Η νεοαργκό ή η γλώσσα της σημερινής νεολαίας
Παρ’ όλη τη στέρεη δόμησή της, ποτέ δεν ξέρει κανείς τι θα συμβεί με τη γλώσσα. Υπάρχει πάντα ένα μυστήριο που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να φέρει τη μεγάλη ανατροπή και αυτό είναι που την κάνει γοητευτική. Έτσι, ο επικοινωνιακός κώδικας της σύγχρονης νεολαίας μας δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ούτε να μας πανικοβάλλει, γιατί λίγο πολύ η κάθε γενιά στο πέρασμά της, ανάλογα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πολιτική, κοινωνική ή οικονομική, αφήνει το δικό της γλωσσικό στίγμα, που αναταράζει ή και γκρεμίζει το υπάρχον γλωσσικό ταμπού.
Η νεολαία, που από το 1990 αποπολιτικοποιήθηκε και δραπέτευσε μαζικά από τους πολιτικούς εναγκαλισμούς των κομμάτων, μια και αντιλήφθηκε πως η πολιτική όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματά της αλλά πως, επιπλέον, τα επιδεινώνει, απαλλάχτηκε και από τη φτωχική και στείρα πολιτική φρασεολογία, από τη γνωστή ως ξύλινη πολιτική γλώσσα. Ο ποιητής Νίκος Δ. Καρούζος, άριστος γνώστης και χειριστής της ελληνικής γλώσσας, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, όπου κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία είναι η σοσιαλιστική με προεξάρχον το πασοκικό κίνημα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου με τη δραματική του επισήμανση: «Όλοι οι του πασοκικού κινήματος, χρησιμοποιούν πεντακόσιες λέξεις. Από αυτές, τις διακόσιες πενήντα τις χρησιμοποιεί ο αρχηγός τους και τις άλλες διακόσιες πενήντα όλοι οι άλλοι» (Ημερήσιος Τύπος). Έτσι, συνθήματα όπως αγώνας για το πλάτεμα και βάθεμα της δημοκρατίας ή έξω οι βάσεις του θανάτου ή ο λαός στην εξουσία ή η Ελλάδα στους Έλληνες αλλά ακόμη και το πατρίς, θρησκεία, οικογένεια ή το ψωμί, παιδεία, ελευθερία των άλλων κομμάτων προκαλούν σήμερα στους νέους, αν μη τι άλλο, θυμηδία, γιατί απλούστατα, κατά τη γνώμη τους, αποτελούν ψεύτικα συνθήματα. Και ενώ αρκετοί από τους σύγχρονους καθηγητές και γλωσσολόγους κρούουν πανικόβλητοι τον κώδωνα του κινδύνου για την αλλοίωση της γλώσσας από τους νέους, ουδείς από αυτούς τόλμησε ποτέ να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας εναντίον όλων εκείνων των πολιτικών και των δήθεν προοδευτικών οι οποίοι καθημερινά κακοποιούν την ελληνική γλώσσα (βλ. λ. πιότητα (= ποιότητα), πιθανά (= πιθανώς, πιθανόν), μέχρι και προφανά (= προφανώς), εντελά (= εντελώς), σαφά (= σαφώς), ενδεχόμενα (= ενδεχομένως) που, επί του παρόντος, δεν είναι για σχολαστική ανάλυση και ούτε ποτέ οι συντάκτες των έγκριτων λεξικών της ελληνικής μας γλώσσας αποφάσισαν να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι, για να συμφωνήσουν πώς επιτέλους πρέπει να γράφει ο νεοέλληνας: φιλενάδα (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]) ή φιλαινάδα (Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Κέντρο Λεξικογραφίας), καθώς και πάρα πολλά άλλα, γιατί, πρόσφατα, αντιμετώπισα την απορία αλλοδαπού σπουδαστή της νεοελληνικής γλώσσας, ο οποίος δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή τη διαφορά γραφής και, το σπουδαιότερο, δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί δεν συμφωνούν οι Έλληνες σε μια γραφή. Μου είχε πει κατά λέξη: «Καλά… έχω ακούσει ότι εσείς οι Έλληνες έχετε το μικρόβιο του διχασμού και του αλληλοσπαραγμού και όπου τρεις Έλληνες, υπάρχουν τέσσερα πολιτικά κόμματα, αλλά, εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω, είναι, γιατί δεν μπορείτε, τουλάχιστο, να συμφωνήσετε σε μια γραφή!». Ας αποφασίσουν, επιτέλους, οι έγκριτοι συντάκτες των λεξικών μας: ιστορική ετυμολογία και απλοποιημένη γραφή ή γραφή σύμφωνα με την ιστορική ετυμολογία; Ενιαία, όμως, σε όλα τα λεξικά και μόνιμα. Και τι πρέπει να κάνει, δηλαδή, ο καθηγητής εκείνος ο οποίος διορθώνει τις εκθέσεις των μαθητών του, όταν δει τον ένα να γράφει φιλενάδα και τον άλλον φιλαινάδα ή τον έναν να γράφει παλικάρι και τον άλλον παλληκάρι; Ακούγονται παιδαριώδη αυτά που υποστηρίζω, όμως, κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν είναι.
Επειδή, λοιπόν, δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν ομαδικά και συναινετικά για τη γλώσσα μας αυτοί που πρέπει πραγματικά να ενδιαφέρονται, για να μας τη διδάξουν, βρίσκουν κατάλληλο έδαφος τα νεανικά περιοδικά Κλικ, Max, Nitro, Action, Out of Limits, Down Town, Tomorrow κ. ά. (τα οποία κι εγώ συμβουλευόμουν κάθε τόσο κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του λεξικού), καθώς και διάφοροι προικισμένοι συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, παρουσιαστές της τηλεόρασης, όπως η αείμνηστη Μαλβίνα, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Αντρέας Μικρούτσικος, ο Θέμος Αναστασιάδης, ο Τάκης Ζαχαράτος, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Μάρκος Σεφερλής, ο Γιώργος Μητσικώστας, η Τατιάνα Στεφανίδου, η Χριστίνα Λαμπίρη, η Αννίτα Πάνια, που στο όνομα κάποιου μοντερνισμού, κάποιας σάτιρας ή κουτσομπολιού, διαμορφώνουν ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, που, καθώς είναι περισσότερο εμπειρικό και συμβολικό, κάνουν τους δασκάλους της γλώσσας μας να «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» και να υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι αυτοί φτωχαίνουν τη γλώσσα όχι μόνο ως προς τον αριθμό των λέξεων αλλά και ως προς την ποιότητά της. Το κυριότερο, όμως, είναι πως έχουν απήχηση στη νεολαία, μεγάλο μέρος της οποίας αποστηθίζει το γλωσσικό τους αυτό ιδίωμα και στην πορεία του το πλουτίζει, μιλάει γρήγορα και νευρικά, με χειρονομίες, λέει λίγα αλλά εννοεί πολλά, βρίσκει περιττές τις επεξηγήσεις και τις παραπομπές, έχει μια εκπληκτική ευχέρεια να μετατοπίζει ή να προεκτείνει τις έννοιες, αδιαφορεί για τη συντακτική σειρά των λέξεων, σπάει την αρχιτεκτονική δομή της γλώσσας, γκρεμίζει το κατεστημένο. Ειρωνεύεται τους έχοντες και κατέχοντες, που, λόγω της οικονομικής τους ευρωστίας, μιλούν με άνεση για φιλότιμο, περηφάνια και αξιοπρέπεια καθώς και όλους αυτούς τους δήθεν και τους πρέπει, που συρρέουν παρακαλώντας να αλλοτριωθούν από το κατεστημένο (το κάθε κατεστημένο), με τις όποιες απολαβές συνεπάγεται αυτή η κοινωνική τους αλλοτρίωση, μέσα στην οποία βυθίζει τα πόδια της η Εξουσία και στεριώνει. Κι αγριεύει. Και διευθύνει. Και κατευθύνει. Κι αρπάζει. Και ρημάζει. Κι εξαργυρώνει. Και διαφθείρει. Κι αποδυναμώνει. Και διαλύει. Κι εξαλείφει (βλ. τα μυθιστορήματά μου Άπνοια και Η βασιλεία των κατσαρίδων). Περιγελά αυτή την τραβεστί κοινωνία, όπου τίποτε δεν είναι αυτό που δείχνει και που τις πιο πολλές φορές το σημαινόμενο δεν έχει καμιά σχέση με το σημαίνον. Γκρεμίζει τη συνοχή της γλώσσας καλύπτοντας τα κενά που δημιουργεί με λέξεις παράταιρες, αλλοιωμένες, ξενικές, ηχομιμητικές, αυθαίρετα αναγραμματισμένες ή ανασυλλαβισμένες, τσιμπολογά λέξεις ελληνικές και ξένες και δημιουργεί μια καινούρια φράση, ανασύρει από το παρελθόν δευτερεύοντες ή επιπρόσθετους εκφραστικούς κώδικες, όπως είναι το ντύσιμο, η χειρονομία και ο μορφασμός, δείχνει με κάθε τρόπο την απέχθειά της στην κοινωνία που την περιβάλλει και σε αυτούς που την κυβερνούν. Χαιρετίσματα λοιπόν στην Εξουσία, τραγουδάει ο Παπακωνσταντίνου, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι, και οι νέοι πορεύονται έκπληκτοι με την ανταλλάξιμη ενδοτικότητα και την αδηφαγία των μεγάλων, μέχρι να γίνουν και αυτοί μεγάλοι, και βυθίσει η Εξουσία τα πόδια της μέσα στη δική τους πια αλλοτρίωση και πάει λέγοντας.