Φορτουνάτος
Συγγραφέας: Φόσκολος Μαρκαντώνιος
Έμμετρη κωμωδία του βενετοκρητικού φεουδάρχη Μαρκαντώνιου Φόσκολου που γράφτηκε στη διάρκεια της πολιορκίας του Κάστρου (Χάνδακα) από τους Τούρκους και διαδραματίζεται στην ίδια αυτή πόλη, την πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Με μοτίβα και ήρωες ανάλογους με του Κατζούρμπου, τελειώνει κι αυτή με τον γάμο του ερωτευμένου ζευγαριού, αφού αποκαλύπτεται ότι ο νεαρός είναι ο χαμένος γιος του πλούσιου γιατρού Λούρα, ο οποίος επρόκειτο να παντρευτεί την κοπέλα. Το έργο συνοδεύεται από 4 ιντερμέδια με θέμα τον Τρωικό Πόλεμο.
Alfred Vincent (επιμ.), Φώσκολος Μάρκος Αντώνιος, Φορτουνάτος, κριτική έκδοση, σημειώσεις, γλωσσάριο [Κρητικόν Θέατρον, 2], Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1980.
Εισαγωγή
Από την κρητική λογοτεχνία των χρόνων της ακμής (περ. 1580-1669) σώζονται τρία δείγματα αστικής κωμωδίας, κατά το πρότυπο της λόγιας αναγεννησιακής ιταλικής κωμωδίας : ο Κατζούρμπος (ή Κατσούρμπος ή Κατζ(σ)άραπος) του Γεώργιου Χορτάτση, ο ανώνυμος Στάθης και ο Φορτουνάτος του Μαρκαντώνιου Φόσκολου. Και τα τρία έργα είναι γραμμένα στο κρητικό ιδίωμα και σε έμμετρο λόγο, οργανωμένο σε ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ μάλλον αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μόνο τμήμα της κωμωδιογραφίας και της σκηνικής της παρουσίασης στην Κρήτη, σύμφωνα με μαρτυρίες που υπάρχουν.
Ο Φορτουνάτος είναι χρονολογικά η τελευταία κωμωδία, γραμμένη το 1655 στη διάρκεια της πολιορκίας της πρωτεύουσας της Κρήτης από τους Τούρκους, δηλαδή του Κάστρου ή Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), πόλης μέσα στην οποία τοποθετείται και η υπόθεσή της. Χωρίζεται σε πέντε πράξεις, σύμφωνα με τον απαράβατο δραματουργικό κανόνα της εποχής, και έχει απλή πλοκή που στρέφεται γύρω από το μοτίβο της αναγνώρισης ενός χαμένου παιδιού. Ακόμη, διαθέτει όλους τους στερεότυπους χαρακτήρες των κωμωδιών της ιταλικής Αναγέννησης (ξεμωραμένος γέρος, σχολαστικός δάσκαλος, κοιλιόδουλοι υπηρέτες, ζωηρή υπηρέτρια, καθολικός καλόγερος, προξενήτρα, ερωτευμένο ζευγάρι) και μεγάλη ποικιλία από τρόπους πρόκλησης του γέλιου.
Ο Φορτουνάτος, θετός γιος του καστρινού εμπόρου Γιαννούτσου, είναι αμοιβαία ερωτευμένος με την κόρη της χήρας Μηλιάς Πετρονέλα, την οποία η τσιγκούνα μητέρα της έχει συμφωνήσει να παντρέψει με τον ευκατάστατο ηλικιωμένο γιατρό Λούρα, γεγονός που ανατρέπει τα σχέδια των δύο νέων παιδιών. Από την άλλη, ο Γιαννούτσος δεν θέλει να παντρέψει τον γιο του, αν δεν μάθει ποιοι είναι οι πραγματικοί του γονείς. Όταν πείθεται να παρακάμψει αυτό το εμπόδιο, αναθέτει στον φίλο του γιου του Θόδωρο να βρει την προξενήτρα Πετρού, για να κανονίσει έναν κατάλληλο γάμο. Ο Θόδωρος έχει ήδη πληροφορηθεί από τον Φορτουνάτο ποιαν αγαπά και ότι δεν είναι πραγματικός γιος του Γιαννούτσου. Η Πετρού έχει αναλάβει και τη διεκπεραίωση του γάμου του Λούρα, από τον οποίο μαθαίνει ότι δεν είναι Καστρινός παρά Κεφαλλονίτης, και ότι βρέθηκε στην Κρήτη αναζητώντας το παιδί που του άρπαξαν, δυόμισι χρονών, οι κουρσάροι. Όταν, λοιπόν, Πετρού και Θόδωρος συναντιούνται, έρχεται στην κουβέντα η ιστορία του Λούρα και ο φίλος συμπεραίνει ότι αυτός πρέπει να είναι ο πραγματικός πατέρας του Φορτουνάτου. Πληροφορεί τον Γιαννούτσο, κι αυτός βρίσκει τον Λούρα και ανταλλάσσουν τις ιστορίες τους, οι οποίες επαληθεύονται από τρία «σημάδια» αναγνώρισης του χαμένου παιδιού. Στη συνέχεια, ενημερώνουν και τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους και το έργο τελειώνει μέσα στη γενική χαρά του γάμου των δύο ερωτευμένων.
Ο συγγραφέας του έργου Μαρκαντώνιος Φόσκολος (1597-1662), βενετοκρητικός φεουδάρχης, είναι ένα πρόσωπο πολύ καλά τεκμηριωμένο από τις ιστορικές πηγές, καθώς έχουν διασωθεί πολλά συμβολαιογραφικά («νοταριακά») έγγραφα που μας πληροφορούν για τη ζωή του, τους δύο γάμους του, τα παιδιά που απέκτησε, την περιουσία που είχε, τον κύκλο των γνωριμιών του, τα ταξίδια του – σώζεται ακόμη και η ιδιόχειρη διαθήκη του.
Αυτό για το οποίο δεν μας πληροφορούν τα αρχειακά έγγραφα είναι η λογοτεχνική του δραστηριότητα, η τύχη όμως στάθηκε με το μέρος της νεοελληνικής γραμματείας, διασώζοντας δύο χειρόγραφα γραμμένα από το ίδιο το χέρι του ποιητή: αυτό της κωμωδίας Φορτουνάτος και ένα αντίγραφο της τραγωδίας Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, του οποίου ο Φόσκολος υπήρξε μεγάλος θαυμαστής. Και στα δύο αυτά λογοτεχνικά χειρόγραφα, ο Φόσκολος χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο για να γράψει τα ελληνικά, που ήταν χωρίς αμφιβολία η μητρική του γλώσσα, ενώ τα ιταλικά θα τα έμαθε ως δεύτερη γλώσσα, διότι, σαν γλωσσικός κώδικας της διοίκησης και του εμπορίου στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, ήταν απαραίτητα σε έναν αριστοκράτη όπως αυτός. Γενικά, η μόρφωσή του θα ήταν κυρίως ιταλική, και σ’ αυτήν θα έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ενώ τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της οικογενειακής του ζωής, η γλώσσα με την οποία ανατράφηκε. Έτσι εξηγείται το ότι εκφράζεται λογοτεχνικά σ’ αυτήν, αλλά τη γράφει με το αλφάβητο που είχε διδαχτεί, δημιουργώντας πάντως ένα συνεπές γραφικό σύστημα με δικούς του κανόνες και εσωτερική δομή. Στη μόρφωση του ποιητή περιλαμβάνεται η ιταλική λογοτεχνία, αρκετές γνώσεις της λατινικής, καθώς και γνώσεις του αρχαίου ελληνικού και λατινικού πολιτισμού (Vincent 1980).
Η κωμωδία του Φόσκολου μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση να φαίνεται ως απλή μίμηση της κωμωδίας του Χορτάτση Κατζούρμπος, ωστόσο, αν συγκρίνουμε τα δύο έργα πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι στην ουσία τους έχουν σημαντικές διαφορές: στον Φορτουνάτο ο ποιητής δείχνει πολύ μεγαλύτερη φροντίδα για την ανάπτυξη των λεπτομερειών που οδηγούν στην αναγνώριση του χαμένου παιδιού, και ο κόσμος των ηρώων του είναι ο «τακτικός και νοικοκυρεμένος κόσμος του αστικού καθωσπρεπισμού», χωρίς τα στοιχεία της σχεδιαζόμενης μοιχείας και μιας αιμομιξίας που αποφεύγεται την τελευταία στιγμή στον Κατζούρμπο. Από την άλλη, ο Φόσκολος, παρ’ όλη την έγνοια του για τον αληθοφανή σχεδιασμό των προσώπων και της πλοκής, δεν φαίνεται να έχει την εις βάθος κατάρτιση στη θεωρία του θεάτρου που είχε ο Χορτάτσης, είναι όμως ένας ταλαντούχος κωμικός συγγραφέας που επιστρατεύει αρκετές σκηνές οπτικού χιούμορ και μεγάλη ποικιλία ρητορικών σχημάτων στην υπηρεσία του λεκτικού χιούμορ, με «μπόλικα σκατολογικά καλαμπούρια, για να εκτονώνονται οι εντάσεις που δημιουργούνται από την επιβολή μιας αυστηρής ευταξίας […]» (Χατζηπανταζής 2014, 68-69).
Ο Φορτουνάτος γράφτηκε στη διάρκεια της εικοσάχρονης (1648-1669) πολιορκίας του Χάνδακα/Κάστρου από τους Τούρκους: στο χειρόγραφό του διαβάζεται, αν και με δυσκολία, η σβησμένη φράση «1655 Ιουλίου εις τας 8». Ίσως στο μεγάλης ιστορικής σημασίας αυτό γεγονός της πολιορκίας να οφείλεται η επιθυμία του ποιητή να στείλει στο κοινό του ένα ηθικό μήνυμα που θα εξέφραζε τις ιδεολογικές ανάγκες της βενετικής διοίκησης του πολιορκούμενου Κάστρου. Το μήνυμα διατυπώνει η προσωποποιημένη Τύχη στον πρόλογο του έργου και το επαληθεύει η εξέλιξη που είχε η ζωή του νεαρού πρωταγωνιστή: η Τύχη, ως ηθική δύναμη, δίνει τη βοήθειά της μόνο σε όσους την κερδίζουν με τη δική τους προσπάθεια. Το ίδιο ελπίζει ο ποιητής να συμβεί και για τους κατοίκους της πόλης, στους οποίους εύχεται στο τέλος «ο Θιος να σας αξώσει χρόνους πολλούς και λευτεριά στα σπίτια σας να δείτε» – μια ευχή που ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε ως προς το δεύτερο σκέλος της, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1669, εφτά χρόνια μετά τον θάνατο του Φόσκολου, η πόλη παραδόθηκε στους Τούρκους και οι κάτοικοί της πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς προς τα Επτάνησα και την Ιταλία· ανάμεσά τους και ο Μιχάλης Φόσκολος, γιος του ποιητή, που πήρε μαζί του και το πολύτιμο για τη λογοτεχνία μας χειρόγραφο του πατέρα του.
Ο ποιητής, με τη σκηνική οδηγία «Η σκηνή ραπρεζεντάρει (δηλαδή απεικονίζει) το Κάστρο τση Κρήτης», τοποθετεί την υπόθεση μέσα στην πολιορκούμενη πόλη και χρησιμοποιεί ένα ευρύ δίκτυο τοποσήμων της για να υποστηρίξει την αληθοφάνεια της κίνησης των ηρώων του. Διαβάζοντας τον Φορτουνάτο ή βλέποντάς τον να παίζεται, κινούμαστε με ζωντάνια και ταχύτητα μέσα κι έξω από την παλιά πόλη, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα του βενετσιάνικου Χάνδακα: από τον όρμο του Δερματά και την Εβραϊκή συνοικία, στο βορειοδυτικό μέτωπο, πάμε δυτικότερα στο εσωτερικό της πόλης, στον ναό και την ενορία της Αγίας Άννας και στον ναό και την ενορία του Παντοκράτορα (σημερινή Χανιώπορτα)· κι από κει νοτιοανατολικά, στο εσωτερικό του Ξώπορτου, στην περιοχή του ναού του Σα Σαλιβαδόρου (του Αγίου Σωτήρα), και στο γειτονικό «Κερατοχώρι». Αναφέρεται, ακόμη, το σημείο όπου ήταν στημένη η «φούρκα», η αγχόνη για τους εγκληματίες, ενώ απαραίτητη είναι και η νησίδα Ντία, για να μπορεί να στέλνει εκεί με τις κλοτσιές ο φαφλατάς στρατιωτικός κάθε ανεπιθύμητο, όπως δυο φορές απειλεί να κάνει.
Οι δραματουργικές αρετές του Φορτουνάτου βοηθούν ώστε το έργο, παρ’ όλα τα γλωσσικά εμπόδια που δημιουργεί στον σύγχρονο θεατή, να παριστάνεται με επιτυχία στις μέρες μας, όχι μόνο στην Κρήτη, όπου η γλώσσα αποτελεί μικρότερο πρόβλημα, αλλά και σε κεντρικές σκηνές. Έτσι, η κωμωδία παραστάθηκε αρκετές φορές μέχρι τώρα· αρχικά, σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου στην Αθήνα: το 1962 με τη «Νεοελληνική Σκηνή» και το 1985 με το «Αμφι-Θέατρο»∙ στην Κρήτη το 1979 από την «Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης» και το 1981 από το διάδοχο σχήμα της, το «Ημικρατικό Θέατρο Κρήτης», και τις δύο φορές σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα∙ και την τελευταία δεκαετία, από το Εθνικό Θέατρο το 2008, σε σκηνοθεσία Μάρθας Φριντζήλα, και το 2010 από τη Θεατρική Ομάδα Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, σε σκηνοθεσία Αντώνη Περαντωνάκη. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειώσουμε ότι παλαιότερη από όλες αυτές ήταν η ραδιοφωνική παράσταση που δόθηκε το 1957 στην Ελληνική Ραδιοφωνία, σε σκηνοθεσία του Κώστα Κροντηρά, με σαφή απλοποίηση της ιδιωματικής γλώσσας και παράλειψη των κατεξοχήν κωμικών ηρώων (Δάσκαλος, Τζαβάρλας, Μπερναμπούτσος, Αγουστίνα). Αποσπάσματα των δύο τελευταίων παραστάσεων συνοδεύουν ως πολυμεσικό υλικό τα ανθολογούμενα εδώ χωρία της κωμωδίας.
Αποσπάσματα
Η πόλη του Κάστρου (Πρόλογος 89-133)
Στον πρόλογο της κωμωδίας, στη σκηνή εμφανίζεται η προσωποποιημένη Τύχη, με μάτια κλειστά και ξανθά μαλλιά, μαδημένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με φτερά και έναν τροχό στο χέρι. Συστήνεται στο κοινό και απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους φέρεται στους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους, σαν μια δύναμη ηθική, φέρνοντας παραδείγματα από έναν ωραιοποιημένο «χρυσό αιώνα». Γρήγορα, ωστόσο, συνειδητοποιεί ότι δεν έχει νόημα να αναφέρεται σε άλλες εποχές, εφόσον το κοινό έχει μπροστά του το ζωντανό παράδειγμα του Κάστρου (Χάνδακα), που ζει βέβαια την απειλή της τουρκικής κατάκτησης, αλλά έχει κατοίκους οι οποίοι με την προσωπική τους αξία και αρετή ανέβηκαν ψηλά. Έτσι, προχωρεί στο εγκώμιο της πόλης που διαβάζουμε στο απόσπασμα.
| ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πρόλογος, τόνε κάνει ἡ Τύχη
Μὰ ἴντα θὲ νὰ κάθωμαι τώρα νὰ σᾶς δηγοῦμαι |
|
90 | τὰ παλαιὰ καμώματα; Ἂς ἔρθωμε νὰ δοῦμε σήμερον εἰς τὸ Κάστρο σας τοῦτο τὸ τιμημένο τσῆ Κρήτης τόσα ἐξακουστό, στὸν κόσμο δοξασμένο σ’ ἄρματα κι εἰσὲ γράμματα κι εἰς κάθα πράξην ἄλλη παντοτινὰ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς, καὶ τώρα μὲ μεγάλη |
|
95 | δόξα ἡ φούμη του ἐπλάτυνε, καὶ ὁ κόσμος τὴ λογιάζει, καὶ ὅλη ἡ Φραγκιὰ τσὶ δύναμες τσὶ τόσες του θαμάζει. Ἡ Ἄσια, ἡ Τράτσια καὶ ἡ Ἄφρικα τρομάσσου τς ἐμπόρεσές τως βλέποντας πῶς τς ἔκαμε νὰ χάσου, καὶ ὁ Τοῦρκος τ’ ἄνομο σκυλὶ τρομάραν ἔχει τόση |
|
100 | ποὺ πλιό του δὲν ἀποκοτᾶ ἀποκάτω νὰ σιμώση, γιατὶ θυμᾶται τὰ παλιά, καὶ τρέμει καὶ φοβᾶται, καὶ ἀκόμη τά ’παθε στὴ γῆ καὶ εἰς πέλαγος θρηνᾶται, καὶ τόνε περιτρέχουσι στὰ ἐρχόμενα λογιάζει, καὶ μετανιώνει ἀπὸ καρδιᾶς, κλαίγει καὶ ἀναστενάζει. |
|
105 | Ἐκεῖνο τὸ ψοματινὸ καὶ τὸ μισὸ φεγγάρι, ποὺ ’γέρθη κι ἐσηκώθηκε μ’ ἔτοια μεγάλη χάρη ἀπ’ τὴ μερὰ τῆς Σύθιας τῆς ἄπονης, κι ἐσάσε κι ἐπλάτυνε γιαμιὰ γιαμιὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο ἐπιάσε, θέλει ἀπομείνει σκοτεινὸ γοργὸ καὶ θαμπωμένο, |
|
110 | καὶ μ’ ἔκλειψη παντοτινὴ νὰ στέκη μαυρισμένο, γιατὶ ἀποὺ τὴ Βενετιὰ καὶ ὅλη τὴ Χστιανοσύνη νέφη θελὰ θέλου γερθῆ μὲ τόση κακοσύνη καὶ τοῦ πελάγου καὶ τσῆ γῆς, κι ἐπῶδε νὰ γυρίσου τὴ λαμπιρότη τὴν πολλὴν ἁπὄχει νὰ τοῦ σβήσου, |
|
115 | καθὼς ἀπάνω εἰς τς οὐρανοὺς εὑρίσκεται γραμμένο ἀποὺ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἴτσι ἀποφασισμένο. Χαρὰ λοιπὸν ἀμέτρητη ὅλοι σας καρτερεῖτε, καὶ εἰσὲ λιγούτσικο καιρὸ τὴ λευτεριὰ θωρεῖτε. Μὰ ὁ νοῦς μου ἐπαραπέρασε κι ἐφῆκα τὰ δηγούμου· |
|
120 | μὰ τώρα στὴν ἀθιβολὴ γυρίζω πάλι ἁπού ’μου. Πόσοι ἀθρῶποι σήμερο στὴ χώρα σας ἐτούτη βρίσκουνται εἰς ἀξιότητες κι εἰσὲ μεγάλα πλούτη, ἁπού ’σανε πολλὰ φτωχὰ καὶ ἄτιμα γεννημένοι, καὶ ἀπὸ αἶμα χαμηλὸ καὶ ταπεινὸ ἐβγαμένοι; |
|
125 | Τοῦτοι γιὰ νά ’νιαι πρόθυμοι, νὰ μὴ βαριοῦνται κόπο, μὰ νὰ γλακοῦσι ἐδῶ κι ἐκεῖ γλήγοροι εἰς κάθα τόπο, ἀφέντες νὰ δουλεύγασι μεγάλους, ἁποὺ ὁρίζα, ταχιὰ καὶ ἀργά, καὶ ἀνάπαψη κιαμιὰ δὲν ἐγνωρίζα, θωρώντας τσι τέτοιας λοῆς κι ἐγὼ ἐιδάρισά τσι, |
|
130 | καὶ στὴν κορφὴ τσῆ σβίγας μου, σὰ βλέπετε, ἔβαλά τσι· καθὼς θαρρῶ καὶ σήμερο πὼς θέλετε γνωρίσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά, ὁποὺ γιὰ νὰ γρικήση καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶστε ἐδεπὰ ἐρθωμένοι. |
|
- Η σελίδα τίτλου της πρώτης (κριτικής) έκδοσης του Φορτουνάτου, σε επιμέλεια Στέφανου Ξανθουδίδη, από τον εκδοτικό οίκο του Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1922.
Πηγή: Retsas Books - Η προσωποποιημένη Τύχη προλογίζει το έργο, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Η αρχή της παράστασης από την ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα των Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το χρέος του καλού πατέρα (A 1-38)
Στην αρχή της πρώτης πράξης, όπως η Τύχη είχε εξαγγείλει στο τέλος του προλόγου, εμφανίζονται ο έμπορος μισέρ Γιαννούτσος και ο θετός του γιος Φορτουνάτος. Ο Γιαννούτσος, που έχει πληροφορίες ότι ο γιος του έχει αλλάξει συμπεριφορά τελευταία, του εξηγεί ποιες είναι οι υποχρεώσεις του σώφρονος ανθρώπου απέναντι στα παιδιά του και του θυμίζει ότι, από τότε που τον βρήκε μόλις δυόμισι χρονών, εγκαταλελειμμένο, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ανατροφή του.
| ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ−ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Φορτουνάτος
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Δοσμένον ἔναι καθανὸς ἀθρώπου ἁπὄχει γνώση, ἀπείτις φτάξη σὲ καιρὸ παιδιὰ καὶ φανερώση, τσὶ πρῶτες περιδιάβασες μὲ μόδο ν’ ἀπαρνᾶται καὶ μὲ καινούριους λογισμοὺς καὶ ἔγνοιες νὰ κυβερνᾶται, |
|
5 | καὶ νὰ ξετρέχη τὰ παιδιὰ μὲ τάξες νὰ παιδεύγη καὶ μὲ ἀρετὲς, καὶ ὅσο μπορεῖ πάντα του νὰ γυρεύγη μὲ πόθο κι ἐπιμέλεια, μ’ ἵδρο καὶ κόπο ἀντάμα καὶ μὲ ψυχὴ καὶ μὲ καρδιὰ νὰ τῶσε κάμη πράμα, ἀλήθεια μὲ πρεπούμενους μόδους, γιὰ νὰ μποροῦσι |
|
10 | αὐτοὶ καὶ οἱ κλερονόμοι τως πάλι νὰ τὰ χαροῦσι. Ξεύρεις το, Φορτουνάτο μου, περίσσα ἀγαπημένο πὼς σέ ’χα ἀποὺ τὴ μιὰ τσ’ ἀρχῆς ὅλο τὸν περασμένο καιρόν, ἀπούσταν ἔτυχες στὰ χέρια τὰ δικά μου, καὶ πὼς σ’ ἐγάπου ὡσὰν παιδὶ ἐβγαμένο ἀπ’ τὴν καρδιά μου. |
|
15 | Καὶ ἀκόμη δυόμισι χρονῶ λογιάζω πὼς δὲν ἤσου, μηδ’ ἔξευρες μηδ’ ἔγνωθες ποιοί ’σα ποτὲ οἱ γονιοί σου· καὶ μὲ μεγάλη μου ἔξοδο καὶ ἀμέτρητό μου κόπο σ’ ἀνάθρεψα, καὶ οὐδ’ ἔλειψα μηδὲ ’ς κανένα τρόπο νὰ μὴν ξεδράμω ὅσο μπορῶ μὲ μόδον ἕνα καὶ ἄλλο |
|
20 | στὴ στράτα τῶν καλῶ ἀρετῶ καὶ διάξω νὰ σὲ βάλω, γιὰ νὰ σὲ κάμω κατὰ πῶς εἶχεν ἡ ὄρεξή μου, φρόνιμο καὶ ἀξαζόμενο, νὰ σ’ ἔχω ὡσὰν παιδί μου, παρηγοριὰ στὰ γέρα μου, πάλι στὸ θάνατό μου γιὰ κλερονόμο μοναχὸ στὸ ἔχει τὸ δικό μου. |
|
25 | ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Γνωρίζω το, κατέχω το καὶ εἶδα το μοναχός μου ἀπούστανταν ἐγνώρισα τὸν κόσμο, καὶ ἀπατός μου πολλὲς φορὲς τὸ λόγιασα, καὶ εὐκαριστιὰ μεγάλη στὴν ἀφεντιά σου ἐκράτουνε περίσσα πλιὰ παρ’ ἄλλη, γιατί ἤβλεπα δὲν ἔκανες κεῖνο τὸ χρέος μόνο |
|
30 | ἁπὄχει ὁ κύρης στὸ παιδί, μὰ πλιότερο ἀπ’ αὐτόνο. Καὶ πάλι ἐγὼ δὲν ἔλειψα, σὰ μοῦ ’πρεπε, ποτέ μου, καὶ ὡς ἤτονε τὸ χρέος μου νὰ κάνω, φαίνεταί μου, ἐκεῖνα τὰ μ’ ἐδίδασκες νὰ πάσκω νὰ γυρεύγω νὰ γίνουνται, καὶ ὡς ἤριζες ποτὲ νὰ μὴν ὀκνεύγω. |
|
35 | ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Τοῦτο ’ναι ἀλήθεια καθὼς λές· γιὰ κεῖνο τὴν εὐκή μου πουρνὸ καὶ βράδυ σοῦ ’διδα μὲ ὅλη τὴν ὄρεξή μου. Μὰ ἐδὰ γρικῶ πὼς ἤλλαξες κι ἐπιάσες ἄλλη στράτα, κι ἔχω καθημερνὸ γιὰ σὲ πολλὰ κακὰ μαντάτα. |
|
- Ο μισέρ Γιαννούτσος και ο θετός γιος του Φορτουνάτος, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Α 1-38) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Γεροντοσεβντάς (A 73-118)
Στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης της κωμωδίας γνωρίζουμε δύο ακόμη πρόσωπα του έργου. Μπαίνει ο ηλικιωμένος γιατρός Λούρας, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, στον οποίο περιγράφει τα ερωτικά του συμπτώματα. Ο μονίμως πεινασμένος Μποζίκης αγανακτεί που ο αφέντης του δεν τον αφήνει να ευχαριστηθεί το φαγητό στο σπίτι και τον ειρωνεύεται που γυρεύει έρωτες στα γεράματα. Μετά το απόσπασμά μας, η σκηνή θα συνεχιστεί με τον Λούρα να περιγράφει πώς γνώρισε και ερωτεύτηκε τη νεαρή Πετρονέλα, κόρη της χήρας Μηλιάς, και πώς ζήτησε το χέρι της από τη μάνα της, και μάλιστα χωρίς προίκα. Η Μηλιά υποσχέθηκε να το σκεφτεί και τώρα ο Λούρας στέλνει τον υπηρέτη του στην προξενήτρα Πετρού, για να έρθει να τον βοηθήσει με αυτό το προξενιό.
| ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ−ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Λούρας, Μποζίκης
ΛΟΥΡΑΣ Τόσα στὸ νοῦ πολλὰ βαθιὰ τούτη τὴν ἔγνοιαν ἔχω ἁποὺ ἄλλο πράμα δὲ θωρῶ μηδ’ ἄλλο δὲν ξετρέχω. |
|
75 | Τσὶ βίζιτες ἐρνήθηκα καὶ ὅλες τσὶ κοῦρες τς ἄλλες ποὺ κράτουν εἰς τὰ χέρια μου, μικρὲς καὶ τσὶ μεγάλες, κι ὅλος στὸν πόθο ἐδόθηκα τέτοιας λοῆς, νὰ ζήσω, ὁποὺ φοβοῦμαι φέρνει με σ’ ὥρα νὰ ξετρουμίσω. Δὲν ἠμπορῶ νὰ κοιμηθῶ, μὰ ὁληνυχτὶς λογιάζω, |
|
80
[83]
[83] | γυρίζω, θέτω, γέρνομαι, καὶ μόνο ἀναστενάζω. Τς ὧρες μετρῶ καὶ δὲ θωρῶ πότες νὰ ξημερώση. Χιλιάδες ψύλλοι καὶ κοριοὶ ὁληνυχτὶς μὲ τρῶσι. Μποζίκη!
ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἴντα μὲ θές, καλέ; Λογιάζω πὼς ἐβγῆκες ἀποὺ τὸ νοῦ σου ὁλότελα. Στὸ σπίτι δὲ μ’ ἐφῆκες |
|
85 | ν’ ἀκροσταθῶ μηδεγουλιάς, ἁπού ’χα ὀρδινιασμένες σὲ μιὰ μουρχούτα καὶ ὄμορφα μὲ τὸ τυρὶ ἀρτυμένες καὶ μὲ περίσσα ζαφορὰ καμπόσες μακαροῦνες, ποὺ ’μοῦ ’πομεῖναν ὀψαργάς, ἄλλο παρὰ μπουλντοῦνες. Κι ἤστεκα καὶ ἀναλείχουμου, κι ἤθελα ν’ ἀρχινίσω |
|
90 | νὰ τὴ φκαιρέσω, μ’ ἀληθῶς πρίχου τσὶ γεματίσω ἤβγαλες γέρο δαίμονα μόνο μὲ τσὶ φωνές σου, σύναυγα καὶ ὁλονήστικος νὰ τρέχω στσὶ δουλειές σου. Κι ἴντα θαρρεῖς νά ’σα πολλές; Μιὰ πρατικιά, στὴν ψή μου, κρίνω νὰ μὴν ἐφτάνασι, καὶ ἀδυνατὰ πονεῖ μου. |
|
95 | Καὶ ἀποὺ τὴ βιάση μου ἤριξα τὸ χέρι μου καὶ πιάνω τὸ χοιρομεροκόκκαλο τοῦτο, καὶ εὐθὺς τὸ βάνω μέσα στὴ μπουζουνάρα μου, κι ἤθελα ν’ ἀρχινίσω τὸ κρὰς ἁπὄχει ἀπάνω του σὰ σκύλος νὰ τὸ γλείψω. Κι ἐσὺ μὲ δίχως ντεσκριτσὸ καὶ μ’ ἀσπλαχνιὰ μεγάλη |
|
100 [101]
[101] [102]
[102] | μὲ τς ἀθιβολαρίνες σου θὰ μὲ ξηλώσης πάλι, καὶ στέκομαι νὰ λιγωθῶ. ΛΟΥΡΑΣ Μωρὲ συ, κακομοίρη, γρίκα μου νὰ σοῦ δηγηθῶ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἔδε καραβοκύρη τὸν ἤκανες στὸ πέλαγος! Ἄξος ’σουνε, νὰ ζήσης, τὸ τσοῦρμα σ’ ἕνα κάτεργο χοντρὸ νὰ ξετρουμίσης. |
|
105 | Ἐγώ ’λεγα κι ἐγύρεψες, ἁπού ’σαι γεροντάκι, πρὶ δώσης ὄξω τοῦ σπιτιοῦ, νὰ πιάσης κουλουράκι, κι ἕνα ποτήρι μὲ ρακὴ γὴ μὲ κρασὶ μοσκάτο γλυκὺ νὰ πιῆς, κι ἐσύ, λωλέ, γδυμνὸς καὶ ξεζωνάτος ἤδωκες ὄξω τοῦ σπιτιοῦ σὰ νά ’σουν ἀφορμάρης, |
|
110 | καὶ χίλια μύρια τσάτσαλα καὶ σάλια ροζονάρεις.
ΛΟΥΡΑΣ Πολλὰ μοῦ ἀποδιαντράπηκες, καὶ βλέπεσε, καημένε, ἄνοστε, ἀδούλη καὶ φαγὰ καὶ χοῖρε βρωμεσμένε, μηδὲ σοῦ δώσω τσὶ ξυλιὲς κεῖνες ποὺ σοῦ τοκάρου, καὶ τὸ πετσί σου γνάψω το σὰ νά τονε γαϊδάρου. |
|
115 | ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἀφέντη μου, συμπάθησ’ μου, καὶ ἡ πείνα μου, νὰ ζήσω, στὸ μόδο τοῦτο μ’ ἔκαμε ἄπρεπα νὰ μιλήσω. Μὰ ἀλήθεια ’δὲ ἴντα θὲς γενῆ, στὸ σπίτι νὰ στραφοῦμε, γιατὶ πεινῶ, ζαλίζομαι, καὶ δὲν κατέχω ποῦ ’μαι. |
|
- Ο κοιλιόδουλος υπηρέτης Μποζίκης και ο γιατρός Λούρας, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Μποζίκης και Λούρας σε μια από τις πολλές κωμικές στιγμές του έργου, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Α 73-118) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Α 73-118) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ένα υιοθετημένο παιδί (B 181-220)
Με το απόσπασμα αυτό βρισκόμαστε στη δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης της κωμωδίας. Μέχρι τώρα, έχουμε γνωρίσει τον πρωταγωνιστή Φορτουνάτο, για τον οποίο έχουμε μάθει ότι είναι υιοθετημένο παιδί και ο πατέρας του έχει μόλις πληροφορηθεί γι’ αυτόν ότι νυχτοπερπατάει κάνοντας ύποπτες παρέες. Έχουμε, ακόμη, γνωρίσει πέντε από τους στερεότυπους κωμικούς τύπους μιας αναγεννησιακής κωμωδίας: τον ερωτευμένο γέρο, τον σχολαστικό δάσκαλο, τον κομπορρήμονα αλλά δειλό στρατιωτικό και δύο κοιλιόδουλους υπηρέτες. Στην παρούσα σκηνή ο Φορτουνάτος, αφού μονολογήσει για τη δύναμη του έρωτα, ανοίγει την καρδιά του στον στενό του φίλο Θόδωρο και του μιλά για τον αμοιβαίο έρωτά του με την Πετρονέλα, που η μητέρα της ετοιμάζεται να την δώσει στον γέρο Λούρα, και τις αντιρρήσεις του πατέρα του να τον παντρέψει πριν μάθει ποιοι είναι οι αληθινοί του γονείς. Σε αυτήν τη σκηνή ο Θόδωρος θα μάθει για πρώτη φορά ότι ο φίλος του είναι υιοθετημένος και έτσι θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι των πληροφοριών που θα οδηγήσει στην αναγνώριση του χαμένου παιδιού και στο αίσιο τέλος του έργου.
| ΑΤΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Φορτουνάτος, Θόδωρος
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τούτη μὲ κρίνει τὸ φτωχό, γι’ αὐτὴ ταχὺ καὶ βράδυ παίρνω θανάτους ἑκατό, σὰν Τάνταλος στὸν Ἅδη, ποὺ ἔχει τὰ μῆλα ἀνάντια του καὶ τὸ νερὸ καὶ τρέχει στὸ πλάιν του ὡς τὰ χείλη του, κι αὐτάνα δὲν τοῦ βρέχει. |
|
185 | Τούτη τὸ νοῦ μου ἐσήκωσε, τούτη τὸ λογισμό μου μοῦ πῆρε, καὶ νὰ τά ’χω πλιὸ δὲν ἔναι μπορετό μου.
ΘΟΔΩΡΟΣ Κι ὀγιὰ ἴντα, φίλε; Σώπασε, καὶ τάσσω σου νὰ κάμω μὲ κάθα μόδο γλήγορα νὰ κάμετε τὸ γάμο.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τοῦτο περίσσα τό ’ξευρα κι ἐγώ, ἂν τὸ ριζικό μου |
|
190
[191]
[191] | δὲν εἶχεν εἶσται ἀμπόδιστρο στὸν πόθο τὸ δικό μου.
ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ τί ’ναι αὐτὸ τ’ ἀμπόδιστρο;
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Ἀπεὶς καὶ ἀρχίνισά σου καὶ ὡς μπιστεμένου φίλου μου τώρα δηγήθηκά σου, πρεπό ’ναι καὶ τ’ ἀμπόδιστρο νὰ σοῦ τὸ μολοήσω, γιὰ νὰ μὲ κλάψης τὸ φτωχὸ σ’ ἔτοιο καημὸ περίσσο. |
|
195 | Ἀφέντης μου εἶν’ τ’ ἀμπόδιστρο, γιατὶ δὲ θὰ μ’ ἀφήση, λέγει, ποτὲ νὰ παντρευτῶ, ὥστε νὰ μὴ γνωρίση τὸν κύρην ἁποὺ μ’ ἔσπειρε ποιὸς εἶναι, καὶ ἀπὸ ποῦ ’μαι· κι ἐγὼ πὼς παίρνω θάνατο πρωτύτερα φοβοῦμαι.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ἴντα, δὲν ἔναι κύρης σου τοῦτος; Ἀμ’ ἴντα σοῦ ’ναι; |
|
200 | Καὶ πούρι ὅλοι γιὰ φυσικὸ παιδίν του σὲ κρατοῦνε.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Δὲν ἔναι κύρης μου, σὰ λές, μ’ ἀλλότες εἶχε πράσσει εἰς τὰ ταξίδια, καὶ ἔρχοντας μιὰ φούστα ν’ ἀγοράση, μέσα στὴ φούστα μ’ εὕρηκε κι ἐμένα, ὁποὺ παρμένο δὲν ξεύρω ἀπὸ ποῦ μέ ’χασι, καὶ ἤμουνε σκλαβωμένο. |
|
205 | Καὶ μετὰ κείνη τοτεσὰ μ’ ἀγόρασε κι ἐμένα, καὶ ἀκόμη χρόνους δυόμισι δὲν εἶχα περασμένα. Καὶ ἀληθινὰ σὰ νά ’χα ’σται παιδίν του καὶ ἐβγαμένο ἀποὺ τὰ φυλλοκάρδια του μέ ’χε κανακεμένο, καὶ ἀπὸ μικρὸν εἰς τὸ σκολειὸ στὰ γράμματα ἔβαλέ με, |
|
210 | κι ἐξόδιασε καὶ ἀνάθρεψε κι ἔτσι ἐμαθήτεψέ με.
ΘΟΔΩΡΟΣ Πράμα καινούριο σοῦ γρικῶ, ποὺ ἄλλη φορὰ ποτέ σου δὲ μοῦ τὸ ξεφανέρωσες. Μὰ οἱ τάξες καὶ ἀρετές σου δείχνουσι πὼς ἀπὸ καλὸ αἶμα νὰ κατεβαίνης καὶ ἀπὸ γενιὰ καθολικὴ καὶ εὐγενικὴ νὰ βγαίνης. |
|
215 | ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τοῦτο τὸ πράμα εἶναι ἀφορμὴ καὶ ἤβαλεν ἔτοια γνώμη, καὶ δὲ λογιάζει οὐδὲ ποσῶς νὰ μὲ παντρέψη ἀκόμη ὥστε ἁπού, ἂν εἶναι μπορετό, νὰ μάθη τὴ γενιά μου, καὶ ἀπὸ ποῦ κατεβαίνουσι καὶ εἶν’ τὰ συγγενικά μου. Καὶ τότες, ὡσὰ μοῦ ’χε πεῖ, νὰ δῆ καὶ νὰ γυρέψη |
|
220 | νὰ βρῆ, καθὼς εἶμαι κι ἐγώ, τόπο νὰ μὲ παντρέψη. |
|
- Το εξώφυλλο του προγράμματος της παράστασης του Αμφι-Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, 1985.
Πηγή: Βιβλιοπωλείο Ορίζοντες: Βιβλία σπάνια και όχι μόνο - Ο Φορτουνάτος εκμυστηρεύεται στον φίλο του Θόδωρο τον έρωτά του για την Πετρονέλα, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Μάρθας Φριντζήλα, 2009.
Πηγή: Εθνικό Θέατρο
- Tο απόσπασμα (Β 181-220) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Β 181-220) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Πετρού: ένα πρόσωπο-κλειδί (Β 463-504)
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεύτερης πράξης της κωμωδίας, όταν στη σκηνή βρίσκονται η γνωστή και περιζήτητη από τους ήρωες του έργου προξενήτρα Πετρού με την υπηρέτρια της χήρας Μηλιάς Αγουστίνα και συζητούν για την παράλογη απόφαση της κυράς να δώσει την κόρη της Πετρονέλα σ’ έναν γέρο, ενώ είναι γνωστό ότι η κοπέλα αγαπά τον Φορτουνάτο. Η Πετρού υπόσχεται να βοηθήσει στη ματαίωση του αταίριαστου γάμου και εντωμεταξύ ετοιμάζει μια φάρσα στον ψευτοπαλικαρά Τζαβάρλα, επειδή την έχει ζαλίσει με την επιθυμία του να παντρευτεί τη Μηλιά. Τότε, μπαίνει η χήρα ψάχνοντας την Πετρού, για να τελειώσει τον γάμο της κόρης της με τον Λούρα.
| ΑΤΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Ἀγουστίνα, Πετρού, Μηλιά
ΠΕΤΡΟΥ Ἂς πᾶμε, καὶ ἡ κερα-Μηλιὰ ἀποὺ τὴν πόρτα βγαίνει, νὰ τὴ συναπαντήξωμε, νὰ δοῦμε ποῦ παγαίνει. |
|
465 | Χίλια καλῶς εὑρήκαμε, κερά, τὴν ἀφεντιά σου.
ΜΗΛΙΑ Καλῶς τη τὴν κερα-Πετρού. Ἀπατὰ γιὰ ὄνομά σου εἰς τὸ στενὸ ἐκατέβηκα, νὰ δῶ ἂν εἶν’ καὶ προβάλης, καὶ ἀποὺ τὰ ψὲς σ’ ἐνίμενα μὲ πεθυμιὰ μεγάλη. Καὶ τσ’ Ἀγουστίνας εἶχα πεῖ νὰ ’ρθῆ νὰ σὲ γυρέψη, |
|
470 | μὰ τούτη, ἂν πάγη καὶ ποθές, ἀγαναχτᾶ νὰ στρέψη.
ΑΓΟΥΣΤΙΝΑ Καὶ ἂν τύχη δὲ συναπαντᾶ κιανεὶς δέκα δαιμόνους νὰ στέκουσι νὰ ἀναρωτοῦ γιὰ τσὶ κακούς τως χρόνους, καὶ ὁ γεῖς ἀποὺ τὴ μιὰ μερὰ καὶ ἅλλος ἀποὺ τὴν ἄλλη νὰ σύρνουσι τὰ κρέτα μας μὲ ἀδιαντροπιὰ μεγάλη; |
|
475 | Κι ἐγὼ ὅλους ὅλους δὲ μπορῶ γιαμιὰ νὰ κοντεντάρω, καὶ μόνο βασανίζου με, καὶ στέκω νὰ κρεπάρω.
ΜΗΛΙΑ Τὴν Πετρονέλα ἐλόγιασα σήμερο νὰ παντρέψω, κερα-Πετρούσα μου ἀκριβή, καὶ νὰ συμπεθερέψω μὲ τὸ ντετόρε τὸ γιατρὸ τὸ Λούρα, ἁποὺ κατέχεις |
|
480 | πόσα τορνέσα καὶ καλά καὶ πόσο πλοῦτος ἔχει. Καὶ οὐδὲ κι ἐμένα ἔτσι πολλὰ δὲ μὲ ντεσκομοντάρει, καὶ ἂν τοῦ τὴ δώσω, καὶ γδυμνὴ λέγει νὰ τήνε πάρη. Κι ἀπεί ’λαχε τὸ ριζικὸ ἐτοῦτο, θὰ τὸ πιάσω, καὶ τὸ δικό μου πάλι ἐγὼ γιὰ μένα τὸ φυλάσσω. |
|
485 | ΠΕΤΡΟΥ Καὶ πῶς ἐλόγιασες κι ἐσὺ νὰ παντρευτῆς, νὰ ζήσω;
ΜΗΛΙΑ Ἐτοῦτο πάλι ἄλλη φορὰ μπορῶ νὰ σοῦ μιλήσω· μὰ ’δὰ ξάργου σοῦ μήνυσα νὰ δῶ ἴντά ’χω νὰ κάμω, νὰ μπῆς, νὰ βγῆς, νὰ κάμωμε, σὰν πεθυμῶ, τὸ γάμο.
ΠΕΤΡΟΥ Κερα-Μηλιά μου, ἐπά ’μαι ἐγὼ πρόθυμη νὰ γυρέψω |
|
490 | εἰς τὰ μπορῶ καὶ δύναμαι πιστὰ νὰ σοῦ δουλέψω. Μὰ ἀληθινὰ θαμάζομαι πὼς δὲν πονεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τέτοιο γέρον ἄθρωπο νὰ σμίξης τὸ παιδί σου, καὶ ἕνα σγουρὸ βασιλικὸ ὀμορφοκαμωμένο εἰς ἕνα κακοτσίκαλο θὰ βάλης σαπημένο. |
|
495 | ΜΗΛΙΑ Ἐτοῦτος ἔναι γέροντας, καὶ ἴντα μπορεῖ νὰ ζήση; Ἀκόμη ἕνα χρόνο δυό. Καὶ ἀπείτις μπουρμπουρίση πιάνομε τὰ τορνέσα του, καὶ τότες θέλει πάρει ἡ Πετρονέλα ἕνα νιὸ καὶ ὄμορφο κοπελιάρη. Ἂς μποῦμε μέσα τὸ λοιπό, τὰ ροῦχα τση νὰ πιάση, |
|
500 | νὰ πᾶτε στσῆ μαστόρισσας, νὰ δῆ νὰ τὰ ὀρδινιάση καθὼς τὰ ζάρου καὶ φοροῦ τὴ σήμερον ἡμέρα ὅλες ἐδῶ στὸ Κάστρο μας, ἤγου alla forestiera.
ΠΕΤΡΟΥ Ἡ ἀφεντιά σου ἂς πηαίνη ὀμπρός, καὶ ἐγὼ πάλι ξοπίσω, καὶ ἀθιβολὴ ὀμορφότατη ἔχω νὰ σοῦ μιλήσω.
Τέλος τοῦ Δεύτερου Ἄττου |
|
- Ο Λούρας και η προξενήτρα Πετρού διαπραγματεύονται τον γάμο του πρώτου με τη νεαρή Πετρονέλα, προξενιό το οποίο επιδιώκει και η μητέρα της κοπέλας Μηλιά στο ανθολογούμενο απόσπασμα, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Ο Λούρας πληρώνει την Πετρού για το προξενιό που πρόκειται να του κάνει με την Πετρονέλα, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Αγουστίνα και Πετρού συζητούν τη ματαίωση του αταίριαστου γάμου Λούρα και Πετρονέλας πριν την είσοδο της χήρας Μηλιάς, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Αγουστίνα, Μηλιά και Πετρού, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Μηλιά, Αγουστίνα και Πετρού, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Β 463-504) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Β 463-504) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Πολεμικός εξοπλισμός... (Γ 1-24)
Η τρίτη πράξη της κωμωδίας αρχίζει με έναν εντυπωσιακό κατάλογο όπλων τα οποία ο Τζαβάρλας παρήγγειλε στο εξωτερικό, εις διπλούν (και για τον υπηρέτη του), προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Ο Τζαβάρλας εκπροσωπεί τον στερεότυπο τύπο του κομπορρήμονα αλλά δειλού στρατιωτικού της αναγεννησιακής κωμωδίας και έχει βρεθεί στο Κάστρο για να βοηθήσει την πόλη απέναντι στους Τούρκους, που την πολιορκούν εδώ και μερικά χρόνια, αφού έχουν ήδη καταλάβει όλη την ύπαιθρο και τις υπόλοιπες πόλεις της Κρήτης. Όλος αυτός ο κατάλογος όπλων, υπαρκτών κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, αποτελεί ένα δείγμα της τέχνης του ποιητή, που καταφέρνει να εντάξει τριάντα εφτά τεχνικούς όρους στους αυστηρούς περιορισμούς του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου και της ομοιοκαταληξίας, στην υπηρεσία του χιούμορ και της σάτιρας.
| ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Τζαβάρλας, Μπερναμποῦτσος
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ἤγραψα, Μπερναμποῦτσο μου, ἄρματα ζηλεμένα νὰ μᾶσε φέρου ἀπ’ τὴ Φραγκιὰ γιὰ σένα καὶ ὀγιὰ μένα. Ἤγραψα νὰ μᾶς πέψουσι δυὸ τζάκους, δυὸ μουριόνια, δυὸ ντάργες, δυὸ μανόπολες, δυὸ πέτα, δυὸ σουφιόνια, |
|
5 | δυὸ ντεντομάνες δυνατές, δυὸ ντάρντους, δυὸ κοντάρια, δυὸ πιστολέζε, δυὸ σπαθιά, δυὸ σποῦρδες, δυὸ δοξάρια, δυὸ μοσκετόνια, δυὸ ἀτσαλιά, δυὸ στόκους, δυὸ τσελάδες, δυὸ κορσαλέτα ὁλόχρουσα, δυὸ μπίκες, δυὸ γκαμπάνες, δυὸ φαλκονέτα ὀγιὰ μακρά, δυὸ σάκρα, δυὸ κανόνια, |
|
10 | δυὸ κολουμπρίνες δυνατές, δυὸ τρόμπες, δυὸ πιστόνια, μπάλες ντουζίνες ἑκατό, δυὸ μποῦφες, δυὸ μπρατζάδες, δυὸ σιμιτέρες δίστομες, δυὸ φίνες σπελτονάδες, πιστόλες δυὸ καὶ δυὸ καλοὺς μπουνιάλους, δυὸ στελέτα, δυὸ κουστουλιέρια, δυὸ στραβὲς κουρτέλες, δυὸ τζακέτα. |
|
15 | ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Καθὼς γρικῶ, τὴ σήμερο λογιάζω ἡ ἀφεντιά σου νὰ θὰ γενῆς πραματευτὴς ἐδὰ στὰ ὕστερά σου. Τόσα ἄρματα ἴντα τά ’θελες; ’Νοῦς παινετοῦ στρατάρχη σπαθί, μπουνιάλο καὶ καρδιὰ μόνο τοῦ πρέπει νά ’χη.
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Καλὰ τὸ λές. Μὰ ἐγώ ’βαλα στὸ λογισμό μου τώρα, |
|
20 | ἀνὲν τακάρου οἱ Τοῦρκοι πλιὸ ἐτούτη μας τὴ χώρα, σὲ μπαλουβάρδο ἕνα ψηλὸ νὰ πὰ νὰ κατοικήσω μόνιος μου μετὰ λόγου σου, τσῆ χώρας νὰ βοηθήσω.
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Στέκετε μὲ παρηγοριά, ἀφέντες φεουντάδοι, γλήγορα σᾶς ἐβγάνομε καὶ πιάνετε λιβάδι. |
|
- Tο απόσπασμα (Γ 1-24) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ιστορία του γιατρού Λούρα (Γ 274-310)
Έχουμε φτάσει περίπου στο μέσον του έργου. Το κοινό ήδη γνωρίζει τις περιπλοκές της υπόθεσης: ότι ο νεαρός πρωταγωνιστής Φορτουνάτος, υιοθετημένο παιδί, αγαπά μια κοπέλα που η τσιγκούνα μάνα της έχει υποσχεθεί σε γάμο στον πλούσιο ηλικιωμένο γιατρό Λούρα, ο οποίος την έχει ερωτευτεί. Η προξενήτρα Πετρού έχει αναλάβει να βοηθήσει, με το αζημίωτο πάντα, όλους τους ήρωες του έργου που έχουν ερωτικές βλέψεις, και γι’ αυτό ο Λούρας ανυπομονεί να την συναντήσει. Όταν μπαίνει στη σκηνή, η Πετρού σπεύδει να πει στον Λούρα πόσο πασχίζει να πείσει την Πετρονέλα να δεχτεί τον γάμο. Συζητώντας, ο Λούρας την πληροφορεί για το παρελθόν του, ότι είναι ξένος και έχει βρεθεί στο Κάστρο αναζητώντας το παιδί που του πήραν κάποτε οι κουρσάροι.
| ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Πετρού, Ἀγουστίνα, Λούρας, Μποζίκης
ΠΕΤΡΟΥ Δὲν ἠμπορὰ σοῦ δηγηθῶ ἴντά ’χω μιλημένα, |
|
275 | μά δὲ μπορῶ μιὰ κοπελιὰ νὰ κάμω σὰν αὐτήνη τὴν ὄρεξή τζη τὴ σκληρὴ λιγάκι ν’ ἁπαλύνη. Καὶ μόνο μὲ τὴ μάνα τζη ὁλημερνὶς μαλώνει καὶ κλαίγει καὶ πρικαίνεται, λέγοντας πὼς δὲ σώνει ἄντρα νὰ πάρη γέροντα, ποὺ πάππους τση λογᾶται, |
|
280 | μά ’ναι καὶ ξένος ἀπὸ ’πά, καὶ τρέμει καὶ φοβᾶται μὴν τοῦ φανῆ κιαμιὰ φορὰ σπίτιν του νὰ γυρίση, καὶ ἀποὺ τὴ μάνα τζη πολλὰ μακρὰ τήνε ξορίση.
ΛΟΥΡΑΣ Σὲ τοῦτο ξεκαθάριση, κερα-Πετρού, τσῆ κάνω· μέσα στὰ προυκοχάρτια τση μεγάλη πένα βάνω. |
|
285 | ΠΕΤΡΟΥ Ἀνάθεμα τὴν πένα σου! Λοιπό, ἀπὸ ’πὰ δὲν εἶσαι; Ἀμὲ πῶς ἤλαχες ἐδῶ, καὶ ἀπὸ ποιὸν τόπον εἶσαι; Νὰ ζοῦμε, δὲν τὸ κάτεχα, καὶ πάντα μου σ’ ἐκράτου πὼς εἶσαι ντόπιος ἀπὸ δῶ, καὶ εἰς τοῦτον ἐπορπάτου.
ΛΟΥΡΑΣ Κερα-Πετρού μου, ἐτύχαινε νὰ τὸ κατέχης πούρι: |
|
290 | ἐγώ ’μαι ἀπ’ τὴν Κεφαλλονιὰ κάτω ἀποὺ τὸ Ληξούρι. Καὶ ἡ ἀφορμὴ ἁποὺ μ’ ἔκαμε ὁλονομπρὸς κι ἐβγῆκα ἀποὺ τὰ γεννητούρια μου καὶ τὴν πατρίδα ἐφῆκα, ἤτονε γιατὶ ἕναν παιδὶ ἁπού ’χα κανακάρη, ἀγαπημένο μου πολλά, μοῦ πῆραν οἱ κρουσάροι |
|
295 | μιὰν ὥρα μὲ τὴ νέναν του κάτω στὸ περιγιάλι, ἁποὺ γιὰ περιδιάβαση ἡ ὁδὸ τὴν εἶχε βάλει, δεκάξι χρόνους σήμερο, καὶ δὲ μπορὰ κατέχω ποῦ πῆγε καὶ ἴντα γίνηκε, καὶ ὅλο τὸν κόσμον ἔχω γυρίζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ βαλμένον ἄνω κάτω, |
|
300 | καὶ νά ’χω δὲν ἐμπόρεσα για λόγου του μαντάτο. Καὶ σὰν ἐξεβαρέθηκα τὸν κόσμο νὰ γυρίζω εὔκαιρα, ἦρθα κι ἐδεπὰ καὶ δίδω καὶ καθίζω τέσσερεις χρόνους σήμερο, καὶ πλιό μου νὰ γυρίσω δὲν ἤβαλα στὸ λογισμὸ εἰς τὴν πατρίδα ὀπίσω, |
|
305 | γιατὶ ’καμα ἕνα τάσσιμο νὰ πὰ νὰ παραδείρω, καὶ ἂ δὲν τὸ βρῶ, μὲ δίχως του πλιὸ ἐκεῖ νὰ μὴ γιαγείρω. Γιὰ τοῦτον ἐποφάσισα τὴν κοπελιὰ νὰ πάρω ἐτούτη τσῆ κερα-Μηλιᾶς, ὀγιὰ νὰ κάμω θάρρος, καὶ γιὰ νὰ κάμω καὶ παιδὶ νὰ μὲ κλερονομήση, |
|
310 | δὲν ἔχοντας τὸ πράμα μου, σὰν ξένος, ποῦ τ’ ἀφήσει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Tο απόσπασμα (Γ 274-310) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Γ 274-310) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Συνάντηση του ερωτευμένου ζευγαριού (Γ 435-518)
Στην πέμπτη σκηνή της τρίτης πράξης, που βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του έργου, συναντιούνται –για μοναδική φορά μόνοι τους– οι ερωτευμένοι Φορτουνάτος και Πετρονέλα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν στον γάμο τους το μεγάλο εμπόδιο ότι η μάνα της κοπέλας θέλει να την παντρέψει με έναν πλούσιο ηλικιωμένο γιατρό. Πριν μπει η αγαπημένη του, ο νέος θρηνεί για τα βάσανα που του δίνουν ο έρωτας και το ριζικό του και εκφράζει τον φόβο του ότι η Πετρονέλα μπορεί να δεχθεί τον γάμο με τον γέρο. Σφυρίζει κατόπιν και προβάλλει η αγαπημένη του, η οποία, για να τον καθησυχάσει ότι δεν θα παντρευτεί τον γιατρό Λούρα, του δίνει το δαχτυλίδι της σαν σημάδι αρραβώνα και τον διαβεβαιώνει ότι δεν θα υποκύψει στις πιέσεις της μητέρας της.
435 | ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Φορτουνάτος, Πετρονέλα
Τότες σφυρίζει, καὶ ἡ Πετρονέλα προβαίνει.
ΠEΤΡΟΝΕΛΑ Ἀφέντη Φορτουνάτο μου, πολλὰ καλή σου μέρα.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Χίλια καλῶς ἐπρόβαλες, ἄσπρη μου περιστέρα, χίλια καλῶς ἐπρόβαλες, ἥλιε μου μὲ τς ἀχτίνες, φεγγάρι μου λαμπρότατο μὲ τς ἔλαψες αὐτῆνες. Μὰ γιάντα, κορασίδα μου, σὲ βλέπω πρικαμένη, |
|
440 | τὰ δάκρυα στὰ ματάκια σου, τὴν ὄψην ἀλλαμένη; Ἐνίκησέ σε τάχατες ἡ μάνα σου, κερά μου, νὰ παντρευτῆς;
ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Πλιὰ γλήγορα ἤθελε βγεῖ ἡ καρδιά μου σήμερο ἀποὺ τὸ στῆθος μου ἡ καταπληγωμένη, καὶ ἡ ψυχή μου νὰ διαβῆ στὸν Ἅδη ἡ πρικαμένη, |
|
445 | παρὰ νὰ ἀπαρνηθῶ ποτὲ τὸν πόθο σου, πουλί μου, γή μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ σμιχτῆ ἡ σάρκα ἡ ἐδική μου. Μὰ ἀληθινὰ δὲν ἤλπιζα ποτέ μου τέτοιο λόγο ν’ ἀκούσω ἀποὺ τὰ χείλη σου, ποὺ στὸ ὄνομά σου ἀμνόγω. Μὰ κρίνω τέτοιο λογισμὸ νά ’χης ἐσὺ βαλμένα, |
|
450 | γιαῦτος λογιάζεις ἔτοια δὰ ἡ γνώμη μου ἔν’ κι ἐμένα. Οἱ ἄντρες πάσκου καὶ κοπιοῦ, ξετρέχου νὰ μπερδέσου μιὰ κορασὰ στὰ βρόχια τως, καὶ ὥστε νὰ τὴν κερδέσου τρέμουσι καὶ λιγώνουνται, δείχνου πὼς τὴν ποθοῦσι, καὶ ὡσὰν τήνε κερδέσουσι, ζιμιὸ τήνε μισοῦσι· |
|
455 | ἴδια καθὼς τὸ κάνουσι στὸν κόσμο οἱ κυνηγάροι, ἁποὺ ζυγώνου τὸ λαγὸ εἰς τὰ βουνιὰ καὶ εἰς τά ’ρη, στὴν κάψα καὶ εἰς τὰ κρούσταλλα, καὶ δὲ βαριοῦνται κόπο, βάσανο μηδὲ κι ἔξοδο σκυλῶ καὶ τῶν ἀθρώπω. Σὰν τόνε πιάσου, εἰς μιὰ μερὰ τὸ ρίχτου καὶ ξαπλώνου, |
|
460 | κι ἐκείνους ἁποὺ φεύγουσι πάλι ζιμιὸ ζυγώνου. Κι ἔτσι πὼς εἴμεστα κι ἐμεῖς θαρροῦσι κι ἀπαντέχου, γιατὶ θαρρεῖ τὰ ἔργα του πὼς ὅλοι ὁ κλεφτες ἔχου.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Νεράιδα μου ὀμορφότατη καὶ ζήση τσῆ ζωῆς μου, θαράπειο τοῦ προσώπου μου καὶ ἐλπὶ τσῆ παιδομῆς μου, |
|
465 | τὸν οὐρανὸ παρακαλῶ νὰ κάμη ἡ γῆς ν’ ἀνοίξη, στὰ βάθη τση τὰ σκοτεινὰ κάτω νὰ μὲ ρουφήξη, ἀνίσως καὶ εἰς τὸν πόθο σου κιαμιὰ ντήρησην ἔχω, γιατὶ πὼς μὲ ἀγαπᾶς πιστὰ καλότατα κατέχω. Μὰ τρέμω καὶ δειλιῶ πολλὰ μὴ λάχη νὰ ξεδράμη |
|
470 | μὲ τὸ στανιό σου ἡ μάνα σου, κερά μου, νὰ τὸ κάμη.
ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Πῶς ἔναι μπορεζάμενο ποτὲ μὲ τὸ στανιό μου τοῦτο τὸ πράμα νὰ γενῆ, μὲ δίχως τὸ δικό μου θέλημα, καὶ τὸ θέλημα τσῆ μάνας μου νὰ κάμω; Τὸ θὲς καὶ θέλω ἐγρίκησα καὶ κάνουσι τὸ γάμο. |
|
475 | Μὰ τοῦτο, Φορτουνάτο μου, σοῦ ξαναλέγω πάλι, πὼς τὸ Θεὸ παρακαλῶ στὸν Ἅδη νὰ μὲ βάλη νὰ κρίνωμαι συζώντανη, ἀνίσως καὶ ἄλλο χέρι ἁπλώση ἀπάνω μου ποτέ, γὴ πούρι ἂν ἄλλο ταίρι θέλω σμιχτῆ παντοτινὰ στὴ ζήση τὴ δική μου. |
|
480 | Καὶ ἀπάνω ’ς τοῦτο δίδω σου τὴ χέρα τὴ δική μου. Πιάσ’ καὶ τὸ δαχτυλίδι μου, καὶ ἂς εἶναι ὀγιὰ σημάδι καὶ μαρτυριὰ τσῆ παντρειᾶς ποὺ μελετοῦμε ἀμάδι.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Κανακαρὰ καὶ ἀφέντρα μου, φῶς καὶ παρηγοριά μου, τὰ λόγια σου ἐμερώσασι σήμερο τὴν καρδιά μου, |
|
485 | κι ἐλάφρυνε γρικώντας τα, ἁπού ’το βαρεμένη, καὶ ἀποὺ τὲς ἔγνοιες τς ἄμετρες ἁπού ’βανεν ἐβγαίνει. Μὰ ἀπεὶς τὸ δαχτυλίδι σου μὄχεις ἐσὺ δοσμένα, ἔπαρε τώρα εἰς ἀλλαξὰ καὶ τὸ δικό μου ἐμένα. Βάλε το στὸ δαχτύλι σου, καὶ ἂς εἶν’ ξετελεμένος |
|
490 | ὁ γάμος ἀπὸ λόγου μας τόσα πεθυμημένος.
Τότες τήνε φιλεῖ. Μὰ ἐτοῦτο, κορασίδα μου, ξεῦρε, σοῦ παραγγέρνω ὅσο μπορεῖς καὶ δύνεσαι νὰ τὸ κρατῆς χωσμένο μέσ’ στὴν καρδιά σου, ἁφέντης μου μὴ λάχη νὰ τὰ μάθη καὶ βροῦ με μεγαλύτερες κρίσες, καημοὶ καὶ πάθη. |
|
495 | Μὰ πέ μου, Πετρονέλα μου, πῶς θὲς νὰ τὰ ἀποσάσης ἐτοῦτα μὲ τὴ μάνα σου, καὶ νὰ τήνε ξεγνοιάσης; Ἁποὺ γιατὶ ’ναι ἔτσι ἀκριβὴ καὶ ράσσει στὸ τορνέσι μονάχας μὲ τὸ γέρο αὐτὸ πάσκει νὰ σὲ μπερδέση.
ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Ὅ,τι καὶ ἂν πάσκη, εὔκαιρα τὰ πάσκει, καὶ ἄσ’ τη πούρι, |
|
500 | καὶ δὲν τοῦ μέλλει, τάσσω σου, τοῦ γέρο τὸ κουλούρι. Σὰ δικιμάση μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς, καὶ νὰ γνωρίση τὸ πὼς δὲν τσῆ συβάζομαι, σοῦ τάσσω νὰ γυρίση τὸ λογισμὸν ἁπού ’βαλε κι ἐκεῖνα τὰ λογιάζει, κι ἐμὲ γιὰ τούτη τὴ δουλειὰ πλιό τζη νὰ μὴν πειράζη. |
|
505 | Μὰ ἂς ἔμπω μέσα, ἡ μάνα μου μὴ λάχη νὰ προβάλη καὶ δῆ πὼς εἶμαι ὄξω ἐδεπά, νὰ μὲ μαλώση πάλι. Στὴν Ὀβρακὴν ἐδιάβηκε, καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶσαι μπαίνει· καὶ ἀφήνω σου πολλὴ ζωή, ψυχή μου ἀγαπημένη.
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τώρα, ὅντε θέλη ὁ θάνατος νὰ πάρη τὴ ζωή μου, |
|
510 | θαραπαημένος βρίσκομαι, πειδὴ καὶ ἡ ποθητή μου εἶδα κι ἐγνώρισα καλὰ πὼς μὄχει μέγα πόθο, καὶ τσὶ δροσὲς καὶ τσὶ χαρὲς ὅλες τοῦ κόσμου γνώθω. Τσὶ πόρτες τσῆ παράδεισος τὰ λόγια τση μοῦ ἀνοῖξα, τοῦ πόθου τς ἀναγάλλιασες καὶ τσὶ δροσὲς μοῦ δεῖξα. |
|
515 | Ἐμάκρυνε τσὶ μέρες μου, ἐπληθύνασί μου οἱ χρόνοι, καὶ ἀποὺ τὸν Ἅδη εἰς τς οὐρανοὺς σήμερο μὲ ψηλώνει. Τώρα ἂς γυρίσω σπίτι μας, μὴν τοῦ φανῆ νὰ πέψη, καὶ πάρωρά ’ναι, ἁφέντης μου, ποθὲς νὰ μὲ γυρέψη. |
|
- Πετρονέλα και Φορτουνάτος, από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Μάρθας Φριντζήλα, 2009.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
- Tο απόσπασμα (Γ 435-518) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Γ 435-518) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ζωηρή υπηρέτρια (Γ 689-718)
Λίγο πριν τελειώσει η τρίτη πράξη της κωμωδίας, παρακολουθούμε τη «φαμέγια τση Μηλιάς», την υπηρέτρια Αγουστίνα, σε έναν μονόλογο να αφηγείται στο κοινό τις πονηρές περιπέτειές της στην αγορά και στο μοναστήρι όπου την έστειλε η κυρά της για να βρει τον αδελφό της τον «φράρο». Πρόκειται για μία από τις σκηνές που υπηρετούν περισσότερο το κωμικό-χιουμοριστικό στοιχείο του έργου και πολύ λιγότερο την υπόθεση. Η Αγουστίνα ανήκει στους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου και στο σημείο αυτό καλείται να συμβάλει στην οργάνωση μίας φάρσας που ετοιμάζει η προξενήτρα Πετρού στον κομπορρήμονα στρατιωτικό Τζαβάρλα.
| ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ Ἀγουστίνα μοναχή
ΑΓΟΥΣΤΙΝΑ Στὸ μοναστήρι ἐπήγαινα, σὰ μοῦ ’πεν ἡ κερά μου, |
|
690 | τὸν ἀδερφό τζη νὰ πὰ βρῶ τὸ φράρο, καὶ ἀπ’ τὴ βιὰ μου εἰσὲ μιὰ πέτρα ἐσκόνταψα τὸν πόδα μου, καὶ βγαίνει τὸ ἀνύχι τοῦ δαχτύλου μου, καὶ ὡσὰν ἀποθαμένη ἐπόμεινα ἀπ’ τὸν πόνο μου, καὶ ἀπ’ τὴν πολλὴ τρομάρα μιὰ φοβερότρομη πολλὰ μοῦ ’δωκε λιγωμάρα. |
|
695 | Κι ἐμαζωχτήκασι πολλοὶ ἀθρῶποι, καὶ ἕνας πιάνει καὶ συνεπαίρνει με ἀπὸ κεῖ, στὸ σπίτιν του μὲ βάνει, πὼς μὲ λυπᾶται τάχατες καὶ πὼς εἶχε βοτάνι ὅ,τι πληγὴ καὶ ἂ βρίσκωμαι νά ’χω, νὰ μοῦ τὴ γιάνη. Σὲ μιὰ κασέλα μ’ ἔβαλε ἀπάνω, καὶ σηκώνει |
|
700 | τὸν πόδα μου καὶ παραμπρὸς πιλώθει καὶ μουρώνει, καὶ ὥστε νὰ πῆς «καὶ ἴντά ’ναι ἀτοῦ;» μοῦ βάνει τὸ μποτάρι, καὶ ὀμορφογιάτρεψέ μου το μὲ τὸ πολὺ καμάρι. Κι ἀπόκεις μοῦ παράγγειλε γλήγορα νὰ γυρίσω, μὴν πὰ νὰ φράξη ἡ πληγή, νά ’χω καημὸ περίσσο. |
|
705 | Ὡσὰν ἐπαραγλύκανα, ζιμιό ἀπὸ κεῖ μισεύγω, στὸ μοναστήρι ἐδιάβηκα τὸ φράρο νὰ γυρεύγω, καὶ οἱ φράροι ὅ,τι ὥρα μέ ’δασι, ὅλοι τως ξεσμηλώνου καὶ ἀρχίζου νὰ μὲ ἀναρωτοῦ ἴντά ’χω καὶ ποῦ ’πόνου. Καὶ εἶπα τως πῶς ἐπέρασε τὸ πράμα, κι ἐλογιάσα |
|
710 | καὶ αὐτοὶ νὰ μὲ γιατρέψουσι, καὶ ὅ,τι μποροῦ ἐκοπιάσα, κι ἐσυμπονέσανε πολλὰ βλέποντας τὴν πικριά μου, καὶ ὅ,τι καὶ τίβετσι καὶ αὐτοὶ δὲν ἔλειψε νὰ κάμου. Πούρι σ’ ὅλο τὸ ὕστερο ηὕρηκα καὶ τὸ φράρο, καὶ ἀκούγοντας τς ἀθιβολὲς νὰ τοῦ τσὶ ροζονάρω |
|
715 | τοῦ κὺρ Τζαβάρλα, ἐγόισε, καὶ χτάσσεται, νὰ ζήσης σὰ γέρο κάπρο στὸ πετσὶ νὰ τόνε κοπανίση. Μὰ ἂς ἔμπω μέσα σπίτι μας, καὶ κρίνω μανισμένη νά ’ναι ἡ κερά μου, ὀγιατὶ πολλὴ ὥρα μὲ ἀνιμένει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Tο απόσπασμα (Γ 689-718) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Συνδυασμός πληροφοριών για ένα χαμένο παιδί (Δ 77-122)
Στην κωμωδία μας, μέχρι αυτή τη στιγμή, υπάρχουν σε εξέλιξη δύο σχέδια για γάμους, που και τα δύο όμως περιλαμβάνουν την ίδια… νύφη, γεγονός που έχει οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο. Τόσο ο νεαρός Φορτουνάτος όσο και ο ηλικιωμένος πλούσιος γιατρός Λούρας είναι ερωτευμένοι με την κόρη της χήρας Μηλιάς Πετρονέλα, η οποία βέβαια αγαπά τον πρώτο, και έχουν αναθέσει στην ίδια προξενήτρα τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους. Η αρχή της τέταρτης πράξης μάς βρίσκει έξω από το σπίτι της Μηλιάς, στο οποίο έχει πάει ο ψευτοπαλικαράς Τζαβάρλας για να συναντήσει την κερά σύμφωνα με το σχέδιο της προξενήτρας Πετρούς. Όταν αρχίζει η τέταρτη πράξη, φτάνει έξω από το σπίτι της Μηλιάς ο Θόδωρος και ακούει τις φωνές του Τζαβάρλα που τον διώχνει ο φράρος δέρνοντάς τον. Ο νέος τούς χωρίζει και ζητά να μιλήσει στην Πετρού, που βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Στην κομβικής σημασίας αυτή συζήτηση, η οποία ανθολογείται εδώ, ο Θόδωρος συνδυάζει τα γεγονότα που ξέρει για την ανεύρεση του Φορτουνάτου με όσα του λέει η Πετρού για το χαμένο παιδί του Λούρα και βεβαιώνεται ότι βρήκε τον αληθινό πατέρα του φίλου του, αλλά δεν λέει ακόμη τίποτε στην προξενήτρα.
| ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Θόδωρος, Τζαβάρλας και Φράρος μέσα ἁποὺ τὸ σπίτι, Πετρού
ΠΕΤΡΟΥ Νὰ ζήσωμε, κι ἐπάσκισα μὲ μόδον ἕνα κι ἄλλο καὶ χίλια μύρια ἀμπόδιστρα δὲν ἔλειψα νὰ βάλω μόν’ γιὰ τὸ Φουρτουνάτο μας, μὰ πλιὸ νὰ ξηλωθοῦσι |
|
80 [81]
[81] | δὲν ἔναι μπορετό, γιατὶ γιὰ βέβιο τὸ κρατοῦσι σήμερο νὰ τὰ κάμουσι. ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ ἡ κοπελιὰ ἴντα κάνει; Συβάζεται τὸ γέροντα στς ἀγκάλες τση νὰ βάνη;
ΠΕΤΡΟΥ Πρικαίνεται καὶ δέρνεται, κλαίγει καὶ ἀναδακρώνει, καὶ μόνο μὲ τὴ μάνα τζη ὁλημερνὶς μαλώνει, |
|
85 | καὶ ὀπίσω σύρνει καὶ πατεῖ καὶ τὴ χολή τζη πρήσκει. Καὶ ἡ μεγαλύτερη ἀφορμὴ εἶν’ τούτη, ἁποὺ τσῆ βρίσκει: πὼς εἶναι ξένος ἀπὸ ’πά, καὶ θέλει τὴ σηκώσει μιὰν ὥρα, ἂν τοῦ φανῆ, ἀπὸ δῶ, καὶ ποῦ νὰ πὰ ’ποδώση;
ΘΟΔΩΡΟΣ Δίκια ἀφορμὴ μοῦ φαίνεται τούτη περίσσα νά ’χη. |
|
90 | Μ’ αὐτόνος ἀπὸ ποῦ ’τονε, κι ἐπὰ πῶς εἶχε λάχει;
ΠΕΤΡΟΥ Μιὰν ὥρα στὴν Κεφαλλονιὰ μοῦ ’πε πὼς ἐγεννήθη, καὶ πὼς παιδὶ τοῦ πήρασι οἱ κρουσάροι, κι ἐβουλήθη νὰ διάβη νὰ πὰ νὰ τὸ βρῆ, νὰ πὰ νὰ τὸ γυρέψη, καὶ ἂ δὲν τὸ βρῆ, στὰ πατρικὰ δίχως του νὰ μὴ στρέψη. |
|
95 | Κι ἀπείτις χρόνους δώδεκα ἐγύρισε στὰ πάθη, καὶ δὲν ἐμπόρεσε ποτὲ γιὰ λόγου του νὰ μάθη, μὰ εἶχε τὸν κόπον εὔκαιρο, εἶχεν ἀποφασίσει ’ς τούτη τὴ χώρα νὰ σταθῆ κι ἐπὰ νὰ κατοικήση.
ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ πόσοι χρόνοι σήμερο νά ’νιαι ἀπόσταν τὸ ’χάσε, |
|
100 | κι ἴντα καιροῦ ’το τὸ παιδὶν ἐτοῦτο ἁποὺ δηγᾶσαι;
ΠΕΤΡΟΥ Δεκάξι, ὡς λέγει, πορπατοῦ, καὶ τὸ παιδὶν ἐκεῖνο δυόμισι χρόνους εἴχενε, καθὼς νὰ ’μοῦ ’πε, κρίνω.
ΘΟΔΩΡΟΣ Μιὰ χάρη σὲ παρακαλῶ γι’ ἀγάπην ἐδική μου νά ’χω ἀπὸ σένα σήμερο, κερα-Πετροὺ ἀκριβή μου, |
|
105
[106]
[106]
[108]
[108] | καὶ τάσσω σου σὰν ἄθρωπος νὰ μὴν τὸ λησμονήσω, μηδὲ κι ἐσένα διχωστὰς ἀντίμεψη ν’ ἀφήσω.
ΠΕΤΡΟΥ Ὅριζε, ἀφέντη Θόδωρε.
ΘΟΔΩΡΟΣ Τὸ γάμο αὐτὸ νὰ σύρης δυὸ μέρες πούρι γὴ καὶ τρεῖς νὰ τόνε τρατινίρης.
ΠΕΤΡΟΥ Δὲν ἔναι μπορετὸ ποτέ.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ξεύρω πὼς ἀπὸ σένα |
|
110 | τοῦτο περνᾶ, καὶ κάμε το, κι ἄση με πάλι ἐμένα στὴν πόληψή μου· μὰ ὀγιὰ ’δὰ τοῦτα τὰ δυὸ ρεάλια πιάσε, καὶ τάσσω σου ἀνισῶς καὶ πᾶσι τὰ φατάλια σὰν τὰ λογιάζω καὶ θαρρῶ, νά ’ναι καλύτερό σου, καὶ χάρισμα πολλὰ ἀκριβὸ θὲ νά ’ναι τὸ δικό σου. |
|
115 | ΠΕΤΡΟΥ Σπολλάτη, ἀφέντη Θόδωρε, παιδί μου ἀγαπημένο· ἄμε, καὶ τὸ κοντέντο σου βρίσκεται καμωμένο. Γιὰ τοῦτο τσῆ κερα-Μηλιᾶς γιαμιὰ θὰ πὰ ν’ ἀρχίσω, καὶ τάσσω σου τὰ κουνενὰ ἄνω κάτω νὰ γυρίσω.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ὢ καλοριζικότατε φίλε μου Φορτουνάτο, |
|
120 | κι ἴντα πασίχαρο πολλὰ σοῦ φέρνω τὸ μαντάτο! Μὰ τοῦ μισὲρ Γιαννοῦτσο ὀμπρὸς τὴ νόβα θὲ νὰ δώσω, καὶ τς ἔγνοιες του τς ἀμέτρητες ἁπὄχει νὰ σηκώσω. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Tο απόσπασμα (Δ 77-122) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Δ 77-122) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
"Αγώνας" αυτοεπαίνων (Δ 249-316)
Στο σημείο όπου βρισκόμαστε, στην τέταρτη πράξη, οι περιπλοκές της υπόθεσης έχουν αρχίσει να δρομολογούνται. Για να εκτονωθεί το κοινό από την ένταση που προκαλεί ο συνδυασμός πληροφοριών στην πορεία προς την αναγνώριση του χαμένου παιδιού και τη λύση του έργου, μεσολαβεί μία ακόμη αποκλειστικά κωμική σκηνή, με τρεις στερεότυπους κωμικούς χαρακτήρες, τον σχολαστικό δάσκαλο, τον μπράβο και έναν κοιλιόδουλο υπηρέτη, όπου καθένας τους καμαρώνει για τον εαυτό του και στο τέλος ο δάσκαλος αυτοσχεδιάζει ένα οκτάστιχο προς έπαινο του Τζαβάρλα. Μεγάλο μέρος του χιούμορ αυτής της σκηνής έγκειται στις παρανοήσεις της μεικτής γλώσσας του δασκάλου από τους άλλους δύο.
| ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Τζαβάρλας, Μπερναμποῦτσος, Δάσκαλος
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἴντα ἄθρωπος, καὶ ποιά ’ναι ἡ ἐδική σου |
|
250 | προφεσιό, καὶ λέγεις μου πὼς σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ γράψης τὰ καμώματα καὶ τσὶ παλληκαριές μου τσὶ φοβερὲς καὶ τς ἄμετρες δύναμες τς ἐδικές μου, ποὺ ἂν εἶχε ζεῖ ὁ Βεργίλιος, ὁ Ὅμηρος καὶ οἱ ἄλλοι στὸν κόσμο τόσα παινετοὶ καὶ ξακουστοὶ δασκάλοι |
|
255 | ἁπὄχου τσὶ παλληκαριὲς τοῦ Ἀχιλλέα γραμμένα, νὰ γράψου δὲν ἐδύνουντα τὲς ἐδικές μου ἐμένα;
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Περιττοπλιὰς καὶ τὸ δαρμὸ ποὺ σοῦ ’καμεν ὁ φράρος…
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα, μὴν κάμω σήμερο νὰ σὲ μαζώξη ο Χάρος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ξεῦρε πὼς εἶμαι δάσκαλος di gran virtù e dotrina, |
|
260 | καὶ ποσεντέρω γράμματα volgare καὶ λατίνα, ρωμαίικα καὶ φράγκικα, σπανιόλα καὶ φραντσόζα, κιεἶμαιποέταςφυσικὸς in verso et in prosa. Ἔχω σκολάρους θαμαστούς, βάνω καλὰ in pena, et per compor versiculi ἔχω μεγάλη βένα. |
|
265 | Ὅμηρο καὶ Βιργίλιο ξεστήχου τσὶ κατέχω, τὸν Τσιτσερόνε nel’orar χρεία κιαμιὰ δὲν ἔχω.
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Γρικᾶς του; Βλέπεσε κι ἐσύ, ἐκείνη τὴ μεγάλη ποὺ βάνει τῶ σκολάρων του τὴν πένα μὴ σοῦ βάλη.
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα! Ἐπειδή ’σαι, ὡσὰ γρικῶ, ἴτσι ἄθρωπος μεγάλος, |
|
270 | ὁποὺ ἴσα σου στὸν κόσμο πλιὸ σήμερο δὲν ἔναι ἄλλος, θὲ νὰ σοῦ πῶ τὰ πράματα ἁπὄχω καμωμένα εἰς τὸν καιρό μου, ὀγιὰ νὰ δῆς πὼς ἄλλος σὰν ἐμένα εἰς ἀντρειὰ καὶ εἰς δύναμη καὶ εἰς τέχνη τοῦ πολέμου δὲ βρίσκεται ποθὲς ἀλλοῦ.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Per vita vostra πέ μου |
|
275 | ποιό ’ν’ τ’ ὄνομά σου ὁλονομπρός, e poi dirai chi sete.
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ἐμένα λέσι καπετὰν Τζαβάρλα Ματζασέτε.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Στάσου λιγάκι τὸ λοιπὸ ν’ ἀκούσης ἴντα ξίζω μὲ μιὰν ottava εἰς ἔπαινος δικό σου, al’improviso. Erge sublime il volo aquila altera, |
|
280 | battendo i vanni, al ciel con dolce canto, e un cavaliero eccelso, e nato in guerra, con rimbombante sonno essalta tanto che, udendol’, Marte volge i lumi a terra per veder chi è costui che ha sì gran vanto, |
|
285 | e scorge che nel’isola de Crete vi è il capitan Zavaria Mazzasette.
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Ἐδὰ τοῦ δίδει τὸ κακό, λογιάζω καὶ ταράσσει, καὶ φαίνεταί μου ἀπάνω σου ὅπου καὶ ἂν ἔναι ράσσει. Θὲς νὰ πὰ φέρω ἕνα σκοινί, σφιχτὰ νὰ τόνε δέσης; |
|
290 [291]
[291]
| ΔΑΣΚΑΛΟΣ Vane in malora, λέγω σου. Ἐτοῦτο πῶς σ’ ἀρέσει, miles exquisitissime?
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Δὲν ἤκουσα στὴν Πούλια, ὁποὺ ἄντρες θαμαστοὺς ἑφτὰ ἤπνιξα ὡσὰν κατσούλια μιὰν ὥρα μὲ τὰ χέρια μου, νὰ λὲν τὰ βέρσα αὐτεῖνα.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Al’improviso τά ’βγαλα τοῦτα, μὰ πάλι ἐκεῖνα |
|
295 [296]
[296] | καὶ τ’ ἄλλα σου καμώματα θὰ κάτσω νὰ στουντιάρω, νὰ κάμω πράμαν ἐκλεχτό.
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Θυμοῦ καὶ γιὰ τοῦ φράρο τὴ φέστα, γράψε τη καὶ αὐτή, μὴν τήνε λησμονήσης.
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα τὰ σάλια, βούβαλε! Γρίκα μου ἐδά, νὰ ζήσης: στάσου νὰ μοῦ τ’ ἀφουκραστῆς, νὰ σοῦ τὰ πῶ ἕνα καὶ ἕνα, |
|
300 | ὅλες μου τσὶ παλληκαριὲς ἁπὄχω καμωμένα, πότες καὶ ποῦ καὶ μετὰ ποιούς, γιὰ νὰ μπορὰ τὰ βάλης μὲ ὄμορφο μόδο σοθετά, τίβετας νὰ μὴ σφάλης.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Perdonami, ad gimnasium νὰ πάγω μοῦ τυχαίνει, σκολάρος μου κιανεὶς ἐκεῖ μὴν πὰ νὰ μ’ ἀνιμένη |
|
305
[308]
[308] | coloqui familiariter mecum, γιὰνὰτ’ ἀνοίξω τὴ στράτα τσῆ ρητορικῆς καὶ νὰ τοῦ τήν εδείξω.
ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Γρικᾶς του; Τῶ σκολάρων του τὸν κῶλο, λέει, θ’ ἀνοίξη, καὶ πὼς μιὰ κουρατόρικη μέσα θὲ νὰ τῶς μπήξη, καὶ βλέπεσε μόνο κι ἐσύ.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ἂ θέλης πάλε νὰ ’ρθης |
|
310 | ancora voi στὸ σκολειό, τάσσω σου πὼς νὰ μάθης κάθαλοῆς sciencia breviter ἀπὸμένα, τ’ ἄρματα μὲ τὰ γράμματα νά ’χης συντροφιασμένα.
ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Στ’ ἄρματα μόνο ἐδόθηκα, καὶ ὅλο τὸ λογισμό μου ἔχω βαλμένον ἐδεκεῖ, καὶ ἂν ἦτο μπορετό μου |
|
315 | τὴν ὥρα τούτην ἤθελα μαλιὰ κιαμιὰ νὰ λάχη μεγάλη, μόνο γιὰ νὰ δῆς τί ξίζω σὲ μιὰ μάχη. |
|
- Τζαβάρλας, Μπερναμπούτσος και Δάσκαλος, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Δάσκαλος, Τζαβάρλας και Μπερναμπούτσος, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Δ 249-316) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Διασταύρωση πληροφοριών (Δ 413-450)
Καθώς προχωρεί η τέταρτη πράξη της κωμωδίας και ήδη ο Θόδωρος, ο στενότερος φίλος του πρωταγωνιστή, έχει συνδυάσει πληροφορίες και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο γιατρός Λούρας είναι ο άγνωστος πατέρας του Φορτουνάτου, δεν απομένει παρά να το πληροφορηθούν αυτό και οι δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διασταυρώσεις και επαληθεύσεις. Στην τέταρτη σκηνή, όπου βρισκόμαστε τώρα, ο θετός πατέρας Γιαννούτσος συζητά με τον Θόδωρο και βεβαιώνεται γι’ αυτήν την ταύτιση.
| ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Θόδωρος
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Κοντὸ καὶ νὰ ’ναι ἀπαρθινὰ ἐτοῦτα, Θόδωρέ μου, καὶ νά ’ναι αὐτὸς ὁ κύρης του, σὰ λέγεις; Φαίνεταί μου |
|
415
[419]
[419] | πὼς ξανανιώνω σήμερο, πὼς μοῦ πληθαίνου οἱ χρόνοι, πὼς κατατάσσου οἱ ἔγνοιες μου κι ἡ πεθυμιά μου λιώνει.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη, στέκε μὲ καλὴ καρδιά, γιατὶ, νὰ ζήσω, ἐτοῦτος εἶναι ὁ κύρης του σ’ ὅ,τι μπορὰ γνωρίσω ἀποὺ τὰ λόγια τσῆ Πετροῦς.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΟΣ Νὰ ζήσης, ξαναπέ μου |
|
420 | εἰς ἴντα μόδο τό ’κουσες, Θόδωρε ἀκριβέ μου.
ΘΟΔΩΡΟΣ Πηαίνοντας νά ’βρω τὴν Πετροὺ μὲ πόθο μου περίσσο ὀγιὰ τοῦ Φορτουνάτο μας τὸ γάμο νὰ μιλήσω, δὲν ἤτονε στὸ σπίτι τζη, μὰ ἀπὸ ’δεκεῖ μοῦ λέσι πὼς ἦρθε στσῆ κερα-Μηλιᾶς, ὀγιὰ νὰ καταστέση, |
|
425 | λέγει, τσῆ θυγατέρας τση τὸ γάμο, ἁποὺ τρατάρει τοῦτο τὸ Λούρα τὸ γιατρὸ γαμπρὸ νὰ τόνε πάρη.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ δὲν ἐντρέπεται ἡ κοθλὴ νὰ δώση τὸ παιδί τζη ’νοῦς γέροντα σὰν ἔναι αὐτός; Δὲν τὴν πονεῖ ἡ ψυχή τση;
ΘΟΔΩΡΟΣ Ἐγὼ γιαμιὰ ὡς ἤκουσα τέτοιας λοῆς μαντάτο, |
|
430 | ὁ λογισμός μου ἐχτύπησεν ὀγιὰ τὸ Φορτουνάτο, τὸ πὼς ἐτούτη ἡ κοπελιὰ γιὰ νύφη τοῦ ταιριάζει, γιατὶ σὲ πλούτη, σ’ ἀθρωπιὰ κι εἰς ὅλα τοῦ ὁμοιάζει. Καὶ τὸ ζιμιὸ μὲ πλήσα βιὰ ἐγλάκησα ἐπὰ πάνω καὶ τὴν Πετροὺ ἀποὺ τσῆ Μηλιᾶς τὸ σπίτιν ὄξω βγάνω, |
|
435 | καὶ ἀρχίζω νὰ τήνε ρωτῶ γιὰ τσὶ δουλειὲς τοῦ γάμου. Κι εἶπε μου κι εἶναι ἀπαρθινά, μᾶλλιος πὼς θὲ νὰ κάμου τὸ κάθα πράμα σήμερο. Καὶ τότες μοῦ δηγήθη τὸ πὼς εἰς τὴν Κεφαλλονιὰ ὁ Λούρας ἐγεννήθη, καὶ πὼς ἕνα μικρὸ παιδὶ τοῦ θέλασινε πάρει, |
|
440 | ἁπού ’το δυόμισι χρονῶ, μιὰν ὥρα οἱ κρουσάροι, ὁμάδι μὲ τὴ νέναν του, καὶ πὼς γυρεύγοντάς το δεκάξι χρόνους σήμερο, καὶ δὲν εὑρίσκοντάς το, ἦρθεν ἐπὰ κι ἐπόμεινε, καὶ πλιὸ νὰ μὴ γυρίση ὀπίσω στὴν πατρίδαν του εἶχεν ἀποφασίσει. |
|
445 | ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Πρὸς τὰ σημάδια τὰ γρικῶ καὶ λέγεις, Θόδωρέ μου, τοῦτος τοῦ Φορτουνάτο μου εἶν’ ὁ κύρης, φαίνεταί μου, Κι ἂς πᾶμεν ὅπου βρίσκεται, νὰ ζῆς, νὰ τόνε βροῦμε· καλύτερα ἀπὸ λόγου του νὰ μάθωμε μποροῦμε. Ὢ καλορίζικο πολλὰ παιδί μου Φορτουνάτο, |
|
450 | ἂν εἶναι μπορεζάμενο τοῦτο ἡ ἀλήθεια νά ’το! |
|
- Tο απόσπασμα (Δ 413-450) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Τα σημάδια της αναγνώρισης (Δ 509-576)
Η πλοκή της κωμωδίας, που, όπως οι περισσότερες αναγεννησιακές κωμωδίες, στρέφεται γύρω από το μοτίβο ενός χαμένου παιδιού το οποίο ξαναβρίσκει τους γονείς του και παντρεύεται μέσα σε γενική χαρά, οδεύει προς τη λύση της. Ο θετός πατέρας του Φορτουνάτου έχει βεβαιωθεί ότι βρήκε τον αληθινό πατέρα στο πρόσωπο του γέρου γιατρού Λούρα και θέλει να τον συναντήσει για να το επαληθεύσει. Ο Λούρας μπαίνει στη σκηνή με άλλα, φανταχτερά ρούχα, ελπίζοντας έτσι να δελεάσει τη νεαρή Πετρονέλα (που αγαπά τον Φορτουνάτο) να τον παντρευτεί, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει άλλη μια φορά τις ειρωνείες του υπηρέτη του. Ο Γιαννούτσος με τον Θόδωρο αποφασίζουν να τον πλησιάσουν και μέσα από τρία «σημάδια» θετός και φυσικός πατέρας ολοκληρώνουν τη διαδικασία της αναγνώρισης.
[509]
[509] | ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Λούρας, Μποζίκης, Πετρού, Θόδωρος, Μισὲρ Γιαννοῦτσος
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Γειὰ τσ’ ἀφεντιᾶς σας καὶ χαρά!
ΠΕΤΡΟΥ Καλῶς τὸ Θόδωρό μου |
|
510 | καὶ τὸ μισὲρ Γιαννοῦτσο μου, τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου.
ΛΟΥΡΑΣ Μαγάρι νὰ μὴν ἤρθασι γιὰ νὰ μ’ ἀντιδιαβάσου· μὰ τίβετας δὲν κάνουσι. Καλῶς τὴν ἀφεντιά σου, μισὲρ Γιαννοῦτσο μου ἀκριβέ! Ἴντα ἐδεπὰ ξετρέχεις;
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Νὰ σὲ ρωτήξω βούλομαι πράμαν ὁποὺ κατέχεις. |
|
515 | ΛΟΥΡΑΣ Καὶ σὰν ποιὸ πράμα νά ’ναι αὐτό, καὶ λὲς πὼς τὸ κατέχω; Λογιάζεις πὼς εἶμαι εὔκαιρος, καὶ μόνο τς ἔγνοιες σου ἔχω; Ἄγωμε πούρι στὸ καλό. Θαρρῶ ἄλλο νὰ γυρεύγης, κι ἤσφαλες καὶ πὼς εἶμαι ἐγὼ λογιάζω νὰ πιστεύγης.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη μου ντοτόρε μου, σκόλασε τὸ θυμό σου, |
|
520 | καὶ γιὰ κακὸ δὲ σὲ ρωτᾶ, μᾶλλιος ὀγιὰ καλό σου. Παιδὶ ἤκουσε πὼς ἤχασες ἕνα μικρὸ μιὰν ὥρα, δεκάξι χρόνους σήμερο, κι ἐκεῖνο ποῦ ’ναι τώρα τοῦτος κατέχει, κι ἦρθε ἐπὰ ὀγιὰ νὰ σὲ ρωτήξη, ἀνίσως κι εἶναι ἀπαρθινὰ νὰ πὰ νὰ σοῦ τὸ δείξη. |
|
525 | ΛΟΥΡΑΣ Ὀιμέ, κι ἴντά ’ναι τὸ γρικῶ; Ἐχτύπησε ἡ καρδιά μου, τὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κι ἐχάθη ἡ ἐμιλιά μου. Καὶ ποῦ ’ναι τοῦτο τὸ παιδί; Τίς τό ’βρε καὶ ποῦ τό ’χει; Στὴ χώρα τούτη βρίσκεται μέσα γὴ πούρι ὄχι;
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ἀφέντη Λούρα, τὸ παιδὶ τοῦτο πῶς τό ’χες χάσει; |
|
530
[530] | Καὶ πότε σοῦ τὸ πήρασι;
ΛΟΥΡΑΣ Δεκάξι χρόνοι πᾶσι, ἁποὺ τὸ πῆρε ἡ νένα του μέσ’ στὴ δική τζη ἀγκάλη νὰ πάη γιὰ περιδιάβαση κάτω στὸ περιγιάλι, καὶ βάρκα μιὰ κρουσάρικη ἦτο ἐδεκεῖ ραμένη, καὶ μὲ τὴ νένα τὸ παιδὶ ἐπῆρε καὶ διαβαίνει. |
|
535
[537]
[537] | ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ τὸ παιδὶ πόσου καιροῦ νά ’τονε ὅντε τὸ ’πιάσα;
ΛΟΥΡΑΣ Ἤτονε δυόμισι χρονῶ τότες ὅντε τὸ ’χάσα.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Εἶχε σημάδι τίβετας;
ΛΟΥΡΑΣ Εἶχε πρὸς τὴ μασκάλη ἕνα ἀπὸ πόνεμα κακό, ὁποὺ μικρὸ εἶχε βγάλει, κι ἐπιάσα καὶ ἤσκισά του το, κι ἀποὺ τὴν ὥρα κείνη |
|
540
[541]
[541] | τέτοιο σημάδι, σὰ μιλῶ, τοῦ ’θελεν ἀπομείνει.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ τ’ ὄνομα τοῦ κοπελιοῦ πῶς ἦτο;
ΛΟΥΡΑΣ Νικολέτο.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ἀφέντη μου ντοτόρε μου, χαίρομαι, κάτεχέ το, σήμερο μετὰ λόγου σου, γιατὶ ’βρες τὸ παιδί σου, καὶ θὲ νά ’ναι ἀπὸ ’δὰ καὶ ὀμπρὸς χαιράμενη ἡ ζωή σου. |
|
545
[547]
[547]
| ΛΟΥΡΑΣ Ὀιμένα, κι ἴντα σοῦ γρικῶ; Ἐράην ἡ καρδιά μου καὶ ἀπ’ τὴ χαρά μου τὴν πολλὴ τρέχου τὰ δάκρυά μου. Δὲν ἔναι πούρι ψόματα;
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Πλιὰ παρ’ ἀπαρθινά ’ναι.
ΛΟΥΡΑΣ Καὶ πέ μου ποῦ νὰ βρίσκεται, καὶ σὲ ποιὰ μέρη νά ’ναι. Ὢ Νικολέτο μου ἀκριβέ, γλυκότατο παιδί μου, |
|
550 | παρηγοριὰ στὰ γέρα μου κι ἐλπίδα μοναχή μου! Πέ μου ’ς ποιὸν τόπο βρίσκεται, νὰ ζήσης, νὰ γλακήσω νὰ πὰ νὰ τό ’βρω, νὰ τὸ δῶ πρίχου νὰ ξεψυχήσω.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὀγλήγορα θέλεις τὸ δεῖ, καὶ δὲν περνᾶ πολλὴ ὥρα, γιατὶ εὑρίσκεται ἐδεπὰ σὲ τούτη μας τὴ χώρα. |
|
555 | ΛΟΥΡΑΣ Νὰ ζῆς, μισὲρ Γιαννοῦτσο μου, πᾶμε νὰ μοῦ τὸ δείξης, καὶ νὰ σοῦ δώσω τάσσω σου ὅ,τι καὶ ἂ μοῦ ζητήξης.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Γνωρίζεις το καὶ ξεύρεις το ὡσὰν κι ἐμένα, κρίνω, κι ἤσμιξες καὶ πολλὲς φορὲς ὁμάδι μετὰ κεῖνο. Τοῦτο ’ναι ὁ Φορτουνάτος μου. Καὶ θέλοντας νὰ πάρω |
|
560 | μιὰ φούσταν, ὁποὺ ἐπήρασι οἱ Μαλτέζοι τῶν κρουσάρω, μέσα στὴ φούστα εὑρέθηκε καὶ τὸ παιδὶν αὐτεῖνο, καὶ ἀκόμη δυόμισι χρονῶ νὰ μὴν ἐπέρνα κρίνω, μὲ μιὰ γυναίκα μοναχή, κι ἐλέγαν την Ἀννούσα, ποὺ λαβωμένη ἐπόμεινε, καθὼς ἐπολεμοῦσα, |
|
565 | καὶ Νικολέτο ἐγρίκησα κι ἤκραζε τὸ παιδάκι, ὁπού ’κλαιγε στὸ πλάγι τζη. Μὰ ὀγιατὶ ’ς λιγάκι ὥρα ἀποὺ τὴ λαβωματιὰ ἔμεινε ἀποθαμένη, νὰ μάθω δὲν ἐμπόρεσα ἀπὸ πόθε κατεβαίνει. Καὶ μὲ τὴ φούστα τὸ παιδὶ ἐπῆρα κι ἦρθα ἀπάνω− |
|
570 | δεκάξι χρόνοι σήμερο θὰ προπατοῦ, ἂ δὲ σφάνω. Καὶ ὡσὰν παιδί μου φυσικὸ νά ’τον, ἀνάθρεψά το, μὲ ἀγάπη μεγαλότατη, κι εἰς τὸ σκολειὸ ἔβαλά το, καί ’ς κάθαν ἀρετὴ καλήν, ὡς ἦτο μπορετό μου, μὲ γνώμη κλερονόμος μου νά ’ν’ κι εἰς τὸ θάνατό μου. |
|
575 | Καὶ γιατὶ καλορίζικο πάντα ἐπεθύμου νά ’το, τ’ ὄνομα τοῦ μετάλλαξα κι εἶπα το Φορτουνάτο. |
|
- Γιαννούτσος, Πετρού, Μποζίκης, Λούρας, Θόδωρος· η διαδικασία της αναγνώρισης έχει ξεκινήσει, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Λούρας, Γιαννούτσος, Πετρού, Θόδωρος, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Γιαννούτσος, Θόδωρος, Πετρού και Λούρας, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Γιαννούτσος, Πετρού, Λούρας και Θόδωρος, σκηνή στην οποία η αναγνώριση μέσα από τα τρία σημάδια φαίνεται να οδεύει προς το τέλος, από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Δ 509-576) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Δ 509-576) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η χαρά της αναγνώρισης του χαμένου παιδιού (Ε 121-212)
Όταν αρχίζει η πέμπτη πράξη, η καθαυτό αναγνώριση του χαμένου παιδιού έχει ολοκληρωθεί και απομένει να πληροφορηθούν τα καλά νέα όσοι ακόμη δεν τα ξέρουν και να οδηγηθούμε στο αίσιο τέλος του γάμου των ερωτευμένων παιδιών. Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα, ο Λούρας και ο Γιαννούτσος, φυσικός και θετός πατέρας αντίστοιχα, έχουν μαζί τους τον Φορτουνάτο, που εντωμεταξύ τον έχουν πληροφορήσει για τη σπουδαία εξέλιξη των πραγμάτων και τώρα εκφράζει τη μεγάλη χαρά του. Δεν απομένει παρά να ζητήσουν από τον Λούρα να παραιτηθεί υπέρ του γιου του από τον επικείμενο γάμο του με την Πετρονέλα, γεγονός που ο συγκινημένος ηλικιωμένος το δέχεται χωρίς δεύτερη συζήτηση.
| ΑΤΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ Λούρας, Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Πετρού, Φορτουνάτος καὶ Θόδωρος
ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Ἀφέντη μου καὶ κύρη μου, καὶ γιὰ νὰ μὴν πὰ σφάλω δὲ σ’ ὀνομάζω καὶ Θεό, κατέχεις πὼς ἐγὼ ἄλλο κύρη οὐδὲ μάνα οὐδ’ ἀδερφὸ δὲν ἔχω γνωρισμένα, ἀπούσταν ἐγεννήθηκα στὸν κόσμο, παρὰ σένα. |
|
125 | Στὰ χέρια σου ἀναθράφηκα κι εἰς τὴ δική σου ἀγκάλη, στὸ σπλάχνος, στὴν ἀγάπη σου τὴν πλήσα καὶ μεγάλη, καὶ δὲν τὸ λόγιαζα ποτὲ πὼς εἶμαι ξένη γέννα, παρ’ ἀπόσταν τὸ γρίκησα μιὰν ὥραν ἀπὸ σένα. Μὲ δίκιο πρέπει τὸ λοιπὸ νὰ σοῦ ’μαι κρατημένος, |
|
130 | κι ὄχι ποτὲ σὰ σκλάβος σου, ἁπού ’μαι ἀγορασμένος, μὰ ὀγιατὶ ἡ ἀναθροφὴ καὶ ἡ καλοσύνη ἡ τόση ἁπού ’δειξες στοῦ λόγου μου μ’ ἐθέλασι σκλαβώσει. Καὶ ἀνὲν καὶ ἁφέντης μου ἐδεπὰ τὴν αἴστηση ἔδωκέ μου καὶ μόνο γιατὶ μ’ ἔσπειρε ζωὴ ἐφανέρωσέ μου, |
|
135 | ἂν εἶχεν εἶσται τὴ ζωὴ πάλι νὰ μὴ γνωρίσω τὴ δεύτερη ἀπὸ λόγου σου, ποτέ μου πλιὸ νὰ ζήσω δὲν ἦτο μπορεζάμενο. Λοιπὸ κείνη τὴ ζήση, ἁπού ’λαβα ἀπὸ λόγου σου καὶ ἁπού ’θελα γνωρίσει, τὸ δίκιο καὶ πρεπὸ ζητᾶ πάντα νά ’ναι δική σου, |
|
140 | κι ὡς θέλεις τήνε ξόδιασε, καὶ ὡς εἶναι ἡ ὄρεξή σου. Κι ἐσένα πάλι, ἀφέντη μου καὶ φυσικέ μου κύρη, κι εἰς τὸ κορμὶ καθολικὲ κι ἴδιε μου νοικοκύρη, κλιτά, ὅσο μοῦ ’ναι μπορετό, σκύφτω καὶ προσκυνῶ σε, καὶ γιὰ παιδί νὰ μὲ δεχτῆς πολλὰ παρακαλῶ σε. |
|
145 | ΘΟΔΩΡΟΣ Ἄμετρην ἀναγάλλιαση, χαρὰ πολλὰ μεγάλη, γρικᾶ ἡ καρδιά μου μέσα τση παρὰ φορὰ κιαμι’ ἄλλη, ἐβλέποντας τὰ πράματα τὰ ὁποιὰ τοῦτο τὸ βράδυ πασίχαρους νὰ στέκετε ὅλους σᾶς κάνου ὁμάδι. Καὶ στσὶ χαρές σας χαίρεται κι ἐμέναν ἡ ψυχή μου, |
|
150 | κι ὁ Θιὸς νὰ σᾶς πολυχρονᾶ, ἀφέντες ἀκριβοί μου. Κι ἐσένα, Φορτουνάτο μου, χαίρομαι τὴ χαρά σου, στοχάζοντας τὴ σήμερο τὴν καλοριζικιά σου. Ὅλοι στὸν κόσμο γνώθουσι ἕνα κύρη, ὡσὰν κατέχεις, μόνον ἐσὺ μπορεῖς νὰ πῆς πὼς δυὸ κυροῦδες ἔχεις |
|
155 | πλούσους καὶ μπορεζάμενους − ἔτζι ἐδεπὰ ὀμπροστά σου, πασίχαροι πὼς στέκουνται μόνο γιὰ ὄνομά σου.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Θόδωρε, ξεύρεις το καλὰ τὸ πὼς γιὰ τς ἀρετές σου πάντα σ’ ἐγάπου τσὶ πολλές, καὶ ὀγιὰ τσὶ φρόνεψές σου, καὶ ὡσὰν τὸ Φορτουνάτο μου σ’ ἐκράτου ἀγαπημένο, |
|
160 | θωρώντας σε μὲ λόγου του πάντα συντροφιασμένο. Τέτοιας λοῆς καὶ σήμερο θέλω νὰ μὲ γνωρίζης, τὸ σπίτι μου, τὸ πράμα μου κι ἐμένα νὰ μὲ ὁρίζης.
ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγώ, ἀφέντη Θόδωρε, σοῦ λέγω ἀποὺ τὴν ἄλλη πὼς μὲ τὸ Νικολέτο μου θέλω νὰ σμίγης πάλι, |
|
165 | ἕνα φαητὸ κι ἕνα πιοτό, κι ἂν ἔναι μπορεμένο τὸ στρῶμα νὰ μὴ σὲ κρατῆ ποτὲ ξεχωρισμένο.
ΘΟΔΩΡΟΣ Χίλια σπολλάτη, ἀφέντες μου, κι οἱ δυό, στὴν ἀφεντιά σας, κι ἐγὼ τοῦ θελημάτου σας βρίσκομαι καὶ τσ’ ἐξᾶς σας. Μὰ σ’ ἕνα πράμα μοναχὰς θὰ σᾶς παρακαλέσω, |
|
170 | μιὰ χάρη νὰ μοῦ κάμετε, μόνο γιὰ νὰ μπορέσω ἐτοῦτες τς ἀναγάλλιασες σήμερο νὰ διπλώσω, ξετελεμένες καὶ ἀκριβὲς χαρὲς νὰ σᾶσε δώσω.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὅριζε, ἀφέντη Θόδωρε, καὶ ὅ,τι μοῦ πῆς, νὰ κάμω.
ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγὼ ὅπου ὁρίζεις, νὰ γλακῶ, καὶ ὅπου μοῦ πῆς, νὰ δράμω. |
|
175 | ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀπείτις καὶ τὸ ριζικὸ ’ς τοῦτο ἤκαμε νὰ ’ρθῆτε, καὶ ἀνιπόλπιστες χαρὲς τὴ σήμερο νὰ δῆτε, ὁ ἕνας ἀπὸ λόγου σας πὼς ηὗρε τὸ παιδίν του, ἁποὺ δὲν τό ’λπιζε ποτὲ νὰ τό ’βρη στὴ ζωήν του, κι ὁ ἄλλος ὄχι μοναχὰς σὰν ἦτο ἡ πεθυμιά του |
|
180 | ἤμαθε τσὶ γονέους του, μὰ βλέπει τσι ὀμπροστά του, τυχαίνει τὴν ἴδια χαρὰ νά ’χη καὶ τὸ παιδί σας, χαιράμενοι νὰ στέκετε παντοτινὰ καὶ οἱ τρεῖς σας. Ἄλλη χαρὰ τὸ λοιπονὶς πλιότερη δὲ μπορεῖτε μέσα σὲ τοῦτες τς ἄλλες σας τς ἀμέτρητες νὰ δῆτε, |
|
185 | ὡσὰ νὰ τὸν παντρέψετε τώρα μὲ τὴν εὐκή σας, τὸ γάμον του νὰ κάμετε, σότα κρατεῖ ἡ ζωή σας.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὅσο γιὰ μένα, τὴν ἐξὰ σοῦ δίδω νὰ ξεδράμης, ἂ θέλη ἐπὰ καὶ ἁφέντης του, τὸ γάμον του νὰ κάμης.
ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγὼ ἀπ’ τὴ σήμερο καὶ ὀμπρὸς τὸ ἔχει μου τοῦ δίδω, |
|
190 | κι ἐσένα τούτη τὴ δουλειά, Θόδωρε, παραδίδω.
ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη Λούρα, ἡ δουλειὰ τούτη περνᾶ ἀπὸ σένα…
ΛΟΥΡΑΣ Ἀνὲν περνᾶ ἀπὸ λόγου μου, τάξε τα καμωμένα.
ΘΟΔΩΡΟΣ … νὰ πάρη τσῆ κερα-Μηλιᾶς τὴ θυγατέρα ὁ γιός σου.
ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Κάμε το, ἀφέντη Λούρα μου, ἂν ἔναι μπορετό σου. |
|
195 [196]
[196] | ΛΟΥΡΑΣ Κερα-Πετρού, ἴντα λὲς ἐσύ; Γρικᾶς κοντὸ νὰ θέλη νὰ συβαστῆ ἡ κερα-Μηλιά;
ΠΕΤΡΟΥ Ἀφέντη μου, ὅντε μέλλει τὸ πράμα δύσκολα κιανεὶς μπορὰ το στρέψη ὀπίσω. Γιὰ τοῦτο δὲν ἐμπόρεσα ποτὲ μου νὰ γυρίσω τὴν Πετρονέλα νὰ τὸ πῆ τὸ ναὶ γιὰ ὄνομά σου· |
|
200 | τοῦ Φουρτουνάτο ἐμέλλεντο, ἀμ’ ὄχι τσ’ ἀφεντιᾶς σου.
ΛΟΥΡΑΣ Πλιότερα θὰ τὴν ἀγαπῶ τώρα, γιατὶ παιδί μου θὲ νὰ τὴν κάμω, σὰ θωρεῖς, καὶ νύφην ἀκριβή μου. Ἂς πᾶμε μέσα τὸ λοιπό. Κι ἐσύ, κερά-Πετρού μου, ἄγωμε στσῆ κερα-Μηλιᾶς, εὗρε τη, καὶ ἀφουκροῦ μου: |
|
205 | πέ τση τὸ πράμα πῶς περνᾶ, καὶ πὼς ὅ,τι καὶ ἂν ἔχω δίδω τοῦ Νικολέτο μου, καὶ τὸ ζιμιὸ ἂς κατέχω ἀνίσως καὶ συβάζεται, ὅλοι ν’ ἀνταμωθοῦμε τὸ γάμον τως νὰ κάμωμε, περίσσα νὰ χαροῦμε. Κι ἐσύ, Μποζίκη, μὴν ἀργῆς τὸ δεῖπνο νὰ ’ρδινιάσης. |
|
210 | ΜΠΟΖΙΚΗΣ Μετὰ χαρᾶς, ἀφέντη μου! Κοιλιά μου, ἂ δὲ χορτάσης ἀπόψε, καθὼς πεθυμᾶς, πολλὰ παραπονοῦ μου!
’Σ τοῦτο χορεύγει. Ἔδε χαρά, χαρά, χαρά, χαρὰ τοῦ ριζικοῦ μου! |
|
- Γιαννούτσος, Θόδωρος, Λούρας και Φορτουνάτος· η αναγνώριση έχει πια συντελεστεί και οι δύο πατέρες, θετός και φυσικός, γιορτάζουν μαζί με τον πρωταγωνιστή και τον φίλο του, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Ο Θόδωρος, συγκινημένος, αγκαλιάζει τον Φορτουνάτο καθώς Πετρού, Γιαννούτσος και Λούρας παρακολουθούν εμφανώς χαρούμενοι, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου - Πετρού, Λούρας, Πετρονέλα, Γιαννούτσος και Φορτουνάτος· οι δύο ερωτευμένοι νέοι σμίγουν, αφού ο Λούρας υποχωρεί για χάρη του γιου του, σκηνή από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Νέα Σκηνή), σκηνοθεσία: Κανέλλος Αποστόλου, 1993.
Πηγή: Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
- Tο απόσπασμα (Ε 121-212) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Ε 121-212) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αποχαιρετισμός στους θεατές – Επίλογος (E 399-414)
Αφού έχουν ολοκληρωθεί όλα τα στάδια της αναγνώρισης του χαμένου παιδιού, φτάσαμε στην προτελευταία, την πανηγυρική σκηνή του αίσιου τέλους της κωμωδίας, όπου όλοι εκφράζουν τη χαρά και την ανακούφισή τους για την τροπή που πήραν τα πράγματα: ο Λούρας δηλώνει ότι τώρα θα αγαπά την Πετρονέλα περισσότερο, σαν παιδί του, η Μηλιά ευχαριστεί τον Θεό και την τύχη που συμπεθεριάζει με τον γιατρό με άλλο, πιο ταιριαστό τρόπο, ο Φορτουνάτος κάνει πρόταση γάμου στην Πετρονέλα, που αποδέχεται αμέσως, ο Γιαννούτσος νομίζει ότι ονειρεύεται, ο Θόδωρος δίνει στον φίλο του τις καλύτερες ευχές και η Πετρού εύχεται πολλούς απογόνους και δηλώνει την αφοσίωσή της. Εντωμεταξύ, μπαίνει ο Τζαβάρλας γυρεύοντας να εκδικηθεί τον φράρο, αλλά τον διώχνουν για να μη χαλάσει τη χαρά τους. Αντίθετα, ευπρόσδεκτος είναι ο δάσκαλος, που του ζητούν να ετοιμάσει τα χαρτιά του γάμου, ασκώντας χρέη συμβολαιογράφου. Ο Μποζίκης τούς παροτρύνει να μπούνε στο σπίτι για φαγητό, ενώ ο ίδιος μένει για λίγο στη σκηνή, στο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, για να αποχαιρετήσει και να ευχαριστήσει το κοινό, στην τελευταία αυτή σκηνή που λειτουργεί ως επίλογος του έργου.
| ΑΤΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ Μποζίκης μοναχὸς
ΜΠΟΖΙΚΗΣ Πάμενε νὰ δειπνήσωμε, ἄρχοντες, στὴν ὑγειά σας, |
|
400 | κι ἂν ἔχετε, δειπνήσετε κι ἐσεῖς, πάλι ἂ δέ, ξά σας. Πάρει σᾶς θέλομε κι ἐσᾶς, μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει, κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μ’ ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου, ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ, κι ὕστερα στὸ Θεό μου |
|
405 | νὰ λιγωθῶ ἀπ’ τὴν πείνα μου, νὰ ’ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κι εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου. Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ, καὶ μὴ μὲ βαρεθῆτε. Κι ἐπὰ ὄξω νὰ προβάλωμε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερῆτε. Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε, |
|
410 | καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση, ὁπού ’χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά∙ καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώση χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δῆτε. Κι ἂ σᾶς ἀρέσαμε, χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε.
ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΧΑΡΙΣ |
|
- Tο απόσπασμα (Ε 399-414) στην παράσταση της Θεατρικής Ομάδας Καθηγητών Νομού Ηρακλείου, καλοκαίρι 2010, σκηνοθεσία: Αντώνης Περαντωνάκης.
Πηγή: Αρχείο Αντώνη Περαντωνάκη - Το απόσπασμα (Ε 399-414) όπως διασκευάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση του Φορτουνάτου, που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1957, ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Κροντηράς, διασκευή: Πέτρος Μαρκάκης, μουσική: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Πηγή: Αρχείο ΕΡΤ
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1965
- Στυλιανός Αλεξίου, «Το Κάστρο της Κρήτης και η ζωή του στον ΙΣΤ΄ και ΙΖ΄αιώνα», Κρητικά Χρονικά 19 (1965), σ. 146-178.
- Δετοράκης 1986
- Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, χ.ε.ο., Αθήνα 1986.
- Κάσδαγλη 2000
- Αγλαΐα Κάσδαγλη, «Γαμήλιες παροχές στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και αλλού: μία πρώτη ανάγνωση των κρητικών προικώων εγγράφων της ύστερης βενετοκρατίας», Πεπραγμένα Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β1: Βυζαντινή και Μεσαιωνική Περίοδος, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2000, σ. 321-332.
- Μαλτέζου 1987
- Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Το παιδί στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 27 (1987), σ. 214-227.
- Markomihelaki-Mintza 1992
- Tasoula Markomihelaki-Mintza, «Τhe relation of the three Cretan Renaissance comedies to the Italian Cinquecento theories of laughter», Cretan Studies 3 (1992), σ. 131-148.
- Μαρκομιχελάκη 1995
- Αναστασία Μαρκομιχελάκη, «Η τέχνη και η τεχνική της ομοιοκαταληξίας στις κωμωδίες του Κρητικού Θεάτρου», Παλίμψηστον 13 (1995), σ. 181-212.
- Μαρκομιχελάκη 1998
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «“Όφου και πώς τα κρίματα…”: Όταν το Κρητικό Θέατρο εμψύχωνε τους πολιορκημένους του Χάνδακα», Ο Κρητικός Πόλεμος, ένθετο Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή (25.1.1998), σ. 23-24.
- Μαρκομιχελάκη 2000
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «“Ομολογώ εγώ, Μαρκ’ Αντώνιος Φόσκολος…” Ένα καλοκαιρινό απόγευμα του 1655 στο σπίτι του ποιητή Μαρκαντώνιου Φόσκολου, στον πολιορκούμενο Χάνδακα», Έργα και ημέρες στην Κρήτη από την προϊστορία στο Μεσοπόλεμο, επιμ. Άγγελος Χανιώτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σ. 375-402.
- Μαρκομιχελάκη 2002
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «“Μυστικά και ψέματα”: ξανακοιτάζοντας την πλοκή των κρητικών αναγεννησιακών κωμωδιών», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου: «Το Ελληνικό Θέατρο από τον 17ο στον 20ό αιώνα» (17-20 Δεκεμβρίου 1998), επιμ. Ιωσήφ Βιβιλάκης, Ergo, Αθήνα 2002, σ. 57-68.
- Μαρκομιχελάκη 2003
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Στοιχεία λαϊκής ιατρικής σε κωμωδίες του νεοελληνικού θεάτρου: από τον Φορτουνάτο ώς τη Βαβυλωνία», Λαϊκή Ιατρική. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο (Ρέθυμνο, 8-10 Δεκεμβρίου 2000), Πρακτικά, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2003, σ. 255-277.
- Μαρκομιχελάκη 2009
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «Η θεατρική δραστηριότητα στα χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα από τους Τούρκους», Ο Κρητικός Πόλεμος. Από την ιστορία στη λογοτεχνία, επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2009, σ. 43-54.
- Μαρκομιχελάκη 2015
- Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, Εδώ, εις το Κάστρον της Κρήτης... Ένας λογοτεχνικός χάρτης του βενετσιάνικου Χάνδακα [Νέα Ελληνική Φιλολογία 7], University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2015.
- Παπαδάκης & Τσικαλάκης 2011
- Μάριος Παπαδάκης & Ελευθέριος Τσικαλάκης, 7.000 κρητικές παροιμίες, χ.ε.ο., Ηράκλειο 2011.
- Πούχνερ 2006
- Βάλτερ Πούχνερ (επιμ.), Ανθολογία νεοελληνικής δραματουργίας, Α΄ τόμος: Από την Κρητική Αναγέννηση ώς την Επανάσταση του 1821, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
- Vincent 1980
- Alfred Vincent (επιμ.), Φώσκολος Μάρκος Αντώνιος, Φορτουνάτος, κριτική έκδοση, σημειώσεις, γλωσσάριο [Κρητικόν Θέατρον, 2], Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1980.
- Vincent κ.ά. 2002
- Alfred Vincent & Ναταλία Δεληγιαννάκη & Γιώργος Δεληγιαννάκης, «Αμπέλια και κρασιά στα απομνημονεύματα του Γιάννη Παπαδόπουλου», Σήμα Μενελάου Παρλαμά, επιμ. Λένα Τζεδάκη-Αποστολάκη, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2002, σ. 95-125.
- Vincent & Δεληγιαννάκη 2012
- Alfred Vincent & Ναταλία Δεληγιαννάκη (επιμ.), Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης (L’Occio). Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα, εισαγωγή και σχολιασμός Alfred Vincent, μετάφραση του Occio και επιμέλεια Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- Χατζηπανταζής 2014
- Θόδωρος Χατζηπανταζής, Διάγραμμα ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014.
Δικτυογραφία
«Φορτουνάτος (1993). Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή» (πρόγραμμα παράστασης), στο «Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου-Οπτικοακουστικό υλικό», Εθνικό Θέατρο.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Φόσκολος Μάρκος Αντώνιος: Φορτουνάτος. Αφιέρωση», στο «Ανθολόγιο Λογοτεχνίας», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)Θέματα
Ασθένεια Περιπλάνηση Αποτροπή κακών/δεινών Δοκιμασία Πειρατεία Τύχη/μοίρα Χαρά Γάμος Έρωτας Κοινωνικές τάξεις Οικογένεια Φιλία Ξένος Πόνος Συμφορά Γυναίκα (περιγραφή) Θάνατος Λαϊκή παράδοση Μαγεία Διαπαιδαγώγηση Αγάπη Ανδρεία/ηρωισμός Γνώση Διαμάχη Θαυμαστά στοιχείαΤύπος Λόγου
Λόγος προσώπων - διάλογοςΦύση Προσώπων
Άνθρωποι
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν