ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Προσωπικές αντωνυμίες
ιό = εγώ, τίνι = εσύ, έλου, ιά = αυτός, αυτή
νόι = εμείς, βόι = εσείς, έλλι, ιάλι = αυτοί, αυτές
ΠΛΗΡΟΦ. το : μίνι (mini) -ως υποκείμενο- (= εγώ -eγo-) είναι δόκιμη λέξη και χρησιμοποιείται συχνά, όμως δεν θεωρείται σωστή, κανονικά είναι: ιό (io)
ΠΑΡΑΔ. ιό βόι σ’ ζίνου (= εγώ θέλω να έρθω), κάρι άλτου βα ζίνι; (= ποιος άλλος θα έρθει;), σσι μίνι βά ζίνου -αντί: ιό- (= κι εγώ θα έρθω), μίνι ού αντράι βιζιτούρα -αντί: ιό- (= εγώ το έκανα το κέντημα), έλου, μουτρεά τανσούσου (= αυτός έβλεπε προς τα πάνω), ιά ιού σ’ ντούσι; (= αυτή πού πήγε;), νόι λλι βρέμου τούτσι (= εμείς τους αγαπάμε όλους), έλλι, τι αγουνίρι; (= αυτοί, σε έδιωξαν;), ιάλι ιού σούνττου; (= αυτές πού είναι;),
μίνι -αντικειμενική αντωνυμία-(= εγώ, μένα), (mini = eγo,emena)
ΠΑΡΑΔ. αντρουπάτι πί μίνι (= ακούμπα-στηρίξου-σε μένα), νταέ πί μίνι (= χτύπα εμένα), μι αντρουπαέσκου λα στίσμα (= ακουμπώ τον τοίχο -υποκείμενο: μίνι-),
αννιέα = εμένα, ανάου = εμάς,
ατσέα = εσένα, αβάου = εσάς,
ΠΑΡΑΔ. αννιέα, νού ννι ντά τσιβά (= εμένα, δε μου δίνει τίποτα), ατσέα τσ’ ντά; (= εσένα σου δίνει;), αβάου β’ ντεάντιρι πουάμι; (= εσάς σας έδωσαν -ξηρούς- καρπούς;), ανάου ν’ ντεάντιρι μούλτι (= εμάς μας έδωσαν πολλούς), ανάου ν’ αγουνίρι (= εμάς μας έδιωξαν),
Επίσης: (αδύνατοι τύποι)
ΠΑΡΑΔ. μι βρεά μούλτου μά ιό νού λ’ βρεάμου (= με ήθελε πολύ αλλά εγώ δεν τον ήθελα), τι βρεά σσί νού λ’ λουάσσι; (= σε ήθελε και δεν τον πήρες;), λού βρεά τούτσι (= τον θέλανε όλοι), τι βρεά σσί σουκρίμεα; (= σε θέλανε και τα πεθερικά;),
ν’ βόρου = μας θέλουν, β’ βόρου = σας θέλουν, λλι βόρου = τους
λι βρεά = τα ήθελαν, τις ήθελαν, λλι βρεά = τους ήθελαν,
λλι τζίσι = της είπε, του είπε, ού βρεά = την ήθελε
λού τρικού = τον πέρασε ού τρικού = την πέρασε
λού αγουνί = τον έδιωξε ού αγουνί = την έδιωξε
Kτητικές αντωνυμιές
αμέλου = δικό μου, αταέλου = δικό σου, αλούι = δικό του
αμεά = δικιά μου, ατά = δικιά σου, αλλιέι = δικιά της
ανόστου = δικός μας, αβόστου = δικός σας, αλόρου = δικό τους
Η κτητική αντωνυμία μέσα σε φράσεις
κουσουρίνιμεα ή κουσουρίνα αμεά = η ξαδέλφη μου,
κουσουρίνττα ή κουσουρίνα ατά = η ξαδέλφη σου,
κουσουρίνσα = η ξαδέλφη της,
κουσουρίνουννιου = ο ξάδελφός μου,
κουσουρίνττου = ο ξάδελφός σου,
κουσουρίνσου = ο ξάδελφός του,
λάλι αλλιέι = ο θείος αυτηνής (ο θείος της),
λάλσου ή λάλι αλούι = ο θείος του, ο θείος αυτουνού,
λάλτου ή λάλι αταέλου = ο θείος σου,
σόρμεα ή σόρου αμεά = η αδελφή μου,
σόρτα ή σόρου ατά = η αδελφή σου,
σόρσα ή σόρου αλλιέι = η αδελφή της,
σόρου αλούι = η αδελφή του,
μαέτα τα ή ντάντα τα = η μητέρα σου,
αμαέσαϊ = της μητέρας της,
αμαέταϊ ή αμαέταταϊ = της μητέρας σου,
μαέσα αλλιέι ιάστι νούνττρου = η μάνα της είναι μέσα,
μαέσα αφεάτιλλιι = η μητέρα της κοπέλας,
γκρεά λλι, αμαέταϊ = φώναξέ την, τη μάνα σου,
φεάτα τα ή φεάτα ατά = η κόρη σου,
κρισκού φεάτα αλούι! = μεγάλωσε η κόρη του!
χίλλι τα ή χίλλια ατά = η θυγατέρα σου,
χίλλισα ή χίλλια αλλιέι = η θυγατέρα της (η θυγατέρα αυτηνής),
χίλλια αλούι = η θυγατέρα του,
μπάμπατα ή μπάμπα ατά = η γιαγιά σου,
μπάμπασα ή μπάμπα αλλιέι = η γιαγιά της,
πάπτου = ο παππούς σου, πάπσου = ο παππούς του,
πάπτου σσι μπάμπατα = ο παππούς σου και η γιαγιά σου,
τάτουτου = ο πατέρας σου, τάτουσου = ο πατέρας του,
τέταμεα ή τέτα αμεά = η θεία μου,
τέτατα ή τέτα ατά = η θεία σου,
τέτασα ή τέτα αλλιέι = η θεία της,
φράτιννιου ή φράτι αμέλου = ο αδελφός μου,
φράτιτου ή φράτι αταέλου = ο αδελφός σου,
φράτισου (φράτι αλούι) = ο αδελφός του,
κτητικό (μέσα στο ρήμα είμαι) (esku = ime)
νίτσι σόρ’τα έσκου, νίτσι κουσουρίν’τα (= ούτε η αδελφή σου είμαι, ούτε η ξαδέλφη σου),
νού έσστσι σόρου αλούι; (= δεν είσαι αδελφή αυτουνού;),
κάσα ιάστι α φράτσλορ (= το σπίτι είναι των αδελφών),
νού χίμου ακουριβά (= δεν είμαστε κανενός),
ακούρι φτσσιόρρι χίτσι; (= ποιανών παιδιά είστε;),
αέστσι φτσσιόρι σούντου αφράτιννιουι (= αυτά τα παιδιά είναι του αδελφού μου),
νού σούν ασόρταϊ; (= δεν είναι της αδελφής σου;)
σούν ακουσουρίνιμεα (= είναι της ξαδέλφης μου),
βα σ’ίμου (βας χίμου) τού ουμπόρλου ανόστου (= θα είμαστε στην αυλή τη δική μας),
βα σ’ίτσι (βας χίτσι) τού κάσα αβουάστα; (= θα είστε στο σπίτι το δικό σας;),
βα σ’ σούνττου λα λούκρουλου αλόρου (= θα είναι στη δουλειά τη δική τους),
ιάστι τού ούνου λόκου αμέλου (= βρίσκεται σ’ ένα μέρος δικό μου),
νάκα ιάστι τού κάσα αβουάστα; (= μήπως είναι στο σπίτι το δικό σας;),
τούτσι φτσσιόρλλι ιαρά ανόσστσι (=όλα τα παιδιά ήταν δικά μας),
ανόστου ιάστι αγκουρλου (= δικό μας είναι το χωράφι),
Αυτοπαθείς αντωνυμίες
μουτρεάσστι μάσσι μάρσσια αλούι = προσέχει μόνο το σώμα το δικό του -τον εαυτό του- (massi marssia alui)
μάσσι τι μάρσσια αλόρου = μόνο για τον εαυτό τους,
μάσσι μάρσσια αλλιέι σσ’ μουτρεάσστι = μόνο τον εαυτό της φροντίζει,
μάσσι τι μάρσσια αλούι = μόνο για τον εαυτό του,
Οριστικές αντωνυμίες
ίδγιλι ν’ τζίσι = τα ίδια μας είπε, ίδγιλλι ιαρά = οι ίδιοι ήταν,
σίνγκουρου = μόνος, σίνγκουρα = μόνη
Φράσεις:
σίνγκουρα κισκινιψεάσστι κάσα = μόνη της καθαρίζει το σπίτι,
σίνγκουρρι βίνιρι ν’ χουάρα = μόνοι (τους) ήρθαν στο χωριό,
σίνγκουρι αρμάσιρι = μόνες (τους) έμειναν,
Δεικτικές αντωνυμίες:
ατσέλου = εκείνος, ατσεά = εκείνη,
αχτάρι = τέτοιος, τέτοια, τέτοιο
αχίτου = τόσος, τόσο αχίτα = τόση
Φράσεις:
αέστα κάλεα ιάσι λά κάσα ανουάστα = αυτός ο δρόμος βγαίνει στο σπίτι μας, αέστου σότσου νού λού αγκρισσίι = αυτόν το φίλο δεν τον ξέχασα,
αχτάρι ιαρά λα τούτα μπάνα = τέτοιος ήταν σ’ όλη του τη ζωή,
αχτάρι μλλιάρι νού άμου βιτζούτι = τέτοια γυναίκα δεν έχω δει,
αχίτου φάτσι = τόσο κάνει, αχίτσι σ’ντούσιρι = τόσοι πήγανε, αχίτα ννίκα ιαρά = τόση μικρή ήταν,
αχίτι μλλιέρρι μουσσιάτι = τόσες γυναίκες όμορφες,
αχίτι λούκρι λό κού έλου = τόσα πράγματα πήρε μαζί του,
Αναφορικές αντωνυμίες
κίτου = όσο, κίτσι = όσοι, κίτι = όσες, όσα
ίτσι = ό,τι (άκλιτο)
Φράσεις:
ζμπουρά κά ούνου όμου ιού λι σστεά τούτι = μιλούσε σαν ένας άνθρωπος που τα γνωρίζει όλα, κάρι βά ού άφλι σ’ ού λλιά τί ιέλου = όποιος το βρει να το πάρει για δικό του, μπεά άπα κίτου βρέι = πιες νερό όσο θέλεις, ίτσι βά αντάρι = ό,τι θέλει κάνει,
Ερωτηματικές αντωνυμίες
κάρι = ποιος, ποια, ποιο (προσοχή: μά μούλτου = πιο πολύ),
κίτου = πόσο;
Φράσεις;
τσί όμου ιάστι; = τι άνθρωπος είναι;, κάρι ιάστι αέστα φεάτα; = ποιο είναι αυτό το κορίτσι;, κίτου βρέι; = πόσο θέλεις;, κάρι τσ’ ού τζίσι; = ποιος σου το είπε;,
Αόριστες αντωνυμίες
κάνι = κανένας, καμιά, κανένα
κάθι = κάθε (άκλιτο),κάθι τζούα = κάθε μέρα
κάθι ούνα = καθεμιά, κάθι ούνου = καθένας
καμπαϊά ή μπαϊά = κάμποσος, κάμποση, κάμποσο
νισκίντσι = μερικοί, νισκίνττι = μερικές, μερικά
άλτου = άλλος, άλτσι = άλλοι,
άλτα = άλλη, άλλο, άλτι = άλλες, άλλα
τσιβά = τίποτα, κάτι
Φράσεις:
κάθι τζούα τρεάτσι ντί αουά = κάθε μέρα περνάει από εδώ,
κάθι ούνου κού αράδα αλούι = καθένας με τη σειρά του,
κάθι ούνα αχόρια = καθεμιά χωριστά,
μπαϊά πιλτιτούρα αντράσσι = κάμποσο πλέξιμο έκανες
λό νισκίνττι λούκρι σσ’ φουτζί = πήρε μερικά πράγματα κι έφυγε, ννι ού τζίσι ούνου = μου το είπε κάποιος,
σ’ ασπρινντίρι, άλτου αουά σσι άλτου ακλό = σκόρπισαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, κάτι τζίσι, νού ού ντουκίι = κάτι είπε, δεν το κατάλαβα, τσιβά νού καφτάι = τίποτα δε ζήτησα, αβτζίσσι τσιβά; = άκουσες τίποτα;, νού σστίου τσιβά = δε γνωρίζω τίποτε,
Αντωνυμίες (ομαδοποιημένες)
αέστου = αυτός αλουσστούι = αυτουνού
αέστσι = αυτοί αλουσστόρ = αυτονών
αέστα = αυτή αλλισστέι = αυτής, αυτηνής
αέστι = αυτές αλλισστόρου= αυτών, αυτονών
άλτου = άλλος, άλτσι = άλλοι,
αλάνττου = ο άλλος, αλάντσι = οι άλλοι
αλουνττούι = αλλουνού, αλανττόρου = αλλονών,των άλλων
άλτα = άλλη, άλλο, άλτι = άλλες, άλλα
αλάνττα = η άλλη, αλάνττι = οι άλλες, τα άλλα
αλλινττέι = αλληνής, της άλλης, αλλινττόρου = των αλλονών
αμέλου = δικό μου αμεάλι = δικά μου
αταέλου = δικό σου ατάλι = δικά σου
αλούι = δικό του αλόρου = δικά τους
αμεά = δικιά μου, ατά = δικιά σου, αλλιέι = δικιά της
ανόστου = δικός μας (ημέτερος) ανόστουλου = ο δικός μας
ανόσστσι = δικοί μας ανόσστσιλλι = οι δικοί μας
αβόστου = δικός σας (υμέτερος) αβόστουλου = ο δικός σας
αβόσστσι = δικοί σας αβόσστσιλλι = οι δικοί σας
ανουάστα = δική μας (ημετέρα) ανουάστα = η δική μας
ανουάστι = δικές μας ανουάστιλι = οι δικές μας
αβουάστα = δική σας (υμετέρα) αβουάστα = η δική σας
αβουάστι = δικές σας αβουάστιλι = οι δικές σας
ακουριβά = κανενός
ατσέλου = εκείνος ατσιλούι = εκείνου
ατσέλλι = εκείνοι ατσιλόρ = εκείνων
ατσεά = εκείνη, εκείνο ατσιλλιέι = εκείνης
ατσεάλι = εκείνες ατσιλόρ = εκείνων
αννιέα = εμένα (προσωπική αντωνυμία)
ατσέα = εσένα (προσωπική αντωνυμία)
ατουτουλόρ = ολονών
αχτάρι = τέτοιος, τέτοια, τέτοιο
αχτάριλλιι = τέτοιας
αχίτου = τόσο αχίτλουι = του τόσου
αχίτα = τόση αχίτιλλιι = της τόσης
βίρνι = κανένα, κάποιο
αβίρνουι = κανενός, κάποιου
βίρι = καμιά, κάποια, αβίρναλλιι = καμιάς, κάποιας
ιέλου = αυτός έλλι = αυτοί
ιά = αυτή ιάλι = αυτές
ιού = που (αναφορική αντωνυμία)
ίτσι = ό,τι (άκλιτο)
ίτσι ντό = οτιδήποτε
ίτσι σ’ίμπι = ό,τι και να είναι, οτιδήποτε,
ιό = εγώ, τίνι = εσύ (προσωπική αντωνυμία)
νόι = εμείς, βόι = εσείς (πριν από ρήμα: λού = τον, ού = την)
κάθι = κάθε (άκλιτο)
κάθι ούνα = καθεμιά
κάθι ούνου = καθένας
καμπαϊά ή μπαϊά = κάμποσος, κάμποση, κάμποσο, κάμποσοι
κάνι = κανένας, καμιά, κανένα (αόριστη αντωνυμία)
κάρι = ποιος (ερωτηματική αντωνυμία)
ακούρι = ποιανού, ακουριλορ = ποιανών
κάρι = όποιος (αναφορική αντωνυμία)
κάρι ντό = οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε
κίτου = πόσο; (ερωτηματική αντωνυμία)
κίτου = όσο (αναφορική αντωνυμία)
κίτσι = πόσοι; όσοι, κίτι = πόσες; όσες
νισκίντσι = μερικοί (αόριστη αντωνυμία)
νισκίνττι = μερικές, μερικά
σίνγκουρου = μόνος (οριστική αντωνυμία)
τσί = τι; -άκλιτο- (ερωτηματική αντωνυμία)
τσιβά = τίποτα, κάτι
Σημείωση: το έλου - έλλι άκούγεται σαν ιέλου -ιέλλι. Είναι παχύ φωνήεν το ε. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έσκου - έσστσι που ακούγονται ως ιέσκου- ιέσστσι. -Δόκιμος θεωρείται ο πρώτος τύπος.
Αντίθετες λέξεις
ινττράρι = είσοδος ινσσιάρι = έξοδος
τζούα = μέρα νουάπτι = νύχτα
γίνου = έρχομαι φούγκου = φεύγω
νκάρκου = φορτώνω ντισκάρκου = ξεφορτώνω
νκάρκου = λερώνω ασπέλου = ξεπλύνω
αγόνια = γρήγορα, πεαργάλεα ή πρεαγάλεα = αργά, σιγά
ανάλτου = επάνω, ντιγκιόσου = κάτω
ντι ανάλτου = από επάνω, ντι νγκιόσου = από κάτω
κού = με, φίρι = χωρίς
ναφουάρα = έξω, νούνττρου = μέσα
νιίνττι = μπροστά, ναπόι = πίσω
ασσί = έτσι αλλιούμτρεα = αλλιώς
Όμοηχες λεξεις
αρμ΄νου = μένω, κουράζομαι, Αρμ΄νου = Βλάχος
γίνου = έρχομαι, γίνου = κρασί
μουάρα = μύλος, μουάρι = πεθαίνει
ίνσσι = άτομα, ινσσί = βγήκε
νκάρκου = φορτώνω, νκάρκου = λερώνω
μίσουρου = καλαμπόκι, μισούρου = μετρώ
λάργκου = μακριά λάργκου = φαρδύς
κούρου = καθαρίζω, κούρου = ρέω,στάζω,
κούρου = πισινός, κώλος
ουσούκου = στεγνώνω, ουσούκου = σμίλα μαλλιού
πρίνντι = πρέπει πρίνντι =γευματίζει
ννίκα = μικρή, νίκα = ακόμη
τσίνου = δειπνίζω τσίνου = κρατώ
πόρτσι = φοράς,κουβαλάς πόρτσι = γουρούνια
βά = θέλει, αγαπά, βα = θα -Μέλλοντας-,
βόι = θέλω, αγαπώ βόι = εσείς -προσωπική αντωνυμία-
ιά = αυτή, ιά = να