Πανώρια
Συγγραφέας: Χορτάτσης Γεώργιος
Ένα από τα τρία σωζόμενα θεατρικά έργα του Γεώργιου Χορτάτση (τέλος 16ου αιώνα). Πρόκειται για έμμετρο πεντάπρακτο ποιμενικό δράμα που διαδραματίζεται στο κρητικό βουνό Ψηλορείτης (Ίδα), όπου δύο ερωτευμένοι βοσκοί μάταια προσπαθούν να πείσουν τις αγαπημένες τους να τους προσέξουν. Τη λύση δίνει η μεσολάβηση της θεάς Αφροδίτης και το έργο τελειώνει με τη χαρά των διπλών γάμων.
Εμμανουήλ Κριαράς & Κομνηνή Δ. Πηδώνια (επιμ.), Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά. Αναθεωρημένη με επιμέλεια Κομνηνής Δ. Πηδώνια, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.
Εισαγωγή
Στην περίοδο ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, τη λεγόμενη Κρητική Αναγέννηση (περ. 1580-1669), η ποιμενική ποίηση αντιπροσωπεύεται από το ανώνυμο ποιητικό ειδύλλιο (Η) Βοσκοπούλα, το εγκιβωτισμένο επεισόδιο του Χαρίδημου στο δεύτερο μέρος του Ερωτόκριτου, και, κυρίως, από τρία θεατρικά έργα: τον Πιστικό Βοσκό άγνωστου ποιητή, το δράμα L’ Amorosa Fede, γραμμένο στα ιταλικά από τον κρητικό ποιητή Αντώνιο Πάντιμο, και την Πανώρια του Γεώργιου Χορτάτση, το μόνο από τα τρία που έχει γραφτεί στην κρητική διάλεκτο και είναι πρωτότυπο (όχι μετάφραση). Και τα τρία έργα ανήκουν στην κατηγορία του ποιμενικού δράματος, το οποίο αποτελεί παρακλάδι του καινοφανούς, μεικτού είδους της τραγικωμωδίας που εισηγήθηκε ο Ιταλός Giambattista Guarini με το περίφημο έργο του Il Pastor Fido (1589/90), το οποίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα του και ευρύτερα στην Ευρώπη, αν και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Του έργου αυτού ο Πιστικός Βοσκός αποτελεί μετάφραση στην κρητική διάλεκτο από άγνωστο ποιητή, πιθανόν από τον ίδιο τον Χορτάτση, αν κρίνουμε από τις γλωσσικές ομοιότητες με τα έργα του και από την «ανώτερη αισθητική αντίληψη» που φαίνεται να έχει ο ποιητής της κρητικής απόδοσης, η οποία «ξεπερνά το ιταλικό πρότυπο σε λυρισμό και θεατρική τέχνη» (Bancroft-Marcus 1997, 112 και 111).
Η υπόθεση της Πανώριας στρέφεται γύρω από τον έρωτα δύο νέων βοσκών, του Γύπαρη και του Αλέξη, για τις βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα αντίστοιχα, οι οποίες όμως δηλώνουν επίμονα κατά του γάμου, προσηλωμένες στην ελεύθερη ζωή του κυνηγιού στο βουνό. Μάταια προσπαθούν να τις μεταπείσουν ο πατέρας της πρώτης και η ηλικιωμένη Φροσύνη· η Πανώρια δεν συγκινείται ούτε από την απόπειρα αυτοκτονίας του Γύπαρη. Μόνο η παρέμβαση της θεάς Αφροδίτης, στην οποία θυσιάζουν οι δύο νέοι, και του γιου της Έρωτα, που τοξεύει τις κοπέλες, θα αλλάξει τα πράγματα με θαυματουργικό τρόπο και η Πανώρια με την Αθούσα θα μεταστρέψουν τα αισθήματά τους, ώστε το έργο να τελειώσει με τη χαρά των επικείμενων διπλών γάμων.
Η πλοκή τοποθετείται στις πλαγιές και τα βοσκοτόπια του εξιδανικευμένου στην κρητική γραμματεία όρους Ίδη, του Ψηλορείτη δηλαδή, ωστόσο, όπως έχει επισημάνει η έρευνα, η ζωή στο βουνό δεν απεικονίζεται απολύτως με τις αποχρώσεις ενός ουτοπικού περιβάλλοντος. Αντίθετα, περιέχει πολλά «ρεαλιστικά» στοιχεία ως προς την καθημερινή ζωή των κατοίκων, με αποτέλεσμα το έργο να «επικοινωνεί και με τον πραγματικό κόσμο της βενετοκρατούμενης Κρήτης και με τον συμβατικό κόσμο της ποιμενικής ποίησης της όψιμης Αναγέννησης», επιτρέποντάς μας «να κάνουμε λόγο για μια εξαιρετικά πρώιμη και υποτυπώδη αφύπνιση κάποιων ηθογραφικών ενδιαφερόντων» (Χατζηπανταζής 2014, 56). Στο πλαίσιο αυτό, έχει επισημανθεί και η λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζει την Πανώρια, μια «καλοσυνάτη ειρωνεία διάχυτη σε όλο το έργο» (Vincent 2000, 17), η οποία έχει στόχο τις συμβάσεις του ιταλικού ποιμενικού δράματος, που είχε ήδη γίνει της μόδας στην Ευρώπη (Πούχνερ 1991), υπογραμμίζοντας τα στοιχεία που διαχωρίζουν τις συμβάσεις αυτές από την οικεία στους θεατές πραγματικότητα της κρητικής υπαίθρου.
Το έργο έχει χαρακτηριστεί ως το «πιο χαρούμενο, το πιο πρωτότυπο και το πιο χαρακτηριστικά κρητικό προϊόν της Κρητικής Αναγέννησης» από την αγγλίδα νεοελληνίστρια και εκδότρια των έργων του Χορτάτση Rosemary Bancroft-Marcus (1997, 105). Ακολουθεί και αυτό, όπως όλη η παραγωγή του ποιητή, τους κανόνες της νεοκλασικής δραματουργίας του ιταλικού Cinquecento, δηλαδή του 16ου αιώνα. Έτσι, αποτελείται από πέντε πράξεις που διακρίνονται σε επιμέρους σκηνές, ενώ στα τρία χειρόγραφα που παραδίδουν το έργο σώζονται δύο διαφορετικοί πρόλογοι –προφανώς προοριζόμενοι για διαφορετικές παραστάσεις, αν κρίνουμε από τις προσφωνήσεις στο κοινό– καθώς και ιντερμέδια που θα παίζονταν ανάμεσα στις πράξεις του κυρίως έργου· επίσης, τηρούνται οι τρεις ψευδο-αριστοτελικές ενότητες: του τόπου, του χρόνου και της δράσης. Εξάλλου, οι χαρακτήρες έχουν συνέπεια και αληθοφάνεια, ενώ ο χειρισμός της γλώσσας ακολουθεί τους κανόνες του «πρέποντος» για το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, καθιστώντας το έργο ένα τυπικό και συνεπές δείγμα του ποιμενικού δράματος (Μαρκομιχελάκη 1996).
Η τραγικωμωδία, το ευρύτερο είδος στο οποίο ανήκουν τα ποιμενικά δράματα, είχε υβριδικό χαρακτήρα, καθώς συνδύαζε τη σοβαρότητα της τραγωδίας με το αίσιο τέλος και κάποιες χιουμοριστικές πινελιές της κωμωδίας, χωρίς όμως τις υπερβολές της τελευταίας. Στην Πανώρια το χιουμοριστικό στοιχείο εκπροσωπούν ο εύπορος βοσκός Γιαννούλης, πατέρας της Πανώριας, και η άσχημη ηλικιωμένη Φροσύνη, που δρα ως μεσάζουσα για να πείσει τις κοπέλες να αποδεχτούν τον έρωτα των δύο βοσκών. Το φλερτ των δύο ηλικιωμένων και τα σεξουαλικά υπονοούμενα που χρησιμοποιούνται στον διάλογό τους, καλυμμένα πίσω από αναφορές στη χλωρίδα του τόπου, δίνουν μια ρεαλιστική αντίληψη για τον έρωτα και αποτελούν ένα ευχάριστο διάλειμμα στους σχοινοτενείς λυρικούς μονολόγους των ερωτευμένων και στην υπερβολική προσκόλληση των κοριτσιών στα ιδανικά της γυναικείας ανεξαρτησίας και χειραφέτησης.
Για την Πανώρια δεν έχει εντοπιστεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο ανάμεσα στα ποιμενικά δράματα του ιταλικού 16ου αιώνα, αλλά φαίνεται ότι ο Χορτάτσης αντλεί μοτίβα από περισσότερα έργα, υφαίνοντας την πλοκή του πάνω στον καμβά της ιταλικής ποιμενικής δραματουργίας ευρύτερα. Οι αναλογίες με σημαντικά ομοειδή κείμενα της ιταλικής ποίησης δεν λείπουν και ανιχνεύονται σε επιμέρους σκηνές του δράματος (βλ. Bancroft-Marcus 1997, 105-106), φανερώνοντας τον δημιουργικό και εκλεκτικό τρόπο εργασίας του ποιητή.
Από πολλούς μελετητές το έργο χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα και γενικά θεωρείται παλιότερο από την τραγωδία Ερωφίλη – υπόθεση που εν πολλοίς βασίζεται σε στοιχεία της αφιέρωσης στο χειρόγραφο Δαπέργολα, δηλαδή τον πιο αξιόπιστο μάρτυρα του κειμένου. Εντούτοις, τελευταία πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την προτεραιότητα αυτή, πριμοδοτώντας μια παράλληλη συγγραφή/επεξεργασία των δύο κειμένων ανάμεσα στα 1595-1604.
Η Πανώρια δεν έφτασε ποτέ στα τυπογραφεία της εποχής της στη Βενετία. Φαίνεται, όμως, ότι είχε κάποια καριέρα στο θέατρο, αν κρίνουμε από το ότι μας σώζονται τρία χειρόγραφά της –ο αθηναϊκός (Α), ο Νανιανός (Ν) και ο κώδικας Δαπέργολα (D)–, ικανός αριθμός για έργο της κρητικής λογοτεχνίας, τα οποία περιέχουν δύο διαφορετικούς προλόγους, απευθυνόμενους σε διαφορετικό κοινό: τη μία φορά γυναικείο και την άλλη ανδρικό ή μεικτό. Άρα ήταν έργο που παραστάθηκε στα χρόνια του και αγαπήθηκε αρκετά. Στο γεγονός ότι δεν τυπώθηκε και δεν κυκλοφόρησε ευρύτερα, πέρα από το θεατρικό σανίδι δηλαδή, ίσως οφείλεται και η μικρή απήχησή της σε μεταγενέστερους συγγραφείς αλλά και στη δημοτική παράδοση, σε αντίθεση, π.χ., με την Ερωφίλη του ίδιου ποιητή. Στις μέρες μας, ωστόσο, το ποιμενικό έργο του Χορτάτση έχει γνωρίσει μια αξιόλογη σκηνική παρουσία, δεδομένης της δυσκολίας που προκαλεί η ιδιωματική του γλώσσα και η μεγάλη του απόσταση από τις εμπειρίες και τα προβλήματα του σύγχρονου θεατή. Από το 1957, που παραστάθηκε από το «Νέο Θέατρο Βορείου Ελλάδος» με τον τίτλο Γύπαρις, όπως ήταν τότε γνωστό το έργο, μέχρι το φθινόπωρο του 2015, που παίχτηκε στο Αναγεννησιακό Φεστιβάλ Ρεθύμνου από το θέατρο «Αντίβαρο», σε σκηνοθεσία του Μανόλη Σειραγάκη, η Πανώρια ανέβηκε ακόμη από την Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης το 1976, από το Απλό Θέατρο το 1978, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1982, και από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης το 1994, ενώ παρουσιάστηκε και ως παράσταση μπαλέτου από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 2004.
Αποσπάσματα
Η αφιέρωση του έργου στον Μαρκαντώνιο Βιάρο
Ο ποιητής αφιερώνει το έργο του στον χανιώτη ευγενή άρχοντα Μαρκαντώνιο Βιάρο. Όλη η αφιέρωση αποτελεί μια αποστροφή του ποιητή προς την κεντρική του ηρωίδα Πανώρια, το όνομα της οποίας χρησιμοποιείται μετωνυμικά για να δηλώσει και το ίδιο το ποιμενικό δράμα. Στην αφιέρωση περιλαμβάνεται το απαραίτητο, σ’ αυτά τα κείμενα, εγκώμιο του προσώπου στο οποίο προσφέρεται το έργο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η αφιέρωση, που περιλαμβάνεται στο ένα μόνο από τα τρία σωζόμενα χειρόγραφα του έργου, παρέχει τις πολυτιμότατες πληροφορίες ότι το έργο γράφτηκε από τον Γεώργιο Χορτάτση και ότι ο αυθεντικός τίτλος του είναι Πανώρια και όχι Γύπαρις, όπως πιστευόταν, πριν ανακαλυφθεί το χειρόγραφο αυτό του 1673.
5 | ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΚΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΙΟ ΒΙΑΡΟ ΕΙΣ ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Πανώρια, θυγατέρα μου, στην Ίδα γεννημένη, με πόθον εκ τον κύρη σου κι έγνοια αναθρεμμένη, εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζεις, να μη θωρείς τσι λυγερές, τσι νιους να μη γνωρίζεις, να μη δουλεύγεις κορασιώ, να μη τζι συντροφιάζεις |
|
10 | κι εις το μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζεις. Έβγα λοιπό εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες, απού τσι κάψες μίσεψε, λείψε απού τσι κρυγιάδες και πήγαινε σπουδακτική ’ς μια χώρα τιμημένη, τση Κρήτης ομορφύτερη, του κόσμου ζηλεμένη. |
|
15 | Κυδώνια τήνε κράζουσι κι οι χώρες την τιμούσι οι άλλες όλες του νησιού κι ως θεά την προσκυνούσι για τσι πολλές τση χάριτες, μα πλια, γιατί σ’ εκείνη η φρονιμάδα κατοικά και στέκ’ η καλοσύνη. Κι εκεί σαν έμπεις, ρώτηξε, όποιος κι α σ’ απαντήξει, |
|
20 | τ’ αφέντη μας του βγενικού το σπίτι να σου δείξει, τ’ αφέντη Μαρκαντώνιο Βιάρο του τιμημένου, τ’ αρχοντικού, του φρόνιμου, τ’ άξου και παινεμένου, απ’ εγεννήσαν οι θεές και οι Χάρες αναθρέψα κι οι Μούζες τόσες αρετές καλές του δασκαλέψα· |
|
25 | και καθαμιά του χάρισε την εδική τζη χάρη τόσες τιμές αθάνατες για να μπορεί να πάρει. Κι ως τόνε δεις, γονάτισε να τόνε προσκυνήσεις και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσεις. Και μη χαθείς στοχάζοντας τέτοιας λογής μεγάλο |
|
30 | αφέντη, αξιότατο παρά κιανέναν άλλο, γιατί όσην έχει μπόρεση τόσ’ έχει καλοσύνη· τη δύναμη βαστά σμικτά με την ταπεινοσύνη. Μηδέ ντραπείς να δηγηθείς πώς λέσι τ’ όνομά σου κι εισέ ποιον τόπον ήτονε πρώτας η κατοικιά σου· |
|
35 | και πως επήγες δούλη του πεμπάμενη από μένα ’ς τσι χάρες λίγη αντίμεψη απ’ έχω γνωρισμένα απού το σπλάχνος το πολύ κι άμετρη καλοσύνη της αφεντιάς του τσ’ άξιας εις τη φοράν εκείνη απού ’τον εις το Ρέθυμνος· μα κάμε τ’ όνομά μου |
|
40 | Τζώρτζη να πεις πως λέσινε, Χορτάτση τη γενιά μου· κι η αφεντιά του, τάσσω σου, τούτο ωσά γροικήσει, σα να ’σουν ίδιο ντου παιδί θέλει σε κανακίσει και σπλαχνικά σού θέλει πει: «Καλώς την κορασίδα· το πρόσωπό σου τ’ όμορφο έχω χαρά πως είδα». |
|
45 | Και φορεσιές να κάμουσι όμορφες θέλ’ ορίσει ξαργισιμιές και το κορμί όλο να σου στολίσει, τα ρούχα τα χωριάτικα και τη στολή να ρίξει και τότες ομορφύτερη του κόσμου να σε δείξει. Άμε λοιπό, Πανώρια μου, μη στέκεις, μη φοβάσαι |
|
50 | στη δούλεψη τ’ αφέντη μας του Βιάρο πάντα να ’σαι· κι εισέ λιγούτσικο καιρό γδέχου την αδερφή σου νά’ ρθει να σ’ εύρει, συντροφιά να ’ναι με το κορμί σου. Και μη βαραίνεις εις εμέ, γιατί βασιλιοπούλα εκείνην έκαμα κι εσέ στην Ίδα βοσκοπούλα. |
|
55 | Σώνει σε να ’σαι μετ’ αυτή πάντα συντροφιασμένη κι εις έναν τόπο σαν κι αυτή καλά ’ποκρατημένη· κι εσύ χαρά στο τέλος σου να ’χεις κι εκείνη βάρος· εσέ γυναίκα ο Γύπαρης κι αυτή να πάρει ο Χάρος. Κάλλιά ’ν[αι] μια φτωχή ζωή στον κόσμο αναπαημένη |
|
| Παρά μια πλούσια με καημούς και πάθη βαρεμένη. Τέλος τση Ντεντικατόριας |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Από τον πρόλογο της θεάς της Χαράς (1-76)
Η αλληγορική μορφή της θεάς της Χαράς εκφωνεί τον πρώτο σωζόμενο πρόλογο του έργου, απευθυνόμενη στους «τιμημένους άρχοντες» του κοινού, στο οποίο αυτοπαρουσιάζεται. Έχει την εμφάνιση βοσκοπούλας και τοποθετεί τους θεατές από την αρχή στη θεατρική ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται στο όρος Ίδη (τον Ψηλορείτη), την ποιμενική ουτοπία της κρητικής λογοτεχνίας. Ανατρέχει με νοσταλγία στη χρυσή εποχή, όπου οι άνθρωποι ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους και δεν είχε εισχωρήσει στις σχέσεις τους η αγάπη για το χρήμα, που προκαλεί πολέμους και δυστυχίες. Γι’ αυτό η ίδια αποφάσισε πια να αφήσει τις πόλεις και να ανέβει να ζήσει πάνω στο βουνό, δίπλα σε χαρούμενους βοσκούς και βοσκοπούλες. Μετά το παρόν απόσπασμα, συνεχίζει περιγράφοντας την ειδυλλιακή ζωή της υπαίθρου, όπου οι άνθρωποι ακόμη «τσ’ αρετές τσι παλαιές κρατούσι», και παρουσιάζει πολύ αδρά την υπόθεση του έργου: πρόκειται για τους έρωτες δύο νεαρών βοσκών που θα παντρευτούν τις αγαπημένες τους πριν να βραδιάσει. Πριν φύγει από τη σκηνή, παρουσιάζει τον Γύπαρη, ο οποίος εντωμεταξύ εισέρχεται στον σκηνικό χώρο.
5 | ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΑΜΝΕΙ Η ΘΕΑ ΤΣΗ ΧΑΡΑΣ
Μην το ’χετε παράξενο, άρχοντες τιμημένοι, ανέν και τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι ’ς τούτα τα δάση σήμερο, γιατί δική μου χάρη σας ήφερε χαρά πολλή πασένας σας να πάρει. Μα, φαίνεταί μου, βλέπω σας κι όλοι σας καρτερείτε |
|
10 | περίσσα πεθυμητικοί εμέ ν’ αφουκραστείτε. Και το πρεπό ’ναι να σας πω και να σας φανερώσω ποιαν όμορφη ξεφάντωση θέλω να σάσε δώσω. Θεά ’μαι μπορεζάμενη, καλά κι η φορεσά μου και το δοξάρι οπού βαστώ κι οπίσω τα μαλλιά μου |
|
15 | να ’ν’ σκορπιστά ’ς τσι νώμους μου και όσοι με συντηρούσι για βοσκοπούλα κάνουσι τσ’ Ίδας να με κρατούσι. Κι εδόθη μ’ ολομόναχη τον κόσμο να γεμίζω χαρές και περιδιάβασες κι απ’ όλους να ξορίζω τα πάθη και τα βάσανα και τσ’ έγνοιες τσι μεγάλες |
|
20 | κι όλα τα βάρη τση καρδιάς κι όλες τσι πρίκες τσ’ άλλες. Κι ήμουνε τον αλλοτινό καιρό συνηθισμένη σε τόπους βγενικότατους να ’μαι κατοικημένη. Γιαύτος τσι χώρες έπρασσα κι εσυντηρούσα μ’ όλοι σε γάμους, σε ξεφάντωσες καματερή και σκόλη. |
|
25 | Κι ουδ’ ένα απ’ αύτους άφηνα να στέκει πρικαμένος, μα πάντα του χαιράμενος και καλοκαρδισμένος. Γιατ’ εσπουδάζαν όλοι τως να ’χουσι πάσα μέρα χιλιώ λογιώ ξεφάντωσες στη νιότη κι εις τα γέρα. Κι ως είχαν αγαθά πολλά, με σπλαχνοσύνη πλήσα |
|
30 | πάσα καιρό αλλήλως τως σ’ άμετρη αγάπην ήσα. Σαν και τον ουρανό τη γη κοινή ’χ’ ανάμεσά τως, κοινά ’σανε τά σπέρνασι, κοινά τα πωρικά τως. Δεν εγνωρίζα διαφορές, σύγχυσες κι αταξάδες, μα ’σανε δίχως ατυχιές και δίχως πελελάδες· |
|
35 | γέροντες δίχως πονηριά και δίχως κακοσύνη. Ω! καλορίζικοι καιροί αλλότες που ’σα εκείνοι! Μ’ απήτις, δεν κατέχω πώς, γνώμην αλλάξαν ούλοι κι εμείνασι του χρυσαφιού και τση πλουσότης δούλοι και βαρεμένους λογισμούς κι έγνοιες επροκαλέσα |
|
40 | με χίλια πάθη και καημούς στο λογισμό ντως μέσα, πάσα κιανείς για λόγου του ξεχωριστά κοπιώντας, φυλάσσοντας το πράμα ντου και των αλλών αρπώντας και κλάηματα και διαφορές, πολέμοι και θανάτοι κι άλλες περίσσες ατυχιές πάντά ’σανε γεμάτοι, |
|
45 | τσι χώρες τως εβάλθηκα σαν το ’καμα ν’ αφήσω κι εισέ βουνιά και δάσητα να ’ρθω να κατοικήσω, μακρά ’πό κτύπους και φωνές κι από ζηλειές περίσσες κι απ’ άλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες. Και με περίσσα ευγενικούς βοσκούς γυρίζ’ ομάδι |
|
50 | πασίχαρους κρατώντα τσι από ταχύ ως βράδι. Κι ώρες σε γάμους βρίσκομαι κι ώρες ’ς κυνήγια πηαίνω κι ώρες σε σπήλια δροσερά με βοσκοπούλες μπαίνω κι ώρες εις όμορφα σκιανιά, ’ς πεύκους και κυπαρίσσα μαζί τως στέκω πάντα μου κι αναγαλλιώ περίσσα. |
|
55 | Κι εκεί χορεύγομε μαζί γή πούρι τραγουδούμε κι ίδια τα δάση αλλήλω μας παράδεισο κρατούμε. Γιαύτος τον καλορίζικον αλλοτινόν εκείνο καιρό πως μόνο ευρίσκεται ’ς τούτα τα δάση κρίνω. Κι ανέν και γάλα οι ποταμοί δεν τρέχου ωσά τζι χρόνους |
|
60 | τσι παλαιούς ετρέχασι κι εκ τω δεντρώ τσι κλώνους τα μέλια δε στραγγίζουσι κι οι πέτρες δε μιλούσι, αλλά οι γιαθρώποι τσ’ αρετές τσι παλαιές κρατούσι και δίχως πρίκες κι όχθρητες, δίχως ζηλειές και φόνους περνούσι τσ’ εβδομάδες τως, τσι μήνες και τσι χρόνους |
|
65 | κι αναπαημένοι στέκουνται σ’ αγάπη πάντα ομ[ά]δι σ’εκείνο απού χαρίζ’ η γης και δίδει το κουρ[άδ]ι. Μα μέσα στ’ άλλα ευγενικοί τόσά ’ναι στην αγάπη απού, καλά και ν’ άφτουσι σα στη φωτιάν η ράπη κι ολημερνίς ’ς τσι μοναξές με τες αγαφτικές τως |
|
70 | να σμίγουσι και να γροικού κάρβουνο <’ς> τσι καρδιές τως, δεν πιάνουσιν αποκοτιά κιας να στραφού να δούσι το πρόσωπό ντως για κακό, μα πάσκου και κοπιούσι με δούλεψη και κλάηματα να μπου στην όρεξή ντως, γιατί το κέρδος να’ χου αλλιώς δεν το ’χου για τιμή ντως, |
|
75 | καθώς σας τάσσω σήμερο όλοι σας να το ιδείτε σε δυο βοσκούς αγαφτικούς, τιμή ποτέ να πείτε δε βρίσκεται σα βρίσκεται σ’ ετούτα τ’ αγριεμένα δάση και σπήλια, από βοσκούς μόνο κατοικημένα. Τούτο σας έκαμε εδεπά ξάφνου να ’ρθείτε τώρα |
|
| τόσα μαρκά εκ τσι τόπους σας κι εκ τη δική σας χώρα. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Από τον πρόλογο του Απόλλωνα (53-98)
Και στα τρία χειρόγραφα του έργου περιλαμβάνεται ο πρόλογος αυτός, ο οποίος, από την προσφώνηση σε «γυναίκες τιμημένες και κορασιές μου ευγενικές και ομορφοκαμωμένες», φαίνεται ότι ανήκει σε μια παράσταση που θα παίχτηκε μπροστά σε γυναικείο κοινό. Παλαιότερα είχε αμφισβητηθεί η γνησιότητά του, αλλά στην πορεία επισημάνθηκαν ισχυρές ενδείξεις για την απόδοσή του στον Χορτάτση και έτσι περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη κριτική έκδοση του έργου. Ο θεός Απόλλωνας, αφού αυτοπαρουσιαστεί στις γυναίκες και κοπέλες του κοινού και κολακεύσει τις ίδιες για την ομορφιά τους, εξηγεί για ποιο λόγο βρέθηκε στην Ίδα, αφηγείται πολύ σύντομα την υπόθεση και το τέλος του έργου και ανακοινώνει την είσοδο του Γύπαρη.
55 | ΠΡΟΛΟΓΟΣ, τον οποίο κάνει ο Απόλλωνας εις τες γυναίκες
Μα γιάντα να ’ρθετ’ εδεπά σας έκαμα θ’ αρχίσω, γυναίκες μου ομορφότατες, να σας ξεκαθαρίσω. Μια κορασίδα ευγενική, Δάφνη ’νοματισμένη, |
|
60 | ’ς τούτο τον κόσμο εγύριζε πολλά χαριτωμένη. Τα κάλλη τση πόσά ’σανε δε θα ξεκαθαρίσω. Σώνει να πω πως μ’ έκαμε τον ουρανό ν’ αφήσω, να ’ρθω στη γης για λόγου τση, στα πόδια τση να πέσω κι όσο μπορώ να δύνομαι να την παρακαλέσω |
|
65 | να ’χει σ’ εμένα λύπηση για τον καημόν εκείνο ν’ αναστενάζω από καρδιάς και κλάηματα να χύνω. Μα ’τον περίσσ’ αλύπητη κι άπονη κι ήφευγέ μου και χίλια πάθη ολημερνίς και βάσαν’ άξωσέ μου. Μ’ απήτις εσταθέρωνε κάθ’ ώρα ο λογισμό τση, |
|
70 | τον πόθο τζη αποφάσισα να πάρω στανικό τση. Κι αποζυγώνοντάς τηνε μιαν ώρα σ’ ένα δάσο και πως την είχα βλέποντας γοργό να τήνε πιάσω, στον ουρανόν εστράφηκε. «Ζευς», λέγει, «βούηθησέ μου, την ευγένειά μου φύλαξε, παρακαλώ σε, θεέ μου». |
|
75 | Ώφου, μεγάλο θάμασμα! Πάραυτας να ριζώσου τα πόδια τση κάτω στη γης κι απάνω να ξαπλώσου τα χέρια τση και να γενού κλαδιά φυλλαδωμένα και ν’ απομείνει το ζιμιό δέντρο καθάριο ένα. Δάφνη, ως την κράζου, απόμεινε κι οι δάφνες εφανήκα |
|
80 | στον κόσμον από λόγου τση κι έχω πλήσα πρίκα. Στον ουρανό εγύρισα και πάντα μου έχω πόνο μέσα πολύ στα σωθικά και δεν αφήνω χρόνο να διάβει διχωστάς στη γη να ’ρθω να γονατίσω, να τήνε σφιχταγκαλιαστώ, γλυκιά να τη φιλήσω |
|
85 | και τζόγι’ απού τα φύλλα τση τα μοσκομυρισμένα τση κεφαλής μου το ζιμιό να κάμω να ’χ’, οϊμένα! Κι έτσ’ ήρθα και το σήμερο κι ήκαμα ο πρικιαμένος τούτο το πράμα καταπώς ήμου συνηθισμένος. Κι απήτις εκατέβηκα κι ήρθα εδεπά στην Ίδα |
|
90 | και πως δυο γάμοι αξότατοι θε να γενούσιν είδα δυο βοσκοπούλω ευγενικώ, σας έκαμα να ’ρθείτε κι εσάς σ’ ετούτα τα βουνιά τσ’ αγάπες τως να δείτε και την παντρειάν τως στο ’στερο, σαν έρθ’ η Αφροδίτη συναφορμάς τως σήμερο ’ς τούτο το Ψηλορείτη |
|
95 | να πέψει το παιδάκι τζη τον Έρωτα να κάμει δοξεύγοντάς τσι αδυνατά να σμίξουσιν αντάμι. Κι άλλες πολλές ξεφάντωσες να πάρετε σας τάσσω, απ’ έχουσίνε να γενού ’ς τούτο το ίδιο δάσο. Μ’ αφήνω σας, γιατί θωρώ το Γύπαρη και βγαίνει |
|
| κλαίγοντας για την όρεξη απού τόνε πρικαίνει τση κόρης του. Μα τάσσω σας να τον καλοκαρδίσει πρίχου μισέψετ’ απεδώ και τσ’ όργητες ν’ αφήσει. |
|
- Το τέλος του Προλόγου του Απόλλωνα στο χφ. Δαπέργολα (D). Στη μικρογραφία οι Γύπαρης και Αλέξης.
Πηγή: Εμμανουήλ Κριαράς & Κομνηνή Δ. Πηδώνια (επιμ.), Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά. Αναθεωρημένη με επιμέλεια Κομνηνής Δ. Πηδώνια, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Τα πάθη από τον έρωτα (Α 1-32)
Βρισκόμαστε στην πρώτη σκηνή του κυρίως έργου, που είναι ένας μονόλογος του ερωτευμένου Γύπαρη προς τη φύση που τον περιβάλλει (χλωρίδα και πλανίδα), για να της αφηγηθεί τα πάθη τού χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για μια κοπέλα της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται ακόμη.
5 | ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Δάση. ΓΥΠΑΡΗΣ, μοναχός.
Ω δάση μου πυκνότατα, φύγετ’ από σιμά μου, μη σάσε κάψου σήμερο τ’ αναστενάματά μου, γιατί γροικώ στο στήθος μου καμίνιν αφτωμένο και λάβρ’ απού το στόμα μου βγαίνει το πρικαμένο και δε μπορεί παρ’ ό,τι βρει ν’ άψει και να φλογίσει |
|
10 | κι όλο τον κόσμο κάρβουνα φοβούμαι μη γεμίσει. Βρύσες, τα πλήσα σας νερά τα δροσερά ’ς συρθούσι κι εις τη βαθύτερη μερά κάτω στη γη ας χωστούσι, μην τ’ αποφρύξ’ η λόχη μου· κι εσείς κατακαημένα πρόβατα, εκεί απού πορπατώ χόρτο μη φάτε ουδ’ ένα, |
|
15 | γιατί τα φαρμακεύγουσι τα δάκρυα τα δικά μου, τόσα πρικιά οπού βγαίνουσι μέσα από την καρδιά μου. Ίδα μου ευγενικότατη, που ’σαι συνηθισμένη από χαιράμενους βοσκούς να ’σαι κατοικημένη, σήμερο θα σε στερευτώ κι εις τόπο θε να πάω |
|
20 | όπου νερό δε βρίσκεται, ουδέ ψωμί να φάω· όπου ’ναι δάση και γκρεμνά και δίχως χόρτα οι κάμποι κι όπου ’ναι σπήλια σκοτεινά θέλω γυρέψει να ’μπει για να μηδέ θωρούσι φως τα μάτια τα δικά μου, μα να ’ν’ κι εκείνα σκοτεινά σαν και τα σωθικά μου· |
|
25 | τα μάτια μου, απού τσ’ ομορφιές είδασι τση κεράς μου κι εδώκασι ψοματινή ολπίδα τση καρδιάς μου και μετά κείνη εδέθηκε και δε μπορεί να λύσει κι ο πόθο τση καθημερινό μου δίδει πλήσα κρίση. Ώρες με καίγει ωσά φωτιά κι ώρες με σαϊτεύγει |
|
30 | κι ώρες με του προσώπου τση την όψη με παιδεύγει. Μ’ αντίδικα το ριζικό τση φύσης με φυλάσσει στα τόσα πάθη ζωντανό για να μηδέ σκολάσει ο πόνος μου, να με θωρού για να παρηγορούνται όσοι του πόθου σαν κι εμέ πολλά παραπονούνται. |
|
| Για κείνο κακορίζικο δεν έχω γνωρισμένα ’ς τσ’ αγάπης τα μπερδέματα στον κόσμο σαν εμένα. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο ερωτευμένος φίλος (Α 135-154)
Με το απόσπασμα αυτό βρισκόμαστε στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης του έργου, όπου ο Γύπαρης συνομιλεί με τον φίλο και έμπιστό του Αλέξη και του εξομολογείται τον έρωτά του για την Πανώρια και την αμετακίνητη άρνηση εκείνης να συγκατανεύσει. Ο Αλέξης πιστεύει ότι ο ίδιος είναι σε χειρότερη κατάσταση, αφού δεν έχει τολμήσει καν να εκδηλώσει στη δική του αγαπημένη τα αισθήματά του.
135 | ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΑΛΕΞΗΣ Με τον καιρό εκ το νερό η πλάκα η μαρμαρένη |
|
140 | τρυπάται και το σίδερο τρώγεται και σκουριαίνει· με τον καιρό μερώνουνται τ’ αμέρωτα λιοντάρια και με καιρό εις τ’ άλογα βάνου τα χαλινάρια. Έτσι κι εκείνη γείς καιρός θέλει τήνε μερώσει τα δάκρυά σου βλέποντας και τη φωτιά την τόση. |
|
145 | Μιλώντα τση καθημερνό μπορεί να τσ’ απαλύνει η γιόρεξη και προς εσέ να κάμει ελεημοσύνη. Με λόγια εστάθην ο ορανός έναν καιρό, σα λέσι· τον ήλιο εδυνάστηκε λόγος να τόνε στέσει. Για τούτο κακορίζικο δε σε κρατώ περίσσα. |
|
150 | Η τύχη μου κι η τύχη σου μαγάρι να ’σαν ίσα. Εγώ αγαπώ και καίγομαι, πονώ και λαχταρίζω κι ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω, γιατί φοβούμαι και δειλιώ τον πόνο μου να δείξω τση κόρης μου και γιατρικό λίγο να τση ζητήξω. |
|
| Κι έτσι μετά μου σήμερο κι εσύ παρηγορήσου γιατί ’ν’ η τύχη μου κακή παρά την εδική σου. Περίσσα καίγει μια φωτιά απού ’ναι κουκλωμένη κι η γιαρρωστιά απού χώνεται τον άθρωπο αποθαίνει. |
|
- Το εξώφυλλο της αναθεωρημένης έκδοσης του Κριαρά, σε επιμέλεια της Κομνηνής Πηδώνια, από τον εκδοτικό οίκο Ζήτρος.
Πηγή: Πρώιμες Νεοελληνικές Σπουδές. Neograeca Medii Aevi
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Μια γριά που θέλει να ξανανιώσει! (Α 245-280)
Στην αρχή της πρώτης πράξης του έργου, γνωρίσαμε τον πρωταγωνιστή Γύπαρη και τα βάσανά του με τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για τη βοσκοπούλα Πανώρια, τα οποία αφηγείται τόσο στο κοινό όσο και στον φίλο του Αλέξη. Όταν βλέπει τη γριά Φροσύνη να πλησιάζει, ο Γύπαρης διώχνει τον φίλο του και μένει στη σκηνή για να της μιλήσει μήπως μπορέσει να τον βοηθήσει. Η Φροσύνη αυτοπαρουσιάζεται στο κοινό.
245 | ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, γραία και ΓΥΠΑΡΗΣ εις μια μερά
ΦΡΟΣΥΝΗ Δεν ξεύρ’ είντά ’ναι ο κουρασμός κι η πείραξ’ η μεγάλη |
|
250 | όποιος στου πόθου την οδό τα πόδια του δε βάλει. Αλλότες, όντεν ήμουνε μιτσή, κορασοπούλα, τσ’ αγάπης εδικίμασα τα παραδάρματ’ ούλα· κι είδα πολλούς αγαφτικούς για μένα κι εκαγήκα κι εγώ γι’ αγάπην αλλωνώ σε χίλια πάθη εμπήκα· |
|
255 | κι ακόμη βασανίζομαι, γιατί στα γερατειά μου ο Έρωτας πολλές βολές δοξεύγει την καρδιά μου. Πολλές βολές, όντε στραφού τα μάτια μου και δούσι νιον όμορφο και δροσερό, δάκρυα πολλά κυλούσι και λέγω να γιαγέρνασι οι χρόν’ οι περασμένοι, |
|
260 | γιατί ξαναχαρεί ’θελα τον κόσμον η καημένη. ΓΥΠΑΡΗΣ στη μπάντα. Ο μύθος βλέπω αληθινά το πως καλά το βάνει: «Τό μάθει από μικρός κιανείς ποτέ δεν το ξεχάνει». ΦΡΟΣΥΝΗ Μα ’δά ’μαι γρα κι ανήμπορη κι αν αγαπώ κιανένα, χώνω τον πόθο μέσα μου με σωθικά καημένα. |
|
265 | Οι ασπριλάδες τω μαλλιώ κι οι δίπλες του προσώπου με βάνουσι στην όργητα πάσα λογής αθρώπου. Μα τούτο με παρηγορά· γιατί ’θελα γροικήσει το πως σ’ ετούτα τα λαγκά, σιμά στην άσπρη βρύση, βρίσκεται γείς παλιός βοσκός τσι χρόνους φορτωμένος, |
|
270 | από μικρός στα μαγικά καλά δασκαλεμένος. Είντα μιλούσι τα πουλιά ξεύρει, σαν είχ’ ακούσει, όντε γυρίζου απεταχτά και γλυκοκιλαδούσι. Γροικά και του αηδονιού γιάντα το ριζικό ντου κράζει περίσσ’ αντίδικο με τον κιλαδισμό ντου. |
|
275 | Μ’ απάνω σ’ όλα τω χορτώ τσι χάρες όλες ξεύρει και τη γιατρειά πάσ’ αρρωστιάς δύνεται να την εύρει. Με χόρτα λέσι μια ’λοιφή πως κάνει και με γάλα και μετά κείνη γίνουνται θαμάσματα μεγάλα: οι μαύρες την αλείφουνται και το ζιμιό ξασπρίζου |
|
280 | κι οι γράδες εις τα νιότα τως πάλι ξαναγυρίζου. Τούτο το γέρο πα να βρω λοιπό να τον πλερώσω για να μου δώσει ν’ αλειφτώ να ξανακαινουργιώσω· να κάμω νιους ξοπίσω μου πάλι να πορπατούσι, να μ’ αγαπού, να με τιμού και να με προσκυνούσι. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ερωτικά καμώματα (Α 403-458)
Η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης του έργου, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, είναι ένας μονόλογος της ηλικιωμένης Φροσύνης για τη δύναμη που οι άντρες δεν γνωρίζουν ότι έχουν στην κατάκτηση των γυναικών, καθώς και μια χιουμοριστική περιγραφή των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες περιποιούνται τον εαυτό τους για να αρέσουν.
405 | ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΦΡΟΣΥΝΗ, μοναχή. Κρίνω κι αν εκατέχασι οι άντρες οι καημένοι τω γυναικώ την όρεξη καλά, καθώς τυχαίνει, πως λίγ’ ηθέλασι βρεθεί την σήμερον να κλαίσι |
|
410 | κι ανέγνωρες κι αλύπητες τσι κόρες τως να λέσι· μηδέ με τόσα κλάηματα να τσι παρακαλούσι, μα παρακάλια από κεινώ λυπητερά ν’ ακούσι. Γιατί δεν είναι μηδεμιά σ’ όλη την οικουμένη μ’ άντρα να μη λιγώνεται να ’ναι συντροφιασμένη· |
|
415 | και να μην έχει πεθυμιά χίλιοι να τη θωρούσι, χίλιοι να την παινούσινε και να την αγαπούσι. Γιαύτος θωρείς πως κάθουνται κι ολημερνίς κτενίζου την κεφαλή και με τσ’ αθούς τσ’ όμορφους τη στολίζου και ζαφορίζου τα μαλλιά και δαχτυλιδωμένα |
|
420 | τα κάνου κι απομένουσι με τέχνη σοθεμένα τριγύρου του κουτέλου τως· κι είναι πολλά εγνοιασμένες να ’χουσι τσ’ ασκημάδες τως πασ’ ώρα σκεπασμένες· νίβγουνται, κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται, με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απιλογούνται, |
|
425 | με τέχνη τα ματάκια τως τα πλουμιστά γυρίζου κι όλες γυρεύγου την καρδιά τ’ αθρώπου να φλογίζου· σιγανοπορπατούσινε και σιγανογελούσι και να τσι συντηρούσινε τα μάτια προσκαλούσι. Δείχνουσι μέρος τω βυζιώ και κάτω τ’ αστραγάλου |
|
430 | και χάρη τση πορπατηξάς δίδουσι και του ζάλου. Και αν ήτο μπορετό ντωνε στη γη να μην πατούσι, μα στον αέρα να ’χουσι φτερούγες να πετούσι, μετά χαράς το κάνασι για να μπορού ν’ αρέσου των κοπελιάρων ολωνώ. Μηδέ ποτέ να πέσου |
|
435 | μπορούσι σε χειρότερη πρίκα και κακοσύνη και μεγαλύτερο καημό καθώς την ώρα κείνη απού γνωρίζουσι το πως γυναίκα βρίσκετ’ άλλη να τσι περνά στην ομορφιά κι εις τα περίσσα κάλλη· γή τότες, όντε βλέπουσι τσ’ άντρες και τσι μισούσι |
|
440 | και πως το πρόσωπό ντωνε να βλέπου δεν ψηφούσι. Μα τούτη ντως την πεθυμιά, την όρεξη και γνώμη με χίλιους τρόπους να κρατού χωστή γυρεύγου ακόμη κι η φύση τωνε να ’ναι αλλιώς· γιαδαύτος πορπατούσι τόσα πολλά περήφανες και δείχνου πως μισούσι |
|
445 | τ’ αγαφτικού τως τη μιλιά και τη θωριάν ομάδι δείχνουσι με σκληρότητα και βάνου τζι στον Άδη. Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί ν’ αλλάξουσι δαμάκι, τσι κορασές δειν ήθελες να πιούσινε φαρμάκι· δει τζ’ ήθελες να τσ’ ακλουθού, δει τζ’ ήθελες να κλαίσι |
|
450 | και να ’χου λύπηση σ’ αυτές λυπητερά να λέσι· τα χάδια να σκολάσουσι, ν’ αφήσου τα περίσσα κι ως μερωμένες αγελιές να πορπατούσιν ίσα· και μέρα νύχτα του ταυριού ξοπίσω να μουγκίζου και των αντρώ την απονιά την άμετρη να βρίζου. |
|
455 | Κι εγώ γυναίκα βρίσκομαι κι ωσά γυναίκα γνώθω σε μιας γυναίκας λογισμό πόσα μπορεί τον πόθο. Αν πορπατεί γή αν κάθεται γή αν είναι κοιμισμένη βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη· κι όσες φορές στραφούσινε τα μάτια τση να δούσι |
|
| κιανένα νιο, τόσες φωτιές τα μέλη τση γροικούσι· κι όσες θωρεί το γέλιο ντου γή ακού του το τραγούδι τόσες στο στήθος τση πληγές πάντα του ο πόθος δούδει. Τέλος της πρώτης πράξης |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Παράπονα για τη συμπεριφορά των γυναικών (Β 1-34)
Όταν αρχίζει η δεύτερη πράξη του ποιμενικού δράματος Πανώρια, οι θεατές έχουν γνωρίσει τους δύο ερωτευμένους βοσκούς Γύπαρη και Αλέξη, από τους οποίους ο πρώτος δεν βρίσκει ανταπόκριση στον έρωτά του για τη βοσκοπούλα Πανώρια και ο δεύτερος δεν έχει καν τολμήσει να εξομολογηθεί τον δικό του στη φίλη της Αθούσα, όπως και την ηλικιωμένη Φροσύνη, γυναίκα ερωτικά ζωηρή στα νιάτα της, που υπόσχεται να βοηθήσει τους νεαρούς. Τώρα, στη σκηνή βγαίνει ο πατέρας της Πανώριας Γιαννούλης, για να περιγράψει τα ελαττώματα των γυναικών∙ και από τη μια ευχαριστεί τον Θεό που είναι χήρος, αλλά από την άλλη αγανακτεί με το πείσμα της κόρης του να μη θέλει γάμο.
5 | ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, γέρος βοσκός, μοναχός Σαν τη γυναίκαν αρπετό στον κόσμο δεν εφάνη μεντιάρικο και αγριότερο, μα τον εμέ το Γιάννη! Μηδ’ άλλον εις το φυσικό λογιάζω να τση μοιάζει, γιατί με δίχως διάκριση τον άθρωπο πειράζει. Καλά κι οι αίγες χύνουσι το γάλα, μ’ ακλουθούσι· |
|
10 | και οι φοράδες να γλακού και να τσινοβολούσι, αλλά μερώνουνται ζιμιό πλια παρά προβατίνες· αμ’ οι γυναίκες μερωμό δεν έχουσιν αυτείνες. Ποτέ δεν κοντεντάρουνται, μα πάντα μουρμουρίζου, μαλώνουσι, φωνιάζουσι, γρινιάζου και μανίζου· |
|
15 | στραβοθωρούσι τσ’ άντρες τως και βγάνουσι την ψη ντως, περιττοπλιάς όντας γροικού λίγη τη μπόρεσή ντως. Σα δου και δε μπορεί κιανείς να τως συχνοπιλώθει το κρες να το χορταίνουσι, τάσσω σου κι εβγοδώθη· γρίνιες και μουρμουρίσματα κι ατιμασές ομάδι |
|
20 | να τως ακούγει ας γδέχεται από ταχύ ως το βράδι. Γιατί τα μαγερέματα δεν έχουσι για βρώση, μα μοναχάς λουκάνικο κι απάκι θε να τρώσι. Κι ως πότες να μπορούσινε πάσα φορά να χύνου οι άντρες τως το αίμα ντως κι εκείνες να το πίνου; |
|
25 | Μα για ’ς το κάμει αλλιώς κιανείς κι απόκεις ας κινήσει απού τα ζα του σπίτι ντου να πάγει να δειπνήσει! Δε βρίσκεται μηδέ ψωμί, μηδέ μαγερεμένα, μηδέ φωτιά, μηδέ νερό, μηδέ παρασερμένα, μα βρίσκει τη νοικοκυρά και κλώθει ανακλαημένη |
|
30 | με γρια καμιά στο πλάι της γόμπα και ζαρωμένη· και πως εσυντροφιάστηκε μ’ άντρα κακό δηγάται κι αναστενάζει η γρα η Γελλού, τάχα ψυχοπονάται. Κι άνε βαστά και τίβοτας, σε μια μερά το ρίχνει Και βγαίνει ’ς τσι γειτόνισσες και τη φτωχειά τζη δείχνει. |
|
| Για τούτον εις το γάιδαρο τσ’ αθρώπους σουσσουμιάζω, όντας την κακοριζικιά την τόση μας λογιάζω. Και μια γαϊδάρα φυσική σου δίδω τη γυναίκα, γιατί σου δίδει πείραξες γιαμιά σε τόπους δέκα. |
|
- Το εξώφυλλο της έκδοσης των έργων του Χορτάτση, σε επιμέλεια της Rosemary Bancroft-Marcus.
Πηγή: Oxford University Press
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η προκομμένη μάνα της Πανώριας (Β 89-114)
Στη δεύτερη πράξη του έργου, σύμφωνα και με τη δραματική θεωρία του 16ου αιώνα, οι θεατές θα γνωρίσουν όσους από τους πρωταγωνιστές δεν εμφανίστηκαν στην πρώτη και θα ολοκληρωθεί η έκθεση της πλοκής. Όσο είναι στη σκηνή ο πατέρας της Πανώριας, μπαίνει για πρώτη φορά η ίδια και δέχεται τις επιπλήξεις του ότι γυρίζει στο κυνήγι και δεν ενδιαφέρεται για τις δουλειές που έχουν. Στο σημείο του διαλόγου τους όπου βρισκόμαστε τώρα, ο Γιαννούλης αναπολεί την προκοπή της πεθαμένης γυναίκας του στις αγροτοποιμενικές και οικιακές εργασίες.
| ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΩΡΙΑ, κορασίδα, ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, κύρη τση
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Το πως δεν ’πιδεξεύγεσαι περίσσα το κατέχω· |
|
90
95 | για κείνο μέσα στην καρδιά κουρφό μαχαίριν έχω. ’Σ τσι προκοσύνες τση φτωχής μάννας σ’ ας είχες μοιάσει, απού ποτέ δεν άφηνε δουλειά να τήνε χάσει. Ολημερνίς εμάζωνε χόρτ’ απού το λιβάδι γή έπλαθε γή εκοσκίνιζε γή έφαινεν ως το βράδι γή έραφτε γή έξαινε μαλλιά γή τη ρασέν επάτει |
|
100 | γή ολημερνίς την έβλεπες τη ρόκα της κι εκράτει. Κι ήκλωθε τόσα ονόστιμα κι έτσι πολλά ’πιτήδεια απού εκοιμούμου μοναχάς θωρώντας την αφνίδια. Τσ’ αίγες θυμούμαι κι άρμεγε κάλλια παρά κιανένα· Πρίχου ν’ αρμέξω μιαν εγώ, δυο ’χεν αυτή αρμεμένα. |
|
105 | Ήρπα τη μεγαλύτερη, στα σκέλια τζη έβανέ ντη, τη μουσταρέ τζ’ απόσερνε ’πιδέξια κι άρμεγέ ντη. Γυναίκα στο τυροκομειό ποτέ να μη τζη μοιάσει! Δεν άφηνε αθόγαλο μια στάξη σκιας να χάσει. Κι α μ’ είχε δει καμιά φορά σαν κουρασμένο να ’μαι, |
|
110 | μου ’λεγε: «Θέσ’ εδά κι εσύ, λίγο, Γιαννούλη, χάμαι». Και τότες με την προθυμιά ζιμιό άρχιζεν εκείνη κι ήκανε μόνια τη δουλειά με πλήσα προκοσύνη. Κι εσύ ’θελα να κάτεχα είντα δουλειές τσι κάνεις· μόνο που την αρματωσά στον κόκαλό σου βάνεις |
|
| κι εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου και σκιας λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας ποτέ σου. Μα βλέπεσαι, όντας κυνηγάς, Πανώρια μου, εις τα δάση, κιανείς βοσκός στα βρόχια του μη λάχει και σε πιάσει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Μια ερωτική εξομολόγηση με άδοξο τέλος (Β 219-244)
Καθώς προχωρεί η δεύτερη πράξη και γνωρίσαμε πια την ξεροκέφαλη Πανώρια, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για το κυνήγι και την ελεύθερη ζωή στο βουνό αδιαφορώντας για την αγάπη του Γύπαρη, μπαίνει εκείνος και τη βρίσκει να κοιμάται δίπλα σε μια βρύση. Αρχίζει, λοιπόν, έναν μακρύ μονόλογο για τα ερωτικά του βάσανα, αφού δεν υπάρχει κίνδυνος να τον ακούσει η κοπέλα· στο τέλος, όμως, παίρνει το θάρρος να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και σκύβει για να τη φιλήσει.
220 | ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΥΠΑΡΗΣ, μοναχός
Χρυσομαλλούσα μου κερά, χρεια ’ναι να σου σιμώσω κλεφτάτο σκιας ένα φιλί δροσάτο να σου δώσω. |
|
225 | Δεν ημπορώ να κάμω αλλιώς, Πανώρια μου, ψυχή μου, κι αδιαντροπιά μην πει κιανείς πως είν’ η εδική μου, γιατί ’ναι δίκιο και πρεπό να δροσιστού δαμάκι τα χείλη απού ’πιασι για σε τόσες φορές φαρμάκι. Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε, |
|
230 | κι αποκοτιά, συντρόφισσα ’ς τούτη τη χρεια μου ας είσαι. Μα σ’ είντα βρίσκομαι ο φτωχός, α λάχει και ξυπνήσει και δει με πως τήνε φιλώ κι αδυνατά μανίσει! Ποια λόγια τη μερώνου πλιο; Ποια δούλεψη μεγάλη στην όρεξή τζη το φτωχό μπλιο τση με θέλει βάλει; |
|
235 | Το τι να κάμ’ ο ταπεινός σήμερο δεν κατέχω· μέσα η καρδιά μου με κινά κι αποκοτιά δεν έχω. Κρυγιαίνω κι άφτω, πεθυμώ, φοβούμαι και τρομάσσω, κινώ κι οπίσω σέρνομαι, φεύγω και πάλι ’ράσσω. Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη, |
|
240 | το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη. Η μοναξά κι ο ύπνο τση μου λέσι: «Μην αφήσεις, αγαφτικέ πολύπαθε, παρά να τη φιλήσεις. Πιάσε τό δίδομε κι οι δυο». Κι εγώ, ’ς μου λέσι, ας ποίσω. Εις τ’ όνομά σου, Έρωτα, σκύφτω να τη φιλήσω. |
|
| Αμέ φοβούμαι αληθινά ο χτύπος τση καρδιάς μου μην ασηκώσει ογλήγορα τον ύπνο τση κεράς μου. Εις τούτο σκύφτει να τη φιλήσει. Ανακατώνουνται. Οϊμέν, εξύπνήσά τηνε πρίχου να τη φιλήσω. Το ριζικό δεν ήθελε τα μέλη να δροσίσω. |
|
- Σκηνή από τη διασκευή-μπαλέτο της Πανώριας στην Εθνική Λυρική Σκηνή, 2004, μουσική: Άλκης Μπαλτάς, σκηνοθεσία: Βασίλης Μυριανθόπουλος.
Πηγή: Αρχείο Time For Fun
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Πανώρια αρνείται τον έρωτα του Γύπαρη (Β 245-282)
Ενώ βρισκόμαστε περίπου στο μέσον της δεύτερης πράξης του έργου, ο Γύπαρης διαλέγεται για πρώτη φορά με την αγαπημένη του Πανώρια, που ξύπνησε θυμωμένη από την απόπειρά του να τη φιλήσει.
245 | ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΝΩΡΙΑ και ΓΥΠΑΡΗΣ
Ποιος είν’ απού μ’ εξύπνησε; Γύπαρη, εσύ ’σαι πάλι; |
|
250 | Να ξαναδώσεις βούλεσαι τση κεφαλής μου ζάλη; Είντά ’θελες, αδιάντροπε, κι ήρθες επά σιμά μου; Ακόμη δεν εγνώρισες πως σε μισά η καρδιά μου; Φύγε απομπρός μου ογλήγορα. Μη θες τση κεφαλής σου τον τσακισμό, βαριόμοιρε. Σύρε ποθές, γκρεμίσου. |
|
255 | Τις με κρατεί; τις με κρατεί; Βλέπουσαι, στο Θεό μου, το πράμα ετούτο μην εμπεί στ’ αφτιά των αδερφιώ μου. Δυο τρεις βολές μ’ επείραξες, μα σήμερο ας σκολάσου τούτες οι στράτες, Γύπαρη, α θέλεις, για καλλιά σου. ΓΥΠΑΡΗΣ Ανέν και πιάσει ανεμική, Πανώρια, σιγανεύγει· |
|
260 | κι ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει. Ανέναι και τη θάλασσα βλέπομε τη μεγάλη πως, α φουσκώσει μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι, ανέναι και τον ουρανό θωρούμε, σα βροντήξει κι αστράψει με πολύ θυμό κι αστροπελέκι ρίξει, |
|
265 | πως γαληνώνει το ζιμιό κι από το πρόσωπό ντου τα νέφη διώχνει τα θολά και παύει το θυμό ντου, γιάντα κι εσύ την όργητα δεν παύτεις, πεθυμιά μου, μα στέκεις πάντα στο ’να σου και καίγεις την καρδιά μου; Γιάντα κι εσέ τα μάτια σου ποτέ να μη στραφούσι |
|
270 | λυπητερά τα μάτια μου του ταπεινού να δούσι; Τα χείλη σου τα νόστιμα δυο λόγια μερωμένα να μηδέ δώσουσι ποτέ για ποια αφρομή σ’ εμένα; Γιαείντα την αγάπη μου, γιάντα τη δούλεψή μου, γιάντα τα τόσα βάσανα, γιάντα την παιδωμή μου |
|
275 | να μη γνωρίσεις, άπονη κι ανέγνωρη, σα να ’σου ένα λιοντάριν άγριο γή άλλο θεριό του δάσου; Εμάνισες· κι ας πάψουσι κι όλες οι μάνητές σου· κι οργίστηκες· κι ας λείψουσι κι όλες οι γιόργητές σου. Οι πέτρες πρέπει μοναχάς, τα δάση και τα όρη |
|
280 | πάντα να στέκου στο ’να ντως κι όχι ποτέ μια κόρη. Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; Ανέν και με το θάνατο θέλεις να το γνωρίσεις, είμ’ εδεπά και κάμε με, κόρη μου, ωσάν ορίσεις. |
|
| Σαΐταν εις το στήθος μου σύρε με το ξιφάρι, την πρικαμένη μου ζωή, σαν πεθυμάς, να πάρει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η απόπειρα αυτοκτονίας του απελπισμένου Γύπαρη (Β 495-538)
Καθώς εξελίσσεται η δεύτερη πράξη, μετά τον θυελλώδη διάλογο του πρωταγωνιστικού ζεύγους και την οργή της Πανώριας για τον Γύπαρη που δεν την αφήνει σε ησυχία με τις ερωτικές του εξομολογήσεις, εκείνος αποφασίζει να αυτοκτονήσει πια και καλεί τις κοπέλες του χορού να τον μοιρολογήσουν. Εντωμεταξύ, στη σκηνή έχει φτάσει η Αθούσα, που, κρυμμένη, έχει ακούσει όλο τον μονόλογο του Γύπαρη και επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή.
495 | ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΓΥΠΑΡΗΣ, καθισμένος
ΓΥΠΑΡΗΣ Κι εσάς κοράσα ευγενικά τς’ Ίδας, παρακαλώ σας, |
|
500 | το σκοτωμένο μου κορμί νεκρό σα δείτε ομπρός σας, κλάψετε συναλλήνως σας κι εμένα λυπηθείτε και μοιρολόγι ταπεινό, σα λέσι, να μου πείτε. Πέτε το πως μιας κορασάς τα πλουμισμένα κάλλη, σμιμένα μ’ όργητα πολλή και μ’ ασπλαχνιά μεγάλη, |
|
505 | μ’ εκάμασι κι εσφάγηκα· δάκρυα πολλά να χύσου το μοιρολόι το πρικύ όποιοι σάσε γροικήσου. Φίλοι μου αγαπημένοι μου και συνανάθροφοί μου, μη σας πρικάνει σήμερο ποσώς η χώρισή μου, μάλλιος χαρείτε μετά με πως εκ τα πάθη βγαίνω |
|
510 | κι από σκλαβιά παντοτινή λεύτερος απομένω. Μάνν’ ακριβή και κύρη μου κι αδέρφι’ αγαπημένα, μα τον καημόν απού ’χετε να πάρετ’ ογιά μένα, σας παραγγέλνω, κάμετε την κόρη τη δική μου σε τόση αγάπη να ’χετε σα να ’το το κορμί μου. |
|
515 | Κι αν παντρευτεί, τον άντρα τση τον ακριβοτιμάτε κι ωσάν το Γύπαρη καλά πάντα τον αγαπάτε. Μα μη μου λησμονήσετε κι εμέ, παρακαλώ σας· σκιας με τη θύμηση ο ’λεεινός να στέκω πάντα ομπρός σας. Ω πρόβατά μου θλιβερά, τώρα διασκορπιστείτε |
|
520 | και τον πρικύ μου θάνατο κλάψετε, θρηνιστείτε. Ρίξετε τα κουδούνια σας, θλιμμένα πορπατείτε, την πρασινάδα φεύγετε, νερό γλυκύ μην πιείτε· μουγκίζετε και κλαίγετε περίσσα να λυπούνται το σκοτωμένο Γύπαρη όποιοι σας αφουκρούνται. |
|
525 | Κι εσύ φιαμπόλι μου γλυκύ ’ς τούτη τη μυρισμένη δάφνη κρεμνώ να σε θωρού του πόθου οι βαρεμένοι να λέσι μ’ αναστεναμό: «Έρωτ’, ανάθεμά σε! τόσ’ άδικος ’ς τσι δούλους σου κι άπονος γιάντα να ’σαι;». Εις τούτο βγάνει το μαχαίρι. Πανώρια, αιτιά του πόνου μου κι αρχή τση παιδωμής μου, |
|
530 | καλέστρα του θανάτου μου και διώχτρα τση ζωής μου· του λογισμού μου ταραχή, φωτιά τω σωθικώ μου, θροφή των αναστεναμώ, δάκρυα των αμματιώ μου· χαρά τση πρίκας μου πολλή και πρίκα τση χαράς μου, της αρρωστιάς μου πεθυμιά και χαλασμός τση γειας μου· |
|
535 | τση κεφαλής μου σκότιση, πέδουκλο των ποδιώ μου, κατάλυση τση νιότης μου και τέλος τω χρονώ μου· θεά τση δόλιας μου καρδιάς, βασίλισσα του νου μου, τση πεθυμιάς παράδεισο, κόλαση του κορμιού μου· κι εσύ σπαθί, που πάντοτε ήσουνε βοηθός μου, |
|
| αλύπητα το θάνατο, παρακαλώ σε, δώσ’ μου. Πανώρια μου, Πανώρια μου, Πανώρια μου, δροσίσου. Εις τούτο πετάται η Αθούσα και πιάνει τονε να μη σφαγεί. ΑΘΟΥΣΑ Μη, μη, βαριόμοιρε! Μη, μη! Πού πάγ’ η φρόνεψή σου; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Έρωτες στο ζωικό βασίλειο (Γ 77-106)
Στην τρίτη πράξη του ποιμενικού αυτού δράματος, η ηλικιωμένη Φροσύνη, η οποία δεν είχε εμφανιστεί καθόλου στην προηγούμενη πράξη, βάζει σε εφαρμογή την υπόσχεση που είχε δώσει στον Γύπαρη, να μεσολαβήσει στην Πανώρια να αλλάξει γνώμη για την αγάπη του. Μάταια όμως προσπαθεί· η Πανώρια θέλει να γεράσει ανύπαντρη και ελεύθερη, γι’ αυτό η Φροσύνη την καλεί να δει γύρω της ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν την ανάγκη του έρωτα.
80 | ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, γριά και ΠΑΝΩΡΙΑ, κορασίδα
ΦΡΟΣΥΝΗ Είντά ’ν’ αυτός ο λογισμός τόν έχεις, θυγατέρα; με δίχως άντρα βούλεσαι να σ’ εύρουσι τα γέρα; Το πρόσωπό σου, αφέντρα μου, τ’ ομορφοκαμωμένο με τόσα κάλλ’ οι ορανοί δεν το ’χου στολισμένο |
|
85 | για να τ’ αφήσεις να χαθεί σα ρόδο γή άθι άλλο απού σε δάση γεννηθεί γή σε γκρεμνό μεγάλο κι άθρωπος δεν το χαίρεται, μηδέ ποσώς θωρεί το, αμέ γή ο ήλιος ψύγει το γή ανεμική μαδεί το, μα για να κάμεις μετ’ αυτό πασίχαρο κιανένα |
|
90 | κι εκείνος καλορίζικη πάλι να κάμει εσένα. Οϊμένα, θυγατέρα μου, τα ζα απού δε νογούσι, ως γεννηθούν, αλλήλως τως γυρεύγου να σμιχτούσι· κι εσύ λογιάζεις εύκαιρα τη νιότη σου να χάσεις και δίχως ταίριν όμορφο βούλεσαι να γεράσεις; |
|
95 | Στράφου σ’ εκείνο το κλαδί. Δε δυο συντροφιασμένα περιστεράκια πώς φιλού περίσσ’ αγαπημένα. Τση ποταμίδας γροίκησε το πώς παραπονάται και με γλυκύ κιλαδισμό τσι πόνους τση δηγάται. Από κλαδί ως κλαδί πετά κι όπου κι αν κάτσει κλαίγει |
|
100 | κι «εγώ αγαπώ, εγώ αγαπώ» σου φαίνεται και λέγει. Για το ταυρίν η αελιά μουγκάται και φωνιάζει κι η προβατίνα τον κριγιό μέρα και νύχτα κράζει. Η γιόχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει, μα ’δώ κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει. |
|
105 | Και τα λιοντάρια τ’ άπονα τη δύναμη του πόθου συχνότατα στο στήθος τως το θυμωμένο γνώθου. Μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι παρά κι εκείν’ αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι. Κι εσύ, Πανώρια, μοναχή λογιάζεις να ’χεις τόση |
|
| δύναμη να μηδέ μπορεί πόθος να σε μερώσει; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ερωτοτροπίες γερόντων (Γ 265-336)
Η σκηνή που βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του έργου είναι αυτή που κυρίως φέρει το κωμικό βάρος της ποιμενικής αυτής τραγικωμωδίας και λειτουργεί αντιστικτικά (ή εν μέρει ως παρωδία) στη σκηνή της ερωτικής εξομολόγησης του Γύπαρη προς την Πανώρια νωρίτερα. Ο Γιαννούλης και η Φροσύνη συνομιλούν, σε έναν απολαυστικό διάλογο γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα αντλημένα από την πανίδα και τη χλωρίδα του τόπου, καθώς ο πρώτος φλερτάρει τη δεύτερη και αυτή αντιστέκεται με επιχείρημα την προχωρημένη ηλικία των… σαράντα χρόνων τους.
265 | ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Τάχα και να κατέβηκε εδώ στη βρύση κάτω |
|
270 | η γαίγα που μου ξέκοψε κι έφυγ’ εκ το μητάτο; Μα ’δώ δε φανερώνεται. Καλέ, κι είντα να γίνει; Οι λύκοι τρώσι μού τηνε στα δάση ανέν ξωμείνει. Μα τη Φροσύνη συντηρώ και θα τήνε ρωτήξω κι αν τύχει από του λόγου τση πού διάβη να γροικήξω. |
|
[272]
[272]
275 | Είδες, Φροσύνη, μιαν κουρνή αίγ’ απού μου ’χε φύγει εκ το μητάτο σήμερο; ΦΡΟΣΥΝΗ Γείς λύκος τήνε πνίγει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αρμήνεψέ μου ’ς ποια μερά βρίσκεται για να σώσω κι αν είν’ ακόμη ζωντανή, μπορεί να τη γλυτώσω. ΦΡΟΣΥΝΗ Δεν εί’ μακρά και γλάκησε στο σπήλιον αποπάνω. |
|
280 | ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Κι είντα λογιάζεις; Ζωντανή τάχατες τήνε φτάνω; Μ’ ας δράμω το λοιπονιθές κι αν τύχει σκιας να φτάσω το κρες τση ακόμη αφάγωτο, να μην την ολοχάσω. ΦΡΟΣΥΝΗ Μηδέ γλακάς, μηδέ γλακάς κι εμασκαρεύτηκά σου· μα ’γώ δεν είδα σήμερο κιανένα από τα ζα σου. |
|
285 | ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Οι λύκοι δεν αλλάσσουσι τη γνώμη, σα γεράσου· γιαύτος κι εσύ δεν άφηκες τα κοπελίστικά σου. ΦΡΟΣΥΝΗ Γιαννούλη, ’ς τσι κακομοιριές τω γερατειών εμπήκα, ζωή και διάξες άλλαξα και τά θυμάσαι αφήκα. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αν ούλα, ούλα αφήκες τα, τον πόθο σκιας, Φροσύνη, |
|
290 | δε θες αφήσεις ώστε να ζεις, θωρώ, σ’ αληθοσύνη. ΦΡΟΣΥΝΗ Τον πόθο και την ερωτιά, Γιαννούλη μ’ αδερφέ μου, σα να μην είχα δει ποτέ σήμερο φαίνεταί μου. Οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μάς παίρνου, τσι γνώμε μας αλλάσσουσι κι άλλη ζωή μας φέρνου. |
|
[293]
[293]
295 | ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ώστε απού να κρατεί τση γρες αδόντι στη μασέλα, πάντα λογιάζει να ’ν’ καλλιά παρά κιαμιά κοπέλα. ΦΡΟΣΥΝΗ Κατά τσι γράδες θες να πεις. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Όλες, μα την αλήθεια, κρεμνάτε τα μετά χαράς τ’ αντρός τα κολοκύθια. ΦΡΟΣΥΝΗ Θαρρείς, κι ογιατ’ εγέρασες κι εσύ και τσ’ αταξάδες |
|
300 | δεν άφηκες τσι πρώτες σου, πως είν’ ετσά κι οι γράδες; ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Καλέ, δεν είσαι τόσα γρε. Δε με περνάς ποτέ σου τρεις χρόνους. Αλλά δείχνει σου κι απού την πορπατέ σου. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι εσύ ’σαι πλειότερου καιρού παρ’ άθρωπο στην Κρήτη και μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν έχεις τραπεζίτη· |
|
305 | κι εμένα λέγεις πλια καιρού πως είμαι παρά σένα, απού κρατού τ’ αδόντια μου σα να ’σα σιδερένα; Σαράντα χρόνους πορπατώ, αμέ τα βάσανά μου ασπρίσανε παράκαιρα, σα βλέπεις, τα μαλλιά μου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ζιμιό άφησε τα βάσανα και πιάσ’ τον πόθο πάλι |
|
310 | να δεις πώς ξανανιώνουσι τα πρωτινά σου κάλλη. ΦΡΟΣΥΝΗ Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει στην πρώτη ντου ομορφιά ποτέ, καλά και να μυρίζει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει, ωσά τζη βάλει την κοπρέ κιανείς να τη σκαλίσει. |
|
315 | ΦΡΟΣΥΝΗ Τέχνη πολλή και δύναμη και προκοπή μεγάλη θε να ’χει εκείνος ο γιωργός απού στο νου ντου βάλει να ξανανιώσει τα παλιά, καινούργια να τα κάμει, και μέρα νύχτα θα κοπιά χέρια και πόδι’ αντάμι. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΄Εδε γιωργός απ’ είχα ’σται να ξανανιώνω γράδες! |
|
320 | τ’ αμπέλι σου εξανάνιωνα με τσι καταβολάδες! ΦΡΟΣΥΝΗ Η προκοσύνη σου η πολλή δείχνει σου εκ το ραβδί σου. Έτοια δουλειά, βαριόμοιρε, δεν είναι για τ’ ατζί σου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Μηδέ θωρείς τα γέρα μου, μη βλέπεις τα μαλλιά μου, μα τήρηξε την όρεξη απ’ έχω στην καρδιά μου. |
|
325 | ΦΡΟΣΥΝΗ Οι γέροντες κατέχω το πως όρεξη τσι σέρνει, μα τίβετας η μπόρεση να κάμου δε τζι φέρνει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Το κυπαρίσσι όσο γερά τόσον αδυνατεύγει και το λιοντάρι πλειότερα στα γέρα του αγριεύγει. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι άθρωπος όσον πλια γερά, χάνεται η δύναμή του |
|
330 | κι όσο λιγότερα μπορεί πληθαίν’ η γιόρεξή του. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Τούτα τα λόγι’ ας πάψομε κι ας έρθομεν εις άλλο. Πότες μ’ αφήνεις μια φορά τα βούγια μου να βάλω να βοσκηθού, Φροσύνη μου, στην αποκαλαμέ σου με το πρεκάτσο σου κι εσύ και με τσι πλερωμές σου; |
|
335 | ΦΡΟΣΥΝΗ Ως τοσεσάς να κείτουνται στο στρώμαν οι γιοχθροί σου κι απού την τόσην αρρωστιά να μη μπορά γυρίσου. Δεν είμαστε, Γιαννούλη μου, μπλιο μας για πελελάδες. Κακά ταιριάζει ο έρωτας, ξεύρε, με τσι ψαράδες. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ακόμη δε μας ηύρασι τόσα πολλά τα γερά, |
|
| να μηδέν κάνομε κι εμείς δυο αγώγια την ημέρα Εις τούτο θε να την αγκαλιάσει. |
|
- Γιαννούλης και Πανώρια σε σκηνή παράστασης του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), σκηνοθεσία: Μαίρη Βοσταντζή, 1992.
Πηγή: Αρχείο ΚΘΒΕ - Γιαννούλης και Πανώρια σε μια από τις πιο κωμικές σκηνές του έργου, από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), σκηνοθεσία: Μαίρη Βοσταντζή, 1992.
Πηγή: Αρχείο ΚΘΒΕ
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Άλλος ένας έρωτας χωρίς ανταπόκριση (Γ 481-532)
Ήδη από την πρώτη πράξη είχαμε ακούσει τον δεύτερο βοσκό του έργου, τον Αλέξη, να εκμυστηρεύεται στον Γύπαρη τον δικό του έρωτα για την Αθούσα. Τώρα προσπαθεί να τον εξομολογηθεί και στην ίδια, αλλά εισπράττει την άρνησή της, αφού και αυτή έχει αποφασίσει, όπως η φίλη της Πανώρια, να ζήσει ελεύθερη ζωή στο βουνό και στα δάση.
485 | ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΑΛΕΞΗΣ
ΑΛΕΞΗΣ Αθούσα, ξόμπλι τσ’ ομορφιάς, στολή τω βοσκοπούλω, να με γνωρίζεις κάτεχε για ’μπιστικό σου δούλο· όπου μ’ ορίζεις να ’ρχομαι κι όπου μου πεις να πηαίνω, στα όρη απάνω να γλακώ κι εις δάσητα να μπαίνω. Κι ανέν κι απάνω ’ς τσ’ ορανούς εμπόρου να πετάξω, |
|
490 | με δίχως φόβο το ’κανα γι’ αγάπη σου, σου τάσσω. Μα ποιος περίσσος λογισμός, Αθούσα, γή έγνοια ποια ’λλη δίχως να γνώσεις σ’ έφερε στα δάση να σε βάλει; Άλλοι για σένα πορπατού, άλλοι για σε κοπιούσι, για σένα βασανίζουνται, για σε κακοπαθούσι· |
|
495 | για σέναν ύπνο δε θωρού, για σέναν εί’ γνοιασμένοι και μέρα νύχτα βρίσκουνται με πάθη βαρεμένοι. Χίλιες φορές εγροίκησα για σε ν’ αναστενάζει ένας βοσκός και θάνατο πρικύτατο να κράζει. Δεν ημπορεί ν’ αναπαεί, μα κλαίγει και θρηνάται. |
|
500 | Μα να σου πει πως χάνεται για λόγου σου φοβάται. ΑΘΟΥΣΑ Ποιος είν’ εκείνος ο βοσκός να του ’χω πλήσα χάρη απού για μέν’ ανάπαψη δεν ημπορεί να πάρει; Κι ογιάντα την αγάπη ντου φοβάται να μου δείξει και πλερωμή του τόσου του πόθου να μου ζητήξει; |
|
505 | ΑΛΕΞΗΣ Καλά και να ’ναι αμέτρητος ο πόθος του, σ’ ετόση τρομάρα πέφτει ο ταπεινός πάσα όντε σου σιμώσει απού τρομάσσει και δειλιά να πει το πως για σένα στον κόσμο βασανίζεται παρ’ άθρωπο κιανένα. Μ’ αν έξευρες τα πάθη του, λογιάζω κι απατή σου |
|
510 | παρηγορήσειν ήθελες τούτο το δουλευτή σου. Σαν ξεχαημένος πορπατεί, δεν τρώγει, δεν κοιμάται, μα κλαίγει και τση τύχης του πολλά παραπονάται. Μιαν ώρ’ απού τα χείλη του δε λείπει τ’ όνομά σου κι εις την καρδιά ζγουραφιστή βαστά την ομορφιά σου. |
|
515 | Πάσα δουλειά αλησμόνησε και το κουράδι αφήκε στου πόθου τα μπερδέματα την ώραν απού εμπήκε. Κι εγώ, γιατί ’μαι φίλος σου, μου φάνηκε ν’ αφήσω τη ’ντήρηση σε μια μερά να σου το μολογήσω παρακαλώντας σε πολλά, νεράιδα μου, τ’ αζάπη |
|
520 | να του μακρύνεις τη ζωή με τη δική σου αγάπη. ΑΘΟΥΣΑ Κι εγώ ήθελα γι’ αγάπη μου να του ’χες πει να βάλει τον πόθο και ’α’ ολπίδες του σε κορασίδαν άλλη. Τούτο το πράμα το ζιμιό να κάμεις επεθύμου, γιατί καλά κατέχεις τη, θαρρώ, την όρεξή μου. |
|
[523]
[523]
525 | ΑΛΕΞΗΣ Μα την αλήθεια, επάσκισα περίσσα να του βγάλω με κάθα στράτα εκ την καρδιά τέτοιας λογής μεγάλο πόθο, μα εκόπιουν εύκαιρα. ΑΘΟΥΣΑ Κι εύκαιρα μετά μένα κοπιάς, Αλέξη, κάτεχε. Γιατί ποτέ κιανένα δε θέλω γι’ άντρα μου ποσώς κι όποιος κι α με γυρεύγει |
|
530 | για τέτοιο πράμ’ απού μου λες στα δάσητα ψαρεύγει. ΑΛΕΞΗΣ Τούτα τα λόγια τα ’πασι κι άλλες πολλές, Αθούσα, κι εις το ’στερο επαντρεύγουντα κι όλα τ’ αλησμονούσα. ΑΘΟΥΣΑ Ομπρός ο ήλιος ο λαμπρός το φως του θέλει χάσει κι οι ορανοί θέλου χαθεί κι η γης θέλει χαλάσει |
|
| κι ομπρός ετούτο το κορμί θέλει βρεθεί στον Άδη παρά να σμίξει με βοσκό γή μ’ άλλον άντρα ομάδι. |
|
- Σκηνή από την παράσταση της Πανώριας στην Εθνική Λυρική Σκηνή, 2004, μουσική: Άλκης Μπαλτάς, σκηνοθεσία: Βασίλης Μυριανθόπουλος, 2004.
Πηγή: Ίδρυμα Ωνάσση
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Έρωτας φυτεμένος στην καρδιά (Γ 595-612)
Καθώς ο διάλογος του Αλέξη με την Αθούσα συνεχίζεται, ο νεαρός χρησιμοποιεί για να τη συγκινήσει μια μεταφορική εικόνα με μακρά ιστορία στην αναγεννησιακή λογοτεχνία: αυτήν του έρωτα ως δέντρου φυτεμένου στην καρδιά.
595 | ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΑΛΕΞΗΣ
ΑΘΟΥΣΑ Δεν όρπιζ’ από λόγου σου τα μου ’πες να γροικήσω, |
|
600 | γιατί σ’ εκράτου ευγενικό σαν κορασά, να ζήσω. Για κείνο δίχως ’ντήρηση σ’ είχα στη συντροφιά μου, μα ’δά θωρώ το σφάλμα μου και καίγετ’ η καρδιά μου. Καλά το λεν κι όντα θωρεί τον ποταμό πως τρέχει κιανείς σιγά, όσο μπορεί πρέπει απ’ αυτόν ν’ απέχει. |
|
[604]
[604] 605 | Με τσ’ έξοδές μου σήμερο, καθώς θωρώ, μαθαίνω τους άντρες όλους να μισώ και να τσ’ απομακραίνω. Μα πότες τέτοιος λογισμός, πότες η έγνοι’ αυτείνη, Αλέξη, σου γεννήθηκε; ΑΛΕΞΗΣ Μα την αληθοσύνη, απόσταν ήμουνε μικρός σ’ εβάστου φυτεμένη |
|
610 | μέσα στα φύλλα τση καρδιάς κι είχα ζωή κριμένη. Κι αγάλια αγάλια επλήθυνε ο πόθος μετά μένα σα να ’χαν είσται δυο δεντρά ομάδι φυτεμένα. Έκαμε κλώνους τρυφερούς και ρίζες στην καρδιά μου κι επεριμπλέχτη σαν κισσός μέσα στα σωθικά μου. |
|
| Για τούτο να ξεριζωθεί δεν ημπορ’ οξ’ ομάδι με την καημένη μου ψυχή, όντα διαβεί στον Άδη. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ατίθασες βοσκοπούλες (Δ 1-44)
Στην αρχή της τέταρτης πράξης, το τμήμα στο οποίο, σύμφωνα με τη θεατρική θεωρία, θα φτάσει η πλοκή σε αδιέξοδο και θα πρέπει να ξετυλιχτεί το κουβάρι προς τη λύση της, ο Γιαννούλης μπαίνει αναπολώντας με παράπονο τα ερωτικά του νιάτα, τα οποία έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Εντωμεταξύ, πλησιάζει η Πανώρια με την Αθούσα, αμετακίνητες ακόμη στην άποψή τους να μη θέλουν ερωτική σχέση με άντρες.
5 | ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αλλότες, όντεν ήμου νιος κι ήμουνε κοπελιάρης, τη δύναμή μου είχα κι εγώ σαν πάσα παλληκάρι. Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι και με το γλάκι μου λαγό δεν άφηνα να φύγει. Με τα λιοντάρια εμάλωνα, κι άλλα θεριά περίσσα |
|
10 | θυμούμαι πως εσκότωνα, άγρια ως θέλ’ ας ήσα. Είχασιν όρεξη πολλή και πεθυμιά μεγάλη οι κορασίδες να θωρού τα ονόστιμά μου κάλλη. Είχα πολλές αγαφτικές, σαν είν’ τω νιω δοσμένο· κι ως κι οι νεράιδες μ’ είχασι περίσσ’ αγαπημένο. |
|
15 | Μα πώς εκαταστάθηκα τώρα στα γερατειά μου! Επέσασι τ’ αδόντια μου κι ασπρίσα τα μαλλιά μου, το πρόσωπό μου εζάρωσε κι όλος εκατσουνιάσα· εμαύρισεν η γιόψη μου, τα μάτια μου ετσιμπλιάσα κι οι κορασές μ’ οργίζουνται και δε μπορά με δούσι |
|
20 | και τσ’ ασκημιές μου τσι πολλές φεύγουσι και μισούσι! Κι ιδέτε σ’ είντα μ’ ήφερε η μοίρα μου η γιαδέξα! Ως κι η Φροσύνη μού ’καμε σήμερο κουκορέξα! Μα την Πανώρια συντηρώ με την Αθούσα πάλι· τίβοτας εδοξέψασι, γιαταύτος μια την άλλη |
|
25 | σέρνει λινά και ξέλινα. Βάνουν το αψά κι αυτείνες το κέρατο αποπίσω τως σαν και τσι προβατίνες. ΑΘΟΥΣΑ Σ’ ό,τι έδειξες, Πανώρια μου, του Γύπαρη παινώ σε και να μην έχεις λύπηση σ’ αυτό παρακαλώ σε. Γιατί θωρώ πως όλοι τους θέλουν την εντροπή μας |
|
30 | κι ολημερνίς γυρεύγουσι να πάρουν την τιμή μας· κι ωσά μάσε κομπώσουσι, ζιμιό μάσε μισούσι και ζωντανές στα μάτια τως δε θέλου να μας δούσι. Σαν το λαγό π’ ολημερνίς ο κυνηγός ζυγώνει στο περιβόλι, στα βουνιά, στην κάψα κι εις το χιόνι |
|
35 | και δε βαριέται κούραση, δε θέλει να σκολάσει, μα παραδέρνει και κοπιά ώστε να τόνε πιάσει κι ωσάν τον πιάσει, ρίχνει τον και δεν τόνε χρειάζει κι εις τσ’ άλλους απού φεύγουσι τα πόδια του σπουδάζει, έτσι το κάνουσι κι αυτοί: κοπιού και παραδέρνου |
|
40 | κι ολημερνίς για λόγου μας σε χίλια πάθη μπαίνου ώστε να μας κομπώσουσι και τότες λησμονούσι τον πόθο μας κι εις άλλη ναι γυρεύγουσι να μπούσι. ΠΑΝΩΡΙΑ Ξεύρω το πως με την καρδιά κιαμιά δεν αγαπούσι, μα να μάσε κομπώσουσι πάσκουσι και κοπιούσι, |
|
| Αθούσα, σαν το λες εσύ, μα κάτεχε από μένα το πως αγάπη μπιστική αν είχα γνωρισμένα να ’τον αυτή του Γύπαρη, εγώ μ’ όλον εκείνο σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η σκηνή της ηχούς – προφητεία της νεράιδας (Δ 147-190)
Ενώ βρισκόμαστε στην τέταρτη πράξη και οι νεαρές βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα επιμένουν να μη θέλουν ερωτικές δεσμεύσεις, οι ερωτευμένοι μαζί τους βοσκοί Γύπαρης και Αλέξης καταφεύγουν στη βοήθεια της ηλικιωμένης Φροσύνης, που τους οδηγεί στο σπήλαιο μιας νεράιδας η οποία θα τους συμβουλεύσει να θυσιάσουν στη θεά Αφροδίτη, προκειμένου να πετύχουν την επιθυμητή μεταστροφή των κοριτσιών.
150 | ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ
ΦΡΟΣΥΝΗ Οι λύκοι με τα πρόβατα θωρώ πως ζιου κι εκείνα με χορταράκια δροσερά ζυγώνουσι την πείνα. Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει, γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει. |
|
155 | Βοσκοί φτωχοί, σκολάσετε το κλάημα και το θρήνο, γιατί θωρώ πως είμεστα σιμά στο σπήλιο εκείνο απ’ η νεράιδα κάθεται χωσμένη κι όποιος θέλει να μάθει ανέναι και καλό γή και κακό του μέλλει να ’χει τήνε ρωτά κι αυτή ζιμιό του προφητεύγει |
|
160 | και πώς να διάξει το κακό να φύγει τ’ αρμηνεύγει. Σιμώσετε κι εσείς οι δυο, ζιμιό ρωτήξετέ τη και να σας δώσει απόκριση παρακαλέσετέ τη, ανέναι κι εις τον πόθο σας τέλος καλό θωρείτε κι είντά ’χετε να κάμετε για να λευτερωθείτε. |
|
165 | ΓΥΠΑΡΗΣ Άξοι δεν είμεσταν εμείς ν’ ακούσει τη μιλιά μας, μα συ, Φροσύνη, πε τση τα τα πάθη τα δικά μας. ΑΛΕΞΗΣ Φροσύνη, εσύ το λοιπονίς για μας προσκύνησέ τη και για το τέλος και τω δυο σ’ αγάπης ρώτηξέ τη. Γιατί ’ν’ η κόρη ντροπιαρά πολλά, ’ς καθώς γροικούμε, |
|
170 | κι εμάς να μην αφουκραστεί μιλώντας τση ’ντηρούμαι. ΦΡΟΣΥΝΗ Καλά το λέγεις, μα κι εσείς για να τσ’ αφουκραστείτε το τι έχει να μ’ αποκριθεί σιμότερα συρθείτε. Τότε πάγει σιμά εις το σπήλαιο η Φροσύνη και λέγει παρακαλώντας τη Νεράιδα. ΦΡΟΣΥΝΗ Νεράιδα μου ομορφότατη, νεράιδα πλουμισμένη, οπού ’σαι ’ς τούτο τ’ όμορφο σπήλαιο κατοικημένη, |
|
175 | δυο κορασίδες όμορφες τούτ’ οι φτωχοί αγαπούσι και πλερωμή στον πόθο ντως πε τως άνε θωρούσι. ΝΕΡΑΪΔΑ Θωρούσι. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι ογιά να τήνε δου γοργό είντα τως κάνει χρεία; δάκρυα και κλάηματα σ’ αυτές γή τση θεάς θυσία; ΝΕΡΑΪΔΑ Θυσία. ΦΡΟΣΥΝΗ ’Σ τσι δυο ναούς τσι θαυμαστούς, απ’ έχει ο Ψηλορείτης, |
|
180 | σε ποιο να θυσιάσουσι; στου Ζευς γή τσ’ Αφροδίτης; ΝΕΡΑΪΔΑ σ’ Αφροδίτης. ΓΥΠΑΡΗΣ Νεράιδα, πε μου άλλη μια καλύτερα τ’ αζάπη ποια μέλλει να ’χει πλερωμή η εδική μου αγάπη; ΝΕΡΑΪΔΑ Αγάπη. ΓΥΠΑΡΗΣ Αγάπη! Ποια χαρά γροικώ! Πάθη μου περασμένα, τώρα μου φαίνεστε γλυκιά κι ανάπαψη σ’ εμένα. |
|
185 | ΑΛΕΞΗΣ Κι εμέναν η Αθούσα μου, νεράιδα πλουμισμένη, τάχα σαν έχω πεθυμιά, στην αγκαλιά μου μπαίνει; ΝΕΡΑΪΔΑ Μπαίνει. ΦΡΟΣΥΝΗ Βοσκοί, μην την πειράζομε πλειότερα, στο Θεό σας· σώνει σας κι εγροικήξετε καλά το ριζικό σας. Σωπάσετε, σωπάσετε, γιατί θωρώ ο πρεσβύτης |
|
190 | εβγήκε απού το ναόν ετούτο σ’ Αφροδίτης. Ας πάμε να τον κάμομε τον πόθο σας να γνώσει κι αυτός μπορεί με τη θεά βοήθεια να σας δώσει. Μα πέτε του χαρίσματα πως δίδετέ του πλήσα, γιατί κι αυτοί το σήμερο σαν όλους ακριβίσα. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η θεά του έρωτα (Δ 351-392)
Στο τέλος της τέταρτης πράξης έχουν δρομολογηθεί οι εξελίξεις που θα οδηγήσουν στο αίσιο τέλος στην πέμπτη πράξη. Οι δύο ερωτευμένοι και απελπισμένοι νέοι βοσκοί, με την καθοδήγηση μιας νεράιδας, έχουν καταφύγει στον ιερέα της Αφροδίτης, που τους υπέδειξε ποιες θυσίες και προσφορές πρέπει να κάνουν στη θεά για να τους βοηθήσει, ενώ προσεύχεται και ο ίδιος σ’ αυτήν. Τότε εμφανίζεται η θεά για να δώσει εντολή στον γιο της Έρωτα να δράσει.
355 | ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ της Αφροδίτης, ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ
ΘΕΑ Στον ορανόν ανέβηκα κι ήρθασι στο θρονί μου, εκεί απού κάθομέστανε κι οι δυο με το παιδί μου, τα παρακάλια σας, βοσκοί, κι εσέν’, άγιε πρεσβύτη, κι εις λύπησην εβάλασι πάσα λογής πλανήτη. Κι εγώ θωρώντας δίκαιες πως είναι οι πεθυμιές σας |
|
360 | και πλήσον πόθον έχετε ’ς τούτες τες λυγερές σας, απάκουσά σας και τω δυο κι ήρθα να σάσε δώσω θαράπαψη και πλερωμή στον πόθο σας τον τόσο. Μηδέν πρικαίνεστε λοιπό, μ’ από καρδιάς χαρείτε, γιατί το τέλος σήμερο του κόπου σας θωρείτε. |
|
365 | Σήμερο ξεύρετε, φτωχοί, παύτου τα κλάηματά σας και σήμερο τελειώνουσι τα παραδάρματά σας· σήμερ’ αθεί η γιαγάπη σας κι ο πόθος ο δικός σας και τον καρπό τση πεθυμιάς μαζώνετε κι οι δυο σας. Σήμερο στην αγκάλη σας θέλετε δει να μπούσι |
|
370 | γιαγαφτικές σας και πολλά γλυκιά να σας φιλούσι, συμπάθιο να ζητήξουσι τως θέλετε γροικήσει, ανέν και πείραξη ποτέ σάς δώκασι και κρίση. Τούτη την ώρα ξαργιτού, ξεύρετε θέλω πέψει τον Έρωτα, τον ακριβό γιο μου, να τσι δοξέψει· |
|
375 | να κάμει να γυρίσουσι σ’ αγάπη την καρδιά ντως, σε πόθο κι εισέ πεθυμιά πολλή την όχθρητά ντως. Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψέ τσι κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι· τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως, |
|
380 | το νου ντως παραλόγισε κι έπαρε την εξά ντως· κι εις τσ’ έξοδές τως και τσι δυο κάμε τσι να γνωρίσου πόση μεγάλη και πολλή είν’ η γεμπόρεσή σου· το φόβο τώσε ζύγωξε κι αποκοτιά τώς δώσε· την εντροπή τως έπαρε ζιμιό, παρακαλώ σε, |
|
385 | και δείξε τωνε φανερά το πως χαρά σαν κείνη δεν είναι σαν όντας σμιχτεί τ’ αντρόγυνο στην κλίνη. Άμε λοιπό προθυμερά κι ωσάν τέσε δοξέψεις, στα ύψη πάλι τ’ ορανού έλα να με γυρέψεις. Εγώ γυρίζω πάλι εκεί κι εσέ την έγνοι’ αφήνω |
|
390 | κι ετούτους τους αγαφτικούς σ’ εσέ τους παραδίνω. ΕΡΩΤΑΣ Το θέλημά σου να γενεί, θεά χαριτωμένη, κυρά ακριβή και μάννα μου, περίσσ’ αγαπημένη. Πρίχου μισέψεις αποδώ, πάγω να τσι ξεδράμω όπου κι αν είναι, σήμερο τό μ’ όρισες να κάμω. |
|
| Εις τούτο μισεύγει ο Έρωτας και ΟΙ ΔΥΟ ΒΟΣΚΟΙ λέσιν ομάδι: Στη χάρη απού μας άξωσες, θεά, σου φκαριστούμε· πάντα σε θέλομε τιμά και να σε προσκυνούμε. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Μονόλογος του Έρωτα (Ε 1-38)
Η πέμπτη πράξη του ποιμενικού έργου, η πράξη της «λύσης» της πλοκής και του αίσιου τέλους, ξεκινά με έναν μονόλογο του προσωποποιημένου Έρωτα, ο οποίος νωρίτερα είχε πάρει εντολή από τη μητέρα του Αφροδίτη να δράσει υπέρ των ερωτευμένων βοσκών. Στον μονόλογό του, από τον οποίο θα δούμε τους 38 πρώτους στίχους, καμαρώνει για τις ιδιότητές του και για τον ρόλο που παίζει στη ζωή των ανθρώπων.
5 | ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΡΩΤΑΣ μοναχός
Άθρωπος κρίνω ζωντανός στη γης να μη γυρίζει, να μη μιλεί κακό για με και να μηδέ με βρίζει. Όλοι με κράζουν άπονο κοπέλι δίχως γνώση κι αν εμπορούσα θάνατο εθέλασι μου δώσει. Λέσι πως οι σαΐτες μου, τούτες οι χρουσωμένες, |
|
10 | απού δοξεύγου τσι καρδιές, πως εί’ φαρμακεμένες. Συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι και θανάτοι δηγούνται πως η θάλασσα κι η γης είναι γεμάτη. Πάθος με κράζου τση καρδιάς και βάρος μολυβένιο απ’ ευκαιριά κι αναμελιά στον κόσμο γεννημένο. |
|
15 | Ντροπή με λε στα γερατειά και χαλασμό στη νιότη, της εντροπής προξενητή και τση τιμής προδότη. Άδικον έχουσι πολύ να με καταφρονούσι, μα ’γω δεν τως οργίζομαι σ’ ό,τι κι α θε να πούσι, γιατί δεν ξεύρουσι ποσώς το τι λαλού για μένα, |
|
20 | μηδ’ ως εδά δεν έχουσι ποιος είμαι γνωρισμένα. Ο κόσμος πρίχου να σταθεί εγώ ’μαι γεννημένος, θεός απάνω ’ς τσ’ ορανούς περίσσα μπορεμένος· θεός απ’ όλους τσι θεούς κάνω συχνιά και τρέμου στη δύναμή μου την πολλή, μηδέ κακό ποτέ μου |
|
25 | δεν έκαμα, μα μαλλιοστάς καλό ποτέ κιανένα δεν έχει αρχή, μηδέ κακό τέλος παρά ’πό μένα. Συναφορμάς μου σε χαμόν ο κόσμος δε γυρίζει, μα πάσα πράμα θρέφεται, αθεί και λουλουδίζει. Εγώ δεν είμαι τσ’ εντροπής μεσίτης, σα με λέσι, |
|
30 | αμ’ είμαι τση τιμής βουλή, τέλος, αρχή και μέση. Το νου φωτίζω τω χοντρώ, τσι πελελούς φρονεύγω, διατάσσω τους ευγενικούς, τσ’ ακάτεχους οδεύγω. Συναφορμάς μου οι λογισμοί τω χοντρικώ ψιλαίνου, στα ύψη τ’ ορανού πετού κι απάνω πλια ’νεβαίνου. |
|
35 | Τα έργα μου τσι διαφορές τω βασιλιάδω σάζου και τσ’ όργητές τως παύτουσι και τσι μαλιές σκολάζου. Μηδέναν οι σαΐτες μου ποτέ δε θανατώνου, μάλλιος γλυκιά κι απαλαφρά πάσα καρδιά πληγώνου για να ’ναι αγάπη πάντοτες κι ο κόσμος να πληθαίνει |
|
| κι ο θάνατος να μη μπορεί τσ’ αθρώπους να λιγαίνει· κι όσ’ απ’ αυτό χαθούσινε, τόσ’ από με γεννιούνται κι απού τον κόσμο μοναχάς για τούτο δεν ξοφλιούνται. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η μεταστροφή της Πανώριας (Ε 75-114)
Στη δεύτερη σκηνή της πέμπτης πράξης, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, η ανυπόταχτη μέχρι πρότινος οπαδός της Άρτεμης, Πανώρια, βρίσκεται πλήρως υποταγμένη στα βέλη που της έστειλε ο Έρωτας και μετανιώνει πικρά για όσα βάσανα έχει προκαλέσει στον ερωτευμένο μαζί της Γύπαρη. Το μόνο που επιθυμεί πια είναι να του ζητήσει συγγνώμη.
75 | ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ
ΠΑΝΩΡΙΑ Ποιοι λογισμοί εγεννήθησα, Αθούσα, στην καρδιά μου |
|
80 | κι είναι λίγη ώρα απού γροικώ κι άφτου τα σωθικά μου; Η δύναμή μου εχάθηκε κι η ψη μου απολιγαίνει κι από το στήθος μου αναπνιά σαν πρώτας πλιο δε βγαίνει. Τα μέλη μου όλα κόβγουνται κι είναι απονεκρωμένα κι ο λογισμός μου, κάτεχε, δεν είναι μετά μένα. |
|
85 | Τρέμω και δεν κατέχω πώς να σου το ’μολογήσω· κι είντα να κάμω στη φορά ετούτη θα ρωτήσω. Μα ’χοντας θάρρρος εις εσέ σα να ’σουν αδερφή μου, να σου ξαγορευτώ πρεπό είναι την παιδωμή μου. Αποταχιάς στο σπίτι μας κάθοντας μετά σένα |
|
90 | τα βάσανα εθυμήθηκα απόχω καμωμένα του Γύπαρη και το ζιμιό άρχιζα ν’ ατιμάζω τη γνώμη μου κι αλύπητη πολλά να τήνε κράζω λέγοντας: δεν είναι πρεπό τούτος ο νιος για μένα να μηδέν έχει ανάπαψη στον κόσμο γνωρισμένα. |
|
95 | Πώς είναι μπορεζάμενο για λόγου μου να δώσει τέλος κακό γείς άγγουρος με παιδωμή του τόση; γείς απού μ’ αγαπά πολλά κι έχει με σαν την ψη ντου και τη ζωή μου πεθυμά πλια παρά τη δική ντου; Μα ’δά θ’ αρχίσω να παινώ πλήσα την ομορφιά ντου, |
|
100 | να ρέγομαι τα ήθη του και την προπατηξά ντου. Μα τι θα λέω παραμπρός; Τότες εδοξευτήκα τα σωθικά μου το ζιμιό κι εις την αγάπη εμπήκα. Και τώρ’ αγνώριστες φωτιές και πάθη ακάτεχά μου καίσι και βασανίζουσι τη δόλια την καρδιά μου· |
|
105 | κι ωσάν το ξύλο το χλωρό την ώραν απ’ αρχίζει να καίγεται συχνοκτυπά και το νερό στραγγίζει, τέτοιας λογής το στήθος μου κτυπά κι αναστενάζει και δάκρυα στάσσει εκ τη φωτιά των αμματιώ απού διάζει. Κι ο ξεχαημένος λογισμός στην παίδα μου την τόση |
|
110 | βουλή καλή μηδεκιαμιά δεν ξεύρει να μου δώσει. «Γλάκα» μου λέγει μοναχάς, «συμπάθιο ζήτηξέ του και να ’χει λύπηση σ’ εσέ, με δάκρυα μίλησέ του». Και τώρα πεθυμιά πολλή έχω να του μιλήσω, στα βάσανα που τ’ άξωσα συμπάθιο να ζητήσω. |
|
| Άφτω, κρυγιαίνω, καίγομαι, τρομάσσω και φοβούμαι, αποκοτώ και χάνομαι και δεν κατέχω πού ’μαι. Αθούσα, δώσ’ μου εσύ βουλή, πε μου πού θες να δώσω και τη ζωή μου σήμερο πώς να τήνε γλυτώσω; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η δύναμη του έρωτα (Ε 187-200)
Αφού τα βέλη του Έρωτα έχουν αθεράπευτα πληγώσει και τις δυο βοσκοπούλες που μέχρι τώρα τον αρνούνταν με πάθος, η ηλικιωμένη Φροσύνη βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα προβλήματα: πρέπει τώρα να βοηθήσει τις απελπισμένες κοπέλες· και καθώς συζητάει μαζί τους και βλέπει τη μεταστροφή τους, δεν μπορεί παρά να υμνήσει τη δύναμη του Έρωτα.
190 | ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ
ΦΡΟΣΥΝΗ Έρωτα, δίκιε γδικιωτή, τάχα να το κατέχεις πως τόση δύναμη βαστάς και τόση χάρην έχεις; Έρωτα, πρέπει να σε λε τω σκληροκάρδω χάρο, των κορασίδω διαταό, ραβδί των πεισματάρω. |
|
195 | Έρωτα, την περίσσα σου κι άμετρη δικιοσύνη πρέπει όλοι να την προσκυνού, μα την αληθοσύνη. ΠΑΝΩΡΙΑ Είντα δηγάσαι μέσα σου και σεις την κεφαλή σου; ΦΡΟΣΥΝΗ Τα λόγια τ’ αποταχινά θυμούμαι τσ’ εμαυτής σου. Τάχα να σμίξα τα βουνιά και να ’ρθασι τα ψάρια |
|
200 | να βοσκηθούσι σήμερον εις τσ’ Ίδας τα χορτάρια; ΠΑΝΩΡΙΑ Τούτα κι άλλα πολλά ’λεγα, μα ’δα τά μεταγνώθω, γιατ’ άλλην εις τα σωθικά φωτιά και λάβρα γνώθω. Εδά πιστεύγω τσι καημούς, εδά την πρικαμένη τύχη γνωρίζω μιας καρδάς, του πόθου βαρεμένη. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι βοσκοπούλες επιθυμούν τον γάμο (Ε 253-274)
Ενώ τα πράγματα οδηγούνται προς το αίσιο τέλος, μετά τη θαυματουργή επέμβαση των βελών του Έρωτα, η Πανώρια προσποιείται στον πατέρα της ότι ενδίδει να παντρευτεί μόνο για να του κάνει το χατίρι. Ο Γιαννούλης δίνει την ευχή του και στις δύο κοπέλες να παντρευτούν τους αγαπημένους τους.
255 | ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ, ΑΘΟΥΣΑ και ΦΡΟΣΥΝΗ
ΠΑΝΩΡΙΑ Κύρη μου, ξεύροντας το πως όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται, ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις, |
|
260 | άντρα μου, απήτις νιο καλό κι άξο τόνε γνωρίζεις. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου και θέλεις έχεις πάντα σου, κάτεχε, την ευκή μου. Ξεύρε, πολλά μ’ επρίκανες, μ’ ας εί’ συμπαθισμένο. Τούτο ’ναι να το κάνουσι των κορασώ δοσμένο. |
|
265 | Κι εσύ με τον Αλέξη σου είντά ’χεις καμωμένα; Αθούσα μου, άφησ’ τα πολλά και γροίκησέ μου εμένα. Σαν τον Αλέξη, κάτεχε, ποτέ σου δε θες πάρει πλούσο, καλό και φρόνιμο κι όμορφο κοπελιάρη. Βλέπεσαι μόνο στο ’στερο μηδέν το μετανοιώσεις |
|
270 | κι απού την πρίκα θάνατο εις το κορμί σου δώσεις. ΑΘΟΥΣΑ Απήτις η Πανώραια το Γύπαρη θα πάρει, θέλω κι εγώ το λοιπονίς τούτο τον κοπελιάρη· κι εσένα δίδω την εξά το πράμα να τελειώσεις κι ωσάν παιδί σου να ’μουνε τ’ Αλέξη να με δώσεις. |
|
| ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ω! την ευκή μου να ’χετε. Ας πάμε να τσι βρούμε και τα μαντάτα τα καλά τούτα να τώσε πούμε. Φροσύνη, γιάντα με θωρείς και σεις την κεφαλή σου; Οι γάμοι τούτοι τάχατες δεν εί’ με τη βουλή σου; |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το αίσιο τέλος (Ε 381-422)
Μετά τις αγωνίες και τις πίκρες που πέρασαν οι νεαροί βοσκοί Γύπαρης και Αλέξης από την άρνηση των κοριτσιών να τους αγαπήσουν επί τέσσερις πράξεις, ήρθε η ώρα να βρουν, με τη μεσολάβηση της θεάς Αφροδίτης και του γιου της Έρωτα, τέλος τα βάσανά τους. Ο Γύπαρης κλείνει το έργο με τον τρόπο που το άρχισε, με μια αποστροφή στο φυσικό περιβάλλον της Ίδης, αυτή τη φορά για να το ευχαριστήσει για την ευόδωση των κόπων του. Ο Αλέξης αποχαιρετά το κοινό και το καλεί να δείξει την ευαρέσκειά του.
385 | ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ, ΑΘΟΥΣΑ, ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ
ΓΥΠΑΡΗΣ Πανώρια, τα χεράκια σου δώσ’ μου ν’ αγκαλιαστούμε κι αγκαλιασμένοι σπίτι μας κι οι δυο να πα να μπούμε. Ω δάση καλορίζικα, τα δέντρη γεμισμένα, με τα κλαδιά τα πράσινα και τ’ άθη φορτωμένα· ω χορταράκια δροσερά, ω κρύα νερά τση βρύσης, |
|
390 | πουλάκια μου γλυκόλαλα κι όμορφα παρά φύσης· κι εσύ ναέ τσ’ αγιάς θεάς, απ’ είστε τση χαράς μου μαρτύροι και το λυτρωμό είδετε τση καρδιάς μου, απής δε μου ’ναι μπορετό άλλο να σας χαρίσω παρά με λόγια μοναχάς να σας ευκαριστήσω, |
|
395 | τον ουρανό παρακαλώ, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ άστρα, τη νύχτα, την αυγή πάντοτες πλήσα χάρη να σάσε δίδουν όλα τως κι άνεμος να μη γνέφει στα μέρη ετούτα ουδέ χιονιά ουδέ φωτιά ουδέ νέφη· μηδέ βοσκοί ποτέ τωνε να φέρουσι κουράδι |
|
400 | τα χόρτα να βοσκήσουσι απ’ έχει το λιβάδι, για να ’ναι πάντα ανέγγιχτα, πράσινα κι αθισμένα, όμορφα, δροσερότατα και πλήσα μυρισμένα· να σας θωρούν οι κορασές κι οι νιοι να σας τιμούσι, τζόγιες να κάνου μετά σάς όμορφες να φορούσι. |
|
405 | Μ’ αφήνω σας χαιράμενους και πάγω να τελειώσω τα πάθη μου και πλέρωμα ’ς τσι κόπους μου να δώσω. ΑΛΕΞΗΣ εις εκείνους απού γροικούσι. Ω βγενικότατοι άρχοντες, ω νέοι χαριτωμένοι, απ’ είστε ’ς τούτα τα βουνιά τσ’ Ίδας ανεβασμένοι· ω φρόνιμοι κι αξότατοι και πλούσα γεροντάκια, |
|
410 | απού με κόπον ήρθετε εις τσ’ Ίδας τα χαράκια και με περίσσα ’πομονή είδετε τσι καημού μας κι εγνώσετε τσι κόπου μας και τσι παραδαρμού μας κι είχετε λύπηση κι εσείς ογιά τα βάσανά μας κι ογιά τσι πόνους τσι πολλούς απ’ είχεν η καρδιά μας, |
|
415 | τώρ’ απ’ εφάνη τση θεάς τσι πρίκες να τελειώσει κι ετούτες ογιά ταίρια μας τσι λυγερές να δώσει μη μας ζηλέψετε ποσώς, μ’ από καρδιάς χαρείτε κι αν αγαπάτε σαν κι εμάς, ολπίζετε να δείτε τέλος καλό στον πόθο σας. Γιατί καρδιά ’γριεμένη |
|
420 | κιαμιά δεν έχει κορασά σ’ όλη την οικουμένη κλαίγοντας και δουλεύγοντας να μην τήνε μερώσει ένας πιστός αγαφτικός πλέρωμα να του δώσει. Μα για να μην αργήσομε, να μάσε βαρεθείτε, μισεύγομεν αποδεπά και πλιο δε μας θωρείτε. |
|
| Κι ανέν κι ετούτ’ η γεγλογή σας άρεσε, όλοι ομάδι κάμετε να το γνώσομε με τίβοτας σημάδι. Τέλος της εγλογής και του άττου, ήγου τση πράξης πέμπτης |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αμαργιανάκης 1988
- Γεώργιος Αμαργιανάκης, «Κρητική βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική», Κρήτη. Ιστορία και πολιτισμός, τ. Β΄, επιμ. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη-Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη 1988, σ. 317-332.
- Bancroft-Marcus 1978
- Rosemary Bancroft-Marcus, Georgios Chortatsis, 16th-century Cretan Playwright. A Critical Study, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Oxford University, Οξφόρδη 1978.
- Bancroft-Marcus 1997
- Rosemary Bancroft-Marcus, «Ποιμενικό δράμα και ειδύλλιο», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 95-124.
- Clubb 1989
- Louise George Clubb, Italian Drama in Shakespeare’s Time, Yale University Press, New Haven-Λονδίνο 1989.
- Ευαγγελάτος 2000
- Σπύρος Ευαγγελάτος, «Μία δίκη του (1582-1583) του Γεωργίου Χορτάτση του Ιωάννη», Παράβασις, τ. 3, τχ. 1 (2000), σ. 11-62.
- Κουκουλές 1940
- Φαίδων Κουκουλές, «Συμβολή εις την κρητικήν λαογραφίαν επί βενετοκρατίας», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών 3 (1940), σ. 1-101.
- Κριαράς 1940
- Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.), Γύπαρις, Κρητικόν δράμα. Πηγαί-Κείμενον, Verlag der «byzantinisch-neugriechischen Jahrbücher», Αθήνα 1940.
- Κριαράς & Πηδώνια 2007
- Εμμανουήλ Κριαράς & Κομνηνή Δ. Πηδώνια (επιμ.), Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά. Αναθεωρημένη με επιμέλεια Κομνηνής Δ. Πηδώνια, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.
- Μανούσακας 1963
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Ο Μαρκαντώνιος Βιάρος (1542-μετά το 1604) και ο χρόνος συγγραφής των δραμάτων του Γεωργίου Χορτάτση», Κρητικά Χρονικά 17 (1963), σ. 261-282.
- Μαρκομιχελάκη 1996
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Η αναγεννησιακή δραματική θεωρία στο ποιμενικό δράμα Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτση», Prosa y verso en griego medieval. Rapports of the International Congress Neograeca Medii Aevi III (Vitoria 1994), επιμ. J. M. Egea & J. Alonso, Hakkert, Amsterdam 1996, σ. 225-240.
- Μαρκομιχελάκη 2003
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Στοιχεία λαϊκής ιατρικής σε κωμωδίες του νεοελληνικού θεάτρου: από τον Φορτουνάτο ώς τη Βαβυλωνία», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο (Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000), Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003, σ. 255-277.
- Μαρκομιχελάκη 2013-2014
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Παρατηρήσεις στον “Πρόλογο του Απόλλωνα” από την Πανώρια του Χορτάτση», Ελληνικά 63 (2013-2014), σ. 77-87.
- Μαρκομιχελάκη 2015
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Ο θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Χορτάτσης και το έργο του. Μια εισαγωγή», Παλίμψηστον 32 (Φθινόπωρο 2015), σ. 93-128.
- Μαυρομάτης 1985
- Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, «Ένα άγνωστο θεατρικό κείμενο του τέλους του 17ου αιώνα από την Πάρο», Αριάδνη 3 (1985), σ. 179-190.
- Ξανθινάκης 2009
- Αντώνιος Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, πρόλ.-επιμ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 42009.
- Peri 1999
- Massimo Peri, Του πόθου αρρωστημένος. Ιατρική και ποίηση στον Ερωτόκριτο, μτφρ. Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
- Peri 2001
- Massimo Peri, «Τα χρώματα της ομορφιάς», Κρήτη και Ευρώπη: Συγκρίσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις στη λογοτεχνία, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, επιμ. Κωστής Ψυχογιός, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Βαρβάροι Κρήτης 2001, σ. 57-88.
- Πούχνερ 1991
- Βάλτερ Πούχνερ, Μελετήματα Θεάτρου. Το Κρητικό Θέατρο, Εκδόσεις Χ. Μπούρα, Αθήνα 1991.
- Rodosthenous 2006
- Marina Rodosthenous, Youth and Old Age: A Thematic Approach to Selected Works of Cretan Renaissance Literature, διδακτορική διατριβή, University of Cambridge, Cambridge 2006.
- Σάθας 1878
- Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.), Ο Γύπαρις: ποιμενική κωμωδο-τραγωδία, νυν πρώτον εκδιδομένη εκ χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, Τύποις Φοίνικος, Βενετία 1878.
- Σηφάκης 1988
- Γ. Μ. Σηφάκης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988.
- Vincent 2000
- Alfred Vincent, «Πανώρια ή το παιχνίδι της ειρωνικής νοσταλγίας», Γεώργιος Χορτάτσης. Ο πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου, ένθετο Επτά Ημέρες, επιμ. Κωστής Γιούργος, Η Καθημερινή (3.12.2000), σ. 16-19.
- Vincent 2001
- Alfred Vincent, «Τραγούδια στο βουνό του Δία. Ο Ψηλορείτης σε έργα της βενετοκρατίας στην Κρήτη», Δάφνη. Τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο, επιμ. Ιωσήφ Βιβιλάκης, Ergo, Αθήνα 2001, σ. 375-392.
- Vincent & Δεληγιαννάκη 2012
- Alfred Vincent & Ναταλία Δεληγιαννάκη (επιμ.), Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης (L’Occio). Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα, εισαγωγή και σχολιασμός Alfred Vincent, μετάφραση του Occio και επιμέλεια Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- Χατζηπανταζής 2014
- Θόδωρος Χατζηπανταζής, Διάγραμμα ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014.
Δικτυογραφία
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Χορτάτσης Γεώργιος», στις «Ψηφίδες και την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Χορτάτσης Γεώργιος: Πανώρια. Αφιέρωση», στο «Ανθολόγιο Λογοτεχνίας», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Θέματα
Έρωτας Μαγεία Λαϊκή παράδοση Συζυγική ζωή Θάνατος Ζώα (περιγραφή/ζωικός κόσμος) Φύση (περιγραφή/φυτικός κόσμος) Άνδρας (περιγραφή) Θαυμαστά στοιχεία Πρόγνωση/προφητεία/διαίσθηση Φανταστικά στοιχεία Γυναίκα (περιγραφή) Κοινωνικές τάξεις Τόπος (περιγραφή) Γάμος Ομορφιά Πόνος Χαρά Φτώχεια Τύχη/μοίρα Οικογένεια
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν