδή: ζαλίστηκα απ’ όλα-)
(nnis’ adraekaplu tssiarku=mu eγine to kefali kluklutiasmeno-zalismeno-)


ω! καβάι ντι μίνι, λάλι Ουάνι γίνι (= ω! αλοίμονο σε μένα, ο θείος Γιάννης έρχεται -δηλαδή: έρχεται ο ύπνος, ο «Γιάννης»-)
(ο! kavai di mini, lali Uani γini = o! alimono se mena o θios Γiannis erhete -o ipnos-)


νού σ’ μπιτζέσκου ανίφουρλι ντι τζίλι (= δεν τελειώνουν οι ανηφοριές των ημερών-για κάποιον που διαισθάνεται το τέλος του-)
(nu s’ bitsesku anifurli di tzili =δen teleionun i anifories ton imeron -γia kapion pu δiesθanete to telos tu-)


Τούτα ουάρα αρίουλου νού αντούτσι κούτσουρρι (= κάθε φορά το ποτάμι δε φέρνει κούτσουρα -κάθε τι που μας έρχεται ως δώρο να το δεχόμαστε και να μην το προγραμματίζουμε για αργότερα γιατί δεν είναι πάντα ευνοικές οι συνθήκες, π.χ. ο ερχομός ενός παιδιού-)
(tuta uara ariulu nu adutsi kutsurri = kaθe fora to potami δen ferni kutsura)


μπάτζι λούπλου πικουράρου σσι βρέι σ’ τσ’ βεάγκλλι όιλι; (= βάζεις το λύκο τσομπάνο και θέλεις να σου φυλάει τα πρόβατα;)
(batziluplu pikurarussi vreis’ts’veaglli oili? = vazis to liko tsopano kai θelis na su filai ta provata?)


νού σ’ ασπάρι λούπλου ντί κιάλεα αουάιλλιι (= δεν τρομάζει ο λύκος από το δέρμα της προβατίνας)
(nu s’ aspari luplu di kialea a uaillii = δen tromazi o likos apo to δerma tis provatinas)


βρού σ’ σκουάτι λιέπουρρι σσι ντεάντι πρί ούρσα (= θέλησε να βγάλει λαγούς κι έπεσε σε αρκούδα)
(vrea s’ skuati lliepuru ssi deadi pri ursa = θelise na vγali laγo, ki epese se arkuδa)


κρισκούρι ουρτζίτσλλι, σ’ αμβιλίρι κακάτσλλι (= μεγάλωσαν οι τσουκνίδες, σκεπάστηκαν τα σκατά)
(kriskuri urtzitslli, s’ amviliri kakatslli = meγalosan i tsukniδes, skepastikan ta skata),


κρισκούρι ουρτζίτσλλι, σ’ ακουπαρί κουπρία (= μεγάλωσαν οι τσουκνίδες, προστατεύτηκε -σκεπάστηκε, καλύφτηκε- η κοπριά)
(kriskuri urtzitslli, s’ akupari kupria = meγalosan i tsukniδes, prostateftike-kaliftike- i kopria),


μουρί γκίφτα τσί τι αλαβντά (= πέθανε η γύφτισσα πού σε παίνευε)
(muri gifta tsi ti alavda = peθane i γiftisa pu se peneve),