Προλογικό σημείωμα του Δώρη Κ. Κυριαζή
Καθώς το ανά χείρας πόνημα της κυρίας Λέντζιου-Τρίκου προλογίζεται και από άλλους συναδέλφους, ειδικούς σε θέματα της λεξικογραφίας και της αρωμουνικής, θα περιοριστώ σε δυο-τρεις σκέψεις γενικότερου ενδιαφέροντος.
«… δεν είμαι λαογράφος, δεν είμαι γλωσσολόγος. Είμαι δασκάλα, Μεγαλολιβαδιώτισσα και καταγράφω και δίνω αυτά που μου έμαθαν οι πρόγονοί μου», γράφει η ίδια η συντάκτρια, και τα λόγια της επιβεβαιώνονται από το ξεφύλλισμα του λεξικού αυτού. «Ο παππούς μου, συνεχίζει η δασκάλα, μιλούσε πέντε γλώσσες (ελληνικά, βλάχικα, τούρκικα, σέρβικα, βουλγάρικα), γιατί έτσι του ήταν ευκολότερο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους που εμπορεύονταν.»
Αναρωτηθήκαμε όμως πόσοι τέτοιοι παππούδες υπήρξαν (και υπάρχουν ακόμη) γύρω μας, που μιλάνε δύο και περισσότερες γλώσσες; Από την άποψη αυτή, το βιβλίο της Μεγαλολιβαδιώτισσας δασκάλας μάς ταξιδεύει έμπρακτα στο χώρο και στο χρόνο της πολυγλωσσίας. Που ξεκινάει από πολύ παλιά:
Κρήτη τις γαῖ' ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
καλὴ καὶ πίειρα, περίῤῥυτος· ἐν δ' ἄνθρωποι
πολλοὶ ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες· -
ἄλλη δ' ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη· ἐν μὲν Ἀχαιοί,
ἐν δ' Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες
Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί·
(Οδύσσεια τ΄ 172-177)
Μια χώρα, η Κρήτη, μέσα βρίσκεται στο πέλαο το κρασάτο,
περίσσια πλούσια, θαλασσόζωστη, πανώρια· πολιτείες
έχει ενενήντα· μύριοι, αρίφνητοι ζουν πάνω άνθρωποι, κι είναι
πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη,
και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους, και Δωριείς, που ζούνε
σε τρεις φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς αρχόντους.
(Μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)
φτάνει στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά τα οποία, στην πόλη, για παράδειγμα, της Οχρίδας, «οι κάτοικοί της είσιν ηναγκασμένοι να λαλώσι 5 διαλέκτους· την Ελληνικήν ως γλώσσαν γραπτήν της εκκλησίας και των σχολείων, την Τουρκικήν ως γλώσσαν των αρχών· την σερβικήν ως γλώσσαν των γυναικών· την Αλβανικήν και Βλαχικήν ως γλώσσας της αγοράς». (Β. Ζ. Μολοσσός, Ηπειρωτικαί μελέται, τόμος δ΄, τεύχος α΄, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, Αθήνα 1878, σ. 126), αλλά αγγίζει και την εποχή μας, όπου, όπως γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου για την Ηγουμενίτσα του 1950-1960, «Η πόλη ήταν μαζέματα όπως λέγανε. Αρβανίτες, γύφτοι, βλάχοι, μικρασιάτες πρόσφυγες, βουνίσιοι απ’ την Μουργκάνα αλλά και τον Γράμμο, κερκυραίοι. Οι κερκυραίες μιλούσαν μουσικά τραβώντας τις ουρές, κοφτά και τραχιά οι αρβανίτες, κελαρυστά οι βλάχοι, γεμάτοι απορία και θαυμασμό οι γύφτοι, με παροιμίες κάθε δεύτερη κουβέντα οι βουνίσιοι, με αφέλεια οι μικρασιάτες. Έτσι διαμορφώθηκε μια γλώσσα ευφωνική, λίγο τραγουδιστή, με απρόσμενα μπόλια από τα διάφορα ιδιώματα και τις γλώσσες.» (Η βραδυπορία του καλού, διηγήματα, Αθήνα 2001, σ. 48-49).
Ακριβώς αυτά τα γλωσσικά «απρόσμενα μπόλια» συνέβαλαν στο να φτιαχτεί το, κατά Ν. Καζαντζάκη, «νέο χαρμάνι» των Νεοελλήνων, αφού «Όπως οι αρχαίοι ελληνικοί λαοί ήταν μείγμα από ποικιλότατες γεροντικές και νεαρές φυλές, ευρωπαϊκές και ανατολίτικες, όμοια κι ο σύγχρονος δικός μας λαός αφομοίωσε με τη μεγάλη και σκληρή του δύναμη Σλάβους, Αρβανίτες, Φράγκους, Άραβες, Τούρκους.» (Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας. Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς, Αθήνα 1969, σ. 325).
Συστατικό στοιχείο και «μπόλι» του νέου αυτού γλωσσικού χαρμανιού είναι και τα βλάχικα ή τα αρωμούνικα, όπως τα ονομάζουμε εμείς οι γλωσσολόγοι. Για λόγους που δεν είναι της ώρας να αναλυθούν εδώ, οι Νεοέλληνες ταυτίζουμε πολλές φορές τα βλάχικα με τα βόρεια ιδιώματα της ελληνικής, που, ως γνωστόν, «κουτσουρεύουν» τις λέξεις. Τα λέμε πολλές φορές και «χωριάτικα».
Επιστημονικά όμως τα βλάχικα είναι ένα νεολατινικό ιδίωμα της Βαλκανικής, με ρίζες στο απώτερο, ρωμαϊκό, παρελθόν της χερσονήσου μας. Γι' αυτό το λόγο παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους γλωσσολόγους, που θεωρούμε ότι όλες οι γλωσσικές ποικιλίες, ελληνικές και ξένες, αποτελούν εκδοχές του μεγάλου ανθρώπινου ΘΑΥΜΑΤΟΣ που λέγεται ΓΛΩΣΣΑ. Ως τέτοιες, ακόμη και όσες δεν απέκτησαν γραπτή παράδοση ή ακολούθησαν μια φθίνουσα στον χρόνο πορεία, επιβάλλεται να μελετηθούν και να καταγραφούν ως εκφάνσεις του πολιτισμικού πλούτου του τόπου μας και της οικουμένης. Οι προσπάθειες που γίνονται σήμερα για την προστασία της βιοποικιλότητας θα πρέπει να συνοδευτούν και από αντίστοιχες για τη διάσωση της γλωσσοποικιλότητας.
Το έργο και ο ζήλος της δασκάλας Κούλας Λέντζιου-Τρίκου είναι άξια επαίνου και μιμήσεως.
Δώρης Κ. Κυριαζής
Επίκουρος καθηγητής ιστορικής γλωσσολογίας Α.Π.Θ.