• Αρχική
  • ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ
  • Πώς επιλέγουμε πού θα δώσουμε την ερμηνεία σε μια φράση

Πώς επιλέγουμε πού θα δώσουμε την ερμηνεία σε μια φράση

Ας πάρουμε τη φράση έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι. Πού θα παραπέμψουμε τον αναγνώστη για την ερμηνεία της φράσης; Στο έφυγε, στο τσίμπλα ή στο μάτι; Τις πιο πολλές φορές επιλέγω να δίνω την ερμηνεία στο πρώτο ουσιαστικό της φράσης (μπορεί να υπάρχουν και άλλα ουσιαστικά στην ίδια φράση όπως π.χ.: ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι). Αν δεν υπάρχει ουσιαστικό στη φράση, επιλέγω το επίθετο ή το πρώτο επίθετο π.χ. ας είσαι καλά που… ή ας κάνει καλά μόνος του, όπου, και στις δυο περιπτώσεις παραπέμπω στο καλός. Ύστερα επιλέγω την αντωνυμία, το επίρρημα, το ρήμα, άσχετα αν η επιλογή μου αυτή είναι επιστημονικά ορθή ή όχι. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, η ερμηνεία δίνεται στο λήμμα τσίμπλα, αλλά δεν τελειώσαμε με τη φράση, γιατί σημειώνεται και στο λήμμα φεύγω και στο λήμμα μάτι με την παραπομπή βλ. λ. (βλέπε λήμμα) τσίμπλα για την ερμηνεία της. Να δούμε τώρα ποιο είναι το σκεπτικό αυτής της τακτικής γιατί, οπωσδήποτε, δεν ακολουθείται μόνο και μόνο, για να γράφει το ταξίμετρο. Με αυτή την τακτική, λοιπόν, ο αναγνώστης μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει μπροστά στα μάτια του την έκταση που καλύπτει και τη δυναμικότητα που παρουσιάζει η κάθε λέξη μέσα στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, αν για έναν οποιονδήποτε λόγο, θελήσει κάποιος και πέρα από την ιατρική να ασχοληθεί για παράδειγμα με τη λέξη μάτι, και ενδιαφερθεί να μάθει πού και πώς χρησιμοποιείται αυτή η λέξη μέσα στην ελληνική γλώσσα, όταν βέβαια έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία (δεν μιλάμε για την κυριολεκτική της διάσταση, όπως π.χ. κοκκίνισε το μάτι μου ή πρήστηκε το μάτι μου ή χτύπησα το μάτι μου ή μου πονάει το μάτι), τότε θα διαπιστώσει πως η λέξη μάτι, υπάρχει μέσα σε 386 περίπου φράσεις. Μια ολοκάθαρη εικόνα, που δεν μπορεί κανείς να την έχει σε κανένα από τα λεξικά που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια και ακόμη πιο πρόσφατα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι, σώνει και καλά, οι φράσεις αυτές μπορεί να απουσιάζουν από τα άλλα λεξικά, αλλά, αν υπάρχουν και όταν υπάρχουν, βρίσκονται διασκορπισμένες σε όλη την έκταση του λεξικού κι έτσι, δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να έχει μια σαφή και ξεκάθαρη εικόνα για τη δυναμικότητα της κάθε λέξης μέσα στη γλώσσα μας, εκτός βέβαια, και αν αποφασίσει να διαβάσει ολόκληρο το λεξικό από την αρχή ως το τέλος και αρχίσει την επίπονη αποδελτίωσή του. Με αυτό που λέω, προς Θεού, ούτε στο παραμικρό τολμώ να αμφισβητήσω τη μέθοδο ή τις γνώσεις και το κύρος των πανεπιστημιακών μας δασκάλων, άλλωστε δεν διαθέτω το πνευματικό τους ανάστημα, αλλά απλά και μόνο προσπαθώ να επισημάνω και τη δική μου πρόταση για το πώς μπορεί, ενδεχομένως, να γράφεται ένα λεξικό, άσχετα αν αυτό είναι ειδικό ή όχι. Και, για να τελειώνουμε με τη φράση του παραδείγματός μας, τη λέξη τσίμπλα, στην ιδιαίτερη σημασία της βέβαια και όχι στην κυριολεκτική της διάσταση, τη συναντάμε μέσα στην ελληνική μας γλώσσα 2 φορές, ενώ τη λέξη φεύγω 148.

Όμως, υπάρχουν φορές που στο γραπτό ή στον προφορικό μας λόγο μια φράση συνοδεύεται, για περισσότερη έμφαση, από μια δευτερεύουσα φράση, πράγμα που επισημαίνεται στο λεξικό μου. Λέμε για παράδειγμα: κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα και συμπληρώνουμε με το κι ακόμα παραπέρα. Τέλος, ολοκληρώνοντας, υπάρχουν και περιπτώσεις που διάφορες φράσεις συμπληρώνονται με άλλες χρήσιμες ενδείξεις, όπως π. χ. στη φράση δεν τρώγεσαι! Μετά την ερμηνεία της και το παράδειγμα που ακολουθεί, για να δούμε πώς εκφέρεται μέσα σε μια πρόταση, υπάρχουν συμπληρωματικά τα εξής: Πολλές φορές της φρ. (φράσης) προτάσσεται το ε ή το ε, μα πια και κλείνει με το άλλο.