Προλογικό σημείωμα του Ι.Ν.Καζάζη

Το αναλυτικό Λεξικό της Αρωμανικής (Βλαχικής) Γλώσσας των Βλάχων Μ. Λιβαδίων Πάικου Κιλκίς ανήκει στην κατηγορία των διαλεκτικών γλωσσαρίων: καταγράφει λέξεις και εκφράσεις του ιδιώματος, με λεξιλογικό και λιτό λαογραφικό σχολιασμό και με ετυμολογικές και γραμματικές διασαφήσεις.

Το αναλυτικό Λεξικό της Αρωμανικής (Βλαχικής) Γλώσσας των Βλάχων Μ. Λιβαδίων Πάικου Κιλκίς, μόχθος πολλών ετών της ακαταπόνητης Κούλας Λέντζιου-Τρίκου, στην οποία οφείλουμε τα Τρία Παραμύθια στα βλάχικα, 2007, και τα Βλάχικα Τραγούδια και ποιήματα των Μεγάλων Λιβαδίων, 2010, ανήκει στην κατηγορία των διαλεκτικών γλωσσαρίων: καταγράφει λέξεις και εκφράσεις του ιδιώματος, με λεξιλογικό και λιτό λαογραφικό σχολιασμό και με ετυμολογικές και γραμματικές διασαφήσεις.

Η συλλογή φέρνει στην επιφάνεια υλικό καθημερινό αλλά και σπάνιο, το οποίο μαρτυρεί τη μεικτή προέλευση του ιδιώματος: έτσι, πλάι στα: αυλάκι, αύρα, πιρουστία, προυζίμι (= προζύμι), πραματεύτου, ο, (‘πραματευτής’), χαράου (‘χαρά’), όλα ελληνικού ετύμου, καταγράφονται και «λατινογενή» όπως: πισκάρ(ου), ο, (‘ψαράς’), σίντζα, η, (‘αίμα’), φάγκου, η, (‘οξιά’), φούνντου (‘πυθμένας’), φούρκα (‘ρόκα, δίκρανο’). Όλες όμως λέξεις ζυμωμένες με την ιστορία και τον πολιτισμό των ομιλητών στη συγκεκριμένη περιοχή του Κιλκίς.

Με την ίδια, ωστόσο, την ετυμολογία (έδαφος ολισθηρό ακόμη και για ειδικούς), ορθώς η συγγραφέας σπάνια καταπιάνεται. Ακόμη πιο σπάνια γίνεται τολμηρότερη, όπως όταν προτείνει ως ετυμολογία του Σαρούνα (‘Σαλονίκη’) το σουν-ρ-ούνα, που ως συμπρωτεύουσα «είναι μαζί με την πρώτη», δηλ. την πρωτεύουσα. Προτιμά την ουσιαστικότερη συμβολή, που είναι να δίνει, για κάθε λήμμα, ακριβή προφορά και ερμήνευμα, μαζί με δείγματα της γλωσσικής χρήσης, αντλημένα μέσα από γνήσια συμφραζόμενα γλωσσικά και ‘πραγματικά’ (realia). Ζωντανεύει έτσι μαζί με τη λέξη και το ίδιο το πράγμα, καθώς φανερώνεται, μέσα από τις λιγόλογες και εύστοχες περιγραφές της Λέντζιου, το έδαφος όπου φύτρωσε η αγαπημένη λέξη. Πράγματι, αντίθετα από όσα μπορεί να πίστευαν παλαιότεροι συλλογείς, το γλωσσικό υλικό, για την πλήρη κατανόησή του, απαιτεί περισσότερο ανασκαφές στις συνθήκες της πραγματικής ζωής της κοινότητας και των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε, παρά «παιχνίδια» με τις φωνητικές μεταβολές των λέξεων μέσα στον χρόνο, εύκολα αλλά συχνά παρακινδυνευμένα.

Το ελληνικό έτυμον δεν εξηγείται μόνον γλωσσολογικά, αλλά τεκμηριώνεται προπάντων πραγματολογικά,–υιοθετώντας και την ελληνική λέξη μαζί με το ελληνικό πράγμα. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, για τον οποίο η πανεπιστημιακή καθοδήγηση που ανέκαθεν παρεχόταν προς τους φοιτητές-συλλογείς λαογραφικού και γλωσσικού υλικού επέμενε στη συνεξέταση και των δύο πλευρών του ίδιου φαινομένου, που είναι συνολικά ό,τι παλαιότερα ονόμαζαν «λαϊκό πολιτισμό». Τρεις πολύ χρήσιμους τέτοιους οδηγούς εξέδωσε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, χάρη στους καθηγητές Στίλπωνα Κυριακίδη, Δημήτρη Πετρόπουλο και Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου, για την καθοδήγηση των φοιτητών που αλώνιζαν την ύπαιθρο συλλέγοντας λαογραφικό υλικό στις διακοπές τους και διασώζοντας τα πολύτιμα της παράδοσης. Σήμερα οι οδηγοί αυτοί έχουν αναρτηθεί και είναι ευρύτερα προσβάσιμοι στην «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα» (www.greek-language.gr) του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.

Σημειώνω δείγματος χάριν λίγα μόνον από τα πολλά αξιόλογα σχόλια της Λέντζιου: Κουλάστρα (το πρωτόγαλα του προβάτου), μπουκουβάλα, η, (ειδικό ψωμοτύρι), νάστουρου (ο), (‘αφαλός’), στρίνα, η, ‘ξένη γυναίκα’, σουιάλλι ‘κωλοκουρέματα’. Για τα ρήματα, καλώς δίνεται αναλυτικό τυπολόγιο. Στην παρουσίαση του υλικού, ακολουθείται μια μάλλον ιδιόρρυθμη, αλλά σαφής, διάταξη: σ’ ένα πρώτο μέρος, οι λέξεις παρουσιάζονται αλφαβητικά καταταγμένες και γλωσσικά σχολιασμένες (: ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες, ρήματα, άκλιτα και αριθμητικά) και σε ένα δεύτερο, πολύ μικρότερο, μέρος, όπου κυριαρχεί ο πραγματολογικός σχολιασμός, οι λέξεις ομαδοποιούνται σε κατηγορίες: φυσικά φαινόμενα, φυτικό και ζωικό βασίλειο, τομείς του πολιτισμού. Η περιγραφή είναι ακριβής. Και η αξία της δεν μειώνεται από το γεγονός ότι, στη φωνητική απόδοση του ιδιώματος, ήταν μάλλον αναμενόμενο για έναν μη ειδικό γλωσσολόγο να προτιμήσει την τροποποιημένη χρήση των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου, και όχι του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου, που χρησιμοποιεί η επιστήμη σήμερα. Σημασία έχει ότι η Λέντζιου χρησιμοποιεί το δικό της σύστημα με απόλυτη συνέπεια. (Να σημειωθεί η σύγχρονη επισκόπηση των φωνητικών συμβόλων που παρέχει η Χριστίνα Μπασέα στον: Κανονισμό Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής [Λεξικογραφικό Δελτίο Παράρτημα 6], Αθήνα 2012, σελ.79-100. Για την εξυπηρέτηση των μελετητών και του γενικού κοινού, το κεφάλαιο αυτό έχει αναρτηθεί στην «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα», για την ευρύτερη δυνατή χρήση).

Η βοήθεια που προσφέρουν έργα αυτής της κατηγορίας είναι πολύ σημαντική για την ολοκληρωμένη εικόνα των νεοελληνικών διαλέκτων, που απασχολεί την ιστορική γλωσσολογία και προπάντων το Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού των Διαλέκτων της Νέας Ελληνικής, όπου εκπονείται και το Λεξικό που εκδίδει το οικείο ερευνητικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών. Αυτά υπό έναν απαράβατον όρο: ότι πρόκειται για υλικό αντλημένο από πρώτο χέρι, καταγραμμένο με σχολαστική ακρίβεια και διασταυρωμένο με προσφυγή σε αξιόπιστους μάρτυρες που εξασφαλίζουν την αυθεντικότητά του. Η αξία μάλιστα του πονήματος μεγαλώνει ανάλογα με την καθαρότητα του παρουσιαζόμενου ιδιώματος από προσμείξεις, συνήθεις ύστερα από τις τόσες μετακινήσεις πληθυσμών αλλά και συγκατοίκηση με προσφυγικές ομάδες που μιλούσαν δικά τους ιδιώματα, και την απουσία εκεί δασκάλων ξενοσπουδασμένων – όλοι όροι που πληρούνται στη μονογραφία της Λέντζιου.

Από την άποψη αυτήν, η παρέμβαση της συγγραφέως είναι καίρια και έγκαιρη, στην εποχή αυτή της ραγδαίας και αμετάκλητης υποχώρησης των ελληνικών διαλέκτων και των ιδιωμάτων, λόγω της μεταβολής των συνθηκών της κοινωνικής ζωής που άρχισε μέσα στον εικοστό κυρίως αιώνα και συνεχίζεται έκτοτε αμείωτη –όταν οι σωστικές καταγραφές είναι το πρώτο καθήκον μας απέναντι στο πλούσιο και πολυστρωματικό γλωσσικό μας παρελθόν.

Γι’ αυτό, πέρα από τη μετριοφροσύνη της Λέντζιου, δεν βλέπω κανένα λόγο να απολογείται η ίδια για τυχόν ατέλειες ή να ζητά την άδεια των ειδικών επιστημόνων, για να προσφέρει το γλωσσο-λαογραφικό υλικό, σχολιασμένο με τόση φροντίδα. Ίσα ίσα είναι η επιστημονική κοινότητα που πρέπει να είναι ευγνώμων για την ευσυνείδητη αυτή δουλειά, για την οποία οι επόμενες γενιές των Μεγαλολιβαδιωτών -που δεν ευτύχησαν να ακούσουν και να χρησιμοποιήσουν τη ντοπιολαλιά τους- της οφείλουν γνήσια ευγνωμοσύνη. Γιατί και η παραμικρή λέξη αποτελεί σύμβολο πολιτισμού, και οι επόμενοι πρέπει να συνδέονται με τους προηγούμενους, αν είναι να διαφυλαχτεί, και από αυτή την πλευρά, το πολύτιμο αγαθό της κοινωνικής συνοχής.

Τώρα, η πρώτη μορφή της εργασίας της Λέντζιου, συμπληρώνεται και με νέα λήμματα αλλά κυρίως με ένα νέο Λεξικό από την κοινή ελληνική προς την βλαχική διάλεκτο. «ΕΛΛΗΝΟ-ΑΡΜΑΝΙΚΟ (ΕΛΛΗΝΟ-ΒΛΑΧΙΚΟ) ΛΕΞΙΚΟ των αρμανόφωνων (βλαχόφωνων) Ελλήνων της Πίνδου», Η προσθήκη αυτή θα αυξήσει αισθητά την αξία του προσφερόμενου έργου.

Η Λέντζιου συνεχίζει την ευγενή παράδοση των παλαιών δασκάλων, που επιδίδονταν σε συστηματικές καταγραφές με τις οποίες εφοδίαζαν με ανεκτίμητο υλικό τις Φιλοσοφικές Σχολές και το Αρχείο της Ακαδημίας. Είναι ανάγκη η παράδοση αυτή να βρίσκει συνεχιστές προτού να είναι πολύ αργά –όπως διδάσκει το γνωστό επεισόδιο που αφηγείται ο Νίκος Καζαντζάκης από την περιοδεία του στη Μυτιλήνη με τον Άγγελο Σικελιανό για τη λέξη που χάθηκε με τον θάνατο της μόνης γριούλας που το γνώριζε, μία μόλις μέρα προτού την καταφτάσουν οι καταγραφείς.

Ι. Ν. Καζάζης, Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ
και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.