Ερωτόκριτος
Συγγραφέας: Κορνάρος Βιτσέντζος
Ερωτική μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, γραμμένη στις αρχές του 17ου αιώνα, δομημένη σε πέντε μέρη και αποτελούμενη από περίπου 10.000 στίχους. Πρόκειται για την πολύ δημοφιλή στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, και μέχρι σήμερα, ιστορία της βασιλοπούλας Αρετούσας που αγαπήθηκε με τον γιο ενός συμβούλου του πατέρα της και υπέμειναν τέσσερα χρόνια εκείνος την εξορία και αυτή τη φυλακή, μέχρι ο βασιλιάς να αποδεχτεί τον Ρωτόκριτο αναγνωρίζοντας την ανδρεία και τη φρόνησή του.
Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Βιτσέντζος Κορνάρος, Ποίημα ερωτικόν λεγόμενον Ερωτόκριτος, Ερμής, Αθήνα 1998.
Εισαγωγή
Ο Ερωτόκριτος αποτελεί ένα από τα μείζονα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας εν γένει. Πρόκειται για ένα έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα ή, κατ’ άλλους, μία μυθιστορία που εκτείνεται σε περίπου δέκα χιλιάδες στίχους και πιθανότατα γράφτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα – μολονότι, σύμφωνα με κάποιους φιλολόγους, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια υψηλότερη χρονολόγηση στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο ποιητής δεν έχει ταυτιστεί με απόλυτη σιγουριά, αλλά οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται για τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, γόνο βενετοκρητικής οικογένειας ευγενών από τη Σητεία και αδελφό του ιδρυτή της Aκαδημίας λόγιων του Χάνδακα, Ανδρέα Κορνάρου, που έζησε στο διάστημα 1553-1613/14.
Η υπόθεση του έργου τοποθετείται σε μια ακαθόριστη αρχαία εποχή, στην πόλη της Αθήνας. Μέσα στο παλάτι του βασιλιά Ηράκλη μπαινοβγαίνει ως παιδί ο γιος του σύμβουλου Πεζόστρατου Ρωτόκριτος, για να κάνει παρέα στη βασιλοπούλα Αρετούσα την οποία, όπως είναι αναμενόμενο, ερωτεύεται. Με τα τραγούδια που της τραγουδά τα βράδια κάτω από το παράθυρό της, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, την κάνει κι αυτήν να τον αγαπήσει. Και καθώς από όλα τα αρχοντόπουλα και βασιλόπουλα (ανάμεσά τους και ο διάδοχος ο βυζαντινού θρόνου) που έρχονται για μια κονταρομαχία στο παλάτι, «μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει», με πρωτοβουλία της κοπέλας αρχίζουν οι μυστικές νυχτερινές συναντήσεις τους, από τις δύο πλευρές ενός σιδηρόφρακτου παράθυρου. Ο ποιητής είχε δηλώσει από την αρχή του έργου του ότι τα θέματα που θα τον απασχολήσουν είναι η αστάθεια της ανθρώπινης μοίρας, ο χρόνος, ο έρωτας, ο πόλεμος, και οι κοινωνικές συμβάσεις. Αυτό το τελευταίο είναι και η κινητήρια δύναμη της πλοκής, διότι, εξαιτίας της κοινωνικής διαφοράς των δύο ερωτευμένων παιδιών, δημιουργούνται όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, με αποτέλεσμα αφενός ο Ρωτόκριτος να διωχθεί στην εξορία, επειδή τόλμησε να ζητήσει την κοπέλα σε γάμο, αφετέρου η Αρετούσα να κλειστεί στη φυλακή από τους γονείς της λόγω της επίμονης άρνησής της στα βασιλικά προξενιά. Τη φωνή των κοινωνικών συμβάσεων στο έργο εκπροσωπούν η νένα (παραμάνα) της κοπέλας Φροσύνη και ο στενός φίλος του νέου Πολύδωρος, οι μόνοι που γνωρίζουν τον μυστικό έρωτα των δύο πρωταγωνιστών και προσπαθούν, με την επιχειρηματολογία που επιστρατεύουν, να τους αποτρέψουν από αυτόν. Ωστόσο, στο τέλος, μετά τη νικηφόρα επέμβαση του μεταμφιεσμένου Ρωτόκριτου στον πόλεμο με τους Βλάχους, επιβραβεύεται η ανδρεία και η σύνεσή του εις βάρος της κοινωνικής θέσης του, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να δώσει την ευχή του για τον γάμο της κόρης του μαζί του και έτσι το έργο να τελειώσει μέσα σε γενική χαρά. Ο ποιητής στο τέλος εξαίρει την αξία της υπομονής στη ζωή του ανθρώπου, δηλώνοντας το όνομα και τον τόπο καταγωγής του.
Από πολλά χρόνια γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο Κορνάρος άντλησε την πλοκή της μυθιστορίας του από κάποια ιταλική διασκευή του γαλλικού ιπποτικού μυθιστορήματος Paris et Vienne του Pierre de la Cypède. Ωστόσο, ο ποιητής «επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη σειρά των γεγονότων, αποσιώπησε ορισμένα επεισόδια του προτύπου του και δημιούργησε νέα και, το σπουδαιότερο, αλλοίωσε το όλο ήθος αυτής της μεσαιωνικής μυθιστορίας αυλικού έρωτα και το προσάρμοσε στις αναγεννησιακές αντιλήψεις του για την κοινωνία και την ηθική» (Holton 1997, 262).
Οι παλαιότερες σωζόμενες μορφές του κειμένου προέρχονται από την πρώτη βενετσιάνικη έκδοση του 1713, της οποίας υπάρχουν σήμερα μόνο τρία αντίτυπα, και από ένα επτανησιακό χειρόγραφο του 1710, που κοσμείται με 120 μικρογραφίες οι οποίες παρακολουθούν εικαστικά την υπόθεση του έργου. Έκτοτε, ο Ερωτόκριτος γνώρισε έντεκα εκδόσεις στη Βενετία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, και πολλές ακόμη στην ίδια πόλη αλλά και στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές του 20ού· εκδόσεις φτηνές και χωρίς επιστημονικές αξιώσεις, που όμως μαρτυρούν τη δημοφιλία ενός έργου το οποίο, ενώ βασίστηκε στη γραπτή ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση των προηγούμενων αιώνων, στη συνέχεια αγαπήθηκε πολύ από τα λαϊκά στρώματα και δεν άργησε να περάσει στη λαϊκή τέχνη και στα στόματα των κατοίκων της κρητικής υπαίθρου, καθώς και των νησιών του Ιονίου και του Αιγαίου, χάρη στους αξιοθαύμαστους μηχανισμούς απομνημόνευσης που διαθέτει ο προφορικός πολιτισμός. Μέσα στον 20ό αιώνα έγιναν δύο κριτικές εκδόσεις του, από τον Στέφανο Ξανθουδίδη (1915) και τον Στυλιανό Αλεξίου (1980), και το 1998 κυκλοφόρησε, σε επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, μία επεξεργασμένη μορφή του κειμένου της πρώτης βενετσιάνικης έκδοσης του έργου, από την οποία και αντλούμε τα αποσπάσματα που ανθολογούνται εδώ – στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφέρουμε παρενθετικά ότι επειδή η έκδοση Σαββίδη δεν είναι κριτική, για τους σκοπούς της παρούσας ανθολόγησης έχει συγκροτηθεί ένα καινούριο κριτικό υπόμνημα, στο οποίο τα σχόλια περιλαμβάνουν κυρίως τις διαφορετικές γραφές της έκδοσης Αλεξίου 1980 και δίνεται η ενίοτε διαφορετική στιχαρίθμηση. Επιπλέον, με βάση το κριτικό υπόμνημα της τελευταίας γίνονται και τα σχόλια που αφορούν τις διαφορετικές γραφές του χειρόγραφου μάρτυρα (Χ).
Ο Ερωτόκριτος είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, τον αγαπημένο στίχο της ελληνικής παράδοσης. Ο πλούτος του σε λογοτεχνικά σχήματα και εικόνες, ο αριστοτεχνικός χειρισμός του μέτρου, οι επιτυχημένες ομοιοκαταληξίες και η ωριμότητα και καθαρότητα του κρητικού ιδιώματος ως λογοτεχνικής γλώσσας είναι λόγοι που στρέφουν πολλούς ειδικούς φιλολόγους να μελετήσουν την ποιητική του κειμένου. Έτσι, την τελευταία δεκαπενταετία έχουν γίνει τέσσερα ειδικά επιστημονικά διεθνή συνέδρια για το έργο, και η σχετική βιβλιογραφία από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας εκτείνεται σε πολλές εκατοντάδες λήμματα. Εξάλλου, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μελέτη του κειμένου είναι η έκδοση του Συμφραστικού Πίνακα Λέξεων, σε έντυπη μορφή και σε CD-Rom, από τους David Holton και Dia Philippides (1996-2000).
Ιδιαίτερα έχει επιμείνει η έρευνα στην αποκρυπτογράφηση των συμβολισμών του Β΄ μέρους του έργου, που είναι και το εκτενέστερο και αφηγείται την πολυπρόσωπη γκιόστρα (κονταρομαχία), οργανωμένη από τον βασιλιά για να διασκεδάσει τη μελαγχολική από τον έρωτα κόρη του. Έχει επισημανθεί ότι η γκιόστρα αποτελεί μια μικρογραφία της όλης πλοκής, ως αναπόσπαστο τμήμα του έργου, και «συμβάλλει στην κατανόηση εκ μέρους μας των σχέσεων των πρωταγωνιστών και οδηγεί κατ’ ευθείαν στα δραματικά γεγονότα» (Holton 1997, 276) που θα ακολουθήσουν.
Το έργο είναι αφηγηματικό, αλλά ο χωρισμός του σε πέντε μέρη, που προσιδιάζει στην πεντάπρακτη δομή του (νεο)κλασικού δράματος, και το μεγάλο ποσοστό ρήσεων των προσώπων σε ευθύ λόγο τού προσδίδουν έναν χαρακτήρα θεατρικότητας. Ο αφηγητής της ερωτικής αυτής ιστορίας, ο «Ποιητής» όπως αναφέρεται, δεν είναι ένα πρόσωπο αμέτοχο στο έργο του. Σπάνια, αλλά σε καίριες στιγμές, θα παρέμβει στην αφήγηση. Πότε απευθύνεται στο κοινό του με διάφορες προτροπές: «Μην την καταδικάσετε την πικραμένη κόρη...», «Μην το κρατείτε για πολύ, μην το θαμάζεστ’ όλοι...»· πότε σχολιάζει τη συμπεριφορά των ηρώων του: «Έτσ’ είναι κ’ εις τον άγουρο και κόρη, όντεν αρχίσου φιλιά να κάμου τσ’ ερωτιάς...»· την επικρίνει: «Εγώ μεγάλο το κρατώ, σαν το κρατούν κ’ οι άλλοι, να δείξη η μάνα στο παιδί έτοια ασπλαχνιά μεγάλη»· ή τη δικαιολογεί: «Ετούτον είναι φυσικό κι όπ’ αγαπά φοβάται...». Πότε, ακόμη, τους επιπλήττει σε ευθύ λόγο, αν διαπιστώσει ότι φέρονται υπερβολικά: «Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνης, βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνης...»· ενώ κάποτε δεν λείπει και μια δόση ειρωνείας, όπως, για παράδειγμα, στο τέλος του έργου, την ώρα που το ερωτευμένο ζευγάρι μετά τον γάμο του αποσύρεται στη γαμήλια κάμαρα και ο ποιητής αυτολογοκρίνεται: «Εγώ δεν θέλω και δειλιώ να σάσε πω με γράμμα τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά ’πα κι ίντα εκάμα».
Ολόκληρο το έργο μαρτυρά, εκτός από το έμφυτο ποιητικό τάλαντο του δημιουργού του, και την αξιοθαύμαστη μόρφωσή του που, όπως έχει προταθεί, μπορεί να εκτείνεται από τις ρητορικές και λογοτεχνικές θεωρίες του 16ου αιώνα μέχρι και τις ιατρικές πραγματείες του καιρού του, όπου ο έρωτας θεωρούνταν και αντιμετωπιζόταν ως σωματική και ψυχική ασθένεια. Επίσης, χαρακτηρίζεται από μια αστείρευτη ποικιλία εικόνων και ρητορικών σχημάτων, που δεν περνά απαρατήρητη από κανέναν αναγνώστη, θεατή ή ακροατή του. Μεταφορές, παρομοιώσεις απλές και ομηρικού τύπου, παρηχήσεις, αποστροφές, υπερβολές, ασύνδετα και πολυσύνδετα, και η δραματική ειρωνεία είναι μόνο κάποια από τα σχήματα που ο ποιητής επιστρατεύει, όχι μόνο για να στολίσει τον λόγο του, αλλά, κυρίως, για να υπογραμμίσει τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ηρώων του.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο Ερωτόκριτος έχει γνωρίσει δεκάδες διασκευές για το θέατρο, ακόμη και για όπερα, και πάρα πολλές μουσικές εκτελέσεις, οι οποίες βασίζονται είτε στην παραδοσιακή μελωδία που έχει ταυτιστεί με το συγκεκριμένο έργο είτε σε νέες συνθέσεις. Ακόμη, έχει εμπνεύσει πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, από τον άγνωστο μικρογράφο του επτανησιακού χειρογράφου, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο και τον Γιάννη Τσαρούχη, μέχρι τους σύγχρονους ζωγράφους και χαράκτες που έλαβαν μέρος στη μεγάλη ομαδική έκθεση «μόνον εσέ, Ρωτόκριτε…» το 2015.
Αποσπάσματα
Τα θέματα του έργου (Α 1-18)
Ο ποιητής αρχίζει αναφέροντας ποια είναι τα θέματα που θα τον απασχολήσουν και τα οποία θέλει να προβάλει με το έργο του: η αστάθεια και οι αλλαγές της τύχης με το πέρασμα του χρόνου, οι πολεμικές συγκρούσεις και ο έρωτας. Προτρέπει όσους έχουν γνωρίσει τον έρωτα να κρατήσουν ως παράδειγμα την ιστορία που θα αφηγηθεί, παροτρύνοντάς τους να τη χρησιμοποιούν για να συμβουλεύουν και άλλους.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν· |
|
5 | και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι |
|
10 | σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα, ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα· να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει. |
|
15 | Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, εις μιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει. Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση, για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει. |
|
- Η αρχή του Ερωτόκριτου στον κώδικα Harley MS 5644, f.10r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο. Στη μικρογραφία φανταστική απεικόνιση του Κορνάρου κατά τη συγγραφή(;).
Πηγή: The British Library - Η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης (1713) του ποιήματος από το τυπογραφείο του Antonio Bortoli.
Πηγή: Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Αφίσα από τη θεατρική παράσταση που ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 1969-1970.
Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος - Το εξώφυλλο της διασκευής του Ερωτόκριτου στη σειρά κόμικ «Κλασσικά Εικονογραφημένα», τχ. 120, δεκαετία 1960.
Πηγή: Lifo
- «Του κύκλου τα γυρίσματα», οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος μελοποιημένοι, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης & Χριστόδουλος Χάλαρης, από το 2ο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς ΠΕΡΙ-ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ, 1998, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι νεαροί πρωταγωνιστές (Α 51-86)
Έχοντας παρουσιάσει τον τόπο και τον χρόνο της πλοκής του έργου του, και αφού μίλησε για το βασιλικό ζεύγος της ιστορίας, ο ποιητής παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του: δεν είναι ίσως χωρίς σημασία ότι αρχίζει από την Αρετούσα και την παρουσιάζει με περισσότερους στίχους απ’ ό,τι τον Ρωτόκριτο. Η κοινωνική τους διαφορά δηλώνεται από την αρχή (η μία είναι βασιλοπούλα, ενώ ο άλλος γιος συμβούλου του βασιλιά).
| Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι, αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει. Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι. |
|
55 | Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.
Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη. Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη |
|
60 | πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα. Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση, και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση. |
|
65 | Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη. K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα, πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα. Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα, |
|
70 | κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.
Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη, συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι. M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του· |
|
75
| του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο, και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο. Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο, φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο. Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση, |
|
80 | οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση. Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’, ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα· κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσαν, μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν. |
|
85 | Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει. |
|
- Ο βασιλιάς Ηράκλης και η βασίλισσα Αρτέμη χαίρονται τη νεογέννητη κόρη τους, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Μια φανταστική απεικόνιση των δύο ηρώων από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Χατζημιχαήλ), Ερωτόκριτος και Αρετούσα, 1933, φυσικά χρώματα σε καμβά, Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη.
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο - Η γέννηση της Αρετούσας, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.11r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Α 51-86) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η γέννηση του έρωτα – Ρωτόκριτος (Α 271-312)
Αμέσως μετά την παρουσίαση του Ρωτόκριτου στην αρχή του έργου, ο ποιητής αφηγήθηκε πώς γεννήθηκε μέσα στην καρδιά του ο έρωτας, καθώς από παιδί σύχναζε στο παλάτι για να κάνει παρέα στη μικρή βασιλοπούλα. Μόνο πρόσφατα βρήκε το θάρρος να το εξομολογηθεί στον καλύτερό του φίλο, Πολύδωρο, ο οποίος άρχισε να του μιλά αποτρεπτικά για έναν τέτοιο κοινωνικά αταίριαστο δεσμό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Ρωτόκριτος του εξηγεί γιατί είναι αδύνατον να βγάλει αυτή την αγάπη από την καρδιά του, χρησιμοποιώντας μια σειρά σχημάτων λόγου, για να δείξει πώς αναπτύχθηκε μέσα του.
| ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν’ αρχίσω να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω, να’βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω, και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω· |
|
275 | και σ’ άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω, και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω. Kι ως το λογιάσω, μου’ρχεται μεγάλη λιγωμάρα, τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου’ρχεται τρομάρα· θαμπώνουνται τα μάτια μου κ’ η όψη απονεκρώνει, |
|
280 | ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει· κι οπίσω α’ θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ’ αμπώθει σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κ’ η γνώση πλιό δε γνώθει. Λόγιασε σ’ ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι· πέ’ μου, πώς θες να βουηθηθώ σ’ έτοια δουλειά μεγάλη;
|
|
285 | Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο. Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω, και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω. Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη, |
|
290 | κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη. Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι, κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει. Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη, κ’ ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι. |
|
295 | Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει, τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει, και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει, κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που’τον όντεν εφάνη, |
|
300 | κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει— το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη. Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη, μα εδά’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη, οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ’ αφήνει. |
|
305 | K’ η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει, κι οπού με τσ’ αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει, θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι, πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη· σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει, |
|
310 | και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει. Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει, κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει. |
|
- Ο Ρωτόκριτος εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για την Αρετούσα στον φίλο του Πολύδωρο, μικρογραφία (η μοναδική επιχρωματισμένη) του Harley MS 5644, f.14r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Μια κάποια λίγη πεθυμιά», μελοποίηση αποσπάσματος στο οποίο ο Ρωτόκριτος εμπιστεύεται στον Πολύδωρο τον έρωτά του για την Αρετούσα, μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Τέσσερις Δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube«Ήπαιρνε το λαγούτο του...», ερμηνεία: Μίλτος Πασχαλίδης, από ανέκδοτη ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του Γιώργου Μεράντζα στη Στρογγούλα των Τζουμέρκων, 7 Αυγούστου 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η γέννηση του έρωτα – Αρετούσα (Α 607-678)
Ο Ρωτόκριτος, με τη συντροφιά του Πολύδωρου, τραγουδά τις νύχτες ερωτικά τραγούδια κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του, η οποία ξενυχτά για να τα ακούει. Εντυπωσιασμένος και ο βασιλιάς από τα ωραία τραγούδια, στέλνει ένα βράδυ στρατιώτες να συλλάβουν τους τραγουδιστές για να μάθει ποιοι είναι. Όλο το παλάτι συζητά τη γενναιότητα των δύο νέων να αποκρούσουν τους «δέκα αρματωμένους» και ο έρωτας δυναμώνει ακόμη περισσότερο στην καρδιά της Αρετούσας, η οποία αποφασίζει, όπως βλέπουμε στο απόσπασμα που ακολουθεί, να εξομολογηθεί στην παραμάνα της το γεγονός. Εκείνη, κεραυνοβολημένη από όσα ακούει, αρχίζει έναν μακρύ αγώνα επιχειρηματολογίας για να την αποτρέψει, ο οποίος θα διαρκέσει μέχρι το τρίτο μέρος του έργου.
| ΠOIHTHΣ H Aρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν, κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν· κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν, |
|
610 | κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν, να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει, οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει. Eπλήθυνεν η παίδα τση κ’ η πείραξις η τόση, κ’ ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν’ αλαφρώσει· |
|
615 | να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει, να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει. Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη, κι ώρες βιβλία τω’ φρόνιμων εδιάβαζε κ’ εθώρει. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση, |
|
620 | να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει. Mα ουδέ τα ξόμπλια τ’ ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα, αλάφρωσιν εις το κακόν οπού’χε δεν τσ’ εκάμα’. Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει, στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει. |
|
625 | Πάντά’ν’ ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα, και πάντα στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα. Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται, και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται. Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση, |
|
630 | με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA «Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα, και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’· και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω· |
|
635 | και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα, κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου’ρχεται λιγωμάρα. Mηδέ θαρρείς σ’ πράμ’ άπρεπον η Πεθυμιά κινά με, και κάλλιο να’πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι. Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου’, |
|
640 | ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου’. Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη, αυτός θέ’ να’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι· γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι, πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι. |
|
645 | Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος· και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο, σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο».
