• Αρχική
  • ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ
  • Ευχές - Κατάρες

Ευχές - Κατάρες

Ουρέρρι = ευχές (urerri = efhes)

ουράρι = ευχή
(urari = efhi)

μπάνα λούνγκα, μππλίνα χαρέι σσι μπουνιτέτσι = ζωή μακριά -μακρόχρονη-, γεμάτη χαρές και καλοσύνες,
(bana lunga, mplina harei ssi bunitetsi = zoi makrohroni, γemati hares kai kalosines),

σ’ μπανάτσι, σ’ νκιρδισίτσι = να ζήσετε, να ευτυχήσετε -να κερδίσετε-,
(s’ banatsi, s’ nkirisitsi = na zisete, na eftihisete)

σ’ έσστσι γκίνι τότνα, κού φουμεάλια = να είσαι καλά πάντα, με την οικογένεια,
(s’esstsi gini totna, ku fumealia = na ise kala panda, me tin ikoγenia),

σ’μπανεάτζι πρεάκλλια νάουα = να ζήσει το ζευγάρι το καινούργιο
(s’baneatzi preakllia naua = na zisi to zevγari to neo),

σ’β’μπανεάτζι ισουσίτσλλι = να σας ζήσουν οι αρραβωνιασμένοι,
(s’ v’ baneatzi isusitslli = na sas zisun ta arravoniasmena)

σ’ βιντέτσι μούλτι μπουνιτέτσι τού μπανεάτικου = να δείτε πολλές καλοσύνες στη ζωή,
(s’ videtsi multi bunitetsi tu banatiku = na δite polles kalosines sti zoi),
ΠΛΗΡΟΦ . μπουνιτέτσι ή γκινέτσι (= καλοσύνες)

τούτι σ’ντούκι αμπάρου = όλα να πάνε, σωστά, εύλογα, αίσια,
(tuti s’ duki ambaru = ola na pane kala, sosta, evloγa, esia),

σ’ ίμπι τρινίνττι = να είναι τα επακόλουθα καλά -ευχή που δίνεται για κάτι καλό που περιμένουμε, γάμος, γέννηση, βάπτιση κ.α.-,
(s’ ibi trininti = na ine ta epakoluθa kala)

Χριστόλου νγιέ = ο Χριστός αναστήθηκε, Χριστός Ανέστη
(Hristolu nγie = Hristos Anesti)

Ντί αλίχια νγιέ = στ’ αλήθεια αναστήθηκε, Αληθώς Ανέστη
(di alihia nγie = Aliθos Anesti)

Κατάρες = μπλαστέννι (blastenni = katares)

ανιτζιουράρι = βρίσιμο, βρισιά
(anitziurari = vrisia)

μπλαστέμου (αρσ.) = κατάρα
(blastemu = katara)

πούστουλου ντι κίνι = έρημος από σκυλί
(pustulu di kini = erimos apo skili)
ΠΛΗΡΟΦ . Για κάποιον που μας είπε κάτι ή έκανε κάτι και μας στενοχώρησε, να μείνει μόνος κι έρημος και ούτε σκυλί να τον συντροφεύει.

ουί ντι κάπου = αλοίμονο στο κεφάλι -να σε χτυπήσει-
(ui! Di kapu = alimono! Sto kefali -mia ki exo na se htipisi-)

κίκουτα λάι σ’τι αγκουντεάσκι = σταγόνα μαύρη να σε χτυπήσει, να σε σημαδέψει μια κι έξω -εγκεφαλικά-
(kikuta lai s’ ti agudeaski = staγona mavri na se htipisi-egefalika-)
ΠΛΗΡΟΦ Κάτι κεραυνοβόλο να σε χτυπήσει και να σε αποτελειώσει. --Στην ουσία βαριά κατάρα, αλλά λέγεται από συνήθεια χωρίς να σκεφτόμαστε--

ουί κίκουτα πι τίνι = αααχ! σταγόνα πάνωσε σένα
(ui! Kikuta pitini = aaah! Staγona pano se sena)
ΠΛΗΡΟΦ . Για κάποιον που θέλουμε να τον επιπλήξουμε για κάτι αλλά κατά βάθος δεν θέλουμε το κακό του. Αναφέρεται πολλές φορές και σε παιδιά που έχουν κάνει κάτι το οποίο δεν περιμέναμε… κατά βάθος.

κιρίτου σ’τι αγκουντεάσκι = κεραυνός να σε χτυπήσει,
(kiritu s’ ti agudeaski = keravnos na se htipisi),

σ’ νού απούτσι = να μην προκάμεις
(s’ nu aputsi = na min prokamis)

σ’νού λ’ τουκιάσκι λόκλου = να μην τον λιώσει το χώμα,
(s’ nu l’ tukiaski loklu = na min ton liosi to homa),

σ’τί φάτσι ντέφι ή σ’τι φάτσι ιόκου, ή ιόκου σ’τί φάτσι = να εξαφανιστείς, να σβηστείς,
(s’ti fatsi defi - s’ ti fatsi ioku = na exafanistis, na svistis)

σ’ β’ μάκι ζούρα = να σας φάει η αγιάτρευτη δερματοπάθεια,
(s’v’maki zura = na sas fai i aγiatrefti δermatopaia),

ζούρα = λαγκουάρα ακιάλιλλιι (= ανίατη πάθηση του δέρματος),
(zura = laguara akialillii = aniati pauisi tu dermatos)

τίχτα σ’τι μάκι = το χτίκιασμα να σε φάει -κατάρα-,
(tihta s’ ti maki = to htikiasma na se fai),

πούσσσκλλια σ’λλι μάκι = ο μαρασμός να τους φάει,
(pusskllia s’ lli maki = o marasmos na tus fai),

νού ί σαλάμι = δεν είναι καλά στο μυαλό-αναφέρεται αυτή η έκφραση για κάποιον για τον οποίο διαπιστώνουμε ότι δεν λειτουργεί καλά το μυαλό του οπότε διακριτικά ενημερώνουμε τους άλλους να μην ασχολούνται μαζί του-,
(nu i salami = δen ine kala sto mialo)

σ’ τι αβεάμου γκρουπάτι = να σε είχα θάψει,
(s’ ti aveamu ngrupati = na se iha θapsi),

γκαγκούσσιου τού φρίμτα σ’ τσ’ γίνι = βόλι στο μέτωπο να σου ’ρθει,
(gagussiu tu frimta s’ ts’ γini = voli sto metopo na su erθi),

ντί βίνττου = από αέρα, αέρινο – μεταφορική έννοια, όταν θέλουμε να μη κατονομάσουμε μια βαριά ασθένεια και να φύγει σαν τον αέρα. Για ίδιες περιπτώσεις ακουγόταν και η λέξη«τσιπουλιέτ».
(di vinmtu)

νταλάκλου σ’ τι μάκι = η αόρατη ασθένεια -άνθρακας των ζώων- να σε φάει
(dalaku = anθrakas zoon)

φούτζι ντί αουά νταλάκου = φύγε από εδώ αρρώστια αγιάτρευτη -έκφραση που τη λέμε σε μικρό παιδί όταν μας ενοχλεί-,
(futzi di aua dalaku = fiγe apo eδo arrostia aγiatrefti)