Ερωτόκριτος
Συγγραφέας: Κορνάρος Βιτσέντζος
Ερωτική μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, γραμμένη στις αρχές του 17ου αιώνα, δομημένη σε πέντε μέρη και αποτελούμενη από περίπου 10.000 στίχους. Πρόκειται για την πολύ δημοφιλή στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, και μέχρι σήμερα, ιστορία της βασιλοπούλας Αρετούσας που αγαπήθηκε με τον γιο ενός συμβούλου του πατέρα της και υπέμειναν τέσσερα χρόνια εκείνος την εξορία και αυτή τη φυλακή, μέχρι ο βασιλιάς να αποδεχτεί τον Ρωτόκριτο αναγνωρίζοντας την ανδρεία και τη φρόνησή του.
Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Βιτσέντζος Κορνάρος, Ποίημα ερωτικόν λεγόμενον Ερωτόκριτος, Ερμής, Αθήνα 1998.
Εισαγωγή
Ο Ερωτόκριτος αποτελεί ένα από τα μείζονα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας εν γένει. Πρόκειται για ένα έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα ή, κατ’ άλλους, μία μυθιστορία που εκτείνεται σε περίπου δέκα χιλιάδες στίχους και πιθανότατα γράφτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα – μολονότι, σύμφωνα με κάποιους φιλολόγους, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια υψηλότερη χρονολόγηση στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο ποιητής δεν έχει ταυτιστεί με απόλυτη σιγουριά, αλλά οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται για τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, γόνο βενετοκρητικής οικογένειας ευγενών από τη Σητεία και αδελφό του ιδρυτή της Aκαδημίας λόγιων του Χάνδακα, Ανδρέα Κορνάρου, που έζησε στο διάστημα 1553-1613/14.
Η υπόθεση του έργου τοποθετείται σε μια ακαθόριστη αρχαία εποχή, στην πόλη της Αθήνας. Μέσα στο παλάτι του βασιλιά Ηράκλη μπαινοβγαίνει ως παιδί ο γιος του σύμβουλου Πεζόστρατου Ρωτόκριτος, για να κάνει παρέα στη βασιλοπούλα Αρετούσα την οποία, όπως είναι αναμενόμενο, ερωτεύεται. Με τα τραγούδια που της τραγουδά τα βράδια κάτω από το παράθυρό της, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, την κάνει κι αυτήν να τον αγαπήσει. Και καθώς από όλα τα αρχοντόπουλα και βασιλόπουλα (ανάμεσά τους και ο διάδοχος ο βυζαντινού θρόνου) που έρχονται για μια κονταρομαχία στο παλάτι, «μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει», με πρωτοβουλία της κοπέλας αρχίζουν οι μυστικές νυχτερινές συναντήσεις τους, από τις δύο πλευρές ενός σιδηρόφρακτου παράθυρου. Ο ποιητής είχε δηλώσει από την αρχή του έργου του ότι τα θέματα που θα τον απασχολήσουν είναι η αστάθεια της ανθρώπινης μοίρας, ο χρόνος, ο έρωτας, ο πόλεμος, και οι κοινωνικές συμβάσεις. Αυτό το τελευταίο είναι και η κινητήρια δύναμη της πλοκής, διότι, εξαιτίας της κοινωνικής διαφοράς των δύο ερωτευμένων παιδιών, δημιουργούνται όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, με αποτέλεσμα αφενός ο Ρωτόκριτος να διωχθεί στην εξορία, επειδή τόλμησε να ζητήσει την κοπέλα σε γάμο, αφετέρου η Αρετούσα να κλειστεί στη φυλακή από τους γονείς της λόγω της επίμονης άρνησής της στα βασιλικά προξενιά. Τη φωνή των κοινωνικών συμβάσεων στο έργο εκπροσωπούν η νένα (παραμάνα) της κοπέλας Φροσύνη και ο στενός φίλος του νέου Πολύδωρος, οι μόνοι που γνωρίζουν τον μυστικό έρωτα των δύο πρωταγωνιστών και προσπαθούν, με την επιχειρηματολογία που επιστρατεύουν, να τους αποτρέψουν από αυτόν. Ωστόσο, στο τέλος, μετά τη νικηφόρα επέμβαση του μεταμφιεσμένου Ρωτόκριτου στον πόλεμο με τους Βλάχους, επιβραβεύεται η ανδρεία και η σύνεσή του εις βάρος της κοινωνικής θέσης του, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να δώσει την ευχή του για τον γάμο της κόρης του μαζί του και έτσι το έργο να τελειώσει μέσα σε γενική χαρά. Ο ποιητής στο τέλος εξαίρει την αξία της υπομονής στη ζωή του ανθρώπου, δηλώνοντας το όνομα και τον τόπο καταγωγής του.
Από πολλά χρόνια γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο Κορνάρος άντλησε την πλοκή της μυθιστορίας του από κάποια ιταλική διασκευή του γαλλικού ιπποτικού μυθιστορήματος Paris et Vienne του Pierre de la Cypède. Ωστόσο, ο ποιητής «επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη σειρά των γεγονότων, αποσιώπησε ορισμένα επεισόδια του προτύπου του και δημιούργησε νέα και, το σπουδαιότερο, αλλοίωσε το όλο ήθος αυτής της μεσαιωνικής μυθιστορίας αυλικού έρωτα και το προσάρμοσε στις αναγεννησιακές αντιλήψεις του για την κοινωνία και την ηθική» (Holton 1997, 262).
Οι παλαιότερες σωζόμενες μορφές του κειμένου προέρχονται από την πρώτη βενετσιάνικη έκδοση του 1713, της οποίας υπάρχουν σήμερα μόνο τρία αντίτυπα, και από ένα επτανησιακό χειρόγραφο του 1710, που κοσμείται με 120 μικρογραφίες οι οποίες παρακολουθούν εικαστικά την υπόθεση του έργου. Έκτοτε, ο Ερωτόκριτος γνώρισε έντεκα εκδόσεις στη Βενετία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, και πολλές ακόμη στην ίδια πόλη αλλά και στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές του 20ού· εκδόσεις φτηνές και χωρίς επιστημονικές αξιώσεις, που όμως μαρτυρούν τη δημοφιλία ενός έργου το οποίο, ενώ βασίστηκε στη γραπτή ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση των προηγούμενων αιώνων, στη συνέχεια αγαπήθηκε πολύ από τα λαϊκά στρώματα και δεν άργησε να περάσει στη λαϊκή τέχνη και στα στόματα των κατοίκων της κρητικής υπαίθρου, καθώς και των νησιών του Ιονίου και του Αιγαίου, χάρη στους αξιοθαύμαστους μηχανισμούς απομνημόνευσης που διαθέτει ο προφορικός πολιτισμός. Μέσα στον 20ό αιώνα έγιναν δύο κριτικές εκδόσεις του, από τον Στέφανο Ξανθουδίδη (1915) και τον Στυλιανό Αλεξίου (1980), και το 1998 κυκλοφόρησε, σε επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, μία επεξεργασμένη μορφή του κειμένου της πρώτης βενετσιάνικης έκδοσης του έργου, από την οποία και αντλούμε τα αποσπάσματα που ανθολογούνται εδώ – στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφέρουμε παρενθετικά ότι επειδή η έκδοση Σαββίδη δεν είναι κριτική, για τους σκοπούς της παρούσας ανθολόγησης έχει συγκροτηθεί ένα καινούριο κριτικό υπόμνημα, στο οποίο τα σχόλια περιλαμβάνουν κυρίως τις διαφορετικές γραφές της έκδοσης Αλεξίου 1980 και δίνεται η ενίοτε διαφορετική στιχαρίθμηση. Επιπλέον, με βάση το κριτικό υπόμνημα της τελευταίας γίνονται και τα σχόλια που αφορούν τις διαφορετικές γραφές του χειρόγραφου μάρτυρα (Χ).
Ο Ερωτόκριτος είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, τον αγαπημένο στίχο της ελληνικής παράδοσης. Ο πλούτος του σε λογοτεχνικά σχήματα και εικόνες, ο αριστοτεχνικός χειρισμός του μέτρου, οι επιτυχημένες ομοιοκαταληξίες και η ωριμότητα και καθαρότητα του κρητικού ιδιώματος ως λογοτεχνικής γλώσσας είναι λόγοι που στρέφουν πολλούς ειδικούς φιλολόγους να μελετήσουν την ποιητική του κειμένου. Έτσι, την τελευταία δεκαπενταετία έχουν γίνει τέσσερα ειδικά επιστημονικά διεθνή συνέδρια για το έργο, και η σχετική βιβλιογραφία από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας εκτείνεται σε πολλές εκατοντάδες λήμματα. Εξάλλου, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μελέτη του κειμένου είναι η έκδοση του Συμφραστικού Πίνακα Λέξεων, σε έντυπη μορφή και σε CD-Rom, από τους David Holton και Dia Philippides (1996-2000).
Ιδιαίτερα έχει επιμείνει η έρευνα στην αποκρυπτογράφηση των συμβολισμών του Β΄ μέρους του έργου, που είναι και το εκτενέστερο και αφηγείται την πολυπρόσωπη γκιόστρα (κονταρομαχία), οργανωμένη από τον βασιλιά για να διασκεδάσει τη μελαγχολική από τον έρωτα κόρη του. Έχει επισημανθεί ότι η γκιόστρα αποτελεί μια μικρογραφία της όλης πλοκής, ως αναπόσπαστο τμήμα του έργου, και «συμβάλλει στην κατανόηση εκ μέρους μας των σχέσεων των πρωταγωνιστών και οδηγεί κατ’ ευθείαν στα δραματικά γεγονότα» (Holton 1997, 276) που θα ακολουθήσουν.
Το έργο είναι αφηγηματικό, αλλά ο χωρισμός του σε πέντε μέρη, που προσιδιάζει στην πεντάπρακτη δομή του (νεο)κλασικού δράματος, και το μεγάλο ποσοστό ρήσεων των προσώπων σε ευθύ λόγο τού προσδίδουν έναν χαρακτήρα θεατρικότητας. Ο αφηγητής της ερωτικής αυτής ιστορίας, ο «Ποιητής» όπως αναφέρεται, δεν είναι ένα πρόσωπο αμέτοχο στο έργο του. Σπάνια, αλλά σε καίριες στιγμές, θα παρέμβει στην αφήγηση. Πότε απευθύνεται στο κοινό του με διάφορες προτροπές: «Μην την καταδικάσετε την πικραμένη κόρη...», «Μην το κρατείτε για πολύ, μην το θαμάζεστ’ όλοι...»· πότε σχολιάζει τη συμπεριφορά των ηρώων του: «Έτσ’ είναι κ’ εις τον άγουρο και κόρη, όντεν αρχίσου φιλιά να κάμου τσ’ ερωτιάς...»· την επικρίνει: «Εγώ μεγάλο το κρατώ, σαν το κρατούν κ’ οι άλλοι, να δείξη η μάνα στο παιδί έτοια ασπλαχνιά μεγάλη»· ή τη δικαιολογεί: «Ετούτον είναι φυσικό κι όπ’ αγαπά φοβάται...». Πότε, ακόμη, τους επιπλήττει σε ευθύ λόγο, αν διαπιστώσει ότι φέρονται υπερβολικά: «Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνης, βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνης...»· ενώ κάποτε δεν λείπει και μια δόση ειρωνείας, όπως, για παράδειγμα, στο τέλος του έργου, την ώρα που το ερωτευμένο ζευγάρι μετά τον γάμο του αποσύρεται στη γαμήλια κάμαρα και ο ποιητής αυτολογοκρίνεται: «Εγώ δεν θέλω και δειλιώ να σάσε πω με γράμμα τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά ’πα κι ίντα εκάμα».
Ολόκληρο το έργο μαρτυρά, εκτός από το έμφυτο ποιητικό τάλαντο του δημιουργού του, και την αξιοθαύμαστη μόρφωσή του που, όπως έχει προταθεί, μπορεί να εκτείνεται από τις ρητορικές και λογοτεχνικές θεωρίες του 16ου αιώνα μέχρι και τις ιατρικές πραγματείες του καιρού του, όπου ο έρωτας θεωρούνταν και αντιμετωπιζόταν ως σωματική και ψυχική ασθένεια. Επίσης, χαρακτηρίζεται από μια αστείρευτη ποικιλία εικόνων και ρητορικών σχημάτων, που δεν περνά απαρατήρητη από κανέναν αναγνώστη, θεατή ή ακροατή του. Μεταφορές, παρομοιώσεις απλές και ομηρικού τύπου, παρηχήσεις, αποστροφές, υπερβολές, ασύνδετα και πολυσύνδετα, και η δραματική ειρωνεία είναι μόνο κάποια από τα σχήματα που ο ποιητής επιστρατεύει, όχι μόνο για να στολίσει τον λόγο του, αλλά, κυρίως, για να υπογραμμίσει τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ηρώων του.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο Ερωτόκριτος έχει γνωρίσει δεκάδες διασκευές για το θέατρο, ακόμη και για όπερα, και πάρα πολλές μουσικές εκτελέσεις, οι οποίες βασίζονται είτε στην παραδοσιακή μελωδία που έχει ταυτιστεί με το συγκεκριμένο έργο είτε σε νέες συνθέσεις. Ακόμη, έχει εμπνεύσει πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, από τον άγνωστο μικρογράφο του επτανησιακού χειρογράφου, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο και τον Γιάννη Τσαρούχη, μέχρι τους σύγχρονους ζωγράφους και χαράκτες που έλαβαν μέρος στη μεγάλη ομαδική έκθεση «μόνον εσέ, Ρωτόκριτε…» το 2015.
Αποσπάσματα
Τα θέματα του έργου (Α 1-18)
Ο ποιητής αρχίζει αναφέροντας ποια είναι τα θέματα που θα τον απασχολήσουν και τα οποία θέλει να προβάλει με το έργο του: η αστάθεια και οι αλλαγές της τύχης με το πέρασμα του χρόνου, οι πολεμικές συγκρούσεις και ο έρωτας. Προτρέπει όσους έχουν γνωρίσει τον έρωτα να κρατήσουν ως παράδειγμα την ιστορία που θα αφηγηθεί, παροτρύνοντάς τους να τη χρησιμοποιούν για να συμβουλεύουν και άλλους.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν· |
|
5 | και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι |
|
10 | σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα, ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα· να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει. |
|
15 | Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, εις μιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει. Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση, για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει. |
|
- Η αρχή του Ερωτόκριτου στον κώδικα Harley MS 5644, f.10r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο. Στη μικρογραφία φανταστική απεικόνιση του Κορνάρου κατά τη συγγραφή(;).
Πηγή: The British Library - Η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης (1713) του ποιήματος από το τυπογραφείο του Antonio Bortoli.
Πηγή: Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Αφίσα από τη θεατρική παράσταση που ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 1969-1970.
Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος - Το εξώφυλλο της διασκευής του Ερωτόκριτου στη σειρά κόμικ «Κλασσικά Εικονογραφημένα», τχ. 120, δεκαετία 1960.
Πηγή: Lifo
- «Του κύκλου τα γυρίσματα», οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος μελοποιημένοι, ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης & Χριστόδουλος Χάλαρης, από το 2ο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς ΠΕΡΙ-ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ, 1998, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Οι νεαροί πρωταγωνιστές (Α 51-86)
Έχοντας παρουσιάσει τον τόπο και τον χρόνο της πλοκής του έργου του, και αφού μίλησε για το βασιλικό ζεύγος της ιστορίας, ο ποιητής παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του: δεν είναι ίσως χωρίς σημασία ότι αρχίζει από την Αρετούσα και την παρουσιάζει με περισσότερους στίχους απ’ ό,τι τον Ρωτόκριτο. Η κοινωνική τους διαφορά δηλώνεται από την αρχή (η μία είναι βασιλοπούλα, ενώ ο άλλος γιος συμβούλου του βασιλιά).
| Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι, αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει. Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι. |
|
55 | Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.
Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη. Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη |
|
60 | πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα. Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση, και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση. |
|
65 | Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη. K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα, πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα. Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα, |
|
70 | κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.
Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη, συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι. M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του· |
|
75
| του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο, και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο. Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο, φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο. Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση, |
|
80 | οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση. Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’, ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα· κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσαν, μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν. |
|
85 | Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει. |
|
- Ο βασιλιάς Ηράκλης και η βασίλισσα Αρτέμη χαίρονται τη νεογέννητη κόρη τους, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Μια φανταστική απεικόνιση των δύο ηρώων από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Χατζημιχαήλ), Ερωτόκριτος και Αρετούσα, 1933, φυσικά χρώματα σε καμβά, Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη.
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο - Η γέννηση της Αρετούσας, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.11r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Α 51-86) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η γέννηση του έρωτα – Ρωτόκριτος (Α 271-312)
Αμέσως μετά την παρουσίαση του Ρωτόκριτου στην αρχή του έργου, ο ποιητής αφηγήθηκε πώς γεννήθηκε μέσα στην καρδιά του ο έρωτας, καθώς από παιδί σύχναζε στο παλάτι για να κάνει παρέα στη μικρή βασιλοπούλα. Μόνο πρόσφατα βρήκε το θάρρος να το εξομολογηθεί στον καλύτερό του φίλο, Πολύδωρο, ο οποίος άρχισε να του μιλά αποτρεπτικά για έναν τέτοιο κοινωνικά αταίριαστο δεσμό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Ρωτόκριτος του εξηγεί γιατί είναι αδύνατον να βγάλει αυτή την αγάπη από την καρδιά του, χρησιμοποιώντας μια σειρά σχημάτων λόγου, για να δείξει πώς αναπτύχθηκε μέσα του.
| ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν’ αρχίσω να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω, να’βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω, και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω· |
|
275 | και σ’ άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω, και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω. Kι ως το λογιάσω, μου’ρχεται μεγάλη λιγωμάρα, τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου’ρχεται τρομάρα· θαμπώνουνται τα μάτια μου κ’ η όψη απονεκρώνει, |
|
280 | ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει· κι οπίσω α’ θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ’ αμπώθει σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κ’ η γνώση πλιό δε γνώθει. Λόγιασε σ’ ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι· πέ’ μου, πώς θες να βουηθηθώ σ’ έτοια δουλειά μεγάλη;
|
|
285 | Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο. Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω, και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω. Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη, |
|
290 | κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη. Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι, κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει. Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη, κ’ ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι. |
|
295 | Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει, τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει, και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει, κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που’τον όντεν εφάνη, |
|
300 | κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει— το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη. Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη, μα εδά’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη, οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ’ αφήνει. |
|
305 | K’ η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει, κι οπού με τσ’ αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει, θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι, πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη· σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει, |
|
310 | και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει. Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει, κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει. |
|
- Ο Ρωτόκριτος εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για την Αρετούσα στον φίλο του Πολύδωρο, μικρογραφία (η μοναδική επιχρωματισμένη) του Harley MS 5644, f.14r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Μια κάποια λίγη πεθυμιά», μελοποίηση αποσπάσματος στο οποίο ο Ρωτόκριτος εμπιστεύεται στον Πολύδωρο τον έρωτά του για την Αρετούσα, μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Τέσσερις Δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube«Ήπαιρνε το λαγούτο του...», ερμηνεία: Μίλτος Πασχαλίδης, από ανέκδοτη ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του Γιώργου Μεράντζα στη Στρογγούλα των Τζουμέρκων, 7 Αυγούστου 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η γέννηση του έρωτα – Αρετούσα (Α 607-678)
Ο Ρωτόκριτος, με τη συντροφιά του Πολύδωρου, τραγουδά τις νύχτες ερωτικά τραγούδια κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του, η οποία ξενυχτά για να τα ακούει. Εντυπωσιασμένος και ο βασιλιάς από τα ωραία τραγούδια, στέλνει ένα βράδυ στρατιώτες να συλλάβουν τους τραγουδιστές για να μάθει ποιοι είναι. Όλο το παλάτι συζητά τη γενναιότητα των δύο νέων να αποκρούσουν τους «δέκα αρματωμένους» και ο έρωτας δυναμώνει ακόμη περισσότερο στην καρδιά της Αρετούσας, η οποία αποφασίζει, όπως βλέπουμε στο απόσπασμα που ακολουθεί, να εξομολογηθεί στην παραμάνα της το γεγονός. Εκείνη, κεραυνοβολημένη από όσα ακούει, αρχίζει έναν μακρύ αγώνα επιχειρηματολογίας για να την αποτρέψει, ο οποίος θα διαρκέσει μέχρι το τρίτο μέρος του έργου.
| ΠOIHTHΣ H Aρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν, κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν· κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν, |
|
610 | κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν, να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει, οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει. Eπλήθυνεν η παίδα τση κ’ η πείραξις η τόση, κ’ ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν’ αλαφρώσει· |
|
615 | να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει, να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει. Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη, κι ώρες βιβλία τω’ φρόνιμων εδιάβαζε κ’ εθώρει. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση, |
|
620 | να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει. Mα ουδέ τα ξόμπλια τ’ ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα, αλάφρωσιν εις το κακόν οπού’χε δεν τσ’ εκάμα’. Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει, στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει. |
|
625 | Πάντά’ν’ ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα, και πάντα στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα. Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται, και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται. Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση, |
|
630 | με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA «Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα, και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’· και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω· |
|
635 | και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα, κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου’ρχεται λιγωμάρα. Mηδέ θαρρείς σ’ πράμ’ άπρεπον η Πεθυμιά κινά με, και κάλλιο να’πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι. Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου’, |
|
640 | ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου’. Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη, αυτός θέ’ να’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι· γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι, πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι. |
|
645 | Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος· και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο, σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο».
ΠOIHTHΣ ’Tό να γρικήσει η Nένα τση τά’λεγε η Aρετούσα, |
|
650 | φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα’. K’ εθώρειε μιά κακήν αρχή που’χει να φέρει πόνους, που’χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει, να τση ξεράνει το δεντρό, πρι’ παρά να