Στάθης
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Κρητική κωμωδία, έργο άγνωστου συγγραφέα, αλλά με πιθανότητες να αποδοθεί στον Χορτάτση. Μαζί με τον Κατζούρμπο και τον Φορτουνάτο αποτελούν την τριάδα των σωζόμενων αστικών κωμωδιών του κρητικού θεάτρου. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις δύο ζευγαριών μέσα σε ένα πολυπρόσωπο περιβάλλον. Κεντρικό θέμα είναι οι παραξενιές του έρωτα: η Φαίδρα αγαπά τον Χρύσιππο, αυτός όμως αγαπά τη Λαμπρούσα, ενώ τη Φαίδρα την αγαπά ο Πάμφιλος. Στο τέλος θα έρθει ο αναγνωρισμός ενός χαμένου παιδιού και ο διπλός γάμος των ερωτευμένων νέων. Ελλείψει εξωτερικών μαρτυριών για τη χρονολόγηση του έργου, η συγγραφή του τοποθετείται στα τέλη του 16ου αιώνα.
Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.), Ο Στάθης, κρητική κωμωδία, νυν πρώτον εκδιδομένη εκ χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης υπό Κ. Ν. Σάθα, Τύποις Φοίνικος, Βενετία 1878.
Εισαγωγή
Ο ανώνυμος Στάθης, ο Κατζούρμπος (ή Κατζάραπος) του Γεώργιου Χορτάτση και ο Φορτουνάτος του Μάρκου-Αντώνιου Φόσκολου αποτελούν τις τρεις σωζόμενες αστικές κωμωδίες του κρητικού θεάτρου . Τα έργα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της κρητικής κωμωδιογραφίας, που, όπως συνάγεται από διάφορες ιστορικές μαρτυρίες, περιελάμβανε περισσότερα έργα (χαμένα σήμερα) και έπαιζε κεντρικό ρόλο στην ψυχαγωγία του πληθυσμού των αστικών κέντρων της βενετοκρατούμενης Κρήτης, με τις τακτικές παραστάσεις –ακόμα και ιταλικών κωμωδιών– ιδιαίτερα την περίοδο των Αποκριών (Vincent 1997, 125-126). Η μακρόχρονη βενετική κατοχή της Κρήτης (1211-1669) δικαιολογεί απόλυτα τη σύνδεση των έργων αυτών με την αντίστοιχη ιταλική παραγωγή του 16ου και 17ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία χρονολογείται το κρητικό δραματολόγιο. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις κρητικές κωμωδίες, τόσο ως προς τη δομή τους όσο και ως προς την υπόθεση και τα πρόσωπα, αποδεδειγμένα αναπαράγουν μοτίβα, συμβάσεις και τεχνικές της λόγιας ιταλικής κωμωδίας, της commedia erudita . Ο άλλος κλάδος της ιταλικής αναγεννησιακής κωμωδίας, η λαϊκή και ιδιαίτερα δημοφιλής commedia dell’ arte, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει τους κρητικούς συγγραφείς, ενώ και η παλιότερη σύνδεση με τη λεγόμενη βενετική κωμωδία έχει πειστικά αναιρεθεί (για όλα τα παραπάνω βλ. Vincent 1997, 137-141). Πάντως, σε αντίθεση με τις σύγχρονές τους κρητικές τραγωδίες, δεν έχουν ανακαλυφθεί συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα για τις κωμωδίες, οι οποίες, παρά τις εμφανείς ομοιότητές τους, είναι τρία πολύ διαφορετικά έργα.
Το κείμενο διαθέτει ισχνή παράδοση, καθώς σώζεται σ’ ένα μόνο χειρόγραφο, τον περίφημο Νανιανό κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Δυστυχώς, η παράδοση αυτή είναι και εξαιρετικά προβληματική, αφού παραδίδει ένα άτιτλο και άγνωστης πατρότητας κείμενο· το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι αποτελεί μια αρκετά συνεπτυγμένη επτανησιακή διασκευή του πρωτότυπου κειμένου (Πούχνερ 2007, 2067), με αρκετά χάσματα τα οποία εντόπισαν στην πορεία πολλοί από τους μελετητές (π.χ. Αλεξίου 1954· Μανούσακας 1954· Βασιλείου 1974), συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη –στο μέτρο του δυνατού– κατανόησή του. Φαίνεται ότι η σύμπτυξη αυτή οφείλεται σε κάποιον ηθοποιό ή θιασάρχη που, βρίσκοντας την κωμωδία πολύ εκτενή για τις παραστάσεις του, περιέκοψε από αυτήν ορισμένες σκηνές, χωρίς όμως να προσέξει να μη διαταράξει την ομαλή παρακολούθηση της υπόθεσης. Στη μεταγενέστερη αυτή επεξεργασία και την αφαίρεση των σκηνών οφείλεται ασφαλώς και ο αριθμός των τριών πράξεων αντί των καθιερωμένων πέντε, σύμφωνα με τις συμβάσεις της νεοκλασικής δραματουργίας.
Το έργο εξέδωσε πρώτος ο Κωνσταντίνος Σάθας, αρχικά σε αυτοτελή έκδοση το 1878, η οποία όμως ουσιαστικά αποτελούσε μέρος του μνημειώδους για την εποχή του Κρητικού Θεάτρου, που εκδόθηκε ως ένας τόμος την αμέσως επόμενη χρονιά (1879) και παρουσίασε στο κοινό άγνωστα μέχρι τότε κρητικά θεατρικά κείμενα, ανάμεσα σε αυτά και τον Στάθη. Η έκδοσή του, η οποία προτιμήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας ανθολόγησης επειδή δεν απαιτούνταν εξασφάλιση πνευματικών δικαιωμάτων, δεν ήταν ικανοποιητική και προκάλεσε πληθώρα φιλολογικών διορθώσεων (Πούχνερ 2007, 2067-2068), τις οποίες έλαβε υπόψη του ο ανώνυμος εκδότης του κειμένου στο περιοδικό Θέατρο το 1962. Ακολούθησε η κριτική έκδοση από την ιταλίδα νεοελληνίστρια Lidia Martini (1976), στην οποία επίσης έχουν προταθεί φιλολογικές διορθώσεις, ενώ έχουν διατυπωθεί και αρνητικές κρίσεις για τις απόψεις της σχετικά με διάφορα γραμματολογικά προβλήματα. Τέλος, πολύ πρόσφατα το κείμενο εξέδωσε και η Rosemary Bancroft-Marcus (2013)· η έκδοσή της παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο ως η τελευταία προσθήκη στη μακροχρόνια προσπάθεια για την πληρέστερη δυνατή αποκατάσταση του προβληματικού κειμένου αλλά και για δύο επιπρόσθετους λόγους: α) η αγγλική μετάφρασή του συμβάλλει στη γνωριμία ενός ευρύτερου κοινού με το κείμενο, β) διαφοροποιείται από τις προηγούμενες, καθώς δεν αποτελεί αυτοτελή έκδοση/δημοσίευση, αλλά εντάσσεται σε έναν τόμο που περιέχει το συνολικό σώμα της σωζόμενης δραματικής παραγωγής του «πατέρα του νεοελληνικού θεάτρου», Γεώργιου Χορτάτση, στον οποίο η μελετήτρια αποδίδει και την ανώνυμα παραδομένη κωμωδία.
Εκτός από την πατρότητα (βλ. και παρακάτω), η χρονολόγηση του έργου αποτελεί ένα ζήτημα στο οποίο οι απόψεις των μελετητών είναι αρκετά αποκλίνουσες· οι εξωτερικές ενδείξεις, που θα βοηθούσαν πολύ προς αυτήν την κατεύθυνση, λείπουν, επομένως όλοι στηρίζονται σε εσωτερικές ενδείξεις του κειμένου. Οι παλιότερες απόψεις πριμοδοτούσαν μια όψιμη τοποθέτηση στον 17ο αιώνα, είτε στο β΄ μισό του, στο πλαίσιο του βενετοτουρκικού πολέμου (Σάθας 1879, κ΄), είτε στο α΄ μισό του, πριν την έναρξη του πολέμου (Μανούσακας 1947). Αντιθέτως, τα νεότερα πορίσματα της έρευνας τοποθετούν τον Στάθη στα τέλη του 16ου αιώνα (Ευαγγελάτος 1974· Αλεξίου 1988). Σύμφωνα με τη μελετήτρια και εκδότρια του έργου Lidia Martini, η συγγραφή του έπεται εκείνη του Γύπαρη, δηλαδή περίπου μετά το 1602, επειδή ο πρόλογος της κωμωδίας αντιστοιχεί στον μονόλογο του Έρωτα που αντλείται από το ποιμενικό δράμα. Η ίδια, εξάλλου, με κριτήριο τις πολλές, όπως διατείνεται, υφολογικές και γλωσσικές ομοιότητες με τα έργα του Χορτάτση, αποδίδει κατηγορηματικά τον Στάθη στη γραφίδα του ρεθύμνιου ποιητή, εντούτοις η άποψη αυτή έχει δεχτεί πολλές επικρίσεις (βλ. λ.χ. Κριαράς 1980-81· Vincent 1997) και αναντίρρητα παραμένει μια απλή υπόθεση – ευνοϊκά διακείμενος προς αυτή ήταν παλιότερα ο θεατρολόγος και σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος (1974), ενώ η ταύτιση αυτή προκρίνεται τελευταία, όπως είδαμε, από την Bancroft-Marcus. Τα γνωρίσματα, πάντως, που, με βάση το κείμενο, στοιχειοθετούν την προσωπικότητα του ανώνυμου συγγραφέα είναι η λογιοσύνη του, η βαθιά του εξοικείωση με τους λατίνους κλασικούς και τους ιταλούς αναγεννησιακούς συγγραφείς, καθώς και οι βασικές του φιλοσοφικές και νομικές γνώσεις.
Στην κωμωδία πρωταγωνιστούν οι νέοι Χρύσιππος και Πάμφιλος, Φαίδρα και Λαμπρούσα και οι γονείς τους. Ο Χρύσιππος θέλει να παντρευτεί τη Λαμπρούσα και ο Πάμφιλος τη Φαίδρα η οποία όμως αγαπά τον Χρύσιππο. Ο πατέρας της Φαίδρας, ο φιλάργυρος Στάθης, θέλει να την παντρέψει με έναν ηλικιωμένο πλούσιο νομικό, τον Ντοτόρε. Μετά από διάφορες παρεξηγήσεις και άλλα εμπόδια, αποκαλύπτεται ότι ο Χρύσιππος είναι ο χαμένος γιος του Στάθη και έτσι το έργο τελειώνει με την προετοιμασία των γάμων του Χρύσιππου με τη Λαμπρούσα και της Φαίδρας με τον Πάμφιλο.
Η πλοκή ακολουθεί, βέβαια, τον τυπικό καμβά του είδους, δηλαδή την ιστορία των ερωτευμένων νέων που θέλουν να παντρευτούν, αλλά ο γάμος τους συναντά διάφορα εμπόδια· παρ’ όλα αυτά, παρουσιάζεται σχετικά πιο σύνθετη, καθώς εκτυλίσσεται γύρω από τις παράλληλες ιστορίες δύο ζευγαριών και όχι ενός, όπως στις άλλες δύο κωμωδίες, ενώ ενσωματώνει και δύο δευτερεύουσες πλοκές που δεν αφορούν τους βασικούς χαρακτήρες (για τον ποιητικό χειρισμό της πλοκής και στα τρία έργα βλ. Μαρκομιχελάκη 2002, 57-68). Εκτός από τις διαφοροποιήσεις αυτές, ο Στάθης διαποτίζεται και από περισσότερο λυρισμό που είναι πολύ έντονος στους ποιητικούς μονολόγους των πρωταγωνιστών για τα ερωτικά τους βάσανα και στην εν γένει συμπάθεια του ποιητή προς αυτά, κάτι που φαίνεται να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «λυρική κωμωδία ρομαντικής ίντριγκας» (Vincent 1997, 127). Κατά τ’ άλλα, το πολυπρόσωπο περιβάλλον του είναι τυποποιημένο και αποτελείται από γέρους και γκρινιάρηδες πατέρες, προξενήτρες, σχολαστικούς δασκάλους, μπράβους και δούλους – στον Στάθη, πάντως, εμφανίζεται ένα (αινιγματικό λόγω των περικοπών) πρόσωπο, πιθανότατα η γυναίκα του Μπράβου (Βασιλείου 1974, 154-160), που δεν υπάρχει στις άλλες κωμωδίες. Ακόμη, η υπόθεση διανθίζεται με πολλά τυπικά μοτίβα, όπως εκείνο του χαμένου παιδιού, τις ερωτικές αντιζηλίες ανάμεσα σε ηλικιωμένους και νέους, τον γέρο πατέρα που επιμένει να αποφασίσει αυτός για τον γάμο της κόρης του, το θέμα της σύγχυσης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα κ.ά., συνεπώς, από την άποψη αυτή, το έργο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη πρωτοτυπία ούτε θέτει δυσεπίλυτες απορίες. Το ξετύλιγμα της πλοκής γενικά δεν δημιουργεί εκπλήξεις ούτε απροσδόκητα αποτελέσματα και η κωμωδία τελειώνει με το συμβατικό happy end της ένωσης των ερωτευμένων νέων.
Επομένως, η αξία της κωμωδίας Στάθης δεν έγκειται σε νεωτερισμούς στην πλοκή της ούτε παρουσιάζει σημαντικές ιδιοτυπίες που την κάνουν να ξεχωρίζει εντελώς από τα υπόλοιπα ομοειδή κείμενα της εποχής. Οι αρετές του έργου είναι, κυρίως, τα πετυχημένα ευρήματα που δημιουργούν απροσδόκητες καταστάσεις και τονίζουν το στοιχείο της φάρσας, τα πονηρά υπονοούμενα και οι υπαινιγμοί, καθώς και οι αναπάντεχες παρεξηγήσεις προσώπων. Ο ποιητής του Στάθη χειρίζεται, επίσης, με δεξιότητα τα εκφραστικά μέσα και τον στίχο και προσδίδει στο έργο του μια λεπτή κωμική χροιά, καθόλου χυδαία και χονδροειδή. Ακόμα και οι στερεότυποι χαρακτήρες της αναγεννησιακής κωμωδίας ζωηρεύουν το έργο με τις κατεργαριές και γενικά με τις περιπέτειές τους, συμβάλλοντας καταλυτικά στη δημιουργία του πραγματικού κωμικού στοιχείου (Vincent 1997, 133), σε αντίθεση με τους –συμπαθητικούς βέβαια– πρωταγωνιστές οι οποίοι μόνο παραπονιούνται και κλαίνε για τις δυστυχίες τους.
Ιντερμέδια
Το κείμενο του Στάθη συνοδεύεται από δύο ιντερμέδια, πρακτική που συναντάται στα περισσότερα έργα του κρητικού θεάτρου. Όμως, αντίθετα από τα υπόλοιπα δράματα-μινιατούρες που αναπτύσσουν ένα θέμα σε αρκετή έκταση και με τρόπο οργανικό, ώστε να δημιουργούν κάποτε ένα δεύτερο έργο μέσα στο κύριο (χαρακτηριστική η περίπτωση του Κατζούρμπου), τα δύο ιντερμέδια του Στάθη είναι άσχετα το ένα από το άλλο και πολύ διαφορετικά – το πρώτο, με τον τίτλο Ο Τσελεμπής και οι Χριστιανοί, εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας χριστιανο-τουρκικής σύγκρουσης· το δεύτερο, Πρίαμος και Ελένη, αντλεί από τον τρωικό κύκλο, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του (αναλυτικά για την υπόθεσή τους βλ. Bancroft-Marcus 1997, 203). Πιθανότατα ο ανώνυμος διασκευαστής τα δανείστηκε με πολλή ευκολία από ένα γενικό ρεπερτόριο, χρησιμοποιώντας τα ως αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στις τρεις πράξεις στις οποίες είχε συντομεύσει την αρχική κωμωδία.
Η γλώσσα του έργου είναι η καθομιλουμένη της εποχής, δηλαδή του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα. Πρόκειται για ένα λαϊκό ιδίωμα που έχει εμπλουτισθεί από αλλεπάλληλα δάνεια, κυρίως από τα ιταλικά και τα βενετσιάνικα, προσαρμοσμένα στη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας.
Ο Στάθης, προϊόν ενός αξιόλογου λογοτεχνικού κλίματος, δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο σαν μνημείο μιας εποχής, αλλά και σαν ζωντανό κομμάτι μιας ζωτικής θεατρικής παράδοσης που αντιστέκεται στον χρόνο και κρατά μια καλή θέση στα νεοελληνικά γράμματα.
Αποσπάσματα
Μονόλογος του Έρωτα (Πρόλογος, στ. 1-38)
Στον Στάθη προτάσσεται των θεατρικών πράξεων ένας πρόλογος 38 στίχων που εκφωνεί ο προσωποποιημένος Έρωτας. Με περίσσια αυτογνωσία αναγνωρίζει την αντιπάθεια που τρέφουν γι’ αυτόν οι άνθρωποι, εξαιτίας του πόνου και των συμφορών που προκαλεί. Ωστόσο, ενώ τους δικαιολογεί και δεν θυμώνει με το μένος τους, σπεύδει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κρίνοντας ως άδικες τις κατηγορίες εναντίον του. Θυμίζει στους αναγνώστες/ακροατές πως χάρη σε αυτόν γεννιούνται οι άνθρωποι και συνεχίζει να υπάρχει η ζωή. Ο φτερωτός Έρωτας, που με τα βέλη του λαβώνει αδιακρίτως τα θύματά του, εμφανίζεται εδώ για να τοξεύσει μια νέα (εννοεί τη Φαίδρα, κόρη του Στάθη), γύρω από την οποία ξετυλίγονται τα ερωτικά μπερδέματα του έργου. Μετά τον πρόλογο, ακολουθεί η πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης της κωμωδίας.
| ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πρόλογος τὸν ὁποῖον κάνει ὁ Ἔρωτας.
Ἄνθρωπος κρίνω ζωντανὸς ’ς τὴ γῆ νὰ μὴ γυρίζῃ νὰ μὴ μιλῇ κακὸ γιὰ μὲ καὶ νὰ μὴ δὲ μὲ βρίζῃ· ὅλοι μὲ κράζουν ἄπονο κοπέλι χωρὶς γνῶσι, καὶ ἂν ἐμποροῦσαν θάνατο ἐθέλασι μοῦ δώσει· |
|
5 | λέσι πῶς ᾑ σαΐταις μου τοῦταις ᾑ χρυσωμέναις, ὁποῦ δοξεύου ταῖς καρδιαῖς, πῶς εἶν’ φαρμακεμέναις· συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι καὶ θανάτοι δηγοῦνται πῶς ἡ θάλασσα καὶ ἡ γῆς εἶναι γεμάτη. Ἄδικον ἔχουσι πολὺ νὰ μὲ καταφρονοῦσι, |
|
10 | μὰ ἐγὼ δὲν τοὺς ὀρ[γ]ίζομαι ὅ,τι καὶ ἂ θενὰ ποῦσι, γιατὶ δὲ ξεύρουσι ποσῶς τὸ τί μιλοῦ γιὰ μένα, μηδὲ ὡς ἐδᾶ δὲν ἔχουσι ποῖος εἶμαι γνωρισμένα. Ὁ κόσμος πρίχου νὰ γενῇ ἐγὼ εἶμαι γεννημένος θεὸς ἀπάνω τσῆ οὐρανοὺς περίσσα ἐμπορεμένος· |
|
15 | μηδὲ ᾑ σαΐταις μου ποτὲ κανεὶ δὲ θανατώνου, μόνο γλυκιὰ καὶ ἀπαλαφρὰ πᾶσα καρδιὰ πληγώνου, γιὰ νά ’ναι ἀγάπη πάντοτε καὶ ὁ κόσμος νὰ πληθαίνῃ, καὶ ὁ θάνατος νὰ μὲν μπορῇ τσ’ ἀνθρώπους νὰ λιγαίνῃ καὶ ὅσοι ἀπ’ αὐτὸ χαθούσινε τόσο ἀπὸ μὲ γεννοῦνται, |
|
20 | καὶ ἀποὺ τὸν κόσμο οὐδὲ ποσῶς γιὰ τοῦτο δὲ ξοφλιοῦνται. Ἡ κατοικιά μου ’ς τὰ ὄμορφα κορμνιὰ τῶν κορασίδω βρίσκεται, καὶ ταῖς πληγωμαῖς ἀπὸ δεκεῖ τὼς δίδω· ἐκεῖ καὶ ταῖς σαΐταις μου βάνω καὶ τὸ δοξάρι, καὶ ἐκεῖ ταῖς φτυάνω καὶ ἐδεκεῖ τοὺς βάνω τὸ ξιφάρι· |
|
25 | ὥραις ’ς τὰ φρύδια χώνομαι μιᾶς κορασίδας, καὶ ὥραις τσῆ ἀλλῆς εἰς τ’ ἀμματόκλαδα, γὴ μέσα ’ς ταῖς δυὸ κόραις τῶν ἀμματιῶ, γὴ ’ς τὰ γλυκιὰ χείλη τὰ κοραλένια, γὴ ’ς τὰ σγουρὰ τῆς κεφαλῆς τὰ παραχρυσωμένα, γὴ εἰς τὸ λαιμό, γὴ εἰς τὰ βυζά, γὴ εἰς τὴ χιονάτη χέρα, |
|
30 | καὶ χίλια στήθη ἀποδεκεῖ πληγώνω πᾶσα μέρα. Φτεροῦγαις ἔχω καὶ πετῶ, κ’ εἰς πᾶσα τόπο πηαίνω, κι’ ὥραις ’ς τὰ ὕψη πέτομαι, κι’ ὥρας ’ς τὰ βάθη ἐμπαίνω. Ἄρχοντες, πλούσους, βασιλειούς, σκλάβους, πτωχοὺς καὶ δούλους χωρὶς ἐντήρησι καμνιὰ σύρνω [δο]ξόβω τση οὕλους. |
|
35 | Γιὰ ταύτως ὀκ τοὺς οὐρανοὺς σήμερο καταιβαίνω, μὲ βιὰ πολλὴ ’ς τὴ χώρα σας τούτη τὴν ἄξα ἐμπαίνω, γιὰ νὰ δοξέψω σήμερο μιὰ νειά, ποῦ ’χε ἀγαπήσει τοῦτος ἁπὤρχεται ἐδῶ ποῦ θέλετε γροικήσει. |
|
- Άγαλμα που παριστάνει τον Έρωτα με το τόξο του, ρωμαϊκό αντίγραφο του 2ου αι. π.Χ. πάνω στο πρωτότυπο που δημιούργησε ο Λύσιππος, Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Girolamo Francesco Maria Mazzola (Parmigianino), O Έρωτας σκαλίζει το τόξο του/Bow-Carving Amor, 1534-1535, λάδι σε ξύλο, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη, Αυστρία.
Πηγή: Wikimedia Commons - Ραφαήλ, Ο θρίαμβος της Γαλάτειας/The triumph of Galatea, 1512, νωπογραφία, Βίλλα Φαρνεζίνα, Ρώμη.
Πηγή: Wikimedia Commons - Λεπτομέρεια από το έργο του Ραφαήλ Η Παναγία του Αγίου Σίξτου.
Πηγή: Τέχνη και Ζωή (ιστολόγιο) - Πήλινο ειδώλιο εφήβου Έρωτα από το β΄ μισό 2ου π.Χ. αιώνα, Μουσείο Πέλλας.
Πηγή: Πέλλα. Η Πρωτεύουσα της Αρχαίας Μακεδονίας - Ακόμη ένα πήλινο ειδώλιο Έρωτα από το β΄ μισό 2ου αιώνα π.Χ., στο Μουσείο Πέλλας.
Πηγή: Πέλλα. Η Πρωτεύουσα της Αρχαίας Μακεδονίας - Άγαλμα του Alfred Gilbert, που είναι γενικά γνωστό ως «Έρωτας», μολονότι απεικονίζει τον «Άγγελο της χριστιανικής φιλανθρωπίας» (Anteros), σιντριβάνι Shaftesbury Memorial, Piccadilly Circus, Λονδίνο.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Ανάθεμά σε έρωτα», στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ γκρεμό δεν έχουν τα πουλιά, Lyra 2006.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Χρύσιππος ανοίγει την καρδιά του στον Αρέτα (Πράξη Πρώτη, Σκηνή Α΄, στ. 1-50)
Η πρώτη πράξη της κωμωδίας ανοίγει με δύο πρόσωπα: τον Χρύσιππο και τον Αρέτα. Ο Χρύσιππος, ένας από τους ερωτευμένους νέους της κωμωδίας, φαίνεται πολύ ανήσυχος και στενοχωρημένος, με την ταραχή να τον έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά. Ο πιστός του δούλος Αρέτας δυσκολεύεται να καταλάβει την ανησυχία του, ξέροντας πως η Φαίδρα αγαπά τον αφέντη του και δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας γι’ αυτό. Ωστόσο, ο Χρύσιππος του εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για τη Λαμπρούσα, την κόρη του Ντοτόρε, ο οποίος αγαπά και θέλει να παντρευτεί τη Φαίδρα. Μάλιστα, ο Χρύσιππος φρόντισε να έρθει ήδη σε επαφή με την προξενήτρα Αλεξάντρα, που θα προσπαθήσει να πείσει τη Λαμπρούσα να δεχθεί. Στην επόμενη σκηνή η Αλεξάνδρα συναντά μια δεύτερη προξενήτρα, τη Φλουρού, και φλυαρούν ασύστολα. Μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε πως η Φαίδρα δεν θέλει να παντρευτεί τον γερο-Ντοτόρε, γιατί αγαπά τον "Χρύσιππο" (στην πραγματικότητα πρόκειται για τον Πάμφιλο που αυτή νομίζει πως είναι ο Χρύσιππος). Τα ερωτικά μπερδέματα έχουν μόλις ξεκινήσει!
| ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ. ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ καὶ ΑΡΕΤΑΣ
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Μέσα σὲ κύματα σκληρὰ καὶ θυμωμένη μάχη τοῦ ἄνέμου καὶ τῆς θάλασσας γεἷς ναύτης ὅντα λάχῃ, δειλιᾷ πολλὰ καὶ ἀποκτυπᾷ καὶ χίλιαις ἔγνοιαις βάνει, γιὰ πὰς ὅντας βραδυάζεται καὶ τὴν ἡμέρα χάνῃ, |
|
5 | καὶ ἡ γιαφρισμένη ταραχὴ φόβο πολὺ τοῦ δίδῃ καὶ σβύνῃ τὴν ὀλπίδαν του τῆς νύκτας τὸ σκοτεῖδι. Μὰ ἀπῆτις ἀπὸ τοῦ γιαλοῦ τὸν τράφο θέλει βγάλει τὸ ῥοδοστολισμένο τση καὶ τὸ χρυσὸ κεφάλι, τότες ἀρχίζει ὁ φόβος του καὶ ἡ γιέγνοια νὰ λιγαίνῃ, |
|
10 | καὶ τὴν ὀλπίδαν του τὸ φῶς τοῦ ξάφτει τὴν σβυμένη. Τέτοιας λογῆς τὸ λογισμὸ κύματα θυμωμένα ’ς τὴ θάλασσα τοῦ πόθου μου μὲ πολεμοῦ καὶ μένα· γιὰ τοῦτο τρέχω εἰς τὴν αὐγὴ τσ’ ἀγάπης νὰ προβάλλῃ μὲ τὸ λαμπρόν της πρόσωπο ’ς ἐλπίδα νὰ μὲ βάλλῃ. |
|
15 | Πρόβαλλε, αὐγὴ γλυκότατη, καὶ ἡ γιομορφιά σου ἀς φέρῃ τὸν ἥλιο τοῦ προσώπου μου ’ς τοῦτα ζημνιὸ τὰ μέρη· μὲ ἕνα γλυκύ σου στόχασμα πάραυτας ν’ ἀναζήσῃς τὴ νεκρωμένη μου καρδιὰ καὶ τσῆ ἔγνοιαίς μου νὰ σβύσῃς. ΑΡΕΤΑΣ Πε μου, νὰ ζῇς ἀφέντη μου, καὶ τοῦτο ἡ φρόνεψί σου |
|
20 | μηδὲν τὸ πιάσῃ ἀποκοτιά, γιατ’ εἶμαι δουλευτής σου, πρέπει, πουλί ὁ κυνηγὸς ὁποῦ ποθεῖ σαμ πιάσῃ, καὶ ὁ ναύτης εἰς τὸ σπίτιν του ἀπῆτις θέλει φτάσει, μπλειὸ νά ’χου ἄλλο λογισμὸ παρὰ τὰ κερδεμένα πράμματα μόνο πασαεῖς νὰ χαίρεται ὅλο ἕνα; |
|
25 | Κι’ ἂν ἦναι τοῦτο ἄπρεπο, γιάντα ἡ ἀφεντιά σου ἀπῆτις τὴν ἀγάπη σου νά ’χῃς ’ς τὴμ πεθυμνιά σου, τέτοιας λογῆς πικραίνεσαι, τοῦτο ἐγὼ θαυμάζω, καὶ θὰ τὸ πῶ, τὴ γνώμη σου πολλὰ καταδικάζω! Μὰ ποῦρι ἂν ἦναι τῶν ἀλλῶ ... κουρφὸ δὲν εἶναι ἐμένα! |
|
30
| ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Μάλιος ὡς εἶναι τῶν ἀλλῶ, κρυφὸ ἀς ἦν’ καὶ σένα. ΑΡΕΤΑΣ Μὰ πῶς κουρφό ’ναι μετὰ μέ, ἀνὴ κ’ ἡ ποθητή σου μοῦ τό ’πε ἐκείνη φέρνωντας μιὰ ὥρα ἀθιβολή σου. ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Ποιὰ ποθητή μου; ΑΡΕΤΑΣ Ἡ γνωστικὴ τοῦ μισὲρ Στάθη ἡ Φαῖδρα, τὸ ῥόδο τῶν ἀλλῶν ἀνθῶν καὶ τῶν καρδιῶ ἡ γιαφέδρα, |
|
35 | τούτη ποῦ χάνεται γιὰ σέ, καὶ ἔδωσες τὸ χέρι καὶ δακτυλίδι, ὡς μοῦ ’χε πεῖ, γιὰ νὰ τὴν κάμῃς ταῖρι ... ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Τοῦτο δὲν ἤτονε ποτὲ ’ς ἐμᾶς, καὶ σφάλμα πιάνει, καλὰ καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φυρεθῇ πῶς σφάνει· μ’ ἀπῆτις κύρη δεύτερο σ’ ἐγνώρισα ἀκριβό μου |
|
40 | ’ς τὴ δούλεψί μου τὴμ πιστή, γροίκησε τὸ κουρφό μου· τέσσερης χρόνοι ὁποῦ ’ρθαμε ἀποὺ τὸ Τζάντε τώρα θενά ’ναι, ἂ δὲν κομπώνωμαι, ’ς τούτη τὴν ἄξα χώρα· καὶ ἔτζι περνῶντας ὁ καιρὸς τούτη τὴμ πλουμισμένη Φαῖδρα ’ς τὸμ πόθο ἐγνώρισα γιὰ μένα ἁφτωμένη· |
|
45 | τὴ θέλησι τῆς κορασᾶς ἡ γι’ Ἀλεξάδρα ὁρίζει κ’ εἶναι μεσίτρα τῆς δουλιᾶς, καὶ νὰ τὴν κάμῃ ὀλπίζει. Κι’ ὄξω ἀπὸ τοῦτο ὁ κύρης τση μοῦ τήνε τάσσει ἀκόμη, γιατὶ τὴ Φαῖδρα ἀγαπᾷ κ’ ἐκεῖνος ἔχει γνώμη. Μ’ ἄμες τὴν προξενίτρα μου ναὐρῇς γιὰ νὰ γροικήσῃς |
|
50 | τὸ πρᾶμμα ἂν ἐκατήστεσε, ἂ θὲς νὰ μοῦ βοηθήσῃς. |
|
- Anthony van Dyck, Πορτρέτο του Τζωρτζ Γκέιτς με δύο υπηρέτες/Portrait of George Gage with two attendants, 1622-23, ελαιογραφία σε καμβά, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου.
Πηγή: The National Gallery
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Κωμικό επεισόδιο ανάμεσα στον Στάθη και τον δούλο του Φόλα (Πράξη Πρώτη, Σκηνή Ε΄, στ. 177-218)
Η πέμπτη σκηνή της πρώτης πράξης είναι ένα κωμικό επεισόδιο ανάμεσα στον Στάθη, τον πατέρα της Φαίδρας –που πολλοί την διεκδικούν–, και τον δούλο του τον Φόλα, ο οποίος, κατά τα λόγια του Στάθη, είναι τρομερός τεμπέλης και σκορπάει τα λεφτά του στις ταβέρνες. Ωστόσο, ο Φόλας διαφωνεί και εκφράζει τις αντιρρήσεις του για τις άδικες κατηγορίες του αφεντικού του και μάλιστα με παράξενους υπολογισμούς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Στάθης τού χρωστά λεφτά. Τη φλυαρία του διακόπτει με τη βία ο Στάθης, που του ζητά να βρει τον δάσκαλο για να τακτοποιήσουν κάποιο δικό τους ζήτημα (που υποθέτουμε ότι είναι η τακτοποίηση του γάμου της Φαίδρας με τον Ντοτόρε). Στην επόμενη σκηνή ο Στάθης εκφράζει την ανησυχία και την ανυπομονησία του για τον γάμο της κόρης του, αλλά θα βρει παρηγοριά στα λόγια της προξενήτρας Αλεξάνδρας.
| ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
ΣΤΑΘΗΣ, καὶ ΦΟΛΑΣ ὁ φαμέγιός του ΣΤΑΘΗΣ Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, γάϊδαρε, πῶς τοῦτα τὰ δειλά σου δὲν μὲ φελοῦσι, κι’ ἄφης τα, γὴ σπῶ τὰ καύκαλά σου! Πᾶσα ὅντας ἦναι ἀρχιμενιὰ τέσσερης λίτραις παίρνεις, |
|
180 | καὶ φαίνεταί μου ἀληθινὰ καὶ τὸ πετζί μου γδέρνεις· καὶ δίδω σού τα, καὶ μπορεῖς μὲ τὰ μισά, νὰ ζήσω, νὰ ντύνεσαι καλότατα νὰ μ’ ἀκλουθᾷς ποπίσω· μὰ πάντα κακορροίζικος εἶσαι καὶ ξεσκισμένος, κ’ εἶν’ ἐτροπὴ νὰ μ’ ἀκλουθᾷς σὰν εἶσαι καμωμένος! |
|
185 | Μὰ κατὰ πῶς μοῦ τό ’πασι, ἡμέρα δὲ σοῦ πέρνα παρὰ νὰ πάγῃς δυὸ καὶ τρεῖς φοραῖς εἰς τὴν ταβέρνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ περνᾷς ’ς τὸ σπίτι τὸ δικό μου! μὰ πάψε… γὴ ζυγόνω σε μιὰ ὥρα ’ς τὸ θεό μου.
ΦΟΛΑΣ Τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθινὰ ποτέ, κ’ ἡ γιαφεντιά σου |
|
190 | μὴ θὲ νὰ δίδῃς εὔκολα ’ς τὰ ψώματα τ’ αὐτιά σου, ’ς τὴν ἄλλη ἁπὤρθῃ νὰ τὸ πῇ, πῶς ψεύει πέ του ποῦρι, ξαπλόνωντας τὴν χέρα σου ’ς τὴν ἐδικήν του μούρη. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τὴν ἐδική σου θενὰ πῇς· δὲν εἶναι ὡσὰν ἐσένα ὁποῦ μοῦ τὸ ’πε, γάϊδαρε!...
ΦΟΛΑΣ Δὲν εἶναι ὡσὰν ἐμένα, |
|
195 | γιατὶ εἶμαι ἐγὼ καλλίτερος, καὶ ὀμπρός, ἀφέντη, ῥώτα. ΣΤΑΘΗΣ Ναὶ, γιατ’ ἤκανε ὁ κύρης σου τὰ ξύλινα καπότα. ΦΟΛΑΣ Μηδὲν τόνε καταφρονᾷς, ἀφέντη, κ’ ἤκαμέ σου καὶ ἐσένα τέτοια φορεσά, κ’ ἡ τέχνη του ἤρεσέ σου. ΣΤΑΘΗΣ Ναί, γιὰ τὸ κτῆμά μου θὰ πῇς. ΦΟΛΑΣ Ναίσκε, κ’ ἐγὼ γιὰ κεῖνο |
|
200 | μιλῶ, μὰ τὴν ἀθιβολὴ δὲν θέλω νὰ μακρύνω· καὶ ἀς ἔρθωμε ’ς τὰ πρῶτά μας· τραντάξης μέραις κάνεις σωσταῖς τὸ μῆνα καὶ ὥρα μιὰ ποτέ σου δὲν τὴ χάνεις· καὶ κάνω κότο, κατὰ πῶς ποθὲς τά ’χω γραμμένα, πῶς μοῦ χρωστεῖς ἀληθινὰ τορνέσα ἀκόμη ἐμένα. |
|
205 | Ἕξης ἔχω μῆνες σπίτι σου σωστοὺς καὶ ἑφτὰ ἑβδομάδες καὶ μέραις τραντατέσσερας… ΣΤΑΘΗΣ Σώπα ταῖς πελελάδαις, δὲ σοῦ πιστεύβω ὅ,τι καὶ ἂμ πῇς… ἀνὲ καὶ δὲν κατέχῃς, γράμματα, πῶς τὸ λοιπονὶς τοῦτο γραμμένο ἔχεις; ΦΟΛΑΣ Ἂ δὲ διαβάζω ’ς τὸ χαρτί, γράμματα κάνω πάλι |
|
210 | ποῦ νὰ τὰ συντηρᾷ κανεὶς νά ’χῃ χαρὰ μεγάλη. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ ἴντα χαρτί; ΦΟΛΑΣ ’Σ τὸν τοῖχό μας μὲ τὸ μαχαῖρι σέρνω τὸ θέλω, καὶ κρατῶ τονε γιὰ σκέδα καὶ καδέρνο. ΣΤΑΘΗΣ Ὁ τοῖχος ἄσπρος πελελοῦ χαρτ’ εἶναι γιὰ νὰ γράφῃ. ΦΟΛΑΣ ’Σ τοῦτο συχνιὰ μὲ κάρβουνο κ’ ἡ γιαφεντιά σου βάφει. |
|
215 | ΣΤΑΘΗΣ Σώπα, καὶ πήγαινε γοργὸ νὰ βρῇς τὸν Ἑρμογένη τὸ δάσκαλο καὶ ἀφέντη σου, τοῦ πέ τον ν’ ἀνημένῃ γιὰ κεῖνο ὅπου ἐμιλήσαμε, Φόλα, γιατὶ θὰ κάμω μὲ τὸν τετόρε σήμερο τζῆ Φαίτρας μου τὸ γάμο. |
|
- Νίκος Εγγονόπουλος, Σύνθεση με τον πατέρα, 1963, λάδι σε μουσαμά.
Πηγή: Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Francisco de Goya, Ο θείος Πακέτ/El tío Paquete, 1819-1820, ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η προξενήτρα Αλεξάνδρα καθησυχάζει τον Στάθη (Πράξη Πρώτη, Σκηνή ΣΤ΄, στ. 219-264)
Στην έκτη σκηνή της πρώτης πράξης τα πρόσωπα που βρίσκονται επί σκηνής είναι ο Στάθης, ο πατέρας της πολυπόθητης Φαίδρας, και η προξενήτρα Αλεξάνδρα. Ο γέρος εκφράζει την ανησυχία και την ανυπομονησία του για τον γάμο της κόρης του και ζητά από την Αλεξάνδρα να μάθει νέα για τον γάμο του Χρύσιππου, πράγμα που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί ξέρει πως αμέσως μετά θα γίνει και ο γάμος της Φαίδρας με τον Ντοτόρε. Η προξενήτρα τον ενθαρρύνει και του διηγείται ένα όνειρό της, που η ίδια ερμηνεύει σαν προάγγελμα για κάποιον γαμπρό του Στάθη. Ωστόσο, εκείνος δίνει διαφορετική ερμηνεία στο όνειρο, πιστεύοντας πως ο σύντροφος που θα βρει η Φαίδρα είναι ίσως ο χαμένος της αδερφός, τον οποίο τον είχαν αρπάξει μικρό οι κουρσάροι. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την πρώτη μνεία για το χαμένο παιδί του Στάθη, μια υπόθεση που θα διαλευκανθεί αργότερα στο έργο. Στις επόμενες τρεις σκηνές της πρώτης πράξης ακούμε τον Ντοτόρε να εκδηλώνει με υπερβολικές εκφράσεις την αγάπη του για τη Φαίδρα καθώς και τον Πάμφιλο, που παραπονιέται, επειδή η αγαπημένη του, δηλαδή η Φαίδρα, τον δέχεται στο σπίτι της μόνο τη νύχτα.
| ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΣΤΑΘΗΣ καὶ ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ
ΣΤΑΘΗΣ Ὁ λογισμὸς μὲ τυραννᾷ κ’ ἔχει με ἀπάνου κάτω |
|
220
| γιατ’ ἡ καρδιά μου ἀποκτυπᾷ κ’ ἐγδέχεται μαντάτο, νὰ μάθω ἂ ξετελειώνουσι τοῦ Χρύσιππου τὸ νάλο, σὰν ὁ ντοτόρες μοῦ ’ταξε νὰ κάμῃ χωρίς ἄλλο. Μὰ ἐτούτη ἁπὤρχεται ἐδεπᾶ μὲ τὸν τετόρε ἔχει φιλία καὶ πᾶσά του κουρφὸ καλότατα κατέχει· |
|
225 | κυρ’ Ἀλεξάνδρα εὐγενική!... ΑΛΕΞΑΔΡΑ Γιά με… μιλεῖ νὰ ζήσω ἀφὲς ὁ Στάθης, τοῦ γροικῶ. ΣΤΑΘΗΣ Στέκω νὰ σ’ ἐρωτήσω καὶ θάρρεψέ μού το νὰ ζῇς, ἂν ᾖ καταστεμένα τοῦ Χρύσιππου τὰ πράμματα σὰν ἦναι μιλημένα. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Καταστεμένα βρίσκουνται, καὶ πρὶν νά ’ρθῇ τὸ βράδυ |
|
230 | ὀρπίζω νά ’ναι ὁ Χρύσιππος μὲ τὴ Λαμπροῦσα ὁμάδι. ΣΤΑΘΗΣ Χαίρομαι τὸ μαντάτο σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ ὀξοπίσω θὰ ξετελειώσω τὴμ παντρειὰ τσῆ Φαίντρας μου νὰ ζήσω. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Πρέπό ’ναι, ἀφέντη, ἀληθινά, γιατὶ ὁ καιρός της φεύγει· τ’ ὀπωρικὸ γεννήθηκε καὶ πασαεῖς ζηλεύγει…. |
|
235 | σήμερο ἐθώρου ἀπατά, νὰ ζήσω, τ’ ὄνειγιόν της, μόνο διατ’ εἶναι ὀγλήγορα θαρρῶ τὸ ῥοιζικόν της. ΣΤΑΘΗΣ Πέ το, Ἀλεξάνδρα μου, νὰ ζῇς… ΑΛΕΞΑΔΡΑ Δύο ὀκιάλια χρυσωμένα ἐθώρου κ’ εἶχες, καὶ γυαλὶ δὲν ἤτονε εἰς τὸ ἕνα, καὶ ἐρωτοῦσα, καὶ ἀπὸ καιρὸ μοῦ ’λεγες, κ’ ἤχασές το, |
|
240 | κι’ ὅντας τὸ βρίσκῃς ’ς τὴ φωτιὰ τάχατες, κ’ ἤβγαλές το καὶ βαίνεις το ’ς τόπον του κ’ ἤφεγγε ὡσὰν καὶ τ’ ἄλλο, καὶ ῥεγουσοῦνε κ’ εἶχές το θαραπειό σου μεγάλο· καὶ ξεδιαλύνω τὸ ὄνειρο, πῶς θὲς νὰ συντροφιάσῃς μὲ ταῖρι ἁψὰ τὴ Φαῖντρά σου, πολλὰ ν’ ἀναγαλλιάσῃς. |
|
245 | ΣΤΑΘΗΣ Ἀρέσει μου ἡ ξεδιάλυσι, καὶ τ’ ὄνειρο αὐτόνο μὰ γὼ καλιὰ τὸ ξεδαλυῶ πρὸς τὸν ὑγιό μου μόνο· τίς ξεύρει ἂν ἦναι ζωντανὸς καὶ λάχῃ ἀποὺ τὴ χέρα τῶ Μπαρμαρέσω νά ’ρθῃ ἐδῶ ’ς τὸ Κάστρο μιὰ ἡμέρα; ΑΛΕΞΑΔΡΑ Εἶχες λοιπὸ καὶ ἀσερνικό; ΣΤΑΘΗΣ Εἶχα, καὶ πιάσασί μας |
|
250 | σκλάβους, καὶ αὐτὸ ἐπήρασι καὶ ἐμᾶς ἐφήκασί μας… γιὰ νὰ μὴ στέκω ’ς τὴν Τουρκιὰ καὶ νά ’ρθω εἰς τὴ δική μου πατρίδα, ὁποῦ ’σανε ἀπὸ δῶ γροικῶ οἱ προπάτοροί μου, ἐπούλησα τὸ πρᾶμμά μου καὶ τὰ παιδιά μου ἐπῆρα, ὁποῦ ὀρφανὰ τ’ ἀνάθρεψα σὰν ἤθελεν ἡ μοῖρα, |
|
255 | καὶ ἐμᾶς σὲ ξύλο Κρητικὸ ἔρχωντας μᾶς ἐπιάσα κρουσάροι ἀπὸ τοῦ Τούνεζι καὶ αὐτοὶ μᾶς ἐμοιράσα, τὸ ἀσερινικὸ ἐπῆρε ὁ γεῖς ’ς τὸ ξύλον του καὶ ἐδιάβη, μὲ ἕνα μου δοῦλο ’ς ἄλλη ὁδό, κ’ ἐμᾶς μὲ τὸ καράβι ἐσύρνα τ’ ἄλλα ὁποῦ ’σανε τ’ ἀπομονάρια τρία· |
|
260 | κ’ ἐκεῖ σιμὰ ὅντας ἤμαστε ἀντίπερα ’ς τὴν Ντία, Μαλτέζικα μᾶς εἴδασι καὶ ὀπίσω ἐπήρασί μας. καὶ κεῖνα ἐφοβηθήκασι ζημνιὸ κ’ ἐφήκασί μας. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Νὰ μοῦ τ’ ἀξώσου οἱ οὐρανοὶ νά’ ναι ἡ ξεδήγησί σου καὶ μὲ καὶ σένα ἀληθινή, καὶ ναὔρῃς τὸ παιδί σου! |
|
- Frans Hals, Η τσιγγάνα/The Gypsy Girl, 1628-1630, ελαιογραφία σε ξύλο, Μουσείο Λούβρου.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Μονόλογος της Φαίδρας (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Α΄, στ. 1-30)
Στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης παρουσιάζεται για πρώτη φορά η Φαίδρα, η κόρη του Στάθη, για την οποία όλοι με κάποιον τρόπο μιλούσαν στην πρώτη πράξη του έργου. Η κοπέλα αυτή, που την πολιορκούν ερωτικά νέοι και γέροι, ενώ ο πατέρας της ανησυχεί για την αποκατάστασή της, μιλά εδώ, μόνη της στη σκηνή, για την αγάπη που την βασανίζει, εκφράζοντας ωστόσο και την ελπίδα της πως θα έρθει ο "Χρύσιππος" (που στην πραγματικότητα είναι ο Πάμφιλος) να την παρηγορήσει.
| ΠΡΑΞΙΣ Β – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Καθὼς ’ς τὰ περιγιάλιά της πρῶτας γροικᾷς καὶ ἀρχίζει καὶ ταραχὴ ἡ θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει, καὶ μὲ τὴν ὥρα μάχεται καὶ μ’ ἀφρισμένη χέρα ῥάσσει νὰ κάμῃ πόλεμο ’ς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀέρα, |
|
5 | καὶ ἀπῶδε κεῖ μὲ μάνιτα καὶ ταραχὴ μεγάλη τρέχει καὶ δέρνει ἀδιάτρητα τῆς γῆς τὸ περιγιάλι· τέτοιας λογῆς ἐρχίσασι οἱ λογισμοὶ καὶ μένα, καὶ ταραχῆς σαλεύουσι κύματα θυμωμένα· ἄγρια λειοντάρια οἱ λογισμοὶ μοῦ δείχνου καὶ μανίζου |
|
10 | καὶ ἐμπαίνουσι ’ς τὸ στῆθός μου καὶ τὴν καρδιά μου σκίζου· καὶ ὡς νά ’μου εἰς θάλασσα βαθειά, γὴ ’ς ἀγριεμένο δάσο, χωρὶς κανένα ἀντίδικο φοβοῦμαι καὶ τρομάσω. Ἔρωτα, ὡς ἤσου σπλαχνικὸς περίσσα, καὶ ἄνοιξές μου τὸ θησαυρὸ τῆς χάρις σου καὶ κεῖνο ἤδωκές μου |
|
15 | γιάντα λοιπὸν ’ς ἀνάπαψι νὰ μὴν τὸν ἀφεντεύω, πειδὴ καὶ μέσα ’ς τὴ καρδιὰ πιστὰ τόνε στερεύω; γιάντα τὰ περασμένα μου πάθη μου καινουργιώνεις καὶ τὴ χαρὰ ὁποῦ μ’ ἄξωσες περίσσα ἀνακατώνεις; Μὰ ἐσὺ γλυκότατε ὁδηγὲ λοιπὸ τῆς πεθυμνιᾶς μου, |
|
20 | πιάσε γλυκιὰ παρηγοργιὰ νὰ δώσῃς τῆς καρδιᾶς μου, νὰ φύγουσι οἱ λογισμοὶ κ’ ᾑ πίκραις νὰ μ’ ἀφήσου, ν’ ἀδειάσουνε ᾑ τυράννισες, τὰ πάθη νὰ σκορπίσου, ν’ ἀνοίξουσι τὰ χείλη σου νὰ ποῦνε – ὁ Χρύσιππός σου ἐσένα εἶναι, Φαῖδρά μου, καὶ ἀς πάψῃ ὁ λογισμός σου! |
|
25 | Μὰ ἀπῆς ἐσὺ δὲ φαίνεσαι σὲ τοῦτά μας τὰ μέρη, τὸ δακτυλίδι, ὁποῦ φορῶ γιὰ νὰ μὲ κάμῃς ταῖρι, τώρα φιλῶ γιὰ λόγου σου, καὶ κεῖνος, ὁποῦ ὁρίζει τῶμ ποθητῶ τοὺς λογισμοὺς καὶ ταῖς καρδιαῖς γνωρίζει, μαντατοφόρος ἀς γενῇ νὰ πῇ τὰ βάσανά μου, |
|
30 | γιὰ νὰ μοῦ δώσῃ τὴ γιατριὰ σὰν ἦναι ἡ πεθυμνιά μου. |
|
- Amedeo Modigliani, Πορτρέτο της Jeanne Hébuterne, 1918, ελαιογραφία σε καμβά, ιδιωτική συλλογή, Παρίσι, Γαλλία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Λαβωματιά», στίχοι: Γιώργος Κορδέλλας, μουσική: Νότης Μαυρουδής, ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου, από το άλμπουμ Στην ηχώ του έρωτα, Eros Music 2002.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Στάθης μιλά στον δούλο του Φόλα, (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Η΄, στ. 287-316)
Στην όγδοη (προτελευταία) σκηνή της δεύτερης πράξης τα πρόσωπα που βρίσκονται επί σκηνής είναι ο Στάθης, ο πατέρας της Φαίδρας, και ο υπηρέτης του ο Φόλας. Ο γέρος παρουσιάζεται αγανακτισμένος, καθώς έχει μόλις πληροφορηθεί ότι ο "Χρύσιππος" (που στην πραγματικότητα είναι ο Πάμφιλος) επισκέπτεται τις νύχτες την κόρη του. Ξέροντας ότι ο Χρύσιππος έχει αρραβωνιαστεί τη Λαμπρούσα, σκοπεύει να καταγγείλει τη συμπεριφορά του στον δικαστή, για να πάρουν εκδίκηση τόσο ο ίδιος όσο και η αποπλανημένη κόρη του.
| ΠΡΑΞΙΣ Β – ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ ΣΤΑΘΗΣ καὶ ΦΟΛΑΣ
ΣΤΑΘΗΣ Πήγαινε, Φόλα, ὀγλήγορα καὶ φέρε τὸ λουρί μου καὶ τὴν κουρτέλα ὁποῦ ’βαλα μέσα ’ς τὸ τάβολί μου. Χωστὰ ’ς τὸ σπίτι μου ἤμπαινε… καὶ ἀπόκεις μ’ ἔχε βάλλει |
|
290 | καὶ μάρτυρα ’ς τοὺς γάμους του, γιὰ περιγέλοιο πάλι! Ὀϊμέ, καὶ νά ’μουνε πλειὰ νειὸς νά ’χα τὰ γένεια μαῦρα, νὰ σβύσω μὲ τὸ αἷμάν του τῶ σωθικῶ τὴ λαύρα· μὰ πάλι, κλέφτη Χρύσιππε, τὴ γδίκῃά μου σοῦ τάσσω πῶς θενὰ κάμω, ἂν ἤστεκε τὴ ζῆσί μου νὰ χάσω· |
|
295 | μ’ ἄσ’ τη καὶ αὐτήνη τὴν κακὴ μαργιόλα … κ’ ἤκαμά τση δαρμὸ ὡσὰν τσῆ ἐτύχαινε, καὶ τὰ μαλλιὰ ἤβγαλά τση· δοτόρε αὐτὴ δὲν ἤθελε, γιατ’ εἶχε καμωμένο σφάλμα ἐτόσο μετ’ αὐτό, μὰ ἐκράτειν το χωσμένο· μ’ ἀπῆτις τσ’ εἶπα, γι’ ἄντρα μπλειὸ νὰ μὴν τὸν ἀνημένῃ, |
|
300 | στανιό της τὸ μολόησε ἡ καταφρονεμένη· μὲ δακτυλίδι ὡσὰ θωρῶ καὶ αὐτήνε ἐχάλασέν τη, καὶ δᾶ ἄλλη ἐρραβωνιάστηκε καὶ τούτη ἤφηκέν τη· μὰ ἐτοῦταις ταῖς διπλαῖς παντρειαῖς μανίζει ἡ δικῃοσύνη καὶ ἁποῦ ταῖς κάνει, κάτεχιε, τὸ πῶς δὲν τὸν ἀφίνει· |
|
305 | γιὰ τοῦτο θέλω ’ς τὸ κριτὴ νὰ τόνε καταδώσω, καὶ θάρρος ἔχω νὰ γενῇ τὸ δίκῃό μου τὸ τόσο· καὶ ἂ δὲν τοῦ πάρῃ τὴ ζωή, σὰν ἔχει ἡ γιόρεξί μου, σκιἂς κάνει νὰ τὴ βλοηθῇ, γιὰ νἄχω τὴν τιμή μου. ΦΟΛΑΣ Ἔν’ το τὸ βρακολοῦρί σου ἐδεπᾶ καὶ τὴν κορδέλα! |
|
310 | ΣΤΑΘΗΣ Ἔρμος σου χρόνος καὶ κακός! λουρὶ εἶπα καὶ κουρτέλα!... ἰδὲ τὸν κλέφτη ἴντά ’φερε! νὰ λάχῃ νὰ τὰ δοῦσι, νὰ μάθου τὸ ψεγάδι μου κι’ ὅλοι νὰ μὲ γελοῦσι. ΦΟΛΑΣ Καὶ ἂν τὴ βαστᾷς ἀπάνω σου!... τὸ λοιπονὶς ποιὰ ἄλλη; ΣΤΑΘΗΣ Ἀλήθεια λές… ἡ μάνιτα μ’ ἐτύφλωσε κ’ ἡ ζάλη! |
|
315 | πάγω λοιπὸ τὰ ῥοῦχά μου νὰ σκίσω, γιὰ νὰ κάμῃ νὰ μὴ χαθῇ τὸ δίκῃό μου μὲ τὴν τιμή μου ἀντάμη. |
|
- Adriaen Brouwer, Η πικρή γουλιά/The Bitter Draught, 1636-1638, Μουσείο Städel, Φρανκφούρτη, Γερμανία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Μενέλαος, ο Παλαμήδης και ο Οδυσσέας στην Τροία (Ιντερμέδιο Δεύτερο, στ. 1-100)
Τα ιντερμέδια –από την ιταλική λέξη intermedio και intermezzo– ήταν σύντομα δραματικά κείμενα που παίζονταν κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων των παραστάσεων θεατρικών έργων. Αντίθετα από τα ιντερμέδια άλλων κρητικών έργων, στα οποία αναπτύσσεται ένα θέμα σε αρκετή έκταση και με τρόπο οργανικό, ώστε να δημιουργούν κάποτε ένα άλλο έργο μέσα στο βασικό κείμενο (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κατζούρμπου), τα δύο ιντερμέδια του Στάθη είναι άσχετα το ένα με το άλλο. Το πρώτο παρουσιάζει τη συμπλοκή μερικών χριστιανών με τους Τούρκους, με σκοπό την απελευθέρωση μιας αιχμάλωτης κοπέλας, ενώ το δεύτερο έχει ως θέμα του τον ερχομό του Μενέλαου, του Παλαμήδη και του Οδυσσέα στην Τροία, για να πάρουν πίσω την Ελένη. Οι μελετητές του έργου (Martini 1976, 22) θεωρούν ότι κάποιος ανώνυμος διασκευαστής, σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, τα πήρε με μεγάλη ευκολία από ένα γενικό ρεπερτόριο και τα χρησιμοποίησε ως αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στις τρεις πράξεις. Ακόμη κι έτσι, παρουσιάζει ενδιαφέρον η λογοτεχνική πρόσληψη του Τρωικού Πολέμου από έναν ποιητή της Κρητικής Αναγέννησης, ο οποίος απεκδύει την ιστορία από την επική της αίγλη και προσγειώνει τους ήρωες σε ένα κωμικό σύμπαν, βάζοντάς τους να χρησιμοποιούν την ομιλουμένη γλώσσα του 16ου-17ου αιώνα.
| ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (Βασιλέας Πρίαμος μὲ δυό του συνβουλατόρους καὶ μὲ τοὺς ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μεσῖταις μοῦ ’πα κ’ ἤρθασι ’ς τὴν ἐδική μας χώρα ἀποὺ τὴν Μακεδόνια, εἶναι λιγάκι ὥρα· δὲ ξεύρω ἴντα θέλουσι, μὰ ἔν τση ἐδεπᾶ … καὶ ἀς δοῦμε ἴντα ζητοῦ, καὶ ἀπόκρισι φρόνιμη νὰ τοὺς ποῦμε. (Τότες ἔρχεται ὁ Παλαμέτες, καὶ Οὐλύσες καὶ Μενέλαος μεσῖταις |
|
5 | ΠΑΛΑΜΕΤΕΣ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ ὁποῦ τὴν Τρόγια ὁρίζεις καὶ μὲ τὴ φρονιμάδα σου νέκταρε τὴν ποτίζεις, καὶ ὅλοι παινοῦ ταῖς πρᾶξές σου, τὴν πλεῖσα καλοσύνη, τὸ πῶς κρατεῖς ’ς ὅλους κοινὴ κ’ ἴσα τὴ δικῃοσύνη· κ’ εἶσαι τὸ ξόμπλι τῆς τιμῆς, τὴν ἐντροπὴ ξωφεύγεις, |
|
10 | τσ’ ἄτυχους νὰ τοὺς τυραννᾷς καθημερνὸ γυρεύγεις· ὁ βασιλειᾶς μου, ξεύρετε, τὸ πῶς μᾶς εἶχε πέψει μεσῖταις γιὰ τὴν Ἕλενα, ὁποῦ ’χε σιργουλέψει ὁ Πάρις σου καὶ ἐπῆρέν τη μ’ ὅλους τοὺς θησαυρούς τση, καὶ ἐντρόπιασε τὸν ἄντρα τση μαζὶ καὶ τσῆ ἐδικού τση, |
|
15 | νὰ τὴ γιαγείρετε ἐδεκεῖ, δίκῃό ’ναι ἐτούτη ἡ χάρι, ὁ Μενελάος ἄντρα τση σὰν πρῶτας νὰ τὴμ πάρῃ· γιατὶ ἦρθε εἰς τὴ χώρα μας καὶ ὡς νά ’τονε παιδί μας πιστὰ τὸν ἐδεκτήκαμε, κι’ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας ἐσυνορίζουντάνε ποιὸς σπίτι νὰ τόνε πάρῃ |
|
20 | νὰ τόνε κανισκεύουσι καὶ νὰ τοῦ κάμου χάρι· καὶ τοῦτος χωρὶς διάκρισι ἐθέλησε νὰ κάμῃ τόσο μεγάλο ἄδικο, τόση ἐντροπὴ ἀντάμη, νὰ πάρῃ τὴν γυναῖκάν του κι’ ὅλο τὸ θησαυρόν του, ὁποῦ τὸν εἶχε σπίτιν του ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του, |
|
25
30
| τοῦ Μενελάω τοῦ ῥηγός· μὰ κρίνω δὲν μποροῦσι τ’ ἀμμάτιά σας νὰ τὸν ἐδοῦ τὰ δάκρυα νὰ κρατοῦσι. Πάλι καὶ δὲν τὸ κάμετε σήμερο χωρὶς ἄλλο, ἀντίδικό σας πόλεμο θὰ κάμουσι μεγάλο.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἀνὲν καὶ φοβερίζῃ μας νὰ μᾶς ἐκάμῃ ἀμάχη, ἡ Τρόγια δὲν ἐφάνηκε ντήρησι ἀθρώπω νά ’χῃ, γιαὔτως τὰ λόγια παραμπρὸς μηδὲ ποσῶς μὴμ πᾶσι, γιατὶ ᾑ φοβέραις σας ποτὲ ταῖς γνώμαις δὲν ἀλλάσσει. (Τότες σιμώνει καὶ μιλεῖ μὲ τοὺς συμβούλους του κοντὰ ἀγάλια νὰ Τὴν Ἕλενα νὰ κάμωμε νά ’ρθῃ ἐδῶ ὀμπροστά σας, καὶ ἀνὲν καὶ θέλῃ νὰ συρθῇ εἰς τὰ θελήματά σας, |
|
35 | νὰ τὴν ἐπάρετε ζημνιὸ μ’ ὅλο τὸ θησαυρό τση· μὰ νά ’ρθῃ δὲν μπορεῖ ποτέ, ξεύρετε, στανικό τση. Ἀμέτε, πέτε τση τὸ πῶς, εἶναι τὸ θέλημά μου νά ’ρθῃ μὲ δίχως ἐντήρησι ὀγλήγορα ὀμπροστά μου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Παρακαλῶ σε, βασιλειᾶ, χωστὰ νὰ τσῆ μιλήσω, |
|
40 | σὰν ἄντρα της τὸν λογισμὸν κουρφά τση νὰ γνωρίσω.
ΟΥΛΥΣΕΣ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, πολλὰ παρακαλῶ σε ἐτούτη τὴ θαράπαψι ὁποῦ ζητᾷ τοῦ δῶσε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μετὰ χαρᾶς… ἔντηνε ἐδῶ! Ἕλενα, ἐπᾶ ’ρθε τώρα μεσῖταις καὶ ἄντρας σου μαζὶ ’ς τὴν ἐδική μας χώρα, |
|
45 | γιὰ νὰ σὲ πάρου ἐδεκεῖ, κ’ ἔχω ἀποφασισμένα νὰ πάγῃς ὅπου πεθυμᾷς καὶ ὅπου σ’ ἀρέσει ἐσένα· καὶ ἄντρας σου θέλει μοναχὰς τὸ λέγει ν’ ἀγροικήσῃς, πάλιν τοῦ μόδου σου εἶσαι ἐσὺ τὸ θὲς ν’ ἀποφασίσῃς. ΕΛΕΝΑ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, ἐπᾶ ’μαι τσ’ ὁρισμούς σου. |
|
50 | ΒΑΣΙΛΕΑΣ Νὰ πάρῃ δὲν μπορεῖ τινὰς τὸ θέλεις τοῦ κορμιοῦ σου. (Τότες τήνε παίρνει ὁ Μενελάος παράμερα καὶ τῆς λέγει). ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ἕλενα, δὲν τὸ ἐλόγιαζα τὴ χώρα σου ν’ ἀφήσῃς τόσα χωστά, καὶ ὡσὰ σκληρὸς κρουσάρης νὰ τὴ γδύσῃς· γιατὶ σὲ ἀγάπου ξεύρεις το πλειὰ παρὰ τὴ ζωή μου, πλειὰ ἀποὺ τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ καὶ πλειὰ ἀποὺ τὴ ψυχή μου· |
|
55 | μὰ δὲν κατέχω ποιὰ ἀφορμὴ σ’ ἔκαμε κ’ ἤφηκές με, κ’ ἔτσι μὲ διχωστὰς αἰτιὰ τόση τροπὴ ἄξωσές με! καὶ ὅση τιμὴ ἐγνώρισες καὶ ἀγάπη ἀπὸ μένα, τόση σκληρότη καὶ ἀπονιὰ ἐγνώρισα ἀπὸ σένα! Καὶ μὴ λογιάσῃς βλάψιμο νά ’χῃς, γιατὶ χωστά μου |
|
60 | ἐμίσεψες, γιατὶ καλλιὰ ἤσφαξα τὴν καρδιά μου, παρὰ νὰ βλάψω ὥστε νὰ ζῶ ποτὲ τὴν ὀμορφιά σου, μάλιος γιὰ νόμο θὰ κρατῶ τὰ λόγια τὰ δικά σου. Καὶ ἂν ἤσφαλες, κατέχω το δὲν ἤτονε ἀπὸ σένα, καὶ χωρὶς φταίσιμο ποτὲ δὲ θέλεις βρῇ κανένα. |
|
65 | Ἐσένα μόνο πεθυμῶ, κι’ ὅλο τὸ θησαυρό μου ἀς πάρουσι καὶ ἀς δώσωσι τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ μου, γιατὶ μὲ δίχως σοῦ, Ἕλενα, γυρίζω τυφλωμένος, ξόμπλι τῆς κακορροιζικιᾶς ἐγίνηκα ὁ καϋμένος! Καρδιά μου, τ’ ἀμματάκιά σου ἀς δοῦσι τὰ δικά μου |
|
70 | πῶς δάκρυα κάνου ποταμὸ καὶ βιαίνου ὀκ τὴν καρδιά μου. Θυμήσου τὴν ἀγάπη μου, θυμήσου πῶς μικράκια ὁμάδι ἀναθραφήκαμε ’ς τοῦ πόθου τὰ κανάκια. Ἔλα σιμά μου, μάτιά μου, καρδιά μου Ἕλενά μου, δὲν τὴ ψηφῶ τὴ βασιλειὰ χωρὶς ἐσέ, κερά μου· |
|
75 | καὶ ἀμνόγω σου ’ς τὸν οὐρανό, ’ς ἐκεῖνο ὁποῦ ὁρίζει τὴν κτίσι, τὸ πῶς βλάψιμο ποτὲ δὲ θὲς γνωρίζει ἀπὸ τοῦ λόγου μου ποσῶς, μάλιος παρὰ ποτέ μου θὰ σ’ ἔχω πλειὰ ἀκριβώτερη· γύρισε μίλησέ μου, τοῦ Μενελάω μίλησε, κάμε τὸ θέλημά μου, |
|
80 | καὶ ὡς ἤσουνε βασίλισσα ἔλα ’ς τὴν κατοικιά μου. ΕΛΕΝΑ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, ἀπῆτις τὴ βουλή μου μ’ ὁρίζεις ποιά ’ναι νὰ τῆς πῶ, νὰ στέκῃ τὸ κορμί μου πάντα μετά σου πεθυμᾷ, καὶ ἀνὲν καὶ πάρουσί με τοῦτοι στανιός μου, κάτεχε, σφαμμένη βρίσκουσί με. (Τότες μισεύει ἡ Ἕλενα). |
|
85 | ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἐκούσετε τὴ γνώμην της, ἀφένταις, ἴντα λέγει τὸ πῶς δὲ θέλει μετὰ σᾶς, πῶς θὰ σφαγῇ, καὶ κλαίγει· νά ’ρθῃ δὲν εἶναι ἐμπορετό, ξεύρετε, στανικό τσῆ, καὶ νά ’μαι ἐγὼ ὁ προδότη τση, γὴ ποῦρι ὁ θάνατό τση. ΟΥΛΥΣΕΣ Σὰ βασιλέας φρόνιμος μπορεῖς νὰ τὸ λογιάσῃς |
|
90 | γιὰ μιὰ γυναῖκα, ἀφέντη μου, ἔτοια ὄχθριτα μὴν πιάσῃς, γιατὶ μηδένας βασιλειᾶς ’ς τὸ χέριν του δὲν ἔχει τὴ νίκη, καὶ κανεὶς ποτὲ τὸ τέλος δὲν κατέχει· ἀνάμεσά σας βλέπετε τώρα μηδὲν ἀρχίσῃ φωτιὰ ν’ ἀξάψῃ καὶ οὐδεγεὶς μπορεῖ νὰ σᾶς τὴ σβύσῃ.
|
|
95 | ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ἀνὲν καὶ τούτη ἡ ἄπιστη ἔφυγε ἀπὸ σιμά μου, καὶ ἐπῆρέ μου τὸ θησαυρὸ χωρὶς τὸ θέλημά μου, ’ς τοῦ λόγου της δὲ βρίσκεται τῆς κλέφτρας ἡ τιμή μου, μὰ ξεύρετε πῶς κατοικᾷ σὲ τοῦτο τὸ σπαθί μου, καὶ τοῦτο τάσσω σας τὸ πῶς ὀγλήγορα νὰ κάμῃ |
|
100 | νὰ γδικῃωθῶ ’ς τὸ πρᾶμμά μου καὶ ’ς τὴν τιμή μου ἀντάμη. |
|
- Tischbein, Ελένη και Μενέλαος/Helena und Menelaos, 1816, ελαιογραφία σε καμβά.
Πηγή: Wikimedia Commons - Gustave Moreau, Η Ελένη της Τροίας/Helen of Troy, τέλη 19ου αι.
Πηγή: Wikimedia Commons - «Ο Παλαμήδης μπροστά στον Αγαμέμνονα» είναι ένα από τα πιθανολογούμενα θέματα του πίνακα του Rebrandt, του 1626. Λάδι σε ξύλο οξιάς, Μουσείο De Lakenhal, Leiden, Ολλανδία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Για την Ελένη», στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη, από το άλμπουμ Για την Ελένη, Sirius 1985.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Στάθης και το χαμένο παιδί (Πράξη Τρίτη, Σκηνή Γ΄, στ. 145-230)
Στην προηγούμενη (δεύτερη) σκηνή της τρίτης πράξης ο πατέρας του Χρύσιππου, ο Γαβρήλης, πληροφορείται για τη φυλάκιση του παιδιού του. Ήδη στη δεύτερη πράξη του έργου ακούσαμε τις απειλές του Στάθη να τιμωρήσει τον Χρύσιππο που, ενώ είναι αρραβωνιασμένος, αδιάντροπα συνεχίζει να βλέπει την κόρη του τη Φαίδρα. Τώρα, στην τρίτη σκηνή της τρίτης πράξης, ο Γαβρήλης επισκέπτεται τον παλιό του φίλο Στάθη και διευθετούν το θέμα· δεν είναι ο Χρύσιππος αυτός που αποπλάνησε τη Φαίδρα. Εκτός από αυτή τη διαβεβαίωση του Γαβρήλη, που ανακουφίζει τον Στάθη, αποκαλύπτει πως ο Χρύσιππος είναι το βιολογικό χαμένο παιδί του Στάθη, το οποίο εκείνος ανέθρεψε σαν δικό του. Ο γέρος δίνει εντολή να ελευθερώσουν τον Χρύσιππο και κατακλύζεται από ανεκδιήγητη χαρά και αγαλλίαση.
145 | ΠΡΑΞΙΣ Γ– ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΟΛΑΣ, ΑΡΕΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΛΗΣ καὶ ΣΤΑΘΗΣ ΦΟΛΑΣ Ποιὸς εἶναι αὐτοῦ ὁποῦ κτυπᾷ; ΑΡΕΤΑΣ Πρόβαλλε, ἂ θὲ νὰ μάθῃς. ΦΟΛΑΣ Ἐσ’ εἶσαι, Ἀρέτα, πὲ ἴντα θές; ΑΡΕΤΑΣ Αὐτοῦ ’ναι ἀφὲς ὁ Στάθης; ΦΟΛΑΣ Ἐπᾶ ’ναι, ναίσκε! ΑΡΕΤΑΣ Μίλησε καὶ πέ του νὰ καταίβῃ, καὶ μὲ ἀναγάλλιασι πολλὴ σοῦ τάσσω πῶς ν’ ἀναίβῃ. ΣΤΑΘΗΣ Ἴντά ’ναι ἡ ἀναγάλλιασι; γιατὶ τὴν κοπελιά μου |
|
150 | μοῦ ἐβάτευε ἀφέντης σου τόσο καιρὸ χωστά μου; ΑΡΕΤΑΣ Πέρασε κάτω, ἀφέντη μου… μὰ κεῖνος δὲ σοῦ φταίγει. ΣΤΑΘΗΣ Ἴντα μὲ θέλει κάτω αὐτός; ἀς πᾶ νὰ δῶ ἴντα θέλει! ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀφέντη Στάθη, φίλε μου παλῃὲ καὶ ἐμπιστεμένε! ΣΤΑΘΗΣ Μισὲρ Γαβρίλη, ἀφέντη μου γλυκιὲ καὶ ἀγαπημένε! |
|
155 | μ’ ὅλη τὴν πίκρα, φίλε μου, κλαίγω ὀκ τὴ χαρά μου. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Καὶ μένα ἡ γιαναγάλλιασι μ’ ἀνοίγει τὴν καρδιά μου. Φίλε, τὴν πίκρα ξόρισε, τὰ ἀνακατώματά σου τὰ στείλασι οἱ ὀρανοὶ γιὰ νά ’βγου εἰσὲ χαρά σου. ΣΤΑΘΗΣ Τὰ πάθη μου δὲν ἤμαθες, μ’ ἀπῆς τὰ θὲς γροικήσει |
|
160 | περίσσα κακορροίζικο μὲ θὲς ὀνοματίσει· μὰ πότες ἦρτες, καὶ ἀφορμὴ ’ς τὴν Κρήτη ποιὰ σὲ σέρνει; ΓΑΒΡΙΛΗΣ Δὲν εἶν’ πολλὴ ὥρα ὁποῦ ’σωσα, καὶ ἡ τύχη σου μὲ φέρνει· τοῦτα ὁποῦ κράζεις πάθη σου καὶ βάσανα ἤμαθά τα, καὶ γὼ τὰ διώχνω μὲ γλυκιὰ σὰμ πεθυμᾷς μαντάτα. |
|
165 | ΣΤΑΘΗΣ Καὶ δὰ ποθὲς ἐγροίκησες πῶς θέλει νὰ βλοήσῃ τὸ Χρύσιππο ὁ δούκας μας νὰ μὲ παρηγορήσῃ; ΓΑΒΡΙΛΗΣ Τοῦτο ὄχι, δὲν μπορεῖ! παντρειὰ σὰν ἔχει ἡ ὄρεξί σου, μηδὲ βολεῖ ’ς τὸ Χρύσιππο νά ’ναι κ’ εἰς τὸ παιδί σου. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τοῦτο καλό ’ναι, φίλε μου, καὶ ὅποιος ἀλλιῶς λογιάζει, |
|
170
| ’πειδὴ κ’ ἡ γιαρραβώνιασι μόνο ἡ πρώτη ξάζει. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀλήθεια λές, μ’ ἂν εἶχε ζήσιμο ὁ Χρυσῆς σου, ἤτονε τάχατες πρεπὸ νὰ πάρῃ τὸ παιδί σου; ΣΤΑΘΗΣ Τέτοιας λογῆς παράνομο ποιὸς ἠμπορεῖ ν’ ἀκούσῃ, δυὸ ἀδέρφια ἀνάμεσά τωνε ποτὲ νὰ παντρευτοῦσι! |
|
175 | ΓΑΒΡΙΛΗΣ Λοιπὸ ἂν ἦν’ μπαράνομο, δὲν πρέπει ὁ Χρύσιππός σου νὰ βλογηθῇ τὴ Φαῖτρά σου καὶ νὰ γενῇ γαμπρός σου. ΣΤΑΘΗΣ Πέ τονε, φίλε μου, καλλιὰ προδότη μου καὶ ὀχθρό μου, καὶ μὴ μοῦ λὲς μὲ πίκρα μου πάλι τὸ Χρύσιππό μου! ΓΑΒΡΙΛΗΣ Δὲν εἶν’ προδότης, μηδὲ ὀχθρός, παιδί ’ναι τ’ ἀπατοῦ σου, |
|
180 | κόκκαλο τοῦ κοκκάλου σου καὶ σάρκα τοῦ κορμνιοῦ σου· μηδὲ τὴ θυγατέρα σου δὲν ἔσμιξε ἀντάμη, μηδὲ καὶ μὲ τὸ Χρύσιππο σφάλμα ποτὲ εἶχε κάμει. ΣΤΑΘΗΣ Ὀϊμένα, ἀποὺ τὴ χαρὰ γροικῶ καὶ ἀπολιγαίνω, καὶ ὁ λογισμός μου ἐσάλεψε καὶ ἀποὺ τὸ νοῦ μου ἐβιαίνω. |
|
185 | ΓΑΒΡΙΛΗΣ Πιάσ’ τονε, Ἀρέτα μου καὶ σύ, μὴμ πέσῃ ὅπως τοῦ ἐφάνη· θώργιε ἡ γιαγάπη ἡ πατρική ’ς τὸν ἄθρωπο ἴντα κάνει! μικρ’ ἤτονε ἡ λιγοθυμνιὰ καὶ ἀρχίζει καὶ περνᾷ του. ΑΡΕΤΑΣ Γροικῶ τονε καὶ στένεται… καίγω ’ς τ’ ἀνάκαρά του. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀφέντη Στάθη!... ΣΤΑΘΗΣ Φίλε μου, πολλὰ παρακαλῶ σε |
|
190 | τέλειωσε τὴν ἀθιβολή, σωστὴ χαρὰ μοῦ δῶσε! ΓΑΒΡΙΛΗΣ ’Σ τὴν Μπουγδανιὰ ὅντας εἴμαστε καὶ ’ς τὸ κελλί, θυμήσου τὸ Νικηφόρο τὸν καιρὸ ὁποῦ ’χες δουλευτή σου… ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τὸ σπίτι μου γεννήθηκε κ’ ἤτονε ἀναθροφή μου, καὶ τὸ παιδί μου μετ’ αὐτὸ κρουσάροι ἐπήρασί μου, |
|
195 | καὶ ὁμάδι μᾶς ἐπήρασι, μὰ ἐμένα ἐλευθερῶσα Μαλτέζικα· μ’ αὐτοὶ ποτὲ δὲν ἔμαθα ποῦ ἐδῶσα. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἕνα μπερτόνι ὥριζε ἕνας Ῥωμογενίτης Τοῦρκος, μὰ φίλος μου παλῃὸς κ’ ἴδιός μου συντοπίτης, καὶ φτάνει τσῆ Μονοβασᾶς τὴ χώρα ἕνα βράδυ, |
|
200 | τὸ δουλευτή σου σύρνωντας καὶ τὸ παιδί σου ὁμάδι· τότες ’ς ἐκείνη ἤλαχα κι’ ἐγὼ τὴν ἴδια χώρα, καὶ μὲ τὸν Τοῦρκο ἐσμίξαμε κ’ ἐδώκαμε τὴ γνώρα· καὶ παίρνει με ’ς τὸ ξύλον του μιὰ ὥρα νὰ γευτοῦμε, καὶ ἀπῆτις ἐποφάγαμε, τὸ ξύλο πᾶ νὰ δοῦμε· |
|
205 | καὶ κάτω καταιβαίνωντας γροικῶ μεγάλο θρῆνο, καὶ τ’ ὄνομά μου ἀνάκραζε λυπητερὰ εἰς ἐκεῖνο· καὶ πρὸς τὸ κλάϋμα ἐγύρισα μὲ λύπησι καὶ θώρου κ’ εἰς τοῦτο ἐκεῖ τὸ πρόσωπο θωρῶ τοῦ Νικηφόρου, καὶ ἐκράτειε εἰς τὰ χέργιά του κλαίγωντας τὸ παιδάκι, |
|
210 | κ’ ἠτρέχασι τ’ ἀμμάτιά του τὸ δάκρυο ὡς ἀργυάκι. Ρωτῶ ποιὸ εἶναι τὸ παιδί, καὶ πῶς ἐσκλαβωθῆκα, κι’ ὅλα μοῦ τὰ δηγήθηκε μὲ πόνο μου καὶ πίκρα. Κ’ ἐγώ, σὰν εἶχα τὴ φιλιὰ τοῦ Τούρκου, ἐζήτηξά τση, καὶ μὲ κανίσκια ὁποῦ ’δωσα μεγάλα ἐγλύτωσά τση, |
|
215 | καὶ ἐπῆρά τση ’ς τὴν Ζάκυθο· ἔτσι καὶ τὸ Χρυσῆ σου ὡσὰν παιδί μου ἀνάθρεψα γι’ ἀγάπη ἐδική σου· καὶ τὸ Χρυσῆ δὲν ἤθελα πολλὰ νὰ μεταλλάξω, γιὰ τοῦτο πάλι Χρύσιππο μοῦ φάνη νὰ τὸ κράξω. Καὶ τόση ἀγάπη τοῦ βαστᾷ καὶ πόθο ἡ καρδιά μου, |
|
220 | ὁποῦ γιὰ κλερονόμο μου τὸν ἔχω ’ς τὴ φτωχιά μου, καὶ γιὰ νὰ κάμῃ στόλισι μεγάλη τοῦ πραμμάτου, τὸν ἤστειλα τὴν ἀρετὴ νὰ μάθῃ τοῦ γραμμάτου. Τὸ λοιπονὶς ἡ τύχη του κ’ ἡ ἐδική σου γνώρα συνεπαρτὸ μ’ ἐφέρασι καὶ μένα ’ς τέτοια χώρα. |
|
225 |
ΣΤΑΘΗΣ Τώρα ὅντα θέλῃ ὁ θάνατος νὰ πάρῃ τὴ ζωή μου, θαραπαϋμένος βρίσκομαι, πειδὴ ηὗρα τὸ παιδί μου. Μὰ ὁ Νικηφόρος, φίλε μου, τάχα νὰ ζῇ ὁ καϋμένος; ΓΑΒΡΙΛΗΣ ’Σ ὀλίγο καιρὸ ἐπόθανε αὐτὸς ὁ πικραμένος! Ἀς πάγῃ Ἀρέτας καὶ ἀς τὸ πῇ, κ’ ἐμεῖς ’ς τοῦ δούκα οἱ δυό μας |
|
230 | ἀς πᾶ νὰ λευτερώσωμε ζημνιὸ τὸ Χρύσιππό μας. |
|
- Rembrant, O γελαστός άνδρας/The Laughing Man, 1629-1630, Μουσείο Τέχνης Mauritshuis, Χάγη, Ολλανδία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι δύο υπηρέτες συζητούν για τον γάμο και τις γυναίκες (Πράξη Τρίτη, Σκηνή Ε΄, στ. 355-416)
Στην πέμπτη σκηνή της τρίτης πράξης βρίσκονται επί σκηνής οι υπηρέτες του Στάθη, ο Φόλας και ο Πετρούτζος, που ετοιμάζουν τη γενική γιορτή. Οι δύο δούλοι συζητούν με αφορμή τους επικείμενους γάμους και αμφότεροι απεύχονται να βρεθούν στη θέση αυτή. Μάλιστα, ο Πετρούτζος εξαπολύει έναν ιδιαιτέρως υβριστικό λόγο για τις γυναίκες, αφηγούμενος μια προσωπική ερωτική ιστορία. Οι υποτακτικοί του σπιτιού παρακολουθούν στωικά το γλέντι του γάμου και κρυφογελούν με ανακούφιση, γιατί έχουν γλιτώσει το μαρτύριο μιας συζύγου. Στις επόμενες τρεις τελευταίες σκηνές συμμετέχουν και τα δεκαπέντε πρόσωπα της κωμωδίας και δίνονται συγχαρητήρια και συνηθισμένες ευχές στα δύο νεόνυμφα ζευγάρια, τη Φαίδρα με τον Πάμφιλο και τη Λαμπρούσα με τον Χρύσιππο. Ο ομώνυμος πρωταγωνιστής της κωμωδίας, τρισευτυχισμένος με τη λύση των προβλημάτων του –τόσο τον γάμο της κόρης του Φαίδρας όσο και την εύρεση του χαμένου του παιδιού–, τους καλεί όλους να διασκεδάσουν.
355 | ΠΡΑΞΙΣ Γ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΦΟΛΑΣ καὶ ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ ΦΟΛΑΣ Ἦρτε ἡ ὥρα ἀφέντης μου ν’ ἀνοίξῃ τὸ σακκοῦλι νὰ βγοῦ τὰ μουχλιασμένα του νὰ τὰ χαροῦμε οὗλοι· δυὸ γάμοι θὰ γενούσινε κ’ οἱ δυό ’ναι ’ς τὰ παιδιά του, γιὰ τοῦτο μπλειὸ δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ χώνῃ τὰ φλουριά του· δὲ θέλει τοῦ κακοφανῇ ’ς τόση χαρὰ, λογιάζω, |
|
360 | δεῖπνο γιὰ τόση φαμελιὰ γιατὶ καταρδινιάζω· γάλους, καπώνια ἔχομε, ’ρίφια, καὶ ἂγ κάνου χρεία καὶ ἄλλα περίσσα, ἐπᾶ κοντὰ εἶν’ ποῦρι ἡ λοσταρία. Μὰ τέτοιο κόπο μοναχὸς δὲν ἠμπορᾷ τουράρω, καὶ τὸμ Πετροῦτζο σύντροφο ἐλόγιασα νὰ πάρω. |
|
365 |
ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Καλὰ μαντάτα! ἀληθινά, Φόλα, ἐξανάνειωσές με καὶ ἐμάκρυνες τὴ ζῆσί μου καὶ ἐκαλοκάρδισές με, νὰ ζήσω, καὶ γι’ ἀντίμεψι σοῦ τάσσω νὰ γυρέψω παρτίδο ὀγιὰ λόγου σου καλὸ νὰ σὲ παντρέψω. ΦΟΛΑΣ Πλειὰ γληγορότερα ἤφινα νὰ βάλλου ’ς τὸ λαιμό μου |
|
370 | σκοινὶ νὰ μὲ φουρκίσουσι, Πετροῦτζο, ’ς τὸ θεό μου. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Γιάντα δὲ θέλεις; ΦΟΛΑΣ Ὁγιατὶ δὲ θέλουσι οἱ χρόνοι καὶ ἄλλοι κουρφοί μου λογισμοί, καὶ τοῦτο μόνο σώνει· μὰ ἀνέγλυτος προξενητὴς γιὰ λόγου του γυρεύει· παντρέψου ἐσὺ καὶ τῶν ἀλλῶ μὴ θέλεις νἀρμηνεύῃς. |
|
375 | ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Μηδὲ κ’ ἐγὼ δὲν τὸ θωρεῖς νὰ παντρευτῶ ποτέ μου, γιατὶ ἔχω δίκῃα ἀφορμή, Φόλα, καὶ γροίκησέ μου. Χρόν’ εἶναι ὁποῦ ἤμου ’ς τὰ Νησὰ κ’ ἤμουνε παντρεμένος, μὰ πλειὰ καλιά ’χα νά ’χα σται ’ς τοὺς Τούρκους σκλαβωμένος· γυναῖκα μιὰ εἶχα ζηλιαρὰ πολλά, κακοδιαρμίστρα |
|
380 | ’ς τὸ σπίτι, καὶ κακόπλαστη, δίμουρη, καὶ μεθύστρα, κακόβια, ἀνάλατη, κοχλή, τόψια, ψειρομασκάλα, λεμενταρίστρα καὶ γλωσσοῦ, φαγάνα, καὶ βουβάλα. ΦΟΛΑΣ Πετροῦτζο, κατὰ τὰ πηλὰ θενά ’το καὶ τὸ φτυάρι. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Σώπασε, ὠζό, τὰ σάλιά σου… γροίκα τ’ ἀπομονάρι. |
|
385 | Σὰν εἶδα τέτοιο βάσανο, ’ς ἕνα καράβι ἐμπῆκα ὁποῦ ’ς τὴν Κρήτη ἤρχουντο νὰ φύγω τόση πρίκα· δὲ ξεύρω πῶς τὸ γροίκησε τούτη ἡ καταραμένη καὶ βάρκα μιὰ τὴν ἤφερε κ’ εἰς τὸ καράβι ἐμπαίνει· ’ς τὴ στράτα θέλει ἡ μοῖρά μου καὶ μιὰ φορτούνα ἀρχίζει |
|
390 | μιὰ νύκτα μὲ τὸ θάνατο νὰ μᾶς ἐφοβερίζῃ· λέγει ὁ καραβοκύρης μας, μὰ μὲ λαλιὰ θλιμμένη, «παιδιά μου, χύσι ἀς κάμωμε, γιατὶ εἴμεσταν πνιμμένοι! τὸ πλειὰ βαρύ σας ῥίξετε γομάρι, μὴν ἀργεῖτε, γιατὶ κάλιά ’ναι ἡ ζῆσί μας, καὶ μὴν τὸ λυπηθῆτε!» |
|
395 | Τότες ποιὸς ἔμπωθε βουτζί, ποιὸς ἔρριχνε βαρέλα, ποιὸς ἤδειαζε τὰ ῥοῦχά του καὶ ἐπέτα τὴν κασέλλα· ’ς τοῦτο αὐτὴ τὴν ἀζουδιὰ ξάβνου κ’ ἐγὼ ἥρπαξά τη καὶ τέτοια λόγια λέγωντας ζημνιὸ ἐγρέμνισά τη. «ἄμε ’ς τὸ γεροδαίμονα, γιατὶ βαρὺ γομάρι |
|
400 | δὲν ἔχω πλειότερο ἀπὸ σέ, κ’ ἐκεῖνος ἀς σὲ πάρῃ!» Μὲ τέτοιο τρόπο ἐγλύτωσα καὶ ἐβγῆκα ἀποὺ τὰ πάθη, καὶ αὐτὴ εἶπα πῶς ἐπήρασι τὰ κύματα καὶ χάθη. Σὰν τούτη καὶ χερότερα νὰ πᾶσι ὅσαις τῆς μνοιάζου, ζημνιὸ τοὺς κακορροίζικους ἄνδρες νὰ μὴμ πειράζου. |
|
405 | Λοιπὸ ἀπῆτις τὸ βροχὸ ἀπ’ αὔτη ἤθελα ἀδειάσει, ἄλλη σοῦ τάσσω ἀληθινὰ ποτὲ νὰ μὴ μὲ πιάσῃ. Μαγάρι κι’ ἄλλοι σήμερο τὸ ξόμπλι μου νὰ πιάσα, κ’ εἰς τούτη τὴν ἀθιβολὴ κ’ ἐκεῖνοι νὰ μοῦ μνοιάσα· γιατὶ γυναῖκες ἔχουσι καὶ αὐτὴ σὰν τὴ δική μου |
|
410 | καὶ τὸν καϋμό μου γνώθουσι χωσμένοι ’ς τὸ πετζί μου· κι’ ὅσοι ἔχου τέτοια θηλυκὰ καὶ ἀπόκεις τὰ πανδρεύου, σκουλήκους κάνου ζωντανοὶ καὶ ἀποὺ τὸ νοῦν τως ἔβγου. ΦΟΛΑΣ Τὸ κολοκύθι θενὰ πῇς ὅποιο ἔκαψε περίσσα, ’ς τὸν τράφο ἀπάνω ἀπὸ μακρὰ τὸν ἤβλεπα κ’ ἐφύσα. |
|
415 | Πετροῦτζο, ἐδῶ τσ’ ἀφένταις μας θώρει τση πῶς γελοῦσι, ’ς τὴν ὄψι φανερώνουσι ὅση χαρὰ βαστοῦσι. |
|
- Hans von Aachen, Δύο γελαστοί άνδρες/Two laughing men (διπλή αυτοπροσωπογραφία), πριν το 1574, λάδι σε ξύλο, Μουσείο Τέχνης Olomouc, Τσεχία.
Πηγή: Wikimedia Commons
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Βιβλιογραφία
- Αλεξίου 1954
- Στυλιανός Αλεξίου, «Παρατηρήσεις στο κρητικό θέατρο. Β΄ Στάθης», Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σ. 134-138.
- Αλεξίου 1988
- Στυλιανός Αλεξίου, «Η κρητική λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία», Κρήτη. Ιστορία και πολιτισμός, τ. 2, επιμ. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σ. 214 κ.ε.
- Bancroft-Marcus 1997
- Rosemary Bancroft-Marcus, «Ιντερμέδια», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 195-221.
- Bancroft-Marcus 2013
- Rosemary E. Bancroft-Marcus (επιμ.), Chortatsis Georgios (fl. 1576-1596), Plays of the Veneto-Cretan Renaissance. A bilingual Greek-English edition in two volumes with introduction, commentary, apparatus criticus, and glossary. Volume I: Texts and translations, Oxford University Press, Οξφόρδη 2013.
- Βασιλείου 1974
- Πάνος Βασιλείου, «Η Μαργαρίτα της κρητικής κωμωδίας Στάθης», Ελληνικά, τ. 27, τχ. 1 (1974), σ. 154-160.
- Βουτιερίδης 1976
- Ηλίας Π. Βουτιερίδης, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 1000-1930, με συμπλήρωμα του Δημήτρη Γιάκου (1931-1976), Παπαδήμας, Αθήνα 31976, σ. 194-195.
- Δημαράς 2000
- Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Γνώση, Αθήνα 92000, σ. 96, 101, 676-677.
- Ευαγγελάτος 1974
- Σπύρος Ευαγγελάτος, «Η χρονολόγηση του Στάθη», Πεπραγμένα του Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνον, 18-23 Σεπτεμβρίου 1971), Βυζαντινοί και μέσοι χρόνοι, τ. Β΄, χ.ε.ο., Αθήνα 1974, σ. 84-93.
- Κασίνης 2010
- Κωνσταντίνος Γ. Κασίνης (επιμ.), Νεοελληνική λογοτεχνία από τις αρχές έως την επανάσταση. Συγχρονική ανθολογία κειμένων: ποίηση – πεζογραφία – θέατρο – διάλογος – επιστολή, Πορεία, Αθήνα 2006, σ. 10, 11, 278, 314-319.
- Κριαράς 1980/81
- Εμμανουήλ Κριαράς, «Παρατηρήσεις στην έκδοση του “Στάθη” από τη Lidia Martini», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 10 (1980-1981), σ. 71-84.
- Μανούσακας 1947
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Ζητήματα του Κρητικού θεάτρου. Β: Η κρητική κωμωδία Στάθης και η χρονολόγησή της», Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 55-73.
- Μανούσακας 1954
- Μανούσος Ι. Μανούσακας, «Τα χάσματα της κρητικής κωμωδίας “Στάθης”», Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σ. 291-305.
- Μαρκομιχελάκη 2002
- Τασούλα Μαρκομιχελάκη, «“Μυστικά και ψέματα”: ξανακοιτάζοντας την πλοκή των κρητικών αναγεννησιακών κωμωδιών», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου: «Το Ελληνικό Θέατρο από τον 17ο στον 20ό αιώνα» (17-20 Δεκεμβρίου 1998), επιμ. Ιωσήφ Βιβιλάκης, Ergo, Αθήνα 2002, σ. 57-68.
- Martini 1976
- Lidia Martini (επιμ.), Στάθης, Κρητική Κωμωδία, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και λεξιλόγιο [Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 3], Βιβλιοπωλείο «Προμηθεύς», Θεσσαλονίκη 1976.
- Μαστροδημήτρης 1991
- Π. Δ. Μαστροδημήτρης (επιμ.), Η ποίηση του νέου ελληνισμού: ανθολογία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1991, σ. 41-42, 466-477.
- Πολίτης 1999
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 101999, σ. 71-72.
- Πούχνερ 2007
- Βάλτερ Πούχνερ, «Στάθης», Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 2067-2068.
- Σάθας 1878
- Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.), Ο Στάθης, κρητική κωμωδία, νυν πρώτον εκδιδομένη εκ χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης υπό Κ. Ν. Σάθα, Τύποις Φοίνικος, Βενετία 1878.
- Σάθας 1879
- Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.), Κρητικόν θέατρον ή συλλογή ανεκδότων και αγνώστων δραμάτων, χ.ε.ο., Βενετία 1879, σ. κ΄-κστ΄ (εισαγωγή) και 103-176 (κείμενο).
- Vincent 1997
- Alfred Vincent, «Κωμωδία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 125-156.
- Vitti 1994
- Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 31994, σ. 102-105 και 476.
Δικτυογραφία
«Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Στάθης (ca 1604)», στην «Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Κρητική λογοτεχνία», στις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα & τη γλωσσική εκπαίδευση», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
* Τελευταία πρόσβαση στη δικτυογραφία: Δεκέμβριος 2017.
Ετικετες Αναζητησης
Λογοτεχνικό Γένος
ΠοίησηΕποχές - Περίοδοι
Κρητική λογοτεχνία της ακμής ή Κρητική Αναγέννηση (1580-τέλη 17ου αι.) Δημώδης γραμματεία μετά την Άλωση (16ος-18ος αι.) Λογοτεχνία σε φραγκοκρατούμενα-βενετοκρατούμενα μέρη (15ος-17ος αι.)
Κατάλογος Έργων
- Αισώπου Μύθοι
- Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
- Άνθη ευλαβείας
- Άνθος των χαρίτων
- Απόκοπος
- Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης
- Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη
- Βαρλαάμ και Ιωάσαφ
- Βασιλεύς ο Ροδολίνος
- Βίοι αγίων
- Διγενής Ακρίτης
- Διήγησις Βελισαρίου
- Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης
- Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης
- Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου
- Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου
- Διήγησις του Αχιλλέως
- Διήγησις του Πωρικολόγου
- Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων
- Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Ερωτικόν ενύπνιον
- Ερωτόκριτος
- Ερωτοπαίγνια
- Ερωφίλη
- Η Βοσκοπούλα
- Η Θυσία του Αβραάμ
- Η Καινή Διαθήκη
- Η Κοσμογέννησις
- Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
- Θησαυρός
- Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
- Θρήνος της Θεοτόκου
- Θρήνος της Κρήτης
- Θρήνος της Κωνσταντινούπολης
- Ιατροσόφια
- Ιστορία και όνειρο
- Ιστορία του Ταγιαπιέρα
- Κατζούρμπος
- Κλίνη Σολομώντος
- Λαϊκές αφηγήσεις
- Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου
- Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν
- Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας
- Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα
- Ο Βίος του Αισώπου
- Ο Έπαινος των γυναικών
- Ο Κρητικός Πόλεμος
- Ο Οψαρολόγος
- Ο Χρονογράφος
- Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων
- Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη
- Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
- Πανώρια
- Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή
- Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου
- Περί της ξενιτείας
- Πόλεμος της Τρωάδος
- Πτωχοπρόδρομος
- Ριμάδα κόρης και νιου
- Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά)
- Σιντίπας
- Σπανέας
- Σπανός
- Στάθης
- Στεφανίτης και Ιχνηλάτης
- Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός
- Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
- Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα
- Το Χρονικόν του Μορέως
- Φορτουνάτος
- Φυσιολόγος
- Χρονικό του Γαλαξειδιού
- Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων
- Χρονικό των Σερρών
- Χρονικόν