Προλογικό σημείωμα του Νικόλαου Αχλή
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, ιδεών και ανθρώπων, ελλοχεύει ο κίνδυνος του «πολιτισμικού επεκτατισμού» και συνεπώς της αλλοίωσης αλλά και εξαφάνισης πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν και συνιστούν τη φυσιογνωμία και ταυτότητα, κυρίως μικρών και ασθενέστερων οικονομικά χωρών.
Υπό το πρίσμα αυτό ενισχύεται και ο κίνδυνος για την εξαφάνιση και γλωσσών, που κατ’ εξοχήν θεωρούνταν «φτωχές» και «ασθενείς» και δε χρησιμοποιούνται ευρέως. Κάθε χρόνο χάνονται 25 γλώσσες και διάλεκτοι σε όλο τον κόσμο. Κάθε μια είναι συνδεδεμένη με την ιστορία, τα ήθη, τις παραδόσεις, τον τρόπο ζωής και σκέψεις των λαών πρωτίστως που τις χρησιμοποιούν. Κάθε γλώσσα που χάνεται είναι απώλεια μνήμης ιστορικής, που συνιστά και συνθέτει το πολιτισμικό ψηφιδωτό της ανθρωπότητος. Ανάμεσα στις υπό εξαφάνιση γλώσσες είναι και η βλάχικη.
Η βλάχικη γλώσσα είναι μια υπολατινική, αυτόνομη γλώσσα, απαύγασμα της λαϊκής λατινικής, που μιλιόταν στα βαλκάνια. Έχει, ωστόσο, πολλαπλή σύνδεση και σχέση με την Ελλάδα και την Ελληνική γλώσσα, καθώς μιλιέται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι 200.000 άνθρωποι στην Ελλάδα μιλούν και κατανοούν τη βλάχικη γλώσσα. Ενδιαφέρει όμως από άλλη άποψη. Πρόκειται για γλώσσα, η οποία δανείστηκε ελληνικές λέξεις, από τις οποίες προέκυψαν και υπολογισμοί. Υπολογίζεται ότι 3560 λέξεις της βλάχικης γλώσσας έχουν ελληνική προέλευση. Μάλιστα, σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτοαρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους.
Στην Ελλάδα η βλάχικη γλώσσα ομιλείται μόνο από άτομα ηλικιών άνω των 40-50 ετών. Ελάχιστος αριθμός νεαρών ατόμων την κατανοούν ακουστικά. Επίσης η συγκεκριμένη γλώσσα δε διδάσκεται ως πρώτη γλώσσα. Γίνονται προσπάθειες για την αναζωογόνηση της γλώσσας, χωρίς, ωστόσο, σημαντικά αποτελέσματα στον ελλαδικό χώρο, καθώς δεν υπάρχει επίσημη μέριμνα από την πλευρά της πολιτείας, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου γίνονται από τους απόδημους Βλάχους προσπάθειες διατήρησής της.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται η πραγματικά αξιόλογη, αξιέπαινη, μεθοδική, συστηματική και εργώδης προσπάθεια της δασκάλας Κούλας Λέντζιου Τρίκου να εκδώσει με μεγάλη επιμέλεια και καλαισθησία το «Λεξικό Αρωμανικής (Βλαχικής) Γλώσσας» από τη βλαχική στην κοινή ελληνική.
Πράγματι πρόκειται για το πνευματικό δημιούργημα μιας πολύχρονης επιστημονικής μελέτης και αναζήτησης της συγγραφέως, το οποίο με την αρτιότητα που το χαρακτηρίζει, συνιστά μια ουσιαστική συμβολή στη διάσωση, διατήρηση και διάδοση μιας ομιλούμενης γλώσσας στενά συνυφασμένης με την ελληνική.
Στις περίπου χίλιες (1000) σελίδες του, εμπεριέχει πρωτογενές υλικό με λέξεις που έχουν εκλείψει από το βλάχικο λεξιλόγιο. Με την αυστηρή καταγραφή του λεξιλογικού πλούτου που χάνεται, αποτυπώνεται η εναγώνια προσπάθεια για τη διάσωση του γλωσσικού θησαυρού που έχει τις ρίζες του στα βάθη του προηγούμενου αιώνα. Παράλληλα δίνεται η δυνατότητα κατανόησης στον μηχανισμό της γλώσσας και η επικοινωνιακή της διάσταση με μορφολογικές και πραγματολογικές πληροφορίες.
Το λεξικό, πλούσιο και πρωτότυπο στη δομή, που ξεπερνά την απλή παράθεση λέξεων και αντίστοιχων σημασιών, λειτουργεί ως οδηγός εκμάθησης με απλά παραδείγματα και ευκολοδιάβαστο τρόπο προφοράς της γλώσσας σε ελληνικό και λατινικό αλφάβητο.
Επειδή ένα λεξικό δεν τελειώνει ποτέ, η κ. Κούλα Λέντζιου Τρίκου συνεχίζοντας την προσπάθειά της, συμπληρώνει το πρώτο της λεξικό και καταγράφει πλήθος νέων λέξεων, βιωματικών, ως φυσική ομιλήτρια της αρωμανικής γλώσσας, και μας προσφέρει τώρα και το νέο της έργο «ΕΛΛΗΝΟ-ΑΡΜΑΝΙΚΟ (ΕΛΛΗΝΟ-ΒΛΑΧΙΚΟ) ΛΕΞΙΚΟ των αρμανόφωνων (βλαχόφωνων) Ελλήνων της Πίνδου», αντίστροφα, από την κοινή ελληνική στη βλαχική. Ένα Λεξικό περίπου 1400 σελίδων πιστεύοντας ότι προσφέρει έναν ευκολότερο τρόπο εξεύρεσης της αρμάνικης (βλάχικης) λέξης, αλλά και εκμάθησης ή έρευνας της γλώσσας, για όποιον ενδιαφέρεται.
Αξίζουν συγχαρητήρια στη κ. Κούλα Λέντζιου Τρίκου για το πόνημά της αυτό, καθώς δίνει την ευκαιρία σε όσους δε γνωρίζουν βλάχικα να τα μάθουν και σε όσους τα ξέχασαν να τα ξαναθυμηθούν. Ευελπιστώ η προσπάθεια αυτή να βρει μιμητές και να γίνει αφορμή και αφετηρία για τη διάσωση και ανάδειξη μιας γλώσσας που δεν έχουμε κανένα ιστορικό δικαίωμα να την αφήσουμε να χαθεί στη λήθη του χρόνου.
Νικόλαος Άχλης
πρ. Καθηγητής Ε.Π.Α.Θ.
ΕΔΙΠ τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.