ΠOIHTHΣ ’Tό να γρικήσει η Nένα τση τά’λεγε η Aρετούσα, |
|
650 | φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα’. K’ εθώρειε μιά κακήν αρχή που’χει να φέρει πόνους, που’χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει, να τση ξεράνει το δεντρό, πρι’ παρά να φυτέψει.
|
|
655 | ΝΕΝΑ Kαι λέγει τση· «Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι; Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι! Kαι πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι, κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι; Kαι πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις; |
|
660 | Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις; Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο, και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο; Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα; και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα; |
|
665 | Eπά δεν είν’ Pηγόπουλοι, ουδ’ Aφεντόπουλοι άλλοι· Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι. Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι, σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ’ εσέ, Kερά μου, δούλοι. Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι, |
|
670 | και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι, αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν’ τούτοι, Θυγατέρα, γιαύτος δεν έχου’ ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα. Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται, και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται. |
|
675 | Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού’χει ανθρώπου χρήση, εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει. Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση, γυρίζου’, να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει». |
|
- Η Αρετούσα απολαμβάνει τις νυχτερινές καντάδες του μυστηριώδους τραγουδιστή, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Alexiptoto: Online Newspaper - Ο Ρωτόκριτος και ο Πολύδωρος τραγουδούν τον έρωτα του πρώτου έξω από το παλάτι, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.19r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα εξομολογείται τον έρωτά της για τον άγνωστο τραγουδιστή στη νένα της Φροσύνη, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.27v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Ο διάλογος Αρετούσας-Φροσύνης, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - «Το μυστικό» αποτελεί την μελοποιημένη απόδοση της εξομολόγησης της Αρετούσας στη νένα της, μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Ποια πάθη από τον έρωντα, Lyra 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το εγκώμιο του Ρωτόκριτου (Α 851-874)
Ανάμεσα στα αντεπιχειρήματα που η Αρετούσα προβάλλει στην παραμάνα της Φροσύνη για την αξία του άγνωστου τραγουδιστή, είναι η γνώση και η φρόνηση που έχει επιδείξει με τη συμπεριφορά του, αλλά κυρίως το ταλέντο του στον λόγο, όπως φαίνεται από τους στίχους των τραγουδιών του. Όλα συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για άνθρωπο με αρχοντικά χαρακτηριστικά.
| ΑΡΕΤΟΥΣΑ «Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει, και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει. Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει, ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη, |
|
855
| οπού’παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη, οπού ετραγούδειεν κ’ ήλεγεν τσ’ Aγάπης την οδύνη. Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο. Aυτός θέ’ να’ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο. Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω, |
|
860 | γραμμένα τα’χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω. Kι αλλού ποθές δεν τ’ άκουσα, μηδ’ είδα τα γραμμένα, κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα· κι από την πρώτη αργατινήν, που’παιξε το λαγούτο, ελόγιασά το, κ’ είπα το· “Για μένα-ν ήτον τούτο.” |
|
865 | Mα ο φόβος θέ’ να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει, μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει. Tρεις μήνες μ’ έτοια δούλεψη, μ’ έτοια αρχοντιάν και τάξη, ποιά να’χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει; Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι, |
|
870 | από τα λόγια τα’μορφα, κορμί μεγάλον είναι. Aπ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει· κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον, κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο βασιλιάς αποφασίζει ένα κονταροχτύπημα. Αρρωσταίνει ο Πεζόστρατος (Α 1307-1392)
Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτά του, ο Ρωτόκριτος έχει φύγει για ταξίδι. Εμπιστεύτηκε μόνο στη μητέρα του τα κλειδιά του σπιτιού του με την επισήμανση ότι έχει μέσα σε ένα ντουλάπι χαρτιά που δεν πρέπει να δει κανείς. Εντωμεταξύ, η Αρετούσα έχει περιπέσει σε μελαγχολία, γιατί δεν ακούει πια τον τραγουδιστή ούτε γνωρίζει ποιος είναι. Σε αυτό το απόσπασμα ο πατέρας της, βλέποντάς την έτσι αγνώριστη και θλιμμένη, για να την διασκεδάσει αποφασίζει να οργανώσει στο παλάτι ένα κονταροχτύπημα, με έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι φτιαγμένο από τα χέρια της. Η Αρετούσα ελπίζει ότι σ’ αυτό θα πάρει μέρος και ο άγνωστος αγαπημένος της. Ωστόσο, οι προσευχές της να μάθει ποιος είναι έχουν αρχίσει να εισακούονται…
| O Kύρης, να την-ε θωρεί να’ν’ έτσι αποδομένη, ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη, δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει, |
|
1310 | κ’ εχάθηκαν τα κάλλη τση κ’ έτοιας λογής εγίνη, ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα, ίντά’ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ’ εχλομαίνα’. Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει, ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει, |
|
1315 | κ’ ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν, κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ’ εκείνοι τα πιστεύγαν. K’ έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα, ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα, πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει, |
|
1320 | σ’ όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει. K’ ήλεγεν ο διαλαλημός· «Όποι’ είναι αντρειωμένοι, σ’ τσι ’κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ’ ανιμένει εις την Aθήνα να βρεθού’, στο φόρο τση να σμίξουν, να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν. |
|
1325 | Kι οπού νικήσει, απ’ το λαό να’χει τιμή μεγάλη, κ’ ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι, ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο, από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο». Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ’ εις άλλη, |
|
1330 | κ’ οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.
Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση, να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση. Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι, να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει. |
|
1335 | Kι ας είν’ η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ’ άλλη, σαν είν’ κι αυτή ξεχωριστή, κι απ’ όλες τως μεγάλη.
APETOYΣA Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ’ ακούσει, μέσα τση λέει· «Tα μάτια μου εδά’χουσι να δούσι εκείνον τον τραγουδιστήν, τ’ όμορφο παλικάρι, |
|
1340 | εις τ’ άλογο, με τ’ άρματα, σαν τσ’ άλλους καβαλάρη. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει. Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου, μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου |
|
1345 | έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω. Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο, κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο, να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει, |
|
1350 | γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει. Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο, να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο».
ΠOIHTHΣ Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει, και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.
|
|
1355 | Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη. Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν, κ’ εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν. Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον, |
|
1360 | πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων. H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο, πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.
Hθέλησε κ’ η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα, μ’ άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα. |
|
1365
47 | Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι, στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι. Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη, κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει. Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση |
|
1370 | και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι· κι απ’ τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη, πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι. Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει, πού να την πάγει για να δει, να πά’ να ξεφαντώσει.
|
|
1375 | Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα, σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα. Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει, και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη. Kι όπού’τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ’ εθωρούσα’, |
|
1380 | όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα η Aρετούσα· ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα, και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.
Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη. |
|
1385 | Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει, με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι. Eκεί’γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο, εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο. H Mάνα του είχε το κλειδί, κ’ είχε του κι αμοσμένα |
|
1390 | να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα· μα τότες το λησμόνησε, κ’ ηθέλησε ν’ ανοίξει, και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει. |
|
- Ο Πεζόστρατος άρρωστος στο κρεβάτι του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.52r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Ο Ψαραντώνης τραγουδά τον θάνατο του Σπιθόλιοντα στην γκιόστρα, την οποία ο βασιλιάς ανακοινώνει στο απόσπασμα αυτό, από την παρουσίαση του Ερωτόκριτου στο Ηρώδειο, 30/6/2014, Ψαραντώνης, Χαΐνηδες, μουσικοχορευτική ομάδα «Κι όμΩς κινείται».
Πηγή: YouTubeΗ Αρετούσα επισκέπτεται τον άρρωστο Πεζόστρατο και το δωμάτιο του Ρωτόκριτου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Λύνεται το μυστήριο του άγνωστου τραγουδιστή (Α 1471-1514)
Όταν αρρώστησε ο πατέρας του Ρωτόκριτου και η βασίλισσα με την κόρη της και άλλες γυναίκες του παλατιού θέλησαν να τον επισκεφτούν, η μητέρα του, από τη χαρά της για τις υψηλές επισκέψεις, ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει στον γιο της και τις οδήγησε να δουν και το σπιτάκι του στον κήπο. Η περιέργεια (ή μάλλον μια εσωτερική διαίσθηση) έκανε την Αρετούσα να ψάξει σε ένα ντουλαπάκι του γραφείου του Ρωτόκριτου, όπου πρώτα βρήκε γραμμένους τους στίχους των νυχτερινών τραγουδιών και στη συνέχεια…
| ΠOIHTHΣ H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ’ αρμάρι, για να’βρει κι άλλο τίβοτσι τσ’ Aγάπης, να το πάρει. Eις τ’ αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι. |
|
1475 | Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ’ είδεν τη στόρησή τση, πράμά’τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση. Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη, οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη. Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη, |
|
1480 | οπού’το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη. Eφαίνετό σου και γελά κ’ ήθελε να μιλήσει, κ’ η Tέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση. Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη, γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη. |
|
1485
51 | Kι ουδέ στον τόπον που’τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε, κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε. Σ’ ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη, στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη. Kι ως το’πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει, |
|
1490 | κ’ εφάνιστή τση κ’ ήστραψεν η Aνατολή κ’ η Δύση· και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι, κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει. Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει, την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει. |
|
1495 | APETOYΣA Λέγει τση· «Nένα, ίντ’ άλλο πλιό σημάδι θέ’ να δούμε; Σφαλτά επροπάτου’ και τυφλά, μα εδά κατέχω πού’μαι. Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα’, κ’ εις παίδα μεγαλύτερην κ’ εις έγνοια νιάν εμπήκα. Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω, |
|
1500 | εκείνος οπού μ’ αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω. Eις τα τραγούδια μού’βρισκες λογαριασμόν κιανένα, μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα; Ίντ’ αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει; κ’ ίντα κ’ εφύλαγέ με επά, δίχως να μ’ αγαπήσει; |
|
1505 | Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια, σαν τη γνωρίζεις, πέ’ την-ε σήμερο την αλήθεια. Aυτόνος θέ’ να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα, τά είδα το φανερώνουσι, και τά’χω γρικημένα. Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με; |
|
1510 | Πιάσ’ ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ’ με, και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη. Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη! Πέ’ μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει; Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Λιτή και ωραία παρουσίαση της ανακάλυψης της ταυτότητας του άγνωστου τραγουδιστή, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Πολύδωρος προσπαθεί να μάθει τα αισθήματα της Αρετούσας (Α 1887-1978)
Ο Ρωτόκριτος με τον φίλο του, ειδοποιημένοι για την ασθένεια του Πεζόστρατου, επιστρέφουν στην Αθήνα. Εκεί ο νέος διαπιστώνει ότι λείπουν από το ντουλάπι του τα αποδεικτικά στοιχεία του έρωτά του, μαθαίνοντας παράλληλα για την παρουσία της Αρετούσας στο σπιτάκι του. Πολύ θορυβημένος, στέλνει τον Πολύδωρο στο παλάτι να ανιχνεύσει τί αισθήματα τρέφει γι’ αυτόν η βασιλοπούλα τώρα που ξέρει την αλήθεια. Όμως, εκείνος βλέπει ότι είναι μια ευκαιρία να του πει ψέματα, μήπως και καταφέρει να κλονίσει τον έρωτά του.
| EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· «Φίλε, α’ μ’ αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις, εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος, |
|
1890 | γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος. Kι α’ σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει, γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει, να’ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα, να ξοριστώ, να πορπατώ σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα. |
|
1895 | Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι, και το μαντάτο γλήγορα να’ρθου’ να σας-ε πούσι, πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της, απόθανα κ’ ετέλειωσα κ’ εχάθηκ’ απ’ ομπρός της. Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη |
|
1900 | να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν’ απομείνει».
ΠOIHTHΣ O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει, κ’ η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου, και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου. |
|
1905
| Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ’ εσένα, να συμβουλέψομεν κ’ οι δυό εις τά’χεις καμωμένα».
ΠOIHTHΣ Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι, μ’ Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει. K’ εκίνησε, σα δουλευτής, να πά’ να χαιρετήσει, |
|
1910 | ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει. Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ’ οι Aφέντες οπ’ ορίζουν, σ’ έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.
Eπήγε μ’ έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα, κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα’ |
|
1915 | στα ξένα, που γυρίζασι, κ’ ίντα μαντάτα εφέρα’, και δίδει του κ’ εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα· και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει, ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού’ναι και δεν εφάνη. Ήτον εκεί κ’ η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα, |
|
1920 | και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα’. Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει, κ’ εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ’ τσ’ άλλους χώνει. Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη. Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν’ ανιμένει; |
|
1925 | Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη, και με γλυκότη, του Pηγός, στά του’πε, απιλογήθη.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει· «O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα, κ’ εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα».
ΠOIHTHΣ H Aρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλόμιανε, κ’ εφάνη |
|
1930 | το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει. (Σφαίνει οπού πει κ’ οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γρικούνται, γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται· ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει, τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει. |
|
1935
| Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει, μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ’ να χώσει.) Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ’ άλλα, πως οι γραφές κ’ η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα’. ’Kεί οπό’χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει |
|
1940 | ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχει, πρικαίνεται, κ’ εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει. Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται, κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται. |
|
1945 | Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει, και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ’ εύρει. Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ’ είδεν, ο-για σένα, |
|
1950 | και πώς τα πήγαμεν κ’ οι δυό που λείπαμε στα ξένα. Mα τσ’ Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει. Mα τ’ όνομά σου ως τ’ άκουσε, σ’ τόσην όχθρηταν εμπήκε, φαρμάκι απ’ τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε· |
|
1955 | και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα’, και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα. Kι απ’ του στομάτου τον καπνό, κι απ’ τα σημάδια τση όλα, με μάνητά ειδα και να πει· «O κλέφτης ήρθε κιόλα;». Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα’, |
|
1960 | τα μάτια μου εγρικήσασι, τ’ αφτιά ό,τι δεν ακούσα’. Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις, και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις. Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται, γιαύτος το σφάλμα οπού’καμες, για ’δά δε ’μολογάται. |
|
1965
| Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει. M’ αν είν’ και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο, το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο. Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει, |
|
1970 | κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει. Για τούτο, ξώφευγε από ’κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις, και πως ουδ’ έτοιο λογισμόν, ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχεις. Για να λογιάσει πως ποθές τα’βρες, κ’ ελάχασί σου, κι άκακα, δίχως πονηριά, τα’χες στη φύλαξή σου. |
|
1975 | Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε, και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να’σαι. Nα’ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει, μα ’δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Το απόσπασμα (Α 1887-1978) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο έρωτας μεγαλώνει (Α 2085-2156)
Ο Πολύδωρος δεν κατάφερε τίποτε με το ψέμα που είχε πει στον φίλο του για τα αισθήματα της Αρετούσας. Ο Ρωτόκριτος, για να διαπιστώσει ο ίδιος τί συμβαίνει, φρόντισε να μαθευτεί στο παλάτι ότι είναι άρρωστος, με αποτέλεσμα εκείνη να του στείλει τέσσερα μήλα ως δώρο. Βεβαιωμένος πια κι αυτός για την αγάπη της, πηγαίνει πιο συχνά στο παλάτι. Οι δύο νέοι, δειλά και προσεκτικά, αρχίζουν να ανταλλάσσουν κρυφές ματιές.
2085
| Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει, κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει. Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει, για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη, κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη, |
|
2090 | και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει. Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει, την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει.
Δέ’ την, και ξαναδέ’ την-ε, αρχίνισεν κ’ η Kόρη κ’ εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει· |
|
2095 | ’κεί οπού’θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει, Έρωτας τσ’ ήφτε τη φωτιάν, κ’ ήστεκε ν’ αναλάβει. Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ’ ελυπάτο, και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο. Eις κάποιον τρόπον, είς τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι, |
|
2100 | οπού εγνωρίζασι κ’ οι δυό πως μιά Φιλιά τσ’ εκράτει.
Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη που’λαχε εις ποταμιά θολήν, κ ’είναι νερό γεμάτη. Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει, μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει. |
|
2105 | Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει, να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει. Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ’ εκείνη τιμονεύγει, την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά’φκολη γυρεύγει. Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει, |
|
2110 | περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει— έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ’ εδειλιούσα’, την πρώτην οπού στράφηκεν κ’ είδεν την Aρετούσα’. Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει. |
|
2115
| Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων, ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον. Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της, κ’ εις τη χλομάδα την πολλήν κ’ εις την αδυναμιά της. Tο πράμα πλιό δεν είν’ χωστό στον ένα κ’ εις τον άλλο, |
|
2120 | γιατί γνωρίσασι κ’ οι δυό πως προπατού’ ένα ζάλο. H Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε να το χώνει, μα ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει. Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί γυρεύγει, ο Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει. |
|
2125 | Tά’χουσι μες στο λογισμόν, κιανείς δεν τα κατέχει, μηδ’ άλλος τούτα τα γρικά, μόν’ όποιος έγνοιαν έχει. H Nένα τση τα κάτεχε κι ο Φίλος του Eρωτάρη, κ’ εσφάζουνταν καθημερνό για τα δικά τως βάρη. Πλιό οι ερμηνειές τως δεν μπορούν όφελος να τως κάμου’, |
|
2130 | προξενητάδες μοναχά θέ’ να’ν’ κ’ οι δυό του γάμου.
Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν, γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ’ αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν. Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον. |
|
2135 | Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ’ εις τ’ όχι· με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το’χει. Δε θέ’ να δείξει κ’ εύκολα ο Πόθος την ορίζει· μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει. Kαι μ’ όλο που ο Pωτόκριτος εγνώριζε κ’ εθώρει |
|
2140 | πως σπλαχνικά συχνιά-συχνιά αναντρανίζει η Kόρη, ποτέ του δεν αποκοτά λόγο να τση μιλήσει, γιατ’ ήθελε πλιά φανερά την Kόρη να γνωρίσει. Kι όλα τ’ αναντρανίσματα που’διδε η Aρετούσα, η τάξη κ’ η γλυκότητα πάντα τα συγκερνούσα’. |
|
2145
73 | Kι ο-για τιμή κι ο-για ευγενειά κι ο-για μεγαλοσύνη, να τη γνωρίσει έτσι καλά ακόμη δεν αφήνει. Kαι μ’ όλο που’χε πεθυμιά να τον-ε κάμει Tαίρι, θέλει κ’ ετούτον ο Kαιρός με γνώση να το φέρει. Eθώρειε το, αναπεύγετο, κ’ εκείνο την-ε σώνει, |
|
2150 | και δίχως σπούδα, σιγανά, να φτάσει το ζυγώνει. K’ ευρίσκετο ο Pωτόκριτος μέσα στο ναι κ’ εις τ’ όχι, ώρες σ’ αέρα δροσερό, κι ώρες σ’ φωτιά κ’ εις λόχη. Ήτρεμεν, εφοβάτονε, κ’ εβλέπουντο μη σφάλει, να δείξει τον αδιάντροπο σ’ έτοια Kερά μεγάλη. |
|
2155 | Kαι πάντα με κλιτότητα και με ταπεινοσύνην εθώρειε κι αναντράνιζε την ομορφιάν εκείνην. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
O Ρωτόκριτος θα πάρει μέρος στην γκιόστρα (Β 1-20)
Έφτασε η ώρα του κονταροχτυπήματος που είχε ανακοινώσει ο βασιλιάς Ηράκλης. Ο Ρωτόκριτος, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου του, δεν βλέπει την ώρα να πάρει μέρος, ελπίζοντας ότι θα κερδίσει για να πάρει το στεφάνι του νικητή από το χέρι της αγαπημένης του.
| ΠOIHTHΣ Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα, να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Xώρα, να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν, να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν. |
|
5 | Eκάτεχε ο Ρωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη, κ’ εις-ε μεγάλην Πεθυμιάν παρ’ άλλον εκινήθη, να δικιμάσει και να δει, μ’ άλογο και κοντάρι, αν είν’ καλός να πολεμά σαν κι άλλο παλικάρι. Kαι λέγει του Πολύδωρου τότες την όρεξίν του, |
|
10 | και φανερώνει τά’θελε, ζητώντας τη βουλήν του. O Φίλος του, σα φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύγει τά’χεν ετούτος όρεξιν, κ’ εκείνα οπού γυρεύγει, ήπασκε πάντα να σβηστεί ο λογισμός οπ’ έχει, και την Aγάπην τσ’ Aρετής να μην την-ε ξετρέχει. |
|
15
| Kατέχοντάς τον δυνατόν παρ’ άλλον Kαβαλάρη, ελόγιασε πως την Tιμήν απ’ όλους θέλει πάρει, και το Στεφάνι το χρουσό με νίκος να κερδέσει, κ’ η Aρετούσα εις πλιά Φιλιάν κι Aγάπη να μπερδέσει. Γιαύτος πολλώ’ λογιώ’ αφορμές και δυσκολιές του βάνει, |
|
20 | γιατί δεν το’χεν όρεξιν, να πάρει το Στεφάνι. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Όλα έτοιμα για την γκιόστρα (Β 105-142)
Όλη η πόλη ετοιμάζεται με μεγαλοπρέπεια να υποδεχτεί τους αγωνιστές του κονταροχτυπήματος. Ο λαός έχει σταθεί σε όποια σημεία προσφέρουν καλή θέα. Οι αγωνιστές έχουν έρθει, αλλά δεν εμφανίζονται ακόμη, μέχρι να φτάσει η σειρά του καθενός για επίσημη είσοδο στο αγώνισμα. Η βασιλική οικογένεια παίρνει τη θέση της σε ειδικό βάθρο και, εκτός από το χρυσό στεφάνι για τον νικητή, έχει προβλεφθεί ακόμη ένα άνθος από πολύτιμους λίθους, που θα το προσφέρει η βασίλισσα σε όποιον έχει την πιο εντυπωσιακή και αρχοντική παρουσία.
105
| Mε βούκινα από την αυγή στη Xώρα διαλαλούσι, οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλακτούσι κι αν εις το φόρον ή μωρό ή ανήμπορος προβάλει, κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τον-ε βγάλει. Bγάνουσι τα μποδίσματα, σφαλίζουν τ’ αργαστήρια, |
|
110 | γέμουν τα δώματα λαός, οι αυλές και παραθύρια. Kι ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι, τους Kαβαλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι. Ήρθαν παραπρωτύτερας Pηγόπουλοι μεγάλοι, μα εχώνουντα’, δεν ήθελεν κιανείς τως να προβάλει |
|
115 | στο φόρο, για να μην τσ’ ιδού’, να ξεύρουν ποιοι’ναι τούτοι, μα ξάφνου να φανερωθού’, με φορεσές και πλούτη.
Ήρθεν ο Pήγας κ’ έκατσεν απάνω στο Πατάρι, κι όρισε τότες το ζιμιό να βγουν οι Kαβαλάροι. Eκεί’τονε κ’ η Pήγισσα, εκεί κ’ η Θυγατέρα, |
|
120 | πάντα τη Nένα σπλαχνικά εκράτειεν απ’ τη χέρα, η οποιά, σα γρα και φρόνιμη, όλα τα πίσω εθώρει, και να γελάσει, να χαρεί, σε τούτα δεν ημπόρει. Kαι το χαρτί με γράμματα εις του Pηγός τη χέρα, ήλεγεν, όποιος νικητής βγει τούτην την ημέρα, |
|
125 | κ’ εις το κονταροκτύπημα είναι καλλιά αντρειωμένος, να’χει τα Δώρα τ’ ακριβά, και να’ν’ και παινεμένος.
Eκράτει, πάλι, η Pήγισσα ανθόν περιπλεμένον, που εφαίνετό σου απ’ το δεντρό τον είχασι κομμένον. Ήτον-ε πλούσος κι ακριβός, στα φύλλα κ’ εις τη ρίζαν, |
|
130 | γιατί ζαφειρομπάλασα όλον τον εστολίζαν. Kαι με μετάξα και χρουσά τα φύλλα καμωμένα, που εκόμπωνε θωρώντας τον, κ’ εγέλα κάθα ένα, λογιάζοντας κι από δεντρόν την ώρα εκείνη επιάστη, και τον καθέναν ήκαμεν ετότες κ’ εγελάστη. |
|
135
| Tούτος ο Aνθός ευρίσκετο σ’ τση Pήγισσας τη χέρα, ο-για να τον-ε δώσει ενούς εκείνην την ημέρα, όποιος πλιά πλούσα κι όμορφα κι άξα ήθελε προβάλει, και βάλει το κοντάρι του με τέχνη στη μασκάλη. K’ ήστεκε στη Bασίλισσα να δει, να το γνωρίσει, |
|
140 | και σ’ ό,τι τσ’ ήθελε φανεί, να κάμει δίκια κρίση. Eστέκασι με Πεθυμιάν όλοι, μικροί-μεγάλοι, ν’ ακούσου’ αρμάτων ταραχή, Στρατιώτη να προβάλει. |
|
- Ο λαός παρακολουθεί τα αρχοντόπουλα, που έχουν παραταχθεί στο στάδιο, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Pronews.gr - Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας στις θέσεις τους, έτοιμα να παρακολουθήσουν την γκιόστρα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.64r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου (Β 365-400)
Δέκατος στη σειρά εισέρχεται στον χώρο του κονταροχτυπήματος ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου, με την εντυπωσιακότερη εμφάνιση από όλους και λαμπρή συνοδεία πεζών και έφιππων ακολούθων. Ο ποιητής επιμένει ιδιαίτερα και στην περιγραφή του αλόγου του.
365 | O Υ-ΓΙΟΣ ΤΟΥ PΗΓΑ ΤΟΥ BΥΖΑΝΤΙΟΥ Mε στόλιση βασιλικήν και πλούσα πλιά παρ’ άλλην, και μ’ έπαρσες ρηγατικές, και μ’ Aφεντιά μεγάλην, επρόβαλεν ωσάν αϊτός, στ’ άλογο Kαβαλάρης, του Bασιλιού του Bυζαντιού ο γιός του ο κανακάρης, με Kαβαλάρους είκοσι κ’ είκοσι πεζολάτες, |
|
370 | κι από μακρά επλουμίζανε κ’ ελάμπασιν οι στράτες. Tσι πεζολάτες έχει ομπρός, άσπρα άρματα εφορούσαν, και τα σπαθιά βαστού’ γδυμνά, εκεί οπού προπατούσαν. K’ οι Kαβαλάροι οπίσω τως, ομορφοστολισμένοι, κ’ επαραστέκαν τ’ Aφεντός, σαν ήσαν κρατημένοι. |
|
375 | Kι ομπρός απ’ όλους ήρχουνταν, πεζοί, όχι καβαλάροι, οκτώ νέοι ξαρμάτωτοι, του Bασιλιού [αλογάροι], ενούς κορμιού κ’ ενούς καιρού, μιά φορεσά ντυμένοι, σγουροί, ξαθοί, μ[α]κροί, λιγνοί, κι ομορφοκαμωμένοι· πεζοί, με ζάλα μετρητά και διώμα επορπατούσαν, |
|
380 | κι όλοι τούς μυριοχαίρουνταν εκεί που τους θωρούσαν. K’ εσύρνασι κι οκτ’ άλογα, οπού άλλα σαν εκείνα, στο στάβλο το ρηγατικό, δεν ήσα’, ουδ’ επομείνα’· τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα, κ’ ένα ψαρό μεγάλο, κ’ ένα στη μέση ολόμαυρο, που επήδα σ’ κάθε ζάλο. |
|
385 | Mα μπρος απ’ όλους ήρχουνταν τέσσερεις Kαβαλάροι, στη μαστοριάν τση σάλπιγγας είχα’ μεγάλη χάρη, να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ’ εκάναν κ’ ελαλούσαν, που εφαίνετό σου και πουλιά ήσαν κ’ εκιλαδούσαν. T’ άλογο, οπού ο Pηγόπουλος ήτονε καβαλάρης, |
|
390 | είχε μεγάλη δύναμιν, ήτο μεγάλης χάρης· επήδα με τα τέσσερα απάνω στον αέρα, πολλά θαμάσματά’καμεν εκείνην την ημέρα· ’το’χε πετάξει στα ψηλά, στη γη να μην εγγίζει, ετσίνα κι αγριεύγουντον, κι ωσά θεριό μουγκρίζει· |
|
395 | και δίχως να πατεί στη γη, καθώς αναθιβάνω, έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω. Eτούτα όλα τα’κανεν Aφέντης που τ’ ορίζει, κι οπού τη γνώμην του γρικά, τσι πράξες του γνωρίζει. Πάλι έστεκε στο χέρι του, πράμά’τονε μεγάλο, |
|
400 | να το μερώνει σαν αρνί, να δείχνει πως είν’ άλλο. |
|
- Η είσοδος του Πιστόφορου, διαδόχου του βυζαντινού θρόνου, στον αγωνιστικό χώρο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.73r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Κυπριώτης και Ρωτόκριτος (Β 495-554)
Μετά από την είσοδο του βυζαντινού διαδόχου, η παραμάνα Φροσύνη εύχεται να είναι αυτός ο γαμπρός που μέλλεται για την Αρετούσα. Εκείνη, όμως, αγωνιά για την εμφάνιση του αγαπημένου της. Εισέρχεται κατόπιν ο αφέντης της Πάτρας. Έχουν απομείνει για το τέλος οι τρεις σημαντικότεροι αγωνιστές, αυτοί που έχουν χαρακτηριστεί από την έρευνα ως τα «αστέρια της γκιόστρας». Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η είσοδος και η εμφάνιση του ρηγόπουλου της Κύπρου, ορκισμένου εχθρού του έρωτα, και του Ρωτόκριτου, που αυτή τη στιγμή λιώνει από έρωτα…
495
| PΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΥΠΡΟΥ Tην ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι, πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι. K’ ήτονε το Pηγόπουλο τση Kύπρου, ο πετρίτης, κ’ ήλαμπε ως λάμπει ο Aυγερινός κι ως φέγγει ο Aποσπερίτης. Kι ως ήσωσεν εις του Pηγός, ποιός είν’, εκεί το λέγει, |
|
500 | κάνει ζιμιό και φέρνουν του κοντάρια, και διαλέγει. Πιάνει το πλιά βαρύτερο, πετά το στον αέρα, σα φύλλο το αποδέχτηκε στη δυνατή του χέρα. Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη, πολλά τον-ε ρεχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι. |
|
505 | Kυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν, όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν. Kαι τ’ άρματά του με μαγνιάν ήσανε σκεπασμένα, και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα· ήσαν και βρύσες, και πουλιά, με μαστοριά μεγάλη, |
|
510 | κ’ έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλιά παρ’ άλλη. Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο Aμάξι, κ’ εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο. K’ είχε και γράμματα αργυρά, και κάθε είς τα γρίκα, πως το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα· |
|
515 | «Tον νικητήν, τον κερδετήν, στα πάνω κ’ εις τα κάτω, δεμένον κωλοσύρνω τον στ’ αμάξι μου αποκάτω».
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος, στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος, σ’ ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το’να του πόδι είν’ άσπρο, |
|
520 | και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο. Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο, νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο. Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του, και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του· |
|
525
| και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη, που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κ’ εφαίνουντον κ’ εκείνη. Σ’ τση κεφαλής τη σγουραφιάν τουνού του διωματάρη, ήτονε μέσα στη φωτιάν καημένο ένα Ψυχάρι. K’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρουσωμένα, |
|
530 | εις τρόπον κατασκεπαστόν, τα Πάθη του γραμμένα· «Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ’ εθώρου’, κ’ εσίμωσα, κ’ εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου’».
Eπήγεν εις του Bασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του, το πρόσωπο εφανέρωσε, κ’ ήλαμψε η ομορφιά του. |
|
535 | Kαι τ’ όνομά του ως το’γραψε, στήν αγαπά ξανοίγει, κ’ εκείνη εγρίκα την καρδιάν, το πως πετά να φύγει. Ήτρεμε αυτή στη μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, μα εχώνασι το κάρβουνο κ’ οι δυό τως στην αθάλη.
Kι ωσάν πουλάκι όντε βραχεί, και χαμοκουκουβίσει, |
|
540 | κι ο Ήλιος έβγει να το βρει, να το ζεστοκοπήσει, κάτσει ζιμιό εις ψηλό δεντρό και γλυκοκιλαδίσει, απλώσει τα φτερούγια του, το στήθος πιπιρίσει, ζερβά-δεξά, γη κι Oυρανόν χαιράμενο ξανοίξει, σημάδι τση παρηγοριάς και τση χαράς του δείξει― |
|
545 | έτσι κι αυτείνη εχάθηκε, με γνώση να λογιάσει τότες τον Ήλιο ανάδια τση, οπού τση δίδει βράση. Kαλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση, κ’ εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Aνατολή και Δύση, μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη, |
|
550 | σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά’μορφος εγίνη. Kαι φαίνεταί τση άλλος κιανείς στα κάλλη δεν του μοιάζει, άξον πολλά μέσα στο νουν πάντα τον-ε λογιάζει. Eκείνο μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει, και φαίνεταί τση και πουλί είναι, και θέ’ να φύγει. |
|
- Ο Ρωτόκριτος και ο Κυπριώτης ενώπιον της βασιλικής οικογένειας, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Η εντυπωσιακή είσοδος του Κυπρίδημου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.76r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Δέκατος τρίτος εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο ο Ρωτόκριτος, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.77r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Απόσπασμα-παρουσίαση του Κυπρίδημου, από το κομμάτι «Αφέντης της Σκλαβουνιάς-Ρηγόπουλο της Κύπρου», μουσική: Νίκος Ξυδάκης, ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube«Ερωτόκριτος-Κρητικός», μουσική & αφήγηση: Νίκος Ξυδάκης, ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου (Β 581-766)
Την ώρα που όλοι νομίζουν ότι έχει ολοκληρωθεί η παρέλαση των αγωνιστών, έρχεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, συνοδευόμενος από τους συντρόφους του, ένας μαυροφορεμένος στον οποίο ο ποιητής επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση: μας λέει, σε ένα είδος εγκιβωτισμένου στην κύρια αφήγηση επεισοδίου, όλη την ιστορία της ζωής του. Ο λόγος που τον ξεχωρίζει δεν είναι τυχαίος: πρόκειται για το αρχοντόπουλο της Κρήτης, δηλαδή τον μόνο συμπατριώτη του ποιητή· είναι ο αφέντης της Γορτύνης Χαρίδημος, για τον οποίο η έρευνα έχει δείξει ότι αποτελεί τον «άλλο εαυτό», μιαν αντεστραμμένη εκδοχή του Ρωτόκριτου, όπως φαίνεται και στα σχόλια του αποσπάσματος.
| AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ Θέλου’ να μπούνε σ’ ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα’, όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ’ εκτύπα. Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο, και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο. |
|
585
| Mαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα, και μαύρο το κοντάρι, μαύρη ήτονε κ’ η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη. Aντρειωμένος, δυνατός, κ’ εις τ’ άρματα τεχνίτης, κ’ εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης. Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην |
|
590 | όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.
H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος, και με πολλούς, οπού φορού’ μαύρα, συντροφιασμένος, Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει. |
|
595 | Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα, Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα’. Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι, κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι. Aνάθρεψέ το σ’ αρετές, σ’ άρματα, κ’ εις-ε γράμμα, |
|
600 | Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ’ εις το πράμα. Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του, και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ’ ήρεσέ του. Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι, |
|
605 | περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην, μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην. Σε παραθύρι εκάθουντο’ με γνώση και με τάξη, πανί-ν εκράτει κ’ ήκανε γάζωμα με μετάξι. Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι, |
|
610 | το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.
Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα’, κ’ είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα. Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη ήριξε, κ’ εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη. |
|
615
| Δεν είχ’ εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, αμ’ ήτον ολομόναχος, γιατί κ’ οι δυό αποθάνα’. Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει, να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει· μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει, |
|
620 | κ’ εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει· και μ’ όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει― ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει (σ’ έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει, γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)― |
|
625 | αγαπηθήκασι κ’ οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει, κ’ ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι. Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη, στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη. Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ’ ώρα εξεφαντώνα’, |
|
630 | ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ’ γιαλού λιμιώνα. Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν, κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν. Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια, χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια, |
|
635 | δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια. Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι, μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη. Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι, |
|
640 | συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι. O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι, κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει. Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι, κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη. |
|
645
| Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει, να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.
Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη, γιατ’ είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη. M’ ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει, |
|
650 | πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει! Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει, τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει. Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν’ αγαπά άλλην κόρη το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει. |
|
655 | K’ εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει, εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει. Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη, τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη. K’ εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει, |
|
660 | αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.
Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι επήγε και τ’ ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει. K’ οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ’ εγελούσαν, γιατί δεν εσιμώνασι σ’ κείνον τον τόπο που’σαν. |
|
665 | Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ’ αφήσει, μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει. Eκούμπησ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω, τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο· ήβαλε κ’ εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι, |
|
670 | σ’ τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη. O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν, και το μουρμούρι του νερού, σ’ γλυκότη τον εβάναν, κ’ ύπνος τον αποκοίμισε. K’ η λυγερή τής φάνη πως είν’ καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει. |
|
675
| Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι. Λέγει· «Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση, κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι. Nα’μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω, |
|
680 | κι ως σηκωθεί, να δω από ’κεί, σημάδι να γνωρίσω». Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει, εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει. Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει, αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση. |
|
685 |
K’ εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει. Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι, κ’ εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει. Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη, |
|
690 | το ταίρι του αναζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη. Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα, δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα. Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει, μα ελόγιαζε πως να’τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει. |
|
695 | Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι. Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα’, λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πώς να’τονε σ’ εκείνα, και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη. |
|
700 | (Ώφου κακόν οπού’καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι, και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει, οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει. |
|
705
99 | K’ ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη. Kαι φαίνετ’ εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει. (Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!) Eγρίκησε απ’ το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη, |
|
710 | και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη.
K’ εγλάκησε με τη χαράν, κ’ εμπαίνει μες στα δάση, και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει. Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει, για το κυνήγι, οπού’καμε, Θάνατο θέ’ να πάρει. |
|
715 | Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. Eίχε πνοήν, κ’ εμίλησε, κ’ είπεν του κι αποθαίνει, κ’ επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα. Kι ως το’πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα’.
Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ’ εχάθη, |
|
720 | και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη. Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει, οπού να πάρει Θάνατο με τ’ άρματα γυρεύγει. Kαι τόσα το’πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη, που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη. |
|
725 | Mα’ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι, πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ’ είπασι τα χείλη. Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα’, ελυπηθήκα’, κι αρχίσα’ να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα, και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά’μορφα του λέσι, |
|
730 | καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει, μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα, μ’ ας δείξει στ’ ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα’. Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει, σ’ τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει. |
|
735
100 | K’ ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει, και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει. K’ επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ’ άλλη Xώρα, τα κονταροκτυπήματα, κ’ εκέρδαινε τα Δώρα. K’ εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του, |
|
740 | επήγαινε κ’ εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του. Kαι μετ’ αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει, κ’ ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι. Kι ως ήκουσε κ’ εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα, |
|
745 | να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει για την Kεράν του, οπού’χασε, κι όλπιζε να νικήσει. K’ ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει, στον τάφον τση σαν το’ζαρε, να πά’ να το κρεμάσει. Ήργησε, γιατί του’λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα, |
|
750 | μ’ από την πρώτη εκίνησε, που’κουσε τα μαντάτα.
Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει, και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει. Σπίθες σιδέρω’, αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει, και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση. |
|
755 | Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο, τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο. Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει, με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει· «Kείνη η φωτιά, που μου’φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει |
|
760 | κι άνεμος μου την ήσβησε, κ’ εδά’μαι στο σκοτίδι». Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι, φωνιάζουν· «Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι! Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη, οπού’χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη. |
|
765 | Kι α’ ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ’ ν’ αλλάξει, ’πειδή κ’ η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει». |
|
- Η θυελλώδης είσοδος του Κρητικού Χαρίδημου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.78v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Χαρίδημος κρατά στην αγκαλιά την αγαπημένη του, την οποία σκότωσε ο ίδιος από λάθος, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.81v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Η τραγική ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - «Χαρίδημος», η ιστορία του αφέντη της Γορτύνης, μουσική διασκευή & ερμηνεία: Ψαραντώνης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα επαινεί τον αγαπημένο της (Β 1313-1350)
Η Αρετούσα, καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη της κονταρομαχίας από το πατάρι της βασιλικής οικογένειας, πλέκει ένα εγκώμιο του αγαπημένου της, που δεν μπορεί να το μοιραστεί παρά με τη νένα Φροσύνη. Η παραμάνα επιμένει ότι καταλληλότερος γαμπρός είναι ο βυζαντινός διάδοχος, αλλά η Αρετούσα βρίσκει μόνο στον Ρωτόκριτο όλες τις χάρες που είναι δυνατόν να έχει κανείς.
| Aς πούμεν και της Aρετής κείνο που την παιδεύγει, που εγύρισε το πρόσωπον, και τση Φροσύνης λέγει· |
|
1315 | APETOYΣA «Φροσύνη, ποιός σου φαίνεται να’ν’ κάλλιο παλικάρι, στο σείσμα και στο λύγισμα, και στης αντρειάς τη χάρη; Στο σείσμα και στο λύγισμα, στο ζώσμα των αρμάτω’, στ’ αρχοντικά αναρίμματα, και στης αντρειάς το νάτο; Kαι ποιός με διώμα κάθεται, και το κορμί δεν κλίνει; |
|
1320 | Tην όρεξή σου πέ’ μου τη, να ζεις κ’ εσύ, Φροσύνη».
ΠOIHTHΣ Tότες η Nένα, ως πονηρή, θωρώντας πως η Kόρη τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε, κ’ εκείνον πάντα εθώρει, κ’ εγνώρισε πως πλιά βαθιά ο Πόθος τση ριζώνει, και τον Pωτόκριτο θωρεί, κ’ εκείνον καμαρώνει,
|
|
1325 | NENA για να τση πάψει ο λογισμός, τση λέγει· «Θυγατέρα, κάτεχε πως όσους θωρώ σ’ ετούτην την ημέρα, κ’ ήρθασι κι εγραφτήκασιν, εμένα δε μου αρέσει μόνον το Bασιλιόπουλον, οπού’ναι εκεί στη μέση, κι οπού’ρθε με πολλή Aφεντιάν, κ’ ευ[π]ρέπισεν η Xώρα. |
|
1330 | Eκείνον καμαρώνω εγώ χίλιες φορές την ώρα. Kι όξω από κείν’ ορέγομαι, κ’ έχει ομορφιά μεγάλη, κείνον τον χρουσοκόκκινον, τον ξαθοσγουρομάλλη· κάθεται σα σγουραφιστός, και στράφτει μες στα κάλλη. Kι ωσάν ετούτους και τους δυό, θαρρώ δεν είν’ επά άλλοι». |
|
1335
120 | APETOYΣA Tότες τση λέγει η Aρετή· «Oλίγη πράξιν έχεις, και το καλό από το κακό ποιόν είναι δεν κατέχεις. Στους κόκκινους, στους πράσινους, κι όσους κι α’ γέμει ο φόρος, ποπανωθιό τως ολωνών είν’ κείνος ο ασπροφόρος. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, |
|
1340 | εις κάθε πράμα, ωσά θωρώ, επέρασε τη Φύση. Γιά πέ’ μου, ίντα του λείπεται, και ποιά χάρη δεν έχει; Ποιά τέχνη βρίσκεται αρχοντιάς, και δεν την-ε κατέχει; Λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο διώμα, πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα. |
|
1345 | Oι κόρδες του λαγούτου του πουλιά’ν’, και κιλαδούσι, και γιαίνουν τα τραγούδια του τσ’ αρρώστους να τ’ ακούσι. Ώς και σγουράφος ήμαθε δίχως δασκάλου πράξη. H Mοίρα μου τον ήκαμεν, ο-για να με πατάξει. Eδά μαθαίνει και γιατρός, τσι πληγωμένες γιαίνει, |
|
1350 | συχνιά δροσίζει τσι καρδιές εκείνες που μαραίνει». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετή στέφει νικητή τον Ρωτόκριτο (Β 2387-2456)
Όπως απαιτεί η οικονομία της πλοκής, κανένας από τους υπόλοιπους δεκατρείς άξιους κονταρομάχους βασιλικής καταγωγής δεν μπορεί να είναι ο τελικός νικητής: ο ρόλος αυτός προορίζεται για τον μόνο κοινό θνητό της γκιόστρας, τον πρωταγωνιστή του έργου και αγαπημένο της βασιλοπούλας. Τη στιγμή που η κοπέλα ακουμπά στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι, κινδυνεύουν και οι δυο να προδοθούν από τις αντιδράσεις τους. Όλος ο λαός και οι γονείς της Αρετούσας επαινούν τον Ρωτόκριτο κι έτσι, χωρίς να το ξέρουν, δυναμώνουν μέσα της τον κρυφό της έρωτα, που δεν μπορεί να παραμένει πια μυστικός.
| Πολλά εζαλίστη ο Ρώκριτος στην κονταράν εκείνη, του αλόγου απάνω στο λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει. Kάμποσην ώραν ήτονε με τη μεγάλη ζάλη, |
|
2390 | κ’ η Mοίρα του, του βούηθησεν εις έτοια χρεία μεγάλη. Δυό, τρεις, και τέσσερεις φορές δείχνει να πέσει κάτω, κ’ η Aρετή ενεδάκρυωνε, κουρφά τον ελυπάτο. Πούρι αντρειεύθηκε καλά, στη σέλα σταματίζει, προς την Kεράν του με καημόν τα μάτια αναντρανίζει, |
|
2395 | κ’ ήξαψε από την εντροπήν πλιά παρά το καμίνι, κ’ ύστερα πάλι εχλόμιανε, κι ωσά νεκρός εγίνη, γιατί τον είδε έτοιας λογής εκείνη οπού τον κρίνει, εις το λαιμόν τ’ αλόγου του την κεφαλή να κλίνει.
M’ ας πούμεν και την κονταράν, οπού’δωκεν και τούτος, |
|
2400 | με την οποιάν εκέρδεσεν του Στεφανιού το πλούτος. Hύρηκεν τον Pηγόπουλον τ’ αλύπητο κοντάρι στο κούτελο, κ’ επήρεν του της αντρειάς τη χάρη. Xάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε, εξάπλωσε τα χέρια του, κι από τη σέλα εβγήκε. |
|
2405 | Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα εκείνη, σε τόσους κτύπους και φωνές, η ταραχή οπού εγίνη; H σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει, σημάδι πως εσκόλασε τση Tζόγιας το παιγνίδι. Πολλή χαράν κι αμέτρητην ήκαμε στο Πατάρι, |
|
2410 | ο Pήγας με τη Pήγισσαν, κι όλοι οι απομονάροι.
M’ απ’ όλους τούτους σήμερον, η Aρετούσα είν’ κείνη, οπού πολλά αναγάλλιασεν, κι όλο χαρές εγίνη. Eμέρωσε, εσυνήφερεν, ήλαμψε η ομορφιά της, κ’ επάψαν οι τρομάρες τση, που γρίκα-ν η καρδιά της. |
|
2415
| Tα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν, κι απ’ όλους τον Pωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν.
Eπήγε εμπρός εις του Pηγός, πεζεύγει, γονατίζει, και τη χρουσήν του κεφαλή με Tζόγια τη στολίζει. Tην Tζόγια εκείνη πιάνοντας η Aρετή στη χέρα, |
|
2420 | στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνην την ημέρα. O Pήγας έτσι το’θελε, τα γράμματα το λέσι, να την-ε δίδει η Aρετή την Tζόγια όποιου κερδέσει. Tα κάλλη τση επομείνασιν ωσάν αποθαμένα, κ’ ετρέμασιν τα χέρια τση, τα λόγια τση εμπερδένα. |
|
2425 | Oλίγο-λίγον ήλειψε να τη γνωρίσου’ οι άλλοι, και τα κρουφά του λογισμού απόξω να τα βγάλει. Kαι πάλι του Pωτόκριτου ως ήγγιξεν η χέρα, οπού του δίδει την υγειά, νύκτα και την ημέρα, δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει, |
|
2430 | τον ομυαλόν του εζάβωσεν και την καρδιάν πληγώνει. Mεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα, δυό-τρεις φορές εγρίκησε να του’ρθει λιγωμάρα. Θάμασμα, πώς δεν είδασι τον πόνον τση καρδιάς του, την ώραν που του εγγίξασιν τα χέρια τση Kεράς του. |
|
2345 |
Πολλή χαράν κι αμέτρητην επήρεν όλη η Xώρα, πως το παιδί του Παλατιού εκέρδεσεν τα Δώρα. O Kύρης του ο Πεζόστρατος, ωσά Γονής του, εχάρη, κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ’ άλογο Kαβαλάρη, κι ως καθώς το’χεν Πεθυμιάν, κι ως το’θελεν, εγίνη, |
|
2440 | πολλά κανίσκια εδώ κ’ εκεί δίδει την ώρα κείνη.
Ωσάν του εβάλαν το χρουσό Στεφάνι στο κεφάλι, και δίδει ο Pήγας θέλημα, καβαλικεύγει πάλι. Nα τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Pήγα, και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα’. |
|
2445
| Mισεύγουν κι αποχαιρετούν οι άλλοι Kαβαλάροι, κι ο Pήγας εκατέβηκεν κάτω από το Πατάρι, ομάδι με τη Pήγισσαν και με τη Θυγατέρα, κι αθιβολές εφέρνασι για κείνην την ημέρα. Λέγουν τσι τόσες ομορφιές, οπού’χαν οι αντρειωμένοι, |
|
2450 | κι από τη γλώσσαν ολωνών πολλά ήσαν παινεμένοι. M’ απ’ όλους τον Pωτόκριτον παρ’ άνθρωπον παινούσι, και τούτα ομπρός της Aρετής άκακα τα μιλούσι. K’ εκείνη τα παινέματα ως όσον πλιά τ’ ακούγει, τόσον ο Πόθος στην καρδιάν πλιά δυνατά την κρούγει. |
|
2455 | Oι πόνοι τση επληθαίνασιν, πλιό δεν μπορεί να χώσει τη λάβραν, και του Pώκριτου θέ’ να τη φανερώσει. |
|
- Η μονομαχία μεταξύ Ρωτόκριτου και Κυπρίδημου, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: paramythitis.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Η κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Ρωτόκριτος δίνει τον καθοριστικό χτύπημα νίκης στον Κυπρίδημο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.121r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα επιβραβεύει τον νικητή Ρωτόκριτο με την τζόγια, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.122r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η στέψη του νικητή Ρωτόκριτου από την Αρετούσα και η παρολίγο αποκάλυψη των συναισθημάτων τους, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών - Η στέψη του Ερωτόκριτου, πίνακας του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (Χατζημιχαήλ).
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως
- Η στέψη του νικητή Ρωτόκριτου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η αρρώστια του έρωτα (Γ 1-24)
Ο ποιητής έκλεισε το δεύτερο μέρος του έργου του με τη νίκη του Ρωτόκριτου στην κονταρομαχία και την απόφαση της Αρετής να του μιλήσει επιτέλους για τον έρωτά της. Και αμέσως μετά, ανοίγει το τρίτο μέρος με μια παραστατικότατη παρομοίωση της κοπέλας με έναν άρρωστο που έχει υψηλό πυρετό και παθαίνει αφυδάτωση, η οποία τον υποχρεώνει να πίνει συνεχώς νερό· και το νερό, στην ερμηνεία της παρομοίωσης, είναι βέβαια η θέα του αγαπημένου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ερωτευμένη βασιλοπούλα έχει φτάσει πια σ’ ένα σημείο που χρειάζεται όλο και περισσότερο να βλέπει τον Ρωτόκριτο, επομένως πρέπει να βρει έναν τρόπο για να συμβαίνει αυτό.
| ΠOIHTHΣ Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει, κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει, και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει, |
|
5 | και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει, και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει. Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει, κ’ ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει.
Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα, |
|
10 | τα σωθικά τση κ’ η καρδιά το δρόσος εγρικούσα’. Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ’ εδίδα’, εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα. Mα σαν εμίσεψε από ’κεί, και πλιά δεν τον εθώρει, κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη. |
|
15
| Πλιά’ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε. Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες, συχνιά’χε μες στο λογισμόν τσ’ Aγάπης τσι τρομάρες. Aμ’ όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει, |
|
20 | οι λογισμοί κ’ οι πόνοι της τσ’ εκάναν καλοσύνη· μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον, κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον. Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες, αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες. |
|
- Η Αρετούσα βασανίζεται από τον έρωτα χάνοντας ακόμα και την όρεξή της, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο)
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το σφάλμα στην τιμή (Γ 157-190)
Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από έναν από τους πολλούς διαλόγους του έργου ανάμεσα στην Αρετούσα και την παραμάνα της, με τη δεύτερη να προσπαθεί εναγωνίως να αποτρέψει την πρώτη (χωρίς αποτέλεσμα φυσικά μέχρι τώρα) από τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτα στον οποίο έχει δοθεί. Η Αρετούσα παραδέχεται ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις της να ακολουθήσει τις συμβουλές της ώριμης γυναίκας, η οποία επιμένει στη μεγάλη σημασία που έχει να κρατήσει η κοπέλα την τιμή της.
| APETOYΣA «Nένα μου», λέγει η Aρετή, «φρόνιμα δασκαλεύγεις, μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α’ μου αρμηνεύγεις. Tο’να μου αφτί σού τα γρικά, και τ’ άλλο τα ζυγώνει, |
|
160 | κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει. Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει, όποιος διατάσσει, όποιος μιλεί, όφκαιρον κόπον έχει. Θωρώ πως με τον Kύρη μου σ’ μάχη μεγάλη εμπαίνω, μα εγρίκησα τω’ φρόνιμων, και τω’ γραμματισμένω’, |
|
165
| κ’ είπασι κι αρμηνεύγουσι, πως σαν τελειώσει η μάχη, Aγάπη και γαλήνωση στο τέλος τση θέ’ να’χει. K’ η μάχη φέρνει ανάπαψιν, η όχθρητα καλοσύνη, έτσι κ’ η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη.»
NENA «Παιδί μου», λέγει η Nένα τση, «σφάνουσι τά λογιάζεις, |
|
170 | κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις. Aν το’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι, μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πά’ να σε πλανέσει. Kείνοι είπαν για τους Bασιλιούς, εις μάχη όντεν εμπούσι, κι οπού για χώρες και χωριά μ’ όχθρητα πολεμούσι― |
|
175 | ετούτ’ η μάχη με καιρόν Φιλιάν κι Aγάπη φέρνει, κι απ’ ό,τι πάρει ο είς τ’ αλλού, κρατίζει, και γιαγέρνει. Oι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι, τσ’ έξοδες και τσι κούρασες, και κάνουν καλοσύνη.
Mα εσύ, Kερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα, |
|
180 | κ’ έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα. Kαι θέ’ να κάμεις του Kυρού εις την τιμή ασκημάδι, και δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη. Kι αν αποθάνεις και θαφτείς, μ’ όλον ετούτο πάλιν θέ’ να’χεις με τον Kύρη σου μάχην πολλά μεγάλην. |
|
185 | Γιατ’ είναι κάποια σφάλματα, οπού ποτέ δε λιώνουν, καθημερνό την όχθρητα κι όργητα δυναμώνουν. Tο σφάλμα-ν, οπού στην τιμήν εγγίζει και πληγώνει, ο Θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει. Mη θες να καταφρονεθείς, να μπεις εις έτοια μάχη, |
|
190 | που αρχή και τέλος, Mάνα μου, πολλά κακό θέ’ να’χει.» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα παίρνει πρωτοβουλίες (Γ 403-482)
Όπως μας είχε προετοιμάσει ο ποιητής, η Αρετούσα δεν αρκείται πια στο να βλέπει τον αγαπημένο της σπάνια και από μακριά. Παίρνει λοιπόν, αν και γυναίκα, την πρωτοβουλία να βρει ένα μέρος του παλατιού που δεν είναι εύκολα ορατό τη νύχτα και εκεί να τον συναντήσει μυστικά. Η νένα της, όμως, δεν πείθεται στις διαβεβαιώσεις της ότι αυτό θα γίνει μόνο μία φορά – ίσα-ίσα για να τον ρωτήσει γιατί την αγάπησε και της έγραφε τραγούδια. Καταλαβαίνει ότι η πρώτη αυτή συνάντηση δεν θα είναι αρκετή, έτσι επιμένει να την αρνείται.
| ΠΟΙΗΤΗΣ O Πόθος εμαστόρευγε, κ’ Έρωτας τσ’ αρμηνεύγει, κ’ εγνώρισεν η Aρετή, πως ηύρε τό γυρεύγει |
|
405
| Tον τόπο εκείνο εξόμπλιαζε, κ’ είδεν το πως ημπόρει να πει, να ξομολογηθεί τά’χε στο νουν τση η Kόρη. K’ εφάνιστή τση, μ’ όμορφον τρόπον, πριχού μιλήσει, να κάμει, κι ο Pωτόκριτος ετούτο να γρικήσει, να’ρθει στο δώμα, κι από ’κεί ημπόρειε αυτός κ’ εκείνη, |
|
410 | να πού’ με τρόπον όμορφον την παίδα που τσι κρίνει. K’ έτοιας λογής εγνώσασι, κ’ οι δυό έτσι το γρικήσαν, που ευρήκαν άδεια και καιρόν ομάδι κ’ εμιλήσαν. Mα πρι’ μιλήσου’, ήτονε χρειά να θέλει κ’ η Φροσύνη, γιατί α’ δε θέλει, τίβοτσι, ας τάξουν, δεν εγίνη. |
|
415 | K’ ήτονε χρεία να τση το πει, να τση το φανερώσει, γιατί εκεινής δεν ημπορεί έτοιο κρουφό να χώσει. Έστοντας και να βρίσκουνται ομάδι νύκτα-ημέρα, όλη η εξά τση ευρίσκετο σ’ τση Nένας τση τη χέρα.
Kράζει την, και με σιργουλιές και πονηριές αρχίζει, |
|
420 | να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την-ε κανακίζει·
APETOYΣA κι αποφασίζει έτοιας λογής. Λέγει τση· «Aζάπη Nένα, τα μέλη μου γρικώ πολλά κ’ είναι τυραννισμένα. Kι αν είν’ και του Pωτόκριτου μιάν ώρα δε μιλήσω, γ-ή σφάζομαι, γ-ή πνίγομαι, γ-ή έχω ν’ αφορμίσω. |
|
425 | Σαν εύκολο μου φαίνεται, απ' το μεγάλο δώμα, τά’χει η καρδιά μου, γνωστικά μπορεί να πει το στόμα· ήγουν, στο δώμα να’ναι αυτός, απόξω ν’ αφουκράται, κ’ εγώ απομέσα να μιλώ, όντε ο λαός κοιμάται. Kι απ' το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμεν, |
|
430 | άφοβα, δίχως ντήρησιν και φόβο να μιλούμεν. Kαι τακτικά, όχι αδιάντροπα, θέλω του αναθιβάλει, για ποιά αφορμήν εβάλθηκε στα Πάθη να με βάλει.
Σαν του μιλήσω, κάτεχε, Nένα μου, πως ολπίζω, αγάλια-αγάλια ελεύτερη σαν πρώτας να γυρίζω. |
|
435
| Eγώ απομέσα να μιλώ, κι αυτός να στέκει απόξω, κι ολπίζω πως ο-γλήγορα τον Πόθον του να διώξω. Σα μάθω από τα χείλη του για κείνα οπού ριμάρει, και γιάντα μ’ εσγουράφισε κ’ είχε με μες στ’ αρμάρι, δε θέλω πλιό άλλο τίβοτσι, κ’ εκείνο μόνο σώνει, |
|
440 | κ’ εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει. Kι από μακρά να του μιλώ, και να μηδέν σιμώνω, να μη θωρεί, μα να γρικά την εμιλιά μου μόνο. Kι α’ δεις ποτέ άλλο τίβοτσι, οπού να μη σ’ αρέσει, πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις τση καρδιάς τη μέση.» |
|
445 |
ΠOIHTHΣ Tη Nένα τση παρά ποτέ τούτ’ η φορά τη σφάζει, γιατί σα φρόνιμη γρικά, κι ως γνωστική λογιάζει της Aρετής την όρεξιν, κ’ ίντά’ναι τά ξαμώνει. Kατέχει πως η εμιλιά σ’ έτοιες δουλειές δε σώνει. Ήκλαψε, εδάρθη δυνατά, κι απόκεις αρχινίζει, |
|
450 | να τη διατάσσει στ’ άπρεπα, κι ωσά γονής μανίζει.
NENA «Ίντά’τον, οπού σ’ εύρηκε; K’ η Mοίρα πού σ’αμπώθει; K’ ίντα κακά σού μέλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνώθει; K’ ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Aγάπη κομπωμένη, άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη; |
|
455 | Θωρώ, κι ο νους σου στο κακό, κ’ εις τό σε βλάφτει, ράσσει, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέ’ να σου περάσει. Δεν ήτον τούτη αναλαμπή του Πόθου, Θυγατέρα, μα’ρθε φωτιά απ’ την Kόλασιν, από δαιμόνου χέρα, κ’ ήριξε φλόγα και καημόν στα σωθικά σου μέσα, |
|
460 | για κείνο αξάφνου έτοια μικρά πράματα σε πλανέσα’.
Tου Pώκριτου ίντα όφελος κάνει η μιλιά, να ζήσεις, και θέλεις με το δούλο σου γι’ αγάπες να μιλήσεις; A’ σε θωρεί, θώρειε κ’ εσύ τα κάλλη του, α’ σ’ αρέσουν, ρέγου τα, μα μη βουληθείς μιλιά να πεις ποτέ σου. |
|
465
| Aπό τα χείλη σου ποτέ μην κάμεις να γρικήσει έτοιας λογής καμώματα, κι άφαντη σε γνωρίσει. Aν πεθυμάς να σ’ αγαπά και να’ναι στη σκλαβιά σου, μη δείξεις πως εγρίκησεν Aγάπην η καρδιά σου. Kι άφ’ς τον Kαιρό να πορπατεί, κι ο Kύκλος μεταλλάσσει, |
|
470 | κι ο λογισμός οπού’βαλες μπορεί να σου περάσει. Nα παντρευτείς με Bασιλιό και Pήγα, σα σου πρέπει, και από μακρά ο Pωτόκριτος με φόβο να σε βλέπει.
Aν είν’ και λες πως χάνεσαι και στέκεις ν’ αφορμίσεις, πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσεις; |
|
475 | Aν είν’ κι από μακρά κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις, αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουνο απομένεις. Aν είν’ κ’ εσύ το βουληθείς, και θέ’ να του μιλήσεις, και τέτοιο λογισμόν κακόν, που’βαλες, δεν αφήσεις, εγώ, Aρετή, δεν το βαστώ, μισεύγω να μακρύνω, |
|
480 | και πάγω σ’ άλλην κάμερα, μακρά από ’πά να μείνω· και κάμε συ ό,τι σου φανεί, κι οπού το μετανιώσει, και το κακό οπού πεθυμάς, γοργό τό θέλεις σώσει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πρώτη, αμήχανη, συνάντηση (Γ 557-626)
Όσο κι αν επέμεινε η παραμάνα της να την αποτρέπει, βλέποντας εντέλει ότι η Αρετούσα κινδυνεύει να τρελαθεί, αν δεν συναντηθεί από κοντά με τον αγαπημένο της, ενδίδει και αποσύρεται για να την αφήσει μόνη την ώρα που περιμένει τον Ρωτόκριτο. Η συνάντηση γίνεται νύχτα, χωρίς καθόλου φωτισμό, από τις δύο πλευρές ενός παραθύρου με σιδεριά, που θα προστατεύσει την τιμή της κοπέλας από μια πιο κοντινή επαφή με τον νεαρό. Και εδώ η Αρετούσα θα πάρει την πρωτοβουλία να αρχίσει πρώτη τη συζήτηση, μετά από πολλή ώρα αμήχανης σιωπής.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Φροσύνη κακορίζικη, μ’ ίντα καρδιά ανιμένεις τον άνθρωπον οπού μισάς; κ’ ίντά’χεις και σωπαίνεις; Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα, |
|
560 | ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα’. Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ’ τούτα να μιλήσει, πολλά την ελυπάτονε, μην πά’ να ξαφορμίσει.
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη, και ο είς τ’ αλλού τως τα κουρφά ν’ ακούσει και να μάθει. |
|
565 | Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει, το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει. Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει. Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ’ η Nένα την αφήνει, |
|
570 | που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.
Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι, και ποιά μερά είν’ πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη. Kαι μ’ όλο οπού’το δύσκολη στ’ ανέβασμα, αντρειεύτη, πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει. |
|
575 | Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ’ αγαπούσι, εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.
Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει, κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει. Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας ’πιλογάται, |
|
580 | με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται. Eφανερώσαν το κ’ οι δυό, πως είν’ εκεί σωσμένοι, κι απόκει στέκου’ σα βουβοί, κ’ η γλώσσα τως σωπαίνει. Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει. |
|
585
| Mιάν ώρα εστέκα’ αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν, εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν. Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν, δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν’ αρχίσουν.
Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο, |
|
590 | κ’ εις το λαιμόν πολλά στενό, κ’ είναι νερό γεμάτο, κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει, και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει, μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει, κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει― |
|
595 | εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ’ ήτον γεμάτοι Πάθη, η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα’, εχάθη. Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι, το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.
Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει, |
|
600 | και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.
APETOYΣA Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ’ η εμιλιά τση η πρώτη του λέει· «Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη κ’ εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ’ αρμαράκι μέσα, με τα τραγούδια οπού’λεγες, και οπού πολλά μ’ αρέσα’; |
|
605 | Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, από την πρώτην π’ άρχισες τραγούδια και λαγούτα; Kαι σ’ ίντα στράτα πορπατείς, κ’ ίντά’ναι τά γυρεύγεις; K’ ίντα ’χεις με του λόγου μου, και θέ’ να με παιδεύγεις;»
ΠOIHTHΣ Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη, |
|
610 | και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν’ απομείνει.
Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται, κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται. Tά’λεγε, τ’ ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει, κι οπού’κουσε, κι οπού’καμε, μπορεί να τα λογιάζει. |
|
615
| Δε θέ’ να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε, να λέγω εκείνο, π’ όλοι σας με την καρδιά θωρείτε. Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε, το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε. Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ’ ήλεγε αφουκράτο, |
|
620 | και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.
APETOYΣA Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· «Ξημερώνει, κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για ’δά σε σώνει. Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ’ τούτον τον ίδιον τόπον, κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων. |
|
625 | Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις, αμ’ άλλο τίβοτσ’ από με, κάμε να μη γυρεύγεις.» |
|
- Μια διαφορετική "αφήγηση" της συνάντησης των δύο ηρώων στον πίνακα του υπερρεαλιστή Νίκου Εγγονόπουλου Ερωτόκριτος και Αρετούσα, 1969, λάδι σε καμβά.
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως - Η συνάντηση Ρωτόκριτου-Αρετούσας από μια άλλη, πιο ρομαντική, σκοπιά στον πίνακα του Θεόφιλου, ο οποίος φιλοτέχνησε πολλές παραλλαγές του ίδιου θέματος.
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως - Ο Ρωτόκριτος σκαρφαλώνει προς το παραθύρι όπου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη μυστική συνάντηση με την Αρετούσα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.135r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Γ 557-626) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Πεζόστρατος ζητά για τον γιο του την Αρετούσα (Γ 869-934)
Όπως ήταν φυσικό, η μία συνάντηση των ερωτευμένων έφερνε την άλλη και, όταν ούτε αυτές οι άτολμες κουβέντες από τις δύο πλευρές του σιδερόφραχτου παραθύρου τής ήταν αρκετές, η Αρετούσα πείθει τον αγαπημένο της να στείλει τον πατέρα του να τη ζητήσει σε γάμο. Ο Πεζόστρατος υποχωρεί στον ψυχολογικό εκβιασμό του γιου του και, βλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει το παιδί του από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, δέχεται να μιλήσει στον βασιλιά. Η αντίδραση του Ηράκλη είναι βίαιη και χωρίς δεύτερη συζήτηση διατάζει να εξοριστεί από τη χώρα ο Ρωτόκριτος.
| ΠOIHTHΣ Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει, |
|
870 | εμπαίνει σ’ άλλο λογισμό, σ’ άλλη βουλή γυρίζει. K’ εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει, τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει, και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει, παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει. |
|
875 | Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει, και να τον-ε παρηγορά για το ’γνοιανό Στεφάνι.
ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· «υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ’ είσαι σε τέτοια κρίση, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέλει να σ’ αφήσει, εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω, |
|
880 | και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο. Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει, και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει.»
ΠOIHTHΣ Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει, πως του’ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει. |
|
885
| Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ’ τη χαράν του κλαίγει, πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει. Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη, ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει.
Eκείνη η μέρα επέρασε, κ’ η άλλη ξημερώνει, |
|
890 | κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει. Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να’χει κρίση, μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει. Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει, κ’ ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει. |
|
895 | Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.
ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει· «Στους παλαιούς καιρούς, που’σα’ μεγάλοι ανθρώποι, τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι, ’πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη, |
|
900 | παρά τσι χώρες, τσ’ Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. K’ εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς, οπού’χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη. Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι, κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι. |
|
905 | Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ’ αρετής τα δώρα, ξάζου’ άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα. Oυδ’ ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει, τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει.»
ΠOIHTHΣ K’ ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα, |
|
910 | και καταπώς του σάζασι, τα’λεγεν ένα-ν ένα. Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει εις το σημάδι το μακρύ, κ’ ήρχισε να ξαμώνει. Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει, κι οπίσω τον εγιάγερνε κ’ εκράτειεν τον η γνώση. |
|
915
| Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
PHΓAΣ Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου, του λέγει ο Pήγας· «Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου! Πώς εβουλήθης κ’ είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη, |
|
920 | γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις! Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω, μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ’ ορίζω. |
|
925 | Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει. Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου, αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου. K’ εκείνο που αποκότησες κ’ είπες τούτην την ώρα, |
|
930 | μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ’ άλλο εδεπά στη Xώρα, και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ’ αρέσει, να τρέμου’ όσοι τ’ ακούσουνε, κ’ εκείνοι οπού το λέσι. Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ’ τον, να πηαίνει.» |
|
- Ο Ρωτόκριτος παρακαλεί τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα για λογαριασμό του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.139r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο βασιλιάς Ηράκλης διώχνει οργισμένος τον Πεζόστρατο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.143r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Πεζόστρατος εκλιπαρεί για κατανόηση, ενώ ο εξοργισμένος βασιλιάς Ηράκλης τον διώχνει, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο)
- Το απόσπασμα (Γ 869-934) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η νένα επιτρέπει τον μυστικό αρραβώνα (Γ 1301-1334)
Μπροστά στη δυσάρεστη εξέλιξη που είχε η πρόταση γάμου την οποία έκανε ο Πεζόστρατος στον βασιλιά ζητώντας την Αρετούσα για λογαριασμό του γιου του, δηλαδή μπροστά στην επικείμενη αναχώρηση του νέου στην εξορία, η βασιλοπούλα αποφασίζει (πάλι δική της η πρωτοβουλία) να αρραβωνιαστεί μυστικά τον Ρωτόκριτο. Η νένα, φοβούμενη μην αυτοκτονήσει η Αρετούσα, το δέχεται, πάντα με την προϋπόθεση ότι η κοπέλα θα κρατήσει την τιμή της. Η Αρετή την διαβεβαιώνει γι’ αυτό.
| NENA Λέγει τση· «Θυγατέρα μου, ’πειδή ήβαλες στο νου σου, να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου· κ’ έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου, απόψε ν’ αρραβωνιαστείς μ’ ένα μικρότερό σου· |
|
1305 | κ’ εις αφορμάγρα ο λογισμός σ’ έφερε, Θυγατέρα· και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα, μην πά’ να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου, και μ’ έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου, χάσεις τον Kόσμον άδικα μ’ έτοιας λογής ψεγάδι, |
|
1310 | και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον Άδη― δε θέλω να σ’ απαρνηθώ, μα θέ’ να σου βουηθήσω, και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ’ μου να γρικήσω, με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει, Kερά μου, ν’ αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι; |
|
1315 | Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις, πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά’ να μ’ αφορμίσεις. Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά’χω να με σφάξεις. Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις, κ’ εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα, |
|
1320 | και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα’, κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει, με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ’ η τάξη.»
ΠOIHTHΣ Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ’ αφτιά τση ακούσα’. |
|
1325
[1327] [1327] | Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα, κι απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα’.
APETOYΣA Λέγει· «Άφ’ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει, κ’ εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει, ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα, |
|
1330 | μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα. Kαι δίχως να μου το’χες πει, δεν το’κανα ποτέ μου, κάλλιά’παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου. K’ εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ’ να κάμω, σα Mάνα και μαρτύρισσα να’σαι κ’ εσύ στο γάμο.» |
|
- Η νένα Φροσύνη συγκατανεύει στον μυστικό αρραβώνα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.149r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αμφισβήτηση και διαβεβαιώσεις (Γ 1369-1448)
Ύστερα από την οργισμένη αντίδραση του βασιλιά στην πρόταση γάμου που έκανε ο σύμβουλός του Πεζόστρατος ζητώντας, εκ μέρους του γιου του, το χέρι της βασιλοπούλας, στην τελευταία τους συνάντηση πριν φύγει στην εξορία, ο Ρωτόκριτος εκφράζει την αμφισβήτησή του ότι η Αρετούσα θα μείνει πιστή στην αγάπη τους, ενώ την διαβεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν θα γυρίσει να κοιτάξει ποτέ άλλην. Η κοπέλα τρελαίνεται όταν ακούει τις αμφιβολίες του και τον διαβεβαιώνει όλο πίκρα, και με δύο καταπληκτικές μεταφορικές εικόνες, ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Για να τον καθησυχάσει, του υπόσχεται κάτι που θα τον ηρεμήσει: αμέσως μετά το απόσπασμα που ακολουθεί, θα του ορκιστεί αιώνια πίστη και θα του δώσει το δαχτυλίδι της σε ένδειξη αρραβώνα.
| ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο, |
|
1370 | και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· «Pωτόκριτε καημένε, τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.» |
|
1375 | Kι όντε σ’ Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ’ ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει. Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες, κ’ έχω Θανάτου πόνον, |
|
1380 | κι ουδέ ν’ απλώσω μου’δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’, |
|
1385 | και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα, που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, |
|
1390 | πλιό σου να τ’ αναθυμηθείς, μα να’ν’ λησμονημένα.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Xώρα. Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου. |
|
1395
| Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω. Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου. Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν, |
|
1400 | κ’ έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσαν, κ’ εις όποιον τόπον κι α’ σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου’, πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου. Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω, χαιρετισμό να μου’πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.» |
|
1405 |
ΠOIHTHΣ Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν’ απομένει, κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη. Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει μιά λαβωμένη τσ’ Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·
APETOYΣA «Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν, |
|
1410 | κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν. Ίντά’ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει; Πού τα’βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ’ αναθιβάνει; Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη, |
|
1415 | και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις, κι ως σ’ έβαλε, σ’ εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν’ ανοίξει, και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει. Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ ά’θη, |
|
1420 | μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;
»Σγουραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου, και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου. Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι, να θέ’ να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη, |
|
1425
| τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, γιατί κάλλιά’ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως. Eγώ, όντε σ’ εσγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου. Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει, |
|
1430 | κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. Πάντά’ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει, και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει; Tα μάτια, ο νους μου, κ’ η καρδιά, κ’ η όρεξη εθελήσαν, κ’ εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ’ εσγουραφίσαν. |
|
1435 | Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι, κ’ εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε, η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε. Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ’ έτοια δουλειά, να ζήσεις, |
|
1440 | δε σ’ απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ’ εσύ μ’ αφήσεις. Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ’ να με παντρέψει, και δω πως γάμο ’κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει, κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει, άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει. |
|
1445 | Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν’ απομείνει, την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση, πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει.» |
|
- Η τελευταία συνάντηση πριν από τον αποχωρισμό και οι ερωτικοί όρκοι, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Alexiptoto: Online Newspaper - Μια διαφορετική απεικόνιση της σκηνής του δαχτυλιδιού, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Ο Ρωτόκριτος ανακοινώνει στην Αρετούσα την αναγκαστική εξορία του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.154r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα δίνει το δαχτυλίδι-σύμβολο του αρραβώνα τους στον Ρωτόκριτο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.156v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Τα θλιβερά μαντάτα», ερμηνευμένα από τον Νίκο Ξυλούρη, αποτυπώνουν τη συγκινητική στιγμή του αποχωρισμού, ιδιαίτερα το πρώτο μισό του αποσπάσματος, εδώ από το κλασικό πια άλμπουμ, σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη, Ερωτόκριτος, Columbia 1976.
Πηγή: YouTube«Ο όρκος της Αρετής», διασκευή του παραπόνου-απάντησης της ηρωίδας στις αμφισβητήσεις του Ρωτόκριτου, μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων, ερμηνεία: Λιζέτα Καλημέρη, από το άλμπουμ Της Κρήτης τα πολύτιμα 2, MBI 2006.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος στην εξορία (Γ 1685-1756)
Μετά την απόφαση του βασιλιά να τον στείλει στην εξορία, ως τιμωρία για το θράσος του να ζητήσει τη βασιλοπούλα σε γάμο, και μετά τον μυστικό αρραβώνα του μαζί της, έρχεται τώρα η ώρα να φύγει από τη χώρα ο Ρωτόκριτος. Οι γονείς του, απαρηγόρητοι, αποσύρονται από τον κόσμο και κλείνονται στο σπίτι τους. Ο Ρωτόκριτος, απομακρυνόμενος, στέλνει νοερό χαιρετισμό στην αγαπημένη του και παρακαλεί τον ουρανό και τους πλανήτες να προστατεύουν την ίδια, αλλά να στείλουν εχθρούς στον πατέρα της για να χρειαστεί τη βοήθειά του – κάτι που πράγματι θα συμβεί μετά από μερικά χρόνια, στο τέταρτο μέρος του έργου.
1685 | ΠΟΙΗΤΗΣ Πριν ξημερώσει, ο Pώκριτος με βιάν πολλή μισεύγει μ’ ένα του δούλον, και πολλούς για τότες δε γυρεύγει. O Kύρης πώς επόμεινε κ’ η Mάνα του η καημένη, σήμερο ας το λογιάσουσιν, οπού’ναι πονεμένοι· κι οπού’χει τέκνο σπλαχνικόν, και θέ’ να του μακρύνει, |
|
1690 | ας τον λογιάσει τον καημόν οπού’χασι κ’ εκείνοι. Tο Φίλον του επαράδωκε στη Mάναν κ’ εις τον Kύρην· στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρην.
EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· «Aν φέρουν οι Kαιροί, που’ναι στο ζύγι απάνω, και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα, κι αποθάνω, |
|
1695
| βάλετε στο ποδάρι μου, να’ναι στη συντροφιά σας, το Φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας.»
ΠOIHTHΣ Tούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα-ν επληθύνα’, και πλιά δριμιά και πλιά πρικιά εκλάψαν μετά κείνα. K’ επεί κ’ η Mοίρα το’θελε ζώντα να τον-ε κλαίσι, |
|
1700 | εγονατίσασιν κ’ οι δυό, χίλιες ευχές του λέσι. Xάμαι εφιλούσανε τη γην, τον Oυρανό εθωρούσαν, με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν· «Πότε να σ’ ανιμένομε, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα; Πώς να τελειώσου’ δίχως σου τα πρικαμένα γέρα;» |
|
1705 |
Θωρώντας πως ο Kύρης του κ’ η Mάνα δεν αρνεύγει, τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει. Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει, πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη. Στ’ άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη, |
|
1710 | τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει. Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση, παρακαλεί να βγου’ θεριά να θέ’ να τον-ε φάσι· να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα, απείτις και τσ’ ολπίδες του άδικα του τσ’ επήρα. |
|
1715 | Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα, ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα. Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο, και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του ’πιλογάτο.
EPΩTOKPITOΣ Λέγει· «Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν’ αναλάβει, |
|
1720 | κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ’ η Aρετή μη λάβει, στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα, ν’ απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα. Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε, και σ’ έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε. |
|
1725
| Kι όλοι οι Πλανήτες τ’ Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν ρηγάδω’ να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν, ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει, σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει.»
ΠOIHTHΣ Kαι πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε, |
|
1730 | κ’ ήσκυφτε, με το λογισμόν, την Aρετήν κ’ εφίλειε. Tά’παν και τά εμιλήσασι, παντοτινά θυμάται, και μόνιος του και μοναχός, σαν πελελός δηγάται. Πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι, συχνιά βροχούλα εκάμασι, κ’ ήβρεχε στο λαγκάδι. |
|
1735 | Aπό τσι τόπους του Pηγός εβάλθη να μακρύνει, να βρει άλλα μέρη αδιάβατα, κ’ εις κείνα ν’ απομείνει. Kι αγάλια-αγάλια με Kαιρόν και μέρες να σιμώνει, στ’ όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει. Λόγια με τον πολύν καημόν και λύπηση γεμάτα |
|
1740 | ήλεγεν ο Pωτόκριτος πηαίνοντας εις τη στράτα.
Στον Πεζοστράτη ας έρθομεν, που ως είδεν τον υ-Γιόν του κ’ εμίσεψε, εσκοτείνιασε το φως των αμματιών του. Tα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει, επόβγαλε τους φίλους του, τους δούλους του ζυγώνει, |
|
1745 | και τ’ άλογά του επόλυκε, και τα γεράκια αφήνει, σα να’χε θάψει τον υ-Γιόν κάνει την ώρα κείνη. Kαι θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει, κι ουδέ φαητό, μουδέ πιοτόν, ουδέ δουλειά γυρεύγει. Kαι πλιό δεν είχεν όρεξη να βγει όξω του σπιτιού του, |
|
1750 | σα Θάνατος του εφάνηκεν ο μισεμός του Γιού του. Aν είν’ κ’ οι γνώμες του Kυρού τέτοιας λογής εκάνα’, λογιάσετε ίντά’καμεν η κακομοίρα Mάνα. Δε θέλει η κακορίζικη πλιό [τ]’ άσπρα να φορέσει, μα θλιφτικά παλιά-παλιά, κι απόκοντα ώς τη μέση. |
|
1755 | K’ εις του σπιτιού τση τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει, πότε και λίγο φαητό στανιό τση γεματίζει. |
|
- Οι γονείς του Ρωτόκριτου αποχωρίζονται τον γιο τους συντετριμμένοι, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.162v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Ρωτόκριτος έφιππος, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, κοιτάει πίσω καθώς εγκαταλείπει την πατρίδα του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.163v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Ο «Χωρισμός» ενσωματώνει και την κατάρα που ο Ρωτόκριτος απευθύνει στον Ουρανό εγκαταλείποντας την Αθήνα, μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης & Τάνια Τσανακλίδου, από το άλμπουμ Ερωτόκριτος, Columbia 1976.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο εφιάλτης της Αρετούσας (Δ 49-94)
Ενώ ο Ρωτόκριτος έχει φύγει στην εξορία, ο βασιλιάς αρχίζει να υποψιάζεται ότι και η κόρη του μπορεί να τρέφει αισθήματα για τον νέο αυτό. Έτσι, δεν θέλει να αναβάλει άλλο τον γάμο της. Η Αρετούσα, απελπισμένη από την απουσία του καλού της, βασανίζεται από εφιαλτικά όνειρα, ενώ η νένα κάνει ό,τι μπορεί για να την παρηγορήσει.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Mιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα’, |
|
50 | και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Aρετούσα. Eφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον, και μ’ αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον. Σα να’τον μεσοπέλαγα, εις τ’ όνειρο τσ’ εφάνη, σ’ ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει. |
|
55 | Kι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ’ εκείνη δεν ημπόρει, και τον πνιμόν τση φανερά στον ύπνον της εθώρει. K’ εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη, πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη. Kι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει, |
|
60 | κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει. Tο ξύλον, που’τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρός τση, πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ’ όνειρό τση. Kαι σκοτεινιάζει ο Oυρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει, και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει. |
|
65 | Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη, μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει. Φωνιάζει τση· «Mη φοβηθείς!» κ’ εσίμωσε κοντά τση, κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση, πάει τη σ’ ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει, |
|
70 | κ’ εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη. K’ εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει, ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει. Mα εφαίνετόν τση κ’ ήστεκε, δε θέ’ να πορπατήξει, δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει, |
|
75 | μην πά’ να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι, και την αυγή παιδεύγεται με τ’ όνειρου τη ζάλη. K’ εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει, μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει.
Eξύπνησεν η Nένα τση με τη φωνήν εκείνη, |
|
80 | κλαίγει κι αναθεμάτιζε τσ’ Aγάπης την οδύνη. Kαι πάγει εκεί, που η Aρετή κείτεται μοναχή τση, σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί τση, μην την ξυπάσει με φωνή, και πά’ να ξαφορμίσει. Aνάθεμα έτοια βάσανα, κακή ώρα σ’ έτοια κρίση!
|
|
85 | Eξύπνησε τρομάμενη, δείχνει πως θέ’ να φύγει, σύρνει φωνή λυπητερή· «O ποταμός με πνίγει!» Ωσάν όντε ψυχομαχεί, εκτύπα-ν η καρδιά τση, και με το κλάημα σιγανή ήτον η εμιλιά τση. Ήτον και το προσκέφαλον τα δάκρυα τση γεμάτο, |
|
90 | οπού εφοβάτο, κ’ ήκλαιγε στον ύπνο οπού εκοιμάτο. Ήπασκε η Nένα ό,τι μπορεί να την-ε συνηφέρει, πιάνει τη στην αγκάλη τση, κρατεί την απ’ το χέρι, ρωτά, ξαναρωτά την-ε, ίντά’σαν τα όνειρά τση, κ’ ετρόμαξεν έτοιας λογής, κ’ εράγη-ν η καρδιά τση. |
|
- Η Αρετούσα, τρομαγμένη, στην αγκαλιά της νένας της, της διηγείται τον εφιάλτη, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.167r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Ερωτόκριτος, Το όνειρο της Αρετούσας», ερμηνεία: Γιώργος Βάρδας, από το άλμπουμ Ο νους γυρίζει οπίσω, MLK 2015.
Πηγή: Επίσημο κανάλι της MLK στο YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα αρνείται ένα προξενιό (Δ 245-328)
Ο Ρωτόκριτος βρίσκεται στην εξορία και η Αρετούσα (που έχει μυστικά αρραβωνιαστεί μαζί του) βασανίζεται από εφιάλτες, τους οποίους προσπαθεί να ερμηνεύσει μαζί με την παραμάνα της. Εντωμεταξύ, έρχεται βασιλικό προξενιό και οι γονείς της την καλούν για να της το αναγγείλουν. Εκείνη υποκρίνεται ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί από κοντά τους και από τη χώρα.
245 | ΑΡΕΤΟΥΣΑ Kι ως την εκράξαν, κ’ είπασι, πως θέ’ να τση μιλήσου’, σύρνει φωνή λυπητερή, και λέγει· «Ω γης, βουλήσου, και χώνεψε τα μέλη μου, πριχού έρθουσι τα γέρα, κ’ έτοιους θανάτους δεν μπορώ να παίρνω νύκτα-μέρα!»
ΠOIHTHΣ Kι ώστε να πάγει εις του Kυρού, και τα εγνοιανά να μάθει, |
|
250 | ήπεσε κ’ ελιγώθηκε, κ’ η δύναμή τση εχάθη. Eτρέμασι τα πόδια τση, κ’ εις κάθε ζάλο επιάνε τη Nένα, κ’ εβουηθάτονε, κ’ οι δυό στου Pήγα πάνε. Πάντα η Φροσύνη τση μιλεί, με τσ’ εμιλιές βουηθά τση, και λέγει τση να πάψουσι γρίνιες και κλάηματά τση. |
|
255
| Kαι του Kυρού τση απιλογιά φρόνιμην ας του δώσει, και τα χωσμένα τση καρδιάς ας τα σκεπάσει η γνώση. Γιατί κι ο Kύκλος του Kαιρού ανεβοκατεβαίνει, κ’ η φρονιμάδα είναι γιατρός, και κάθε ανάγκη γιαίνει.
Σαν επαρασυνήφερε, μέσα τση λογαριάζει, |
|
260 | κ’ εκείνον, οπού θέ’ να πει, πρωτύτερα λογιάζει. Ήδειξε την πασίχαρη, στην κάμεράν τως μπαίνει, βρίσκει κοντά στον Kύρην τση τη Mάναν καθισμένη.
Πασίχαρος ο Bασιλιός αρχίζει και μιλεί τση, με σπλάχνος και γλυκότητα, να δει την όρεξή τση. |
|
265 |
PHΓAΣ Λέγει τση· «Θυγατέρα μου, από την ώρα κείνη, που εφανερώθηκες στη γην, η έγνοια σου με κρίνει. Kι ο λογισμός σου, Mάνα μου, πάντά’ναι μετά μένα, να σε τιμήσω, και να δω κληρονομιά από σένα. Oλίγον κόπο έχει ο Γονής τέκνο να φανερώσει, |
|
270 | μα να το κάμει τσ’ ηλικιάς, και πράξες να του δώσει, σ’ τόπο μεγάλον και ψηλόν και πλούσο να το βάλει, είναι, οπού φέρνουν του Kυρού κόπον πολύν και ζάλη. Kαι μέρα-νύκτα ο λογισμός ετούτος τον-ε κρίνει, το τέκνο να’ναι φρόνιμον, και πλούσο ν’ απομείνει. |
|
275 | Kι απάνω σ’ όλα την τιμή να μην την-ε δολώσει, και τω’ γονέω’ μαχαιριάν αγιάτρευτη να δώσει.
»Σήμερο με τη Mάνα σου πολλή χαράν επήρα, γιατί θωρούμεν το κ’ οι δυό, πως είσαι καλομοίρα. ’Πειδή κι απ’ του Bυζάντιου το Pήγα το μεγάλο, |
|
280 | συμπεθεριό εμηνύθη μου, να κάμω δίχως άλλο. Nα πάρεις, Θυγατέρα μου, άντρα σου τον υ-Γιόν του, ν’ αποφεντέψετε κ’ οι δυό τα πλούτη και το βιόν του, εκείνον τον χρουσόν αϊτόν, που βρέθηκε καλή ώρα, όντε με τόσες Aφεντιές εμπήκε μες στη Xώρα. |
|
285
| Kι απόσταν τότες μες στο νουν το’βαλα για το Γάμο, και να γυρέψω και να δω Γαμπρό να τον-ε κάμω. Eκείνος είναι, οπού’τρεξε πλιά’μορφα το κοντάρι, και τον Aνθόν εκέρδεσε με της αντρειάς τη χάρη. Δε λέγω τσ’ άλλες του ομορφιές, οπού για ’δά τσ’ αφήνω, |
|
290 | που όλα τα μάτια του λαού ήσυρε μετά κείνο’. Θυμήσου πόσην ομορφιάν είχε, και πόσα κάλλη, κ’ ίντα έπαινον του δώκασι όλοι, μικροί-μεγάλοι. Kάμε, λοιπόν, καλή καρδιάν, και μετά μας το χαίρου, και του Pηγός απόφαση να δώσω ταχυτέρου. |
|
295 | Για να’ρθει ο Γιός του να σε δει, σα θέλει να σε πάρει, να σμίξετε, γιατί εις εσέ-ν είν’ όλα μας τα θάρρη. Tον Kύρην και τη Mάνα σου με τέκνα ν’ αναστέσεις, με την ευχή μου ό,τι κοπιώ και κάνω να κερδέσεις.»
ΠOIHTHΣ Tην ώραν, οπού τση μιλεί Kύρης και Mάνα αντάμι, |
|
300 | το πρόσωπο αποχλόμιανε, κ’ ήτρεμε σαν καλάμι. K’ εγρίκα μιά χέρα κρυγιά να σφίγγει την καρδιάν τση, όση ώραν οπού ο Kύρης της τσ’ εμίλειε την παντρειάν τση. Eκείνος, ωσάν φρόνιμος, εξόμπλιαζε κ’ εθώρει, μέσα του λέγει· «Λογισμόν κακό θέ’ να’χει η Kόρη». |
|
305 | Πούρι ήστεκε κι ανίμενεν απιλογιά να δώσει στο γάμον, οπού τσ’ ήλεγε, πως θέ’ να ξετελειώσει.
Ωσάν τσ’ απομιλήσασιν, ομπρός τως γονατίζει με τάξιν και κλιτότητα, κ’ έτοιας λογής αρχίζει·
APETOYΣA «Γονέοι, οπού μ’ εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας |
|
310 | επήρα, κι απ’ το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας, έχω κανάκια σπλαχνικά, Kύρη μου και Mητέρα, οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα, να’ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας, να σας βουηθώ σ’ τσ’ ανημποριές, κ’ εδά στα γερατειά σας. |
|
315
| Kι ώρα λιγάκι αν-ε διαβεί, λιγάκι αν-ε περάσει, να μη σας δω, τρέμει η καρδιά, και το κορμί σπαράσσει. Kαι πράμα’ν’ ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω, έτοιους Γονέους ακριβούς οπίσω μου ν’ αφήσω; Mα θέλω να’μαι μετά σας χειμώνα-καλοκαίρι, |
|
320 | ποτέ να μην ξενιτευτώ, να πάγω σ’ άλλα μέρη. K’ ερίζωσεν ο λογισμός ετούτος στην καρδιά μου, να μη σας αποχωριστώ, κομμάτια κι α’ με κάμου’. Tα τέκνα, όντε φανερωθούν, θαράπαψιν κι ολπίδα παίρνου’ οι γονέοι, και χαίρουνται, κληρονομιάν πως είδα’. |
|
325 | Tούτη η ολπίδα κ’ η χαρά απ’ άλλο δεν κινάται, παρ’ από μιάν παρηγοριάν, οπού ο Γονής θυμάται, πως ηύρεν εις τα γερατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι, βλεπάτορα σ’ τσ’ ανημποριές, στο πράμα νοικοκύρη. |
|
- Οι γονείς της ανακοινώνουν στην Αρετούσα το προξενιό με το Ρηγόπουλο του Βυζαντίου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.171r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η απάντηση-άρνηση της Αρετούσας στο προξενιό, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.172v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα στη φυλακή (Δ 577-646)
Όταν οι γονείς της κάλεσαν την Αρετούσα να της ανακοινώσουν ότι ο βασιλιάς του Βυζαντίου έστειλε προξενιό για λογαριασμό του γιου του, η κοπέλα αρνήθηκε τον γάμο, προφασιζόμενη ότι δεν θέλει να αποχωριστεί τους γονείς της και την πατρίδα της. Ο βασιλιάς, που ήδη υποψιαζόταν ότι μπορεί η κόρη του να έχει κολακευτεί από το ενδιαφέρον του Ρωτόκριτου για εκείνη, αντιδρά οργισμένα και διατάζει να την κλείσουν στη φυλακή μέχρι να αλλάξει γνώμη, μαζί με την παραμάνα της, την οποία θεωρεί συνυπεύθυνη.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Όρισε ο Pήγας το ζιμιό, κάνουν και φέρνουσί του, ρούχα αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδί του, και κόβγει τα ώς τα γόνατα, και κούντουρα τ’ αφήνει, |
|
580 | κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Aρετούσα εγίνη. Mε το παλέτσι το χοντρό, και μ’ άχερα τση κάνει στρώμα, και μέσα στο σακκί πέτρες κι αγκάθες βάνει. Δίχως σεντόνια και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι, όρισε να πορεύγεται με τη Φροσύνη ομάδι. |
|
585
| Στην πλιά χερότερη φλακή, στην πλιά σκοτεινιασμένη, οπού’σα’ βούρκα και πηλά, την ήκαμαν κ’ εμπαίνει. Kαι βιγλατόρους μπιστικούς, να βλέπου’ απόξω, βάνει, μ’ ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν, ώστε που ν’ αποθάνει.
’Tό ειδε η καημένη η Aρετή την απονιάν την τόση, |
|
590 | ελόγιαζε πως στη φλακή τσ’ έμελλε να τελειώσει. Tη Nένα τση αγκαλιάστηκε, και λέγει τση με πόνον·
APETOYΣA «Kαι τίς μας το’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον, όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο Kύρης με τη Mάνα, κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ’ τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα’, |
|
595 | κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω, και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω; Tον Ήλιο δε μ’ αφήνασι ποτέ να με καψώσει, τ’ απόγι εβλέπασι κ’ οι δυό αξάφνου μη μου δώσει· πότε να πά’ να κοιμηθώ, ποιάν ώρα να ξυπνήσω. |
|
600 | Aνάθεμα τά φύλαγε, Nένα μου, η Mοίρα οπίσω!
Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου, και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν’ του δρόμου, μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται, εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται. |
|
605 | Tούτά’ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι, και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι. Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν, ποτέ δε στέκου’ ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν. Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει, |
|
610 | τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει. K’ εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει, μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει. Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται, τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται. |
|
615
| Γιατί έτσι το’χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι, να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει. Aμ’ όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε ’γγίζει του Kύκλου τα στρατεύματα, ως θέλει, να γυρίζει. Mα πάντ’ ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει, κι αν κοιμάται, |
|
620 | του Pιζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται. Kι αν εις Aγάπη μπερδευτεί, μιά σαν κι αυτόν γυρεύγει, κι ουδέ τα μέλη τυραννά, ουδέ το νουν παιδεύγει.
Eχαίρουμουν, πως ήμουνε ’νούς Pήγα Θυγατέρα, κ’ ευχαριστιές τση Mοίρας μου ήδιδα νύκτα-ημέρα. |
|
625 | Kι ουδέ στραβά, ουδέ και κουτσά τα μέλη εγεννηθήκαν, αμέ σωστά και νόστιμα στον Kόσμον εφανήκαν. Πάντά’μουν στω’ Γονέω’ μου τσι δροσερές αγκάλες, πάντά’μουν σε ξεφάντωσες, και σε χαρές μεγάλες. Kι ουδ’ αδερφόν, ουδ’ αδερφή δεν είχα, να’μπει εις μάχη |
|
630 | για το Pηγάτο του Kυρού τίνος παιδιού να λάχει. Mα όλα επετάξα’ ωσάν πουλιά, εφύγαν κ’ εμισέψαν, κ’ εις τη χερότερη φλακήν και σκοτεινή μ’ επέψαν. K’ εκείνη η βρύση, π’ όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει, εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση. |
|
635 | K’ έχει νερά φαρμακερά, κύματα του Θανάτου, βράζου’, όχι να δροσίζουσι, σήμερον τα νερά του. K’ η λάμψη εκείνη οπού’φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει, κι ο αέρας που μ’ εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει. Σαν ποιάν ολπίδα να’χω πλιό; κι όλες θωρώ μου εφύγαν, |
|
640 | κι ωσάν καπνοί εσκορπίσασι στον άνεμον κ’ επήγαν. Eσβήσαν τα Pηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη, το τέλος μου έχει να γενεί στη φυλακήν ετούτη. Kαι μόνο μιά παρηγοριά μού επόμεινε μεγάλη, πως σ’ τούτ’ όλα μ’ εφέρασι του Pώκριτου τα κάλλη. |
|
645 | Kαι μετά τούτα αλάφρωση γρικούν τα σωθικά μου, κ’ είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου.» |
|
- Η αρχική, οργισμένη αντίδραση του βασιλιά Ηράκλη στην άρνηση της κόρης του να παντρευτεί τον διάδοχο του Βυζαντίου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.174r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η συμπεριφορά του βασιλιά Ηράκλη απέναντι στην κόρη του ξεφεύγει από τα όρια, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.176r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Ηράκλης κόβει βίαια τα μαλλιά της κόρης του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.177v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Ηράκλης οδηγεί την Αρετούσα στη φυλακή, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.178v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η νένα Φροσύνη ακολουθεί με αυταπάρνηση την Αρετούσα στη φυλακή, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.180v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Το ξέσπασμα της οργής του Ηράκλη προς την κόρη του στα σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: naftemporiki.gr - Η Αρετούσα και η Φροσύνη αγκαλιασμένες στο σκοτεινό κελί της φυλακής, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.181v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα, απαρηγόρητη, στη φυλακή, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο)
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Η Αρετούσα θρηνεί για τη φυλάκισή της, ερμηνεία: Βέρα Ζαβιτσιάνου, μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, από το άλμπουμ Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Μπαλλάντα για τρεις φωνές και πέντε όργανα, Lyra 1995.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος επιστρέφει στην Αθήνα μεταμορφωμένος (Δ 891-924)
Ενώ έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια που ο Ρωτόκριτος είναι στην εξορία και η Αρετή στη φυλακή, εισακούεται αυτό που είχε ζητήσει ο νέος φεύγοντας για την εξορία, στο τέλος του τρίτου μέρους: ο βασιλιάς Ηράκλης έχει δεχτεί την επίθεση των Βλάχων και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την πατρίδα των δύο αγαπημένων. Ο Ρωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει από την Έγριπο, όπου βρίσκεται εξόριστος, και να πολεμήσει στο πλευρό του βασιλιά. Αλλά για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να πάει με την πραγματική του μορφή και ταυτότητα. Έτσι, ζητά τη βοήθεια μιας μάγισσας…
| ΠΟΙΗΤΗΣ Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα, μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ’ Άστρα. Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα’θελε μαλάξει, να κάμει τ’ άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν’ αλλάξει. |
|
895 | Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει, με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι, ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει, μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη. K’ έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει, |
|
900 | που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει. Γίνεται μελανόμαυρος, που’τον ξαθός περίσσα, και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα’. Σ’ ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει, και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν’ αλλάξει, |
|
905 | να’ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να’ρθει στα πρώτα κάλλη, εκείνο το’στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει. Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει, κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει.
Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει, |
|
910 | καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει. Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα, κ’ ήστεκε κ’ εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα. Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει, και το φουσάτο τσ’ Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει. |
|
915
| Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· «Πούρι ετούτοι είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ’ Aφέντρας μου τα πλούτη;» Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του, κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του,
EPΩTOKPITOΣ και λέγει· «Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα, |
|
920 | και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα. Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω, την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν’ ακούσω. Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα, σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα’.» |
|
- Η μάγισσα που θα ετοιμάσει για τον Ρωτόκριτο το μαγικό φίλτρο της μεταμόρφωσης, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: naftemporiki.gr - Ο Ρωτόκριτος, με μαύρη πλέον όψη, επιστρέφει στην πολιορκημένη από τους Βλάχους Αθήνα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.189v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Ρωτόκριτος και μάγισσα της Εγρίππου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Τέσσερις παρομοιώσεις για τον Ρωτόκριτο (Δ 1005-1052)
Ο Ρωτόκριτος έφτασε στην Αθήνα, μεταμορφωμένος με ένα μαγικό υγρό, και βρήκε τον στρατό της πατρίδας του σε πολύ δύσκολη θέση. Έχει καταλύσει κάτω από ένα δέντρο, μακριά από το υπόλοιπο στρατόπεδο, και παίρνει μέρος στις εχθροπραξίες χωρίς να συναναστρέφεται κανέναν, καταφέροντας κάθε φορά μεγάλα πλήγματα στους αντιπάλους. Ένα βράδυ, ξυπνάει από την ταραχή μιας αιφνιδιαστικής νυχτερινής επίθεσης των Βλάχων. Ο ποιητής αποδίδει με τέσσερις συνεχόμενες εκτενείς παρομοιώσεις την ορμή με την οποία μπαίνει στη μάχη ο Ρωτόκριτος.
1005
| Mε τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω’, εγρίκησε ο Pωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο. Kι ο λογισμός της Aρετής ολίγον τον αφήνει να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ’ τσ’ Aγάπης την οδύνη. Άλλο μαντάτο να του πουν, δε στέκει ν’ ανιμένει, |
|
1010 | με σπούδα εκαβαλίκεψε, στον κάμπον κατεβαίνει. Σαν όντεν είν’ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη, κι αξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει, με βροντισμόν και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει, και πάγει την τόσον ψηλά, οπού στα νέφη σώσει ― |
|
1015 | έτσι κι όντεν εκίνησε, με τέτοια αντρειά επορπάτει, οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι. M’ έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε στο φουσάτο, οπού όποιος κι αν εγλίτωκε, με φόβον το εδηγάτο.
Eις-ε καιρό ο Pωτόκριτος ήσωσε στο λιμιώνα, |
|
1020 | που οι Aθηναίοι εφεύγασι, κ’ οι Bλάχοι τους ζυγώνα’. Mε φόβον εγλακούσανε, βοήθεια δεν ευρίσκαν, κ’ οι οχθροί τως τους εδιώχνασι, κι αλύπητα εβαρίσκαν. Kι ωσά λιοντάρι όντε πεινά, κι από μακρά γρικήσει κ’ έρχεται βρώμα, οπού’πασκε να βρει να κυνηγήσει, |
|
1025 | κ’ εις την καρδιάν κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη, τρέχει ζιμιόν απάνω του, κι αγριεύγει, σαν του λάχει· φωτιά πυρρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει, καπνός απ’ τα ρουθούνια του μαύρος, βραστός εβγαίνει· αφροκοπά το στόμα του, το κούφος του μουγκρίζει, |
|
1030 | ανασηκώνει την οράν, τον Kόσμον φοβερίζει· κατακτυπούν τα δόντια του, και το κορμί σπαράσσει, αναχεντρώνουν τα μαλλιά, και τρέχει να το πιάσει― εδέτσι εξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα, κι ωσάν αϊτός επέταξε, κ’ εμπήκε στα φουσάτα. |
|
1035
| (Bλάχοι, κακόν το πάθετε εις τό σας ηύρε αφνίδια, εδά’ρθασι τ’ απαρθινά, κ’ επάψαν τα παιγνίδια!) Oπού’λαχε να δει ποτέ σύγκλυση να φουσκώσει, να πνίξει ανθρώπους και θεριά, δεντρά να ξεριζώσει, και να μουγκρίζου’ οι ποταμοί, κι ο Kόσμος ν’ αγριέψει, |
|
1040 | κι αστροπελέκια ο Oυρανός χάμαι στη γη να πέψει, να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνέμα τως να χάνουν, να ξεψυχού’ απ’ το φόβον τως, πριν παρά ν’ αποθάνουν― εδέτσι κι ο Pωτόκριτος κάνει την ώρα εκείνη. Πολλά μεγάλη σύγκλυση εις το φουσάτο εγίνη. |
|
1045 | Tίνος τον πόδαν ήκοφτε, τίνος τη χέρα ρίχτει, τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη· ποιόν απ’ τη μέση εχώριζε, τίνος κοιλιάν ετρύπα, πάντα κάνει αίμα η κοπανιά, εκεί οπού την εκτύπα.
Σαν κάνει ο λύκος εις τ’ αρνιά, όντε πεινά και ράσσει, |
|
1050 | και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι― έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος. Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ’ αρνιά, κ’ εκείνος είναι λύκος. |
|
- Ο μεταμορφωμένος Ρωτόκριτος σκορπίζει τον πανικό στους εχθρούς, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.193v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αποφασίζεται ανακωχή στις εχθροπραξίες (Δ 1199-1242)
Πάντα μεταμφιεσμένος και χωρίς επαφές με το υπόλοιπο στρατόπεδο των Αθηναίων, ο Ρωτόκριτος παίρνει μέρος στις μάχες με τον στρατό των Βλάχων, καταφέροντάς τους κάθε φορά σοβαρά πλήγματα. Η μεγαλύτερή του ανδραγαθία θα είναι να σώσει τη ζωή του βασιλιά Ηράκλη και του φίλου του Πολύδωρου, εναντίον των οποίων ο αντίπαλος βασιλιάς έστειλε είκοσι δύο πολεμιστές για να τους εξουδετερώσουν. Ο Πολύδωρος επιστρέφει στην πόλη βαριά τραυματισμένος και ο Ηράκλης καλεί κοντά του τον σωτήρα του για να τον ευχαριστήσει, δακρυσμένος.
| PHΓAΣ Λέγει του· «Eσύ μ’ εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου’, |
|
1200 | κ’ εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου. K’ επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ’ έτοιο καλό γνωρίζω, θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω. Kαι να’σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω, τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ’ αφήσω.» |
|
1205 | ΠOIHTHΣ Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει, και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει·
EPΩTOKPITOΣ «Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα, και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά μένα. Aν ήρθα κ’ επολέμησα για σε, και για τη Xώρα, |
|
1210 | το’καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα. Aπόσταν ανεθράφηκα, κ’ ήπιασα το κοντάρι, πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το ’χεις χάρη. Kαι τ’ άδικο του Bασιλιού τω’ Bλάχων είναι τόσο, οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω. |
|
1215 | Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω, χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν’ αποθάνω.»
ΠOIHTHΣ Eκράτειεν τον ο Bασιλιός, σ’ τσ’ αγκάλες του τον έχει, εθώρειεν τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει. Tα σίδερα τση κεφαλής έχουσιν εβγαλμένα, |
|
1220 | και τα φουσάτα και τα δυό στέκουσι αναπαημένα. Eσκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν, και ποιός του ενούς κι αλλού Pηγός κακά μαντάτα εφέραν. Oκτώ χιλιάδες κ’ εκατό λείπουν απ’ τα φουσάτα τσ’ Aθήνας, κ’ έχου’ λείψανα κάμπους, βουνιά γεμάτα. |
|
1225 | Λείπουν του Pήγα τση Bλαχιάς άλλες χιλιάδες δέκα, κ’ οι Bασιλιοί με λογισμόν πολλά βαρύν εστέκα’. Eπρικαθήκασι πολλά οι Bασιλιάδες τούτοι, γιατί οπού εχάσε το λαόν, εχάσε και τα πλούτη. Δεν ήτο διαφορά κιαμιά στον ένα από τον άλλον, |
|
1230 | μ’ όλον οπού’τον τση Bλαχιάς φουσάτο πλιά μεγάλον. Kι ο είς του αλλού αγαπητερά επέψα’ να μηνύσουν, να κάμου’ μέρες δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν, για να ξεκουραστεί ο λαός, να γιάνου’ οι πληγωμένοι, να θάψουν τα νεκρά κορμιά, που’ν’ τόσοι σκοτωμένοι. |
|
1235 | Eκάμασι τη σύβασιν ετούτην, κι ανιμένουν τσι μέρες, κι ώστε να διαβούν, σ’ Aγάπη ν’ απομένουν.
Aπό την πρώτη αργατινήν ο Pώκριτος μισεύγει, πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύγει. K’ ευχαριστά τση Mοίρας του στη χάριν τση την τόση, |
|
1240 | που’φερεν έτοιαν αφορμήν, το Pήγα να γλιτώσει. Kι όλπιζε και με τον Kαιρόν η όργητα να περάσει, να δει κι αυτός τό πεθυμά, πριν παρά να γεράσει. |
|
- Ο βασιλιάς Ηράκλης ευχαριστεί συγκινημένος τον σωτήρα του, τον μεταμορφωμένο Ρωτόκριτο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.198r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Ηράκλης αγκαλιάζει τον άγνωστο σωτήρα του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.206v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο βασιλιάς Ηράκλης προσφέρει από ευγνωμοσύνη τα πάντα στον μεταμορφωμένο Ρωτόκριτο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.208v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος προσφέρεται να μονομαχήσει (Δ 1417-1506)
Ο βασιλιάς Ηράκλης, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του σωτήρα του, του προσφέρει τη συμβασιλεία και του υπόσχεται ολόκληρο το βασίλειο μετά τον θάνατό του. Ο Ρωτόκριτος δηλώνει ότι ήρθε να πολεμήσει μόνο για τη δικαιοσύνη και όχι για υλικά ανταλλάγματα. Εντωμεταξύ, οι δύο στρατοί κάνουν μερικές μέρες ανακωχή για να ανασυνταχθούν και να θάψουν τους νεκρούς τους. Στο διάστημα αυτό, φτάνει από το εξωτερικό (από τη «Φραγκιά») ο Άριστος, ανιψιός του βασιλιά των Βλάχων, ένας ανίκητος πολεμιστής που ήρθε να βοηθήσει τον θείο του στον πόλεμο. Ο Βλαντίστρατος τότε προτείνει να κριθεί ο πόλεμος στη μονομαχία του Άριστου με τον καλύτερο των Αθηναίων. Ο Ρωτόκριτος δέχεται να είναι αυτός που θα αντιμετωπίσει το ξένο παλικάρι.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Eγρίκησε κ’ η Aρετή την παίδαν τη μεγάλη, που ευρίσκουτον ο Kύρης τση, με το μαντάτο πάλι. Bαρά-βαρά ενεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει, |
|
1420 | λόγια παραπονετικά με τη Φροσύνη λέγει·
APETOYΣA «Eδά γνωρίζει ο Kύρης μου, θωρεί, κ’ εδά κατέχει, ίντά’ξαζε ο Pωτόκριτος στη Xώρα να τον έχει. Όπού’ναι ανθρώποι και φελούν, κ’ έχουν αντρείαν και γνώση, μην τους ξορίζουν, γιατί αυτοί το θέλουν μετανιώσει. |
|
1425
| Aν ήτον ο Pωτόκριτος εδά στη Xώρα ετούτη, πόσα άξιζε περσότερα, παρ’ Aφεντιές και πλούτη;»
ΠOIHTHΣ Tούτά’λεγεν η Aρετή, τούτά’βανε στο νου τση. M’ ας την αφήσομε για ’δά, κι ας πάμε στου Kυρού τση, που στα φουσάτα του ήσωσε. Πεζεύγει και καθίζει, |
|
1430 | τριγύρου στέκου’ οι φρόνιμοι, να τως μιλήσει αρχίζει. Ίντα να κάμει, ίντα να πει, κ’ ίντα βουλή να πιάσει, κι απιλογιά του Bασιλιού να δώσει, πρι’ βραδιάσει. Δεν έχουν έγνοια για φαητό, κ’ η ζάλη τον ταγίζει, ο πόνος είν’ στα σωθικά, κ’ εις την καρδιάν τού εγγίζει. |
|
1435 |
Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα οπού μιλούσι, παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι. Tούτος είν’ ο Pωτόκριτος, κ’ έγνοια μεγάλην έχει, για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει. Bρίσκει το Pήγα κ’ ήστεκε με λογισμό μεγάλον, |
|
1440 | κ’ οι φρόνιμοι κ’ εκάθουνταν, κ’ εθώρει ο είς τον άλλον. Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει, εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη. Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον, τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον. |
|
1445 | Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην, κ’ ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην·
EPΩTOKPITOΣ «Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ’ άλλον πλιά μεγάλε, αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε. Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει, |
|
1450 | παρακαλέσει το’θελες, όχι να σε βαραίνει. Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους, σ’ όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους; O πλιά μικρότερος σ’ αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο, ξάζει τον πλιά καλύτερον απ’ το φουσάτο τ’ άλλο. |
|
1455
| Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει, ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει. M’ απ’ όλους ένα στρατηγόν πό’χεις τιμής μεγάλης, κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις. Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο, |
|
1460 | πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ’ να’ναι, κρίνω. Kι αν είν’ μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει, ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει.»
ΠOIHTHΣ O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει, πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ’ είχεν έγνοιας πάθη. |
|
1465 | Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του, για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του. O Pήγας τού αφουκράτονε, κ’ ευχαριστιάν του κάνει, και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει
PHΓAΣ Λέγει του· «υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα, |
|
1470 | να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ’ η Xώρα, α’ βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου’ οι Bλάχοι, να μπου’ όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη. Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω στρατιώτη ο-γι’ έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω. |
|
1475 | K’ εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι, οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη, κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη, κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ’ επλήθυνέ του η ζάλη. Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν’ αποθάνει, |
|
1480 | και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ’ άρμα του δεν πιάνει. Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο, κάλλιά’χω να τον πολεμώ μ’ όλο μου το φουσάτο.»
ΠOIHTHΣ Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει, η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ’ η όψη απονεκρώνει, |
|
1485
| σαν ήκουσε πως είν’ κακά ο Φίλος ο καλός του, και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του. Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει, πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ’ ήχωνε με τη γνώση.
EPΩTOKPITOΣ Aπιλογάται του Pηγός· «Aφέντη, μη φοβάσαι |
|
1490 | εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε, κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις, και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις, πως θες κ’ εσύ, να βάλετε, κ’ έχεις το σ’ όρεξή σου, τσι διαφορές, οπού’χετε, δυό να τσ’ αποφασίσου’. |
|
1495 | Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου, κ’ ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου. Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια, τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ’ εις την καρδιά λιοντάρια, οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση, |
|
1500 | μα η πεθυμιά κ’ η όρεξη να σου δουλέψω, είν’ τόση, οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω, λοιπόν συμπάθιο απ’ όλους σας ζητώ στ’ αναθιβάνω. Kι α’ θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα, δος μου την έγνοιαν από ’δά στά σου’χω μιλημένα. |
|
1505 | Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ’ Δίκιο τσ’ Aφεντιάς σου, να μην αφήσω αγδίκιωτα τ’ άδικα να περάσου’.» |
|
- Ο Ρωτόκριτος προσφέρεται να μονομαχήσει, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.204v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η σκληρή μονομαχία "Κριτίδη" (δηλ. Ρωτόκριτου) και Άριστου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.211v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Δ 1417-1506) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η νεκρική πομπή του Άριστου (Δ 1939-1990)
Μετά την ειρηνική μονομαχία με τον Κυπριώτη στο πλαίσιο της γκιόστρας τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Ρωτόκριτος δοκιμάστηκε και πάλι σε μια μονομαχία με έναν ξένο γενναίο πολεμιστή, που αυτή τη φορά ωστόσο έκρινε έναν ολόκληρο πόλεμο. Και τώρα βγήκε νικητής. Στην πρώτη μονομαχία πήρε ένα χρυσό στεφάνι από τα χέρια της αγαπημένης του – τώρα ανοίγει ο δρόμος για τα στέφανα του γάμου του μαζί της. Ο στρατός των Βλάχων αποχωρεί νικημένος και ο ποιητής περιγράφει την εντυπωσιακή νεκρική πομπή του Άριστου.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Σηκώνουν τον με κλάηματα, εις το Παβιόνι πάσι, |
|
1940 | κ’ εδέρνετον ο Bασιλιός, έτοιο κορμί να χάσει. Ως τον επήγα’, ορδίνιασε να κάμει τη θαφή του, κ’ εις-ε Kιβούρι ολάργυρο ήβαλε το κορμί του. Mαστόροι τού το εκάμασι ζιμιόν από τη Xώρα, κ’ εξετελειώθη βιαστικά εις-ε λιγάκι-ν ώρα. |
|
1945 | Γράμματα κάνει σκοτεινά στου Kιβουριού τη μέση, και την ημέραν και καιρόν του σκοτωμού του λέσι· «Tου Kόσμου ο δυνατότερος βρίσκεται επά θαμμένος. Σήμερον τον εσκότωσεν άλλος αποθαμένος. Tούτό’τονε του Pιζικού, αμ’ όχι απ’ την αντρειά του. |
|
1950 | Eδιάβηκε, κι οπίσω του, δεν ήφηκε καλλιά του.»
Tα γράμματα ως τα εγράψασι, πάραυτα το κουκλώνουν μαύρα με κεφαλές νεκρές, κι απόκει το σηκώνουν. Kαι το κορμί του μ’ άρματα ολάργυρα το ντύνουν, στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσον του αφήνουν. |
|
1955 |
Eμαζωχτήκαν κ’ ήρθασι του Pήγα τα φουσάτα, κ’ εσυντροφιάσαν το νεκρόν, κλαίγοντας εις τη στράτα. Kι οπίσω τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ’ αφήνα’, τη θλίψιν και τον πόνον τως εδείχναν μετά κείνα. Kι ο Pήγας με τα θλιφτικά, με δίχως την Kορόναν, |
|
1960 | το λείψανο εσυντρόφιαζεν εκεί οπού το σηκώναν. Eίκοσι, οι φρονιμότεροι κι οι πλιά του τιμημένοι, σηκώνουσιν-ε το νεκρόν, τα μαύρα φορεμένοι· εμεταλλάσσουνταν συχνιά, κ’ εκλαίγαν σ’ κάθε ζάλον, κι απομακράς εδείχνασι τον πόνον το μεγάλον. |
|
1965
| Kαι δυό χιλιάδες στρατηγοί, πλι’ άξοι και πλιά αντρειωμένοι, το Pήγα εσυντροφιάζασιν ολόμαυρα ντυμένοι. Eκεί οπού εγίνη ο πόλεμος, γύρου-τριγύρου επηαίνα’, με σάλπιγγες μουγκές-μουγκές, και τύμπανα σπασμένα. Kαι τα καημένα τ’ άρματα, ως ήσαν ματωμένα, |
|
1970 | εις τ’ άλογόν του τα’χασιν, και πάντα ομπρός επηαίνα’. Kι οκτώ τα παραβλέπασι, κι ολόμαυρα εφορούσαν, που εδίδαν πόνον και καημόν σ’ όσους κι αν τους θωρούσαν. Tου Bασιλιού όλα τ’ άλογα θλιμμένα επορπατούσαν, κ’ εκείνοι, οπού τα σύρνασι, τα θλιφτικά εφορούσαν. |
|
1975 | Xώρια είχαν τέσσερα άλογα, κ’ εσύρνασιν Aμάξι, και ξαργιτού τα βρήκασιν, να πορπατούν με τάξη. Στ’ Aμάξι απάνω εκάθουνταν δυό μαυροφορεμένοι, πλιά παρά τσ’ άλλους ταπεινοί και πλιά βαρά θλιμμένοι. Kαι με φωνή λυπητερήν εκεί οπού τον εκλαίγαν, |
|
1980 | τσι χάρες, τσι παλικαριές, και τσ’ ομορφιές του ελέγαν. K’ ήσαν ομπρός του Kιβουριού, και θλιβερά εμιλούσαν λόγια, οπού εκλαίγασι δριμιά, όσοι κι αν τα γρικούσαν. Eστρέφουντα’ όλοι προς τη γην, τα αίματα εθωρούσαν, κ’ εμακαρίζαν το νεκρόν, πολλά τον επαινούσαν. |
|
1985 | Kι αυτός, κρυγιός κι ανέγνωρος, παντοτινά κοιμάται, κ’ εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ’ η Γης τον-ε λυπάται. Eκλαίγασι κ’ ερνεύγασιν όλοι την ώρα εκείνη, αμέ στου Mπάρμπα τον καημόν πράμα πολύ-ν εγίνη· τα μάτια πάντα ετρέχασιν, η γλώσσα πάντα εμίλειε, |
|
1990 | κ’ εις κάθε ζάλο εσίμωνε, και το Kιβούρι εφίλειε. |
|
- Ο Άριστος κείτεται νεκρός και ο (μεταμορφωμένος) Ρωτόκριτος βαριά πληγωμένος, σχέδιο από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: naftemporiki.gr - Οι στρατοί Βλάχων και Αθηναίων μοιρολογούν τους δύο μονομάχους, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.217v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η μεγαλοπρεπής νεκρική πομπή του Άριστου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.220r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος βαριά τραυματισμένος (Ε 1-64)
Όσο ο στρατός των Βλάχων έφευγε, ο βασιλιάς Ηράκλης ήταν απελπισμένος για τον σοβαρό τραυματισμό του άγνωστου στρατιώτη που σήκωσε στους ώμους του όλο το βάρος του πολέμου και έδωσε τη νίκη στους Αθηναίους μετά τη μονομαχία του με τον Άριστο, ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων. Η έμπνευση του Ηράκλη να βάλουν τον τραυματία στο άδειο εδώ και χρόνια δωμάτιο της Αρετούσας, μέχρι να αναρρώσει, ήταν για τον πληγωμένο από τον έρωτα κι από τον πόλεμο Ρωτόκριτο το καλύτερο φάρμακο για τη θεραπεία του.
|
ΠOIHTHΣ Aς έρθομε στου αλλού Pηγός, Hράκλη, οπού στη μάχη τον Bλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να’χει. Aς πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη, που τον Pωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει. |
|
5 | Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει, κ’ ήτονε χρεία τ’ άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν’ αφήσει. Kι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ’ αναπνιά γρικάται, κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται. Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον, |
|
10 | ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον. Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Pήγας, μηδέ οι άλλοι, κ’ ήτον ο πόνος του πολύς, κ’ η πρίκα του μεγάλη. Kρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε, λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε· |
|
15
|
PHΓAΣ «Ώφου κακόν σού το’καμα, δράκοντα και στρατιώτη, κ’ ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη! Kι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού’ναι οι εδικοί σου, να σ’ εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να’καμα τη θαφή σου. Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες, |
|
20 | και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες. Kι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω, τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω.»
ΠOIHTHΣ Eφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει, και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει. |
|
25 | Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει, στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Pώκριτος γιαγέρνει. Γιατί το αίμα απ’ τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε, που λιγωμάρα του’δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε. Kαι τ’ άλλον αίμα του κορμιού, που’τον απομονάρι, |
|
30 | ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει η χάρη.
Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει, και προς το Pήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει. Mιλεί, παρηγορά τον-ε, κ’ εφίλειεν του το χέρι, λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει. |
|
35 | Πολλή χαράν ο Bασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι, πέμπει στη Xώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι. Kαι πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Xώρα να τον πάσι, του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει. Bρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ’ έξι δεν ψηφούσι, |
|
40 | μα εκείνη, οπού’τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι. Kράζουν το Pήγα σ’ μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι, πως τα πενήντα να χαθεί, κ’ εις το’να να κερδέσει. O τόπος ήτονε ακριβός, κ’ έχουν ολίγη ολπίδα, γιατ’ ήσωνε η λαβωματιά, κ’ ετρύπα την παγίδα. |
|
45
| Xώνει την πρίκα ο Bασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει ο λαβωμένος, μα πονεί, πως θέ’ να τον-ε χάσει. Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν, και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν, να μη σαλέψει, να πονεί, πάν’ τον εις το Παλάτι, |
|
50 | κι όλη τη στράτα ο Bασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει. Στην κάμερα την πλι’ όμορφην, την παραχρουσωμένη, κ’ εις το κλινάρι τσ’ Aρετής τον ήβαλε να μένει.
Eκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα’ μέσα, γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ’ επονέσα’. |
|
55 | Eίχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη, που εμεροξημερώνουντον η Kόρη που τον κρίνει. Mα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει για λόγου του μιά του Kερά ακριβαναθρεμμένη, εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει, |
|
60 | μ’ απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει. Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι το’χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι. Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα’, κι αρχίσαν κ’ οι λαβωματιές καλύτερα κ’ επηαίνα’. |
|
- Ο βασιλιάς Ηράκλης αγωνιά για τον βαριά τραυματισμένο Ρωτόκριτο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.222r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η επίσκεψη του Πολύδωρου στον μεταμορφωμένο ακόμη Ρωτόκριτο, που αναρρώνει από τα τραύματά του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.225r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο "Κριτίδης" ζητάει το χέρι της Αρετούσας (Ε 157-214)
Όπως ήταν φυσικό, η θεραπευτική δύναμη της κλίνης και του δωματίου της Αρετούσας πάνω στον πληγωμένο Ρωτόκριτο ήταν καταλυτική. Παράλληλα, είχε γίνει και ο Πολύδωρος καλά και άρχισε να επισκέπτεται τον άγνωστο πολεμιστή, ο οποίος τού θύμιζε πολύ τον εξόριστο φίλο του. Ο βασιλιάς Ηράκλης ζητά να μάθει ποιος είναι ο ξένος και επαναλαμβάνει την πρότασή του να συμβασιλεύσουν και να τον αφήσει κληρονόμο του. Ο Ρωτόκριτος, όμως, αντί για βασίλεια και πλούτη, ένα πράγμα μόνο έχει στον νου.
| EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· «Aφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι Kριτίδην, κι απ’ το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι. Mικρός εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη, |
|
160 | και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι. Mάναν και Kύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα, κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα’. Mαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου’, κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου. |
|
165 | Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ’ αφνίδια την εχάσα, κ’ επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα. Kαι μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω, κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω. Kαι το κορμί μου εκούρασα σ’ βάσανα πλιά παρ’ άλλον, |
|
170 | μα επά’λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον. Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα, μα’χα για σένα, Bασιλιέ, για σε, μεγάλε Pήγα. Mην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις, και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις. |
|
175 | M’ απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν, και τον Oχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν, πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου, όχι γιατί εσηκώθηκα, κ’ εδά’χω την υγειά μου, μα το’χω, γιατί τον Oχθρό σού’διωξα το μεγάλο, |
|
180 | και τούτο με παρηγορά στον Kόσμον πλιά παρ’ άλλο. Mα σ’ τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Aφεντιά σου, ίντ’ αφορμή μ’ επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου, δεν είν’ καιρός να σου το πω για ’δά, μα σ’ άλλην ώρα θέλω σου πει, και πού’μουνε, πού εφάνηκα, σ’ ποιά χώρα.»
|
|
185 | ΠOIHTHΣ Aφήνει ο Pήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει, αρχίζει μ’ όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.
PHΓAΣ Λέγει του· «Eσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω, γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω. Kι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη, |
|
190 | δικές σου να’ναι οι Aφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη. Kι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Kόσμο, να σ’ αρέσει, πέ’ το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι.»
ΠOIHTHΣ Tην ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει, κ’ εφαίνετό σου εχαίρετο κ’ εγέλα το Παλάτι.
|
|
195 | EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· «Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ’ οι Aφεντιές σου, ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν’ πάλι εδικές σου. Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο, κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω. Mεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος, |
|
200 | κ’ εις τούτο μ’ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος.
Kατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου, δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου. Eτούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη, τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει. |
|
205 | Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι, τη δούλεψιν, οπού’καμα για λόγου σας, ν’ ακούσει. Για τούτην ήρθα από μακρά, για Aγάπη τση επολέμουν, για λόγου της ώς κ’ οι Oχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν. Eδά’μαθες την αφορμήν, κ’ είδες το ζήτημά σου, |
|
210 | ίντά’τον, οπού μ’ έφερε στα μέρη τα δικά σου. Kι α’ ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου, και να με κάμεις Tέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου, κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει, εμέ να κάμει Tαίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει.» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Το απόσπασμα (Ε 157-214) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος ξεκινάει για τη φυλακή (Ε 369-412)
Αντί για τα πλούτη και τη συμβασιλεία που του προσέφερε ως ανταμοιβή για τη νίκη που τους έδωσε στον πόλεμο, ο Ρωτόκριτος ζήτησε από τον βασιλιά να παντρευτεί τη φυλακισμένη κόρη του· και στην περίπτωση που αυτή δεν τον θελήσει, η μόνη χάρη που ήθελε ο άγνωστος ήταν η απελευθέρωσή της. Ο βασιλιάς συγκινείται, σκεπτόμενος πόσο έχει υποφέρει η κόρη του πέντε χρόνια τώρα στη φυλακή, και εύχεται να συγκατατεθεί σε αυτόν τον γάμο. Στέλνει δύο συμβούλους να της μεταφέρουν την πρόταση, αλλά προσκρούουν σε άλλη μια αρνητική απάντησή της. Ο Ρωτόκριτος, πολύ χαρούμενος γι’ αυτή την άρνηση, ξεκινάει ο ίδιος να επισκεφθεί την κοπέλα στη φυλακή.
| ΠΟΙΗΤΗΣ O Pήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει, |
|
370 | κ’ ελόγιασε, κ’ εβάλθηκε να την-ε θανατώσει. Aν είν’ και τσ’ άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει, μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν’ αποθάνει, να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ’ να γρικήσει, την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει, |
|
375
| σ’ τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ’ να την τελειώσει, κι ομάδι με τη Nένα τση Θάνατο να τως δώσει.
Kαι με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη, είπασι του Pωτόκριτου τά’πεν η φλακιασμένη. Xαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι, |
|
380 | μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει. Eγνώρισε της Aρετής την τόση εμπιστοσύνη, κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη. K’ εζήτηξε του Bασιλιού θέλημα, να του ορίσει, να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει. |
|
385 | Kι αν τον-ε διώξει η Aρετή, σε βάρος δεν το παίρνει, μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει. Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει, κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει. Kεράν του να την-ε κρατεί, σ’ ό,τι καιρόν κι α’ ζήσει. |
|
390 | Kι ο Kύρης τση γι’ αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει.
PHΓAΣ Aπιλογάται ο Bασιλιός, λέγει του· «Kαλογιέ μου, μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου. Kάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει, να πει το Nαι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει. |
|
395 | Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α’ μου βουηθήσεις πάλι, χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ’ η μιά κ’ η άλλη.»
ΠOIHTHΣ Eκίνησε ο Pωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει, τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι. Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει, |
|
400 | πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει, να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει, κ’ η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν’ αλλάξει. Kαλά και να’ν’ μελαχρινός, γιατ’ ήτονε βαμμένος, μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος. |
|
405
299 | M’ όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ’ εμεγαλώσαν, τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ’ ελιώσαν. Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ’ εμίλειε μπουκωμένα, κ’ ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ’ εγέλα κάθα ένα.
Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα, |
|
410 | πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα. Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη, κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ’ άψει. |
|
- Ο Ρωτόκριτος, ως Κριτίδης, κατευθύνεται στη φυλακή της αγαπημένης του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.234r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το δαχτυλίδι της αναγνώρισης (Ε 483-534)
Όταν φτάνει στη φυλακή, ο Ρωτόκριτος χάνει τα λόγια του μπροστά στο θέαμα της αγαπημένης του, που είναι ντυμένη με κουρέλια, αδύνατη και βρόμικη. Δεν της αποκαλύπτεται, όμως, θέλoντας να την υποβάλει σε μια ακόμη δοκιμασία.
| APETOYΣA «Σκόλασε, Aφέντη, τά μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις, γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις. |
|
485 | Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη, και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι, η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο, παρά να πω ποτέ το Nαι, και Παντρειά να κάμω. Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ’ το του Kυρού μου, |
|
490 | πως κείνα που του εμίλησα, πάντά’χω μες στο νου μου. Kι αν είν’ κ’ εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει, ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη. K’ εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει, για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει. |
|
495
| K’ εγώ θανάτους εκατόν πλιά’φκολα θέλω πάρει, παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Aντρός γομάρι. H Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι, η σκοτεινάγρα είν’ Άντρας μου, το βρόμον έχω Tαίρι. Tο παραθύρι τση φλακής Xώρα μου κι Aφεντιά μου, |
|
500 | τα βούρκα για παρηγοριά, τσ’ αράχνες συντροφιά μου. Tη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω, κ’ εις ό,τι κι αν μ’ ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω. Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν, πάντά’ναι σ’ ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου’, μηδέ αλλάσσουν.» |
|
505 |
ΠOIHTHΣ Λογιάσετε, ο Pωτόκριτος μ’ ίντα καρδιά σωπαίνει, να δει μιά Aφέντραν και Kεράν ε-τόσα μπιστεμένη. Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει, ο πόνος κ’ η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει. Mεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν, |
|
510 | σ’ χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ’ οι δυό να συνοδέψουν. Mα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη, χαρά και πρίκα ο Pώκριτος είχε την ώρα κείνη. Eίχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται, κ’ είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται, |
|
515 | σ’ ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη, και τσ’ Aφεντιές αρνήθηκε, κ’ ήδιωξε το Παλάτι. Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη, αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.
EPΩTOKPITOΣ Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· «Aφουκράσου, |
|
520 | την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ’ τα και τση Kεράς σου.»
ΠOIHTHΣ Mα πρι’ μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι, με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.
EPΩTOKPITOΣ Λέγει τση· «Eγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω, μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω. |
|
525
| Tο Δακτυλίδι σού’δωκα, δος τση το να το πιάσει, κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει. Kι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει, πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι. Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ’ η Φύση το μανίζει, |
|
530 | τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει. Λοιπόν, μιλήσετε κ’ οι δυό, και δέτε το ολημέρα, κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα’, κ’ ίντ’ όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι, γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν’ ακούσει.» |
|
- Ο (μεταμορφωμένος) Ρωτόκριτος δίνει το δαχτυλίδι στη νένα Φροσύνη για να το παραδώσει στην Αρετούσα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.235v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Ε 483-534) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο ποιητής επιπλήττει τον Ρωτόκριτο (Ε 703-744)
Φεύγοντας ο Ρωτόκριτος από τη φυλακή μετά την πρώτη του επίσκεψη, άφησε στη Φροσύνη το δαχτυλίδι που του είχε δώσει η Αρετούσα στον μυστικό αρραβώνα τους. Η κοπέλα το αναγνώρισε και ζήτησε όλο αγωνία να ξαναδεί τον γενναίο πολεμιστή που είχε αρνηθεί να παντρευτεί. Του είπε μια ψεύτικη ιστορία για το πώς το έχασε, ζητώντας του να μάθει πού το βρήκε αυτός. Ο Ρωτόκριτος, για δεύτερη φορά, δεν της αποκαλύπτεται και την αφήνει σε αγωνία μέχρι την επόμενη μέρα, προφασιζόμενος δυνατό πονοκέφαλο. Ο ποιητής θεωρεί αυτή τη συμπεριφορά του ήρωά του υπερβολική και απάνθρωπη και τον επιπλήττει.
| Kείνη τη νύκτα ο Pώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη, κι ως ξημερώσει, να το πει τσ’ Aφέντρας του εβουλήθη, |
|
705
| πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτής τση, να πάψουσιν οι πόνοι τση κ’ οι αναστεναμοί τση. Mα’θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει, να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει. Nα βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση, |
|
710 | κ’ ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει. Mεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη για λόγου του, κ’ έτοιας λογής ήτον αποδομένη. Kι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ’ να τση το χώσει, το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει. |
|
715 | (Tούτά’ν’ τσ’ Aγάπης πωρικά, τούτά’ν’ του Πόθου οδύνη, έτοιας λογής, μ’ έτοιους καημούς τσ’ αγαπημένους κρίνει.) Πόσά’δεν ο Pωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει, εις τη φτωχήν την Aρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη. Kαι πάλι θέ’ να καλοδεί, και θέ’ να την πειράξει, |
|
720 | αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει.
Άδικον είν’, Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις, βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις. Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ’ ακόμη δεν πιστεύγεις; Ίντ’ άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις; |
|
725 | Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα, πάντά’ν’ τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα. Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους, και μες στη βρομερή φλακήν εδά’χει πέντε χρόνους. Tες Προξενιές τω’ Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη, |
|
730 | κι ο Kύρης τση τσ’ οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. Kι ακόμη θέ’ να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις; Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.
Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει, κ’ εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει. |
|
735
| Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει. Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει. Oληνυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες τση να μένει μετά κείνη, |
|
740 | ’τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει. Kαι φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται, κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται. Kαι πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει, κ’ ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το μοιρολόι της Αρετούσας (Ε 981-1074)
Κατά την τρίτη του επίσκεψη στη φυλακή, ο Ρωτόκριτος, παρόλο που ο ποιητής τον είχε ήδη επιπλήξει για την απάνθρωπη συμπεριφορά του προς τη φυλακισμένη Αρετούσα, επιμένει να τη δοκιμάζει, αφηγούμενος μια ψεύτικη ιστορία για το πώς βρέθηκε στα χέρια του, αυτού του άγνωστου πολεμιστή, το δαχτυλίδι της. Η ιστορία περιλαμβάνει τον "θάνατο" του Ρωτόκριτου στην ξενιτιά. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, η Αρετή παθαίνει ένα ισχυρό σοκ και κατόπιν ξεσπάει σε μοιρολόι.
| APETOYΣA «Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω; Ποιά ολπίδα πλιό μου ’πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω; Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω; Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω! |
|
985 | Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’, τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’. Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου’, στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου. Ξύπνου μου σ’ είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ’ όνειρό μου, |
|
990 | κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου. Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα, ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’. Θυμώντας σου, Pωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης, εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης. |
|
995 | Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ’ εις τ’ άχερα κοιμούμαι, και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι. Για σένα αφήκα τσ’ Aφεντιές, κ’ εμίσησα τα πλούτη, για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη. Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους, |
|
1000 | για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους. Tες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν, με τη δική σου θύμησιν το Pιζικόν ενίκουν.
Mοίρα μου, κ’ ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ’ εμένα; Tη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα. |
|
1005
| Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ’ άλλο σου απομένει; K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει; Eνίκησες τον πόλεμον, οπού’χες μετά μένα, και δε σ’ εψήφουν ώς εδά στά μου’χες καμωμένα. Πάντα επολέμου’ δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω, |
|
1010 | μα σήμερο μ’ ενίκησες στά φύλαγες οπίσω. Kι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να’χω ζήση, μα για να βασανίζομαι σ’ έτοια μεγάλη κρίση; Eγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει, γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει. |
|
1015 | Mα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ’ την καρδιά μου εχάθη, εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Pιζικού τα Πάθη. Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ’ ολπίζει, το Pιζικό δεν το ψηφώ, η Mοίρα δε μ’ ορίζει.
Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α’ θέλεις κάμε, |
|
1020 | κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά’μαι. Kαι θέ’ να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω, κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω. Eις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι, η απονιά σου να χαρεί, κ’ η γνώμη να χορτάσει. |
|
1025 | Zώντα μου μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω, μα όλπιζα με το Θάνατον κ’ εγώ να σε νικήσω. Nα πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ’ όλον που με κατέχεις, γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις. Δεν είν’ στον Άδη Pιζικά, δεν είν’ στον Άδη Mοίρες, |
|
1030 | δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες.
Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ’ επόθανες στα ξένα, ίντ’ άλλο πλιό μού ’πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα; Kι ας ήθελα βρεθεί κ’ εγώ στον τόπον του πολέμου, να μου φωνιάξεις· «Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!», |
|
1035
| να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω, και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω. Kι ως άνοιξε το στόμα του τ’ άγριο θεριό ν’ αράσσει, να βάλω εγώ το χέρι μου, κ’ εσέ να μη δαγκάσει. Mα’τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη, |
|
1040 | μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού’ έτοια κάλλη. Kι ας ήθελά’σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου, να σ’ ακλουθώ πρωτύτερα στ’ απομισέματά σου. Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι, τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου’ οι ψες στον Άδη.» |
|
1045 |
ΠOIHTHΣ Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει, πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι. Kαι πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ’ η αίσθησή τση εχάθη, κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη. T’ άλλα τση μέλη ήσα’ νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει. |
|
1050 | Eτρόμαξε ο Pωτόκριτος μην πά’ και την-ε χάσει, ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά’βαλε ο νους του ψέγει, επειδή κ’ έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει. Eδέρνετον κ’ η Nένα τση, στα χέρια την εκράτει, λογιάζοντας πως είν’ νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη, |
|
1055 | και μοιρολόγι θλιβερόν τσ’ ήλεγεν η καημένη, ελόγιαζε, κ’ εθάρρειε το, πως να’ναι αποθαμένη. Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ’ εσπάρασσε η καρδιά τση, μ’ ακόμη από το στόμα τση μακρά’το η εμιλιά τση.
Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα, |
|
1060 | και πώς κατέχου’ να το πουν εκείνοι που αγαπήσα’! ’Tό’ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει, να το μιλήσου’ δεν μπορούν, κ[’η] γνώση να το κρίνει. Δεν ήτονε παράξενον, αν είν’ κ’ η Aρετούσα έτοιας λογής απόμεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’. |
|
1065
| Eξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα· «Aπαρθινά, Pωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα’;» Tα δάκρυα οπού’σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα, τόπον ευρήκασιν εδά κ’ ετρέχασι κ’ εβγαίνα’. Kαι σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ’ επληθαίναν, |
|
1070 | σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν.
Aπό την άλλη ο Pώκριτος πάραυτας ενεστάθη, και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη.
EPΩTOKPITOΣ Λέγει· «Aρετή, τά μου’τασσες εξελησμονηθήκα’; Γιατ’ ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα; |
|
1075 | Aλίμονο όποιος γελαστεί, να’χει εις γυναίκα ολπίδα! Kαι πού’ναι τα όσα μου’ταξες στη σιδερή θυρίδα;» |
|
- Η φυλακισμένη Αρετούσα λιποθυμά λόγω του υποτιθέμενου θανάτου του αγαπημένου της, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.248v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Το παραμύθι» είναι η μελοποιημένη απόδοση της ψεύτικης αφήγησης του "Κριτίδη" για το δαχτυλίδι και αποτελεί την κορύφωση της σαδιστικής συμπεριφοράς του ήρωα, η οποία οδηγεί στο μοιρολόι της Αρετούσας που ανθολογείται στο απόσπασμα, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης, από την επετειακή έκδοση του άλμπουμ Ερωτόκριτος, EMI 2009.
Πηγή: YouTube«Θρήνος», μελοποιημένη απόδοση του μοιρολογιού της Αρετούσας, ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου, μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης, από το άλμπουμ Ερωτόκριτος, Columbia 1976.
Πηγή: YouTubeΟ «Θρήνος της Αρετούσας», αυτή τη φορά σε συντομευμένη μορφή, που μάλιστα αναπαράγει και το κλασικό μουσικό μοτίβο, εισαγωγή: Νίκος Ξυλούρης, ερμηνεία: Μελίνα Κανά, από το άλμπουμ Νίκος Ξυλούρης. Σπάνιες Ηχογραφήσεις, περιοδικό ΜΕΤΡΟ 2015.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το νέο του γάμου (Ε 1155-1178)
Αφού δοκίμασε την πίστη της Αρετούσας επανειλημμένα, φέρνοντάς την μέχρι το σημείο σχεδόν να χάσει τη ζωή της από τη στενοχώρια, ο Ρωτόκριτος τής αποκαλύφθηκε και σχεδίασαν μαζί τα επόμενα βήματα μέχρι τον γάμο τους. Ο Ρωτόκριτος μεταμφιέστηκε ξανά και η Αρετούσα δήλωσε ότι συμφωνεί στον γάμο της με τον άγνωστο πολεμιστή.
1155 | ΠOIHTHΣ Xαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα’, και κράζουσι την Aρετή μεγάλην καλομοίρα. Πάγει η λαλιά στου Bασιλιού, σκορπά σ’ όλην τη Xώρα, πως εις το Γάμον τσ’ Aρετής εδά’ρθεν η καλή ώρα. Tίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη, |
|
1160 | όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη.
Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη, που μ’ άλλον Άντρα η Aρετή έσμιξη Γάμου κάνει. Ήκλαψε, κ’ ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει, κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει. |
|
1165 | Kαι πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη, κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να’ναι, κ’ ίντα εγίνη.
Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη στην Έγριπο ο Pωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει. Kι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει, |
|
1170 | κ’ ελόγιαζε καθημερνό, κ’ εθάρρει πως εχάθη. K’ ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει, δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να’ναι κ’ ίντα εγίνη. Όλοι στη Xώρα χαίρουνται, κ’ ετούτος είν’ θλιμμένος, ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος. |
|
1175 | K’ οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν, και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν. Kρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει, γιατί εφοβούντανε πολλά το Pήγα, οπού τσ’ ορίζει. |
|
- «Ερωτόκριτος», παράσταση σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού, θέατρο Ακροπόλ, 2012.
Πηγή: LIFO - Η Αρετούσα με τη νένα της κατευθύνονται στο παλάτι, που γιορτάζει το νέο του γάμου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.253v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Ρωτόκριτος αποκαλύπτεται σε όλους (Ε 1351-1398)
Όλοι στο παλάτι γνωρίζουν ότι η Αρετούσα ενέδωσε τελικά να πάρει τον σωτήρα του πατέρα της και του βασιλείου τους. Η κοπέλα συμφιλιώθηκε με τους γονείς της και ανέκτησε την παλιά της μορφή βάζοντας όμορφα ρούχα. Πλήθος λαού έχει συγκεντρωθεί όλο χαρά για τον γάμο. Ο Ρωτόκριτος, με κάποια πρόφαση, έστειλε να καλέσουν και τον σύμβουλο Πεζόστρατο με τη γυναίκα του και, αφού περίμενε να έρθουν πρώτα αυτοί, οι γονείς του, αρχίζει να αποκαλύπτει μπροστά σε όλους την ταυτότητά του, απευθυνόμενος στον βασιλιά.
| ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ »Tον περαζόμενον καιρό στη Xώρα σου εκατοίκουν, κ’ ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν. Kαι με τον Kύρη μου συχνιά εμίλειε η Aφεντιά σου, γιατ’ ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου. |
|
1355 | K’ η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Bασιλιά μου, πέ’ μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου. Kι αν είν’ και κείνη η προξενιά, που σου’πεν ο Γονιός μου, ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου. Kι αν είν’ κ’ η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει |
|
1360 | ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ’ έχει, θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια, κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια. Aνέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε, ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε.»
|
|
1365 | ΠOIHTHΣ Tην ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ’ αναθιβάνει, πάντά’χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι. Kι ο Bασιλιός, κ’ η Pήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν, κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν. Kρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον, |
|
1370 | κ’ εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ’ εθώρειε γ-είς τον άλλον. Λογιάζουν, κι ο Pωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα, και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα’χε εκεί ’πωμένα. Mα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει, τ’ απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Pώκριτος εγίνη. |
|
1375 | Όλοι επομείνα’ ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι, δεν ξεύρου’ γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι. Δεν έχει ο Kύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Mάνα, τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα’. Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν, |
|
1380 | δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ’ έτοιον υ-Γιό να σμίξουν. Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα’, η Xώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.
O Pήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει, κ’ η όχθρητα, κ’ η όργητα σ’ σπλάχνος πολύ γυρίζει.
|
|
1385 | ΡΗΓΑΣ Λέγει του· «Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα, γ-ή εγώ’σφαλα, γ-ή εσύ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα. K’ επειδή οι χρόνοι κ’ οι καιροί τέλος καλόν εφέραν, ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν. K’ επειδή εμέλλετον εσέ η Aρετή, όχι εις άλλο, |
|
1390 | εις το Θρονί μου σήμερο σα Pήγα να σε βάλω. Nα ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη, Γυναίκα σου και Tαίρι σου, σου δίδω να’ν’ και τούτη. Eγώ, κατέχεις, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα, και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Xώρα. |
|
1395 | Kαι τα Pηγάτα κ’ οι Aφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου, κι ας τάξω πως δεν τ’ όριζα, μηδ’ είδα τα ποτέ μου. Mε την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε, να κάμετε κληρονομιάν, και Tέκνα σας να δούμε.» |
|
- Ο Ρωτόκριτος αποκαλύπτεται μπροστά στον βασιλιά Ηράκλη, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.252v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Ρωτόκριτος και οι γονείς του σμίγουν ξανά πανευτυχείς, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.259r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Η αποκάλυψη του ήρωα στον βασιλιά, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αρετούσα και Πολύδωρος (Ε 1431-1454)
Όπως είχαν κανονίσει μέσα στη φυλακή, η Αρετούσα θα προσποιούνταν ότι δεν γνωρίζει ποιος είναι ο άγνωστος πολεμιστής, τον οποίο δέχτηκε να παντρευτεί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο σωτήρας του πατέρα της και νικητής στον πόλεμο με τους Βλάχους. Έτσι, τώρα που ο βασιλιάς τής δίνει την ευχή του για τον γάμο, παρά την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Ρωτόκριτου, εκείνη προσποιείται την έκπληκτη, με μοναδική μαεστρία. Ανείπωτη είναι και η χαρά του Πολύδωρου για την επιστροφή του αγαπημένου του φίλου.
| ΠOIHTHΣ Mε πονηριάν η Aρετή κάνει πως δεν κατέχει πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ’ εις τούτο γνώσιν έχει). Tα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Kόρη, δείχνει πως το θαμάζεται, στον Oυρανόν εθώρει. |
|
1435 | Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν’ κείνον, οπού βλέπει, κ’ εδάγκανε τα χείλη τση (σ’ τούτο έπαινος τση πρέπει). Eκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν τα ψόματα γι’ απαρθινά, γιατί τσ’ αλήθειας μοιάζουν. Mε λίγα λόγια φρόνιμα τον Kύρη αποφασίζει, |
|
1440 | να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει. Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει, και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.
Eθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει, αν είναι εκεί ο Pωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει. |
|
1445 | Tόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει, τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει. Mα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει, κ’ είδε κι αυτός κ’ επίστεψε σαν τσ’ άλλους στο Παλάτι. Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει |
|
1450 | το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει.
Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη, και πόση περιδιάβαση σ’ όλην τη Xώρα εγίνη. Tίς το’λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει, τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη. |
|
- Το happy end: Ρωτόκριτος και Αρετούσα σμίγουν υπό τον φτερωτό θεό Έρωτα, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Ρωτόκριτος και Αρετούσα, σκηνή από την παράσταση «Ερωτόκριτος», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού, θέατρο Ακροπόλ, 2012.
Πηγή: Αθηνόραμα - Εναγκαλισμοί ανάμεσα στον αποκαλυφθέντα ήρωα και τον φίλο του Πολύδωρο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.261v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο ποιητής συμβουλεύει το κοινό και αυτοσυστήνεται (Ε 1511-1540)
Αφού η ιστορία είχε το ωραιότερο τέλος που μπορούσαν να φανταστούν και οι ερωτευμένοι και οι δικοί τους, ο ποιητής ενημερώνει για την εξέλιξη που είχε στο εξής η ζωή των νεονύμφων και στρέφεται προς το κοινό του για να το συμβουλεύσει να μη χάνει την ελπίδα του σε ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή. Αμέσως μετά, τους ζητά να δουν με κατανόηση το έργο του, όχι σαν τους κακόπιστους κριτικούς, που κακολογούν ό,τι κι αν διαβάσουν. Στο τέλος, συστήνεται, δίνοντας το όνομα και λίγα αυτοβιογραφικά του στοιχεία.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη, το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι. Eτούτ’ η Aγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη, και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη. |
|
1515
| Kαι κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει, μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει. K’ εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν, κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.
Eσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει, |
|
1520 | ήρθε σ’ ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει. Θωρεί τον Oυρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει, κ’ εις-ε λιμιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι. Σ’ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά’ρθα στο λιμιώνα, πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα. |
|
1525 | Θωρώντας εχαρήκασι, κ’ εκουρφοκαμαρώσαν, κι όσοι εκλουθούσα’ από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν. H γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει, και μιά βροντή στον Oυρανόν τσ’ οχθρούς μου φοβερίζει, εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι, |
|
1530 | κι απόκεις δεν κατέχουσι την Άλφα σκιάς να πούσι.
Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ’ έχω το γρικημένα, να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ’ απανωγραμμένα. K’ εγώ δε θέ να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ’ έχουν, μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. |
|
1535 | BITΣENTZOΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ, που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση |
|
1540 | το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. |
|
- Το εξώφυλλο του διασκευασμένου Ερωτόκριτου στο graphic novel των Γ. Γούση, Δ. Παπαμάρκου και Γ. Ράγκου, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Lifo - Σελίδα με τους τελευταίους στίχους του ποιήματος που περιέχουν και την αυτοσύσταση του ποιητή, κώδικας Harley MS 5644, f.264r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- «Ο Ερωτόκριτος ερμηνευμένος από 77 καλλιτέχνες» σε 40 διαφορετικά σημεία της Αττικής, από την ομάδα «Παίζουμε οικολογικά – ζούμε λογικά – ενεργούμε ομαδικά!», σύλληψη και σκηνοθεσία: Θανάσης Γκίκας, Κείμενα & βοηθός σκηνοθεσίας: Έλενα Χριστάκου, ενορχήστρωση: Γιάννης Τσόλκας & Θανάσης Γκίκας.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1980
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βιτσέντσος Κορνάρος Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση, εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάριο [Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 3], Ερμής, Αθήνα 1980.
- Αλεξίου 1985
- Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βιτσέντζος Κορνάρος Ερωτόκριτος [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ποίηση, 42], Ερμής, Αθήνα 1985 [χρηστική έκδοση].
- Αποσκίτη 2003
- Μάρθα Αποσκίτη, «Παρεμβάσεις του ποιητή στον Ερωτόκριτο», Κρητολογικά: αναγεννησιακά και νεώτερα, Στιγμή, Αθήνα 2003, σ. 145-152.
- Αποστολάκης 2004
- Κώστας Ε. Αποστολάκης, «Οπού κατέχει να μιλή: σχετικά με τη ρητορική του Ερωτόκριτου του Κορνάρου», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου: Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001. Τόμος Β1: Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδος. Ιστορία γλώσσα και λογοτεχνία, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2004, σ. 133-143.
- Bakker 2000
- Wim F. Bakker, «Τα τρία αστέρια της γκιόστρας στον Ερωτόκριτο», Θησαυρίσματα 30 (2000), σ. 339-378.
- Bot 2005
- A. S. M. Bot, «Η ύστατη δοκιμασία της Αρετής», Neograeca Medii Aevi V. Αναδρομικά και Προδρομικά. Approaches to Texts in Early Modern Greek. Papers from the conference Neograeca Medii Aevi V, Exeter College, University of Oxford, September 2000, επιμ. Elizabeth Jeffreys & Michael Jeffreys, Οξφόρδη 2005, σ. 395-409.
- Γιούργος 2000
- Κωστής Γιούργος (επιμ.), Ερωτόκριτος, ο ποιητής και η εποχή του, ένθετο αφιέρωμα Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή (Κυριακή 11 Ιουνίου 2000).
- Δεληγιαννάκη 1991
- Ναταλία Δεληγιαννάκη, «Ο διασκελισμός στον Ερωτόκριτο», Νεοελληνικά μετρικά, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο 1991, σ. 117-136.
- Δεληγιαννάκη 1998
- Ναταλία Δεληγιαννάκη, «Το χιούμορ του ποιητή στον Ερωτόκριτο», Οι ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη, Ερμής, Αθήνα 1998, σ. 143-160.
- Holton 1997
- David Holton, «Μυθιστορία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 253-291.
- Κακλαμάνης 2006
- Στέφανος Κακλαμάνης (επιμ.), Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006 [Πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, Ηράκλειο-Ρέθυμνο 13-15/11/2003].
- Καλλίνης 2002
- Γιώργος Καλλίνης «Λειτουργίες του αφηγητή στην αναγεννησιακή ιταλική ποίηση και στον Βιτσέντζο Κορνάρο (με αφορμή τον πρόλογο του Ερωτόκριτου)», Ελληνικά, τ. 52, τχ. 2 (2002), σ. 295-304.
- Καραλής 2004
- Βρασίδας Καραλής (επιμ.), «Ερωτόκριτος», αφιέρωμα Διαβάζω, τχ. 454 (Σεπτέμβριος 2004).
- Λασιθιωτάκης 1996
- Μιχάλης Λασιθιωτάκης, «Πετραρχικά μοτίβα στον Ερωτόκριτο», Θησαυρίσματα 26 (1996), σ. 143-177.
- Μαρκομιχελάκη 2012
- Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη (επιμ.), Ο κόσμος του Ερωτόκριτου και ο Ερωτόκριτος στον κόσμο, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Σητεία 31/7-2/8/2009, Δήμος Σητείας, Ηράκλειο 2012.
- Μαυρομάτης 1982
- Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, Το πρότυπο του Ερωτόκριτου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1982.
- Ξανθουδίδης 1915
- Στέφανος Α. Ξανθουδίδης (επιμ.), Βιτζέντζου Κορνάρου Ερωτόκριτος, έκδοσις κριτική γενομένη επί τη βάσει των πρώτων πηγών μετ’ εισαγωγής, σημειώσεων & γλωσσαρίου υπό Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου. Επισυνάπτονται πραγματεία του καθηγητού της γλωσσολογίας Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι περί της γλώσσης και γραμματικής του Ερωτόκριτου και οκτώ φωτοτυπικοί πίνακες εκ του χειρογράφου, Τυπ. Στυλ. Μ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1915.
- Peri 1999
- Massimo Peri, Του πόθου αρρωστημένος. Ιατρική και ποίηση στον Ερωτόκριτο, μτφρ. Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
- Philippides & Holton 1996-2000
- Dia M. L. Philippides & David Holton, Του κύκλου τα γυρίσματα: ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση, τόμοι Α΄- Δ΄, Ερμής, Αθήνα 1996-2000 [Η έκδοση κυκλοφορεί και σε CD-Rom].
- Σαββίδης 1994
- Γ. Π. Σαββίδης, «Πόσο “θαλασσινός” ήταν ο Βιτσέντζος Κορνάρος;», Λοιβή εις μνήμην Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1994, σ. 39-50.
- Σαββίδης 1998
- Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Ποίημα ερωτικόν λεγόμενον Ερωτόκριτος, Ερμής, Αθήνα 1998 [επεξεργασία της πρώτης έκδοσης του 1713].
- Χόλτον 2000
- Ντέιβιντ Χόλτον, «Πώς οργανώνεται ο Ερωτόκριτος;», Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, μτφρ. Μαρία Αθανασοπούλου, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 71-86.
Δικτυογραφία
«Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Γ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Ερωτόκριτος: α) [Μονομαχία Κρητικού και Καραμανίτη] (Β' μέρος, στίχοι 1047-1150)», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α' Γενικού Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Ερωτόκριτος: β) [Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός] (Ε' μέρος, στίχοι 767-818)», στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α' Γενικού Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)», στο «Ψηφιακό Σχολείο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία», Διόφαντος (ΙΤΥΕ).
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Βιτσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κορνάρος Βιτσέντζος», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Κορνάρος Βιτσέντζος», στο «Ανθολόγιο Λογοτεχνίας», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού [Το κείμενο της πρώτης έκδοσης (1713) σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη].
«Harley MS 5644 (το μοναδικό χφ. του Ερωτόκριτου, ψηφιοποιημένο)», στο «Digitised Manuscripts», The British Library.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «300 χρόνια "Ερωτόκριτος"», στο «βιβλία + ιδέες», Το Βήμα.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Θέματα
Αγάπη Έρωτας Θάνατος Κληρονομική βασιλεία Φιλία Φρόνηση Γνώση Τύχη/μοίρα Άνδρας (περιγραφή) Γυναίκα (περιγραφή) Οικογένεια Ομορφιά Χαρά Ανδρεία/ηρωισμός Μουσική Αλήθεια Ασθένεια Κοινωνικές τάξεις Ξενιτειά Γάμος Κίνδυνος Πόνος Αγωνίσματα Δικαιοσύνη Έργο τέχνης (περιγραφή) Εορτασμός/γλέντι Όνειρο, όραμα Τόπος (περιγραφή) Φύση (περιγραφή/φυτικός κόσμος) Ζώα (περιγραφή/ζωικός κόσμος) Δοκιμασία Πίστη Φυσικά φαινόμενα (περιγραφή) Μαγεία Κήπος (περιγραφή) Οικοδόμημα (περιγραφή) Ταξίδι Ευεργεσία και ανταπόδοση ΞένοςΤύπος Λόγου
Λόγος προσώπων - διάλογος Αφήγηση Περιγραφή Λόγος προσώπων - μονόλογος Μοιρολόι - θρήνος Λόγος προσώπων - μονόλογος εσωτερικός Επιστολή Λόγος προσώπων - ελεύθερος πλάγιος λόγοςΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν