• Αρχική
  • ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ
  • Γιατί έγραψα αυτό το λεξικό

Γιατί έγραψα αυτό το λεξικό

Τις πρώτες λέξεις τις άκουσα στη φτωχογειτονιά που μεγάλωσα, στο Τόπαλτι του Δήμου Συκεών, μια γειτονιά που δημιουργήθηκε μετά το 1922 από πρόσφυγες των χαμένων πατρίδων και αργότερα από εσωτερικούς μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Οι πρώτοι μου παιδικοί και αξέχαστοι φίλοι σε αυτή τη γειτονιά ήταν οι Χρίστος (Γιαγίλος), Χρόνης (Μπόνης) και Σωτήρης (Τζούρας) Γουναρίδης, Τάκης και Χρόνης (Χρονάκης) Νικολαΐδης, Νίκος Παπαϊγνατίου, Γιώργος Φερμάνογλου, Γιώργος Τσάρλος, Ανέστης Φωκάς, Αντώνης και Μιχάλης Βλάχος, Μάκης Μιχαηλίδης, Νίκος Χατζηβασδέκης, Χρυσόστομος (Τότομος) και Βασίλης Λιάπης, Νίκος Πατημένος (Μπαρούς), Νίκος Τσαχλάς και Λευτέρης Κλακάς. Όταν, λοιπόν, θέλαμε να μιμηθούμε τους μεγάλους της γειτονιάς μας, χρησιμοποιούσαμε την αργκοτική τους γλώσσα και νιώθαμε άνθρωποι δυσθεώρητοι. Αυτοί υπήρξαν για μένα ο σπόρος αυτού του λεξικού (βλ. το μυθιστόρημά μου Η αγία αλητεία). Η ουσιαστική μου, όμως, επαφή με την αργκοτική γλώσσα γίνεται στις αρχές του 1960, όταν κατατάχτηκα στο Πολεμικό Ναυτικό (Βασιλικό, τότε, Ναυτικό) ως εθελοντής τηλεγραφητής. Όσο καιρό ήμουν μαθητευόμενος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Παλάσκας (Κ.Ε.ΠΑΛ), όπου υπάρχει και η Σχολή των Τηλεγραφητών, η περίφημη Τρούμπα του Πειραιά, που ήταν γεμάτη από καμπαρέ, οίκους ανοχής, φτηνά λαϊκά ξενοδοχεία και λαϊκούς κινηματογράφους, γίνεται από την πρώτη στιγμή ο μαγνήτης που με τραβάει κάθε φορά που παίρνω εξόδου και οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σε αυτή, πόρνες, νταβατζήδες, τσατσάδες, μάγκες, ψευτόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, παλικαράδες, χασικλήδες, πρεζάκηδες, βαποράκια, πλανόδιοι μικροπωλητές, αβανταδόροι, παπατζήδες, πορτοφολάδες, ομοφυλόφιλοι, είναι τα καρποφόρα δέντρα από όπου αρχίζω να δρέπω τους χυμώδεις καρπούς μιας άλλης γλώσσας μας, που μέχρι τώρα μου ήταν άγνωστη (βλ. τη συλλογή διηγημάτων μου Τα καλά παιδιά). Από την πρώτη στιγμή κατακυριεύομαι από το πάθος του νεοφώτιστου. Σημειώνω σε διάφορα χαρτάκια, χαρτοπετσετάκια, σουβέρ, μερικές φορές μέσα στη χούφτα μου, ιδίως, όμως, στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων μου, κάθε λέξη και φράση που ακούω, τη μελετώ και την αφομοιώνω, για να μην υστερώ έναντι όλων αυτών που είναι κάτοχοι των μυστικών της, γιατί θέλω να τους καταλαβαίνω και να επικοινωνώ μαζί τους. Πάνω από το ενενήντα τοις εκατό των λέξεων και φράσεων που υπάρχουν σε αυτό το λεξικό είναι λέξεις και φράσεις που τις έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αφτιά. Και όταν, μετά το πέρας της πολυτάραχης θητείας μου στο Ναυτικό, επιστρέφω στη γενέθλια Θεσσαλονίκη μου, η αρρώστια με τη γλώσσα μας μου έχει γίνει χρόνια, αγιάτρευτη γλυκιά πληγή, και τα πακέτα των τσιγάρων να πληθαίνουν.

Η ιδέα να συγκεντρώσω σε ένα λεξικό τον θησαυρό που είχα καταγραμμένο στα πακέτα των τσιγάρων μου, χωρίς, όμως, να έχω ακόμα συνειδητοποιήσει τον πραγματικό λόγο αυτής μου της πρόθεσης, γεννήθηκε το 1965, χρονιά που έπεσε στα χέρια μου το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη. Όμως, κάτι τέτοιο στάθηκε προσωρινά αδύνατο, γιατί, στο μεταξύ, νέες λέξεις και φράσεις προσθέτονταν συνεχώς στο γλωσσικό θησαυροφυλάκιό μου, αφού από τη μέρα που απολύθηκα από το Ναυτικό, τα παιδιά με τα οποία άρχισα να κάνω παρέα, πέρα από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, λάτρευαν τη νυχτερινή ζωή, τα μπαρ, τα μπουζουκτσίδικα και τα σκυλάδικα της εποχής. Ο Νίκος Υφαντίδης (και μετέπειτα κουμπάρος μου), ο Γιάννης Χατζογλάκης, ο Γιώργος Δεληδημητρίου, ο Γιάννης Κοσμάογλου, ο Σωκράτης Τανιμανίδης, ο Στέλιος Τσαμπάζης, ο Χρίστος Χαραλαμπίδης, ο Μηνάς Νικολάου, ο Μάκης Αναγνώστου, ο Νίκος Ψημένος, ο Μίμης Χατζηρεβίθης, ο Σταύρος Μωρεσόπουλος, ο Μάκης Χ΄΄ιωακειμίδης και εγώ, επί μία σχεδόν δεκαπενταετία οργώνουμε τα νυχτερινά μαγαζιά της πόλης μας και των περιχώρων και δεν είναι λίγες οι φορές που πηγαίνουμε κατευθείαν από το γλέντι στις δουλειές μας. Όμως, έρχεται ο καιρός που η παρέα, κάτω από το βάρος των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, διαλύεται. Άλλοι διαπρέπουν, άλλοι προκόβουν και άλλοι αποτυχαίνουν στη ζωή τους, κάποιος σκοτώνεται σε τροχαίο, δυο φεύγουν στη Σουηδία, άλλος αυτοκτονεί, ενώ για κάποιον άλλον, τα χαμπέρια λένε πως τον μαχαίρωσαν στην Αμερική. Είναι η εποχή που σιγά σιγά περνώ τη διαχωριστική γραμμή και μπαίνω στο περιθώριο της ζωής. Το αλκοόλ και άλλες αναθυμιάσεις θολώνουν τον ορίζοντα της ζωής μου, τα βήματά μου τρικλίζουν προς το αβέβαιο και τα πακέτα των τσιγάρων όλο και να πληθαίνουν (βλ. το μυθιστόρημά μου Η αγία αλητεία).

Τι είναι, όμως, αυτό που παρ’ όλη τη σκοτοδίνη, παρ’ όλο το ρούφουλα που καθημερινά με καταπίνει επώδυνα και καταστροφικά, εξακολουθεί να δίνει δύναμη στο μυαλό μου, ώστε παρ’ όλη την αποχαύνωση, να αστράφτει και να ενεργοποιείται στο άκουσμα κάποιας καινούριας λέξης ή φράσης; Τι είναι αυτό που, όταν πέφτω να κοιμηθώ, κάνει να φωτίζεται ξαφνικά το μυαλό μου και μέσα από τη γλωσσική μας απεραντοσύνη αρχίζω να ξεδιαλέγω τις πολύχρωμες ψηφίδες —γιατί η γλώσσα μας δεν είναι παρά ένα απέραντο πολύχρωμο ψηφιδωτό καμωμένο από αμέτρητους μαστόρους— που ομορφαίνουν τη ζωή μας; Από πού, επιτέλους, αντλώ αυτή τη δύναμη, όταν, τη στιγμή που έχει ήδη αρχίσει η διαδικασία του ύπνου και το κορμί μου γίνεται ασήκωτο μολύβι, σηκώνομαι με υπεράνθρωπες προσπάθειες και σέρνομαι μέχρι το γραφείο μου, για να σημειώσω τη λέξη που πέρασε ξαφνικά σαν κομήτης από τη μνήμη μου; Και τι σπαραγμός, όταν, καθώς έχει προχωρήσει ήδη η διαδικασία του ύπνου και δεν ορίζω πια το κορμί μου, κάθε προσπάθειά μου να μετακινηθώ προς το γραφείο μου αποβαίνει μάταιη και αρχίζω να επαναλαμβάνω με τη σκέψη μου αλλεπάλληλες φορές τη λέξη, θέλοντας να την καρφώσω μέσα στη μνήμη μου, για να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του και να μην τη θυμάμαι!

Το 1987, κρίνοντας πως έχω ικανοποιητικό υλικό στα χέρια μου, αρχίζω να διαμορφώνω το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας. Είμαι πια βαθιά πεπεισμένος πως πρέπει να καταγραφούν και να μείνουν όλα όσα κινδυνεύουν όχι μόνο να ξεχαστούν, αλλά και να χαθούν οριστικά από τη γλώσσα μας, και δεν είναι η μητέρα γλώσσα που σπρώχνει στο περιθώριο λέξεις ή φράσεις που τις θεωρεί περιττές, για να τις προβάλει αργότερα ως ιστορικό ή μουσειακό έκθεμα (καμιά μητέρα δεν διώχνει, και το κυριότερο, δεν βαλσαμώνει τα παιδιά της), αλλά οι άνθρωποι, που κατά καιρούς γκρεμίζουν την ηθική και την παράδοσή τους και, ενώ στη θέση της παλιάς ηθικής εφευρίσκουν μια νέα, έχουν την τάση να θέλουν να ρίξουν την παράδοση στον Καιάδα, σαν να ντρέπονται γι’ αυτή. Και όποιος δεν κρατάει τις παραδόσεις του, ή θέλει να αποκοπεί από τον τόπο του ή θέλει να τον διαλύσει, γιατί η γλώσσα, η θρησκεία και οι παραδόσεις, όπως και να το κάνουμε, είναι οι τρεις συνεκτικοί δεσμοί που κρατούν στέρεα τη συνοχή ενός λαού. Και αν, στο κάτω κάτω, επιμένει κάποιος να αποκοπεί, ώρα του καλή (βλ. το μυθιστόρημά μου Το παράπονο του Οδυσσέα).

Ο πάνσοφος ελληνικός λαός λέει πως δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις. Έτσι, ας αφήσουν τις δικαιολογίες οι συντάκτες των έγκριτων λεξικών μας πως το κριτήριο που δεν έχουν συμπεριλάβει πολλές λέξεις από αυτές που μιλιούνται καθημερινά από ένα σωρό κόσμο είναι τάχα η χυδαία ή ακραία τους θέση μέσα στην ελληνική γλώσσα, λες και οι ακραίες ή χυδαίες λέξεις δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γλωσσικής μας περιουσίας, για να μην πω μάλιστα πως πολλές από αυτές αποτελούν το καθημερινό γλωσσικό μας εργαλείο στη συνεννόηση και στη συναναστροφή μας. Όπως με περισσή γνώση και σοφία συνέταξαν τα λεξικά που παρέδωσαν στον ελληνικό λαό, όπως άπειρες φορές έχει ευφρανθεί η ψυχή τους κάνοντας παρέα με την Αριστοφανική γλώσσα, έτσι, ας παραδεχτούν με παρρησία πως ο λόγος για τον οποίο εξοστράκισαν από τον κορμό της ελληνικής μας γλώσσας ένα σωρό λέξεις ήταν ότι δεν κατόρθωσαν, παρ’ όλη τη σοφία τους, να ξεπεράσουν το ταμπού και την έννοια των απαγορευμένων λέξεων. Όμως, κάθε λέξη που λογοκρίνεται και αποβάλλεται από τις σελίδες ενός γλωσσικού λεξικού, δεν κάνει άλλο από το να δημιουργεί ένα λεξικό με σχισμένες ή καμένες σελίδες, γεγονός που μας παραπέμπει σε ζοφερές ιστορικές εποχές. Ο Κ. Δαγκίτσης στον πρόλογο του δικού του λεξικού Λεξικού της Λαϊκής (εκδότης Ι.Γ. Βασιλείου, Αθήνα 1967), προειδοποιεί πάρα πολύ εύστοχα τους αναγνώστες του: «Μερικές λέξεις, απ’ τις 3.400 περίπου, που περιέχει το μικρό αυτό Λεξικό, εκφράζουν άπρεπες ιδέες, άσεμνες πράξεις ή πρόστυχα πράματα. Ομολογώ ότι κι εγώ εδίστασα πολύ να τις βάλω. Ελπίζω ότι ο αναγνώστης δε θα μου πει ποτέ πως τις έβαλα, για να κάνω πνεύμα, για να σκανδαλίσω τους “αγαθούς”, για να ταράξω τα “καλώς έχοντα”. Όπως ο χημικός που αναλύει τα ούρα και τα κόπρανα, όπως ο βιολόγος που περιγράφει τα γεννητικά όργανα και το σεξουαλισμό, όπως ο ψυχίατρος που μελετά τις πιο σιχαμερές γενετήσιες διαστροφές, ο γλωσσολόγος σημειώνει ακόμα και τις πιο αισχρές λέξεις που βγαίνουν απ’ το στόμα του πλήθους, γιατί το απαιτεί η επιστήμη. Ειδοποιώ λοιπόν τον αναγνώστη, του ζητώ συγνώμη για την ελευθεροστομία μου, και τον παρακαλώ να μην ξεχνά ότι η επιστήμη, σαν φωτιά, εξαγνίζει τα πάντα». Έτσι, λοιπόν, η συγγραφή ενός λεξικού δεν αντέχει σε επιλεκτικούς διαχωρισμούς λέξεων, γι’ αυτό και φιλοδοξία μου, άλλο αν αυτή πραγματοποιείται ή όχι, είναι να συμπληρώσω με αυτό το λεξικό όλα τα άλλα λεξικά που κυκλοφόρησαν μέχρι σήμερα. Και αυτή είναι και η πραγματικότητα. Το Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας είναι ένα λεξικό που φιλοδοξεί να συμπληρώσει ως ένα σημείο όλα τα άλλα λεξικά της ελληνικής γλώσσας και η συμπλήρωση αυτή γίνεται, γιατί, αν από έναν λαό αφαιρέσουμε ένα μέρος της γλώσσας του που μιλήθηκε μια ορισμένη εποχή ή από μια τάξη ανθρώπων, αλλά και εξακολουθεί να μιλιέται, τότε αφαιρέσαμε και ένα μέρος από τον πολιτισμό του και στο εξής ο λαός αυτός θα βαδίζει προς το μέλλον του κουτσαίνοντας, γιατί, αν βάλει κάποιος σκοπό να εξαφανίσει έναν λαό, δεν έχει παρά να τον αποκόβει σταδιακά από τη γλώσσα του. Αλλά υπάρχει και ο φόβος, όταν αρχίσουμε ν’ αφαιρούμε και μάθουμε σιγά σιγά στη μέθοδο της αφαίρεσης, να φτάσουμε κάποτε στο σημείο να απογυμνώσουμε τη γλώσσα μας από καθετί ελληνικό και να την παραδώσουμε έτοιμη για αλλοτρίωση σε μια ξένη γλώσσα. Και κάτι ακόμη. Τη στιγμή αυτή που, λόγω της παγκοσμιοποίησης (που δεν είναι τίποτε άλλο από το να μιλάμε όλοι για τα πάντα και να καταλαβαίνουμε μόνο τα δικά μας ή από το να μιλάμε όλοι για ένα πράγμα, την οικονομία, που, όμως, τη χαίρονται και την απολαμβάνουν μόνο αυτοί οι πολύ λίγοι οι οποίοι την ελέγχουν και την κατέχουν), έχει αρχίσει, από τα γνωστά και άγνωστα κέντρα αποφάσεων και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, να εκδηλώνεται μια ύπουλη αναγνωριστική προσπάθεια να αντικατασταθεί το ελληνικό αλφάβητο από το λατινικό, να αντικατασταθεί δηλαδή η μητέρα γλώσσα, που πάνω από 2.500 χρόνια εμπλουτίζει τις κυριότερες γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στην Ευρώπη, καθώς και αυτή τη Λατινική. Ήδη έχει αρχίσει να παρουσιάζεται και μέσω του διαδικτύου η ανόητη γραφή γρίκλις (βλ. λ.) και να προβάλλεται μάλιστα και δια μέσου της τηλεόρασης διαφημίζοντας κάποια σύνδεση ίντερνετ που, ενώ διαφημίζει αυτό που θέλει να διαφημίσει, κλείνει ως εξής την όλη διαφημιστική της καμπάνια: den exeis forthnet, den kseris ti xaneis (για το πρόβλημα αυτό θα μιλήσουμε σε άλλη ευκαιρία). Τα έθνη ξεπέφτουν, όταν διαφθαρούν πολιτιστικά, όταν διαφθαρεί, όμως, η γλώσσα τους, χάνονται.

Τέλος, όπως μας λέει και ο αγαπημένος μας δάσκαλος Χρίστος Λ. Τσολάκης, «από το άγιο τραπέζι της γλώσσας δεν πρέπει να πετάμε ούτε ένα ψιχουλάκι». Από αυτά τα ψιχουλάκια, λοιπόν, θα τσιμπολογούμε κάθε φορά που θα έχουμε την ανάγκη να εκφραστούμε είτε δόκιμα, είτε αδόκιμα, είτε ακραία, είτε χυδαία. Ο καθένας, σύμφωνα με την ιδιότητά του, την ηλικία του, την τάξη του, τον κοινωνικό του εντέλει περίγυρο και την καλλιέργειά του, θα ξεδιαλέγει από τα υπάρχοντα ψιχουλάκια αυτά που του χρειάζονται, για να επικοινωνήσει με τον συνάνθρωπό του, μέχρι να ανακαλύψει κάποια νέα, για να τα εναποθέσει κι αυτά με ευλάβεια στο «άγιο αυτό τραπέζι».

Αυτή είναι η γλώσσα μας. Αυτή είναι η ζωή μας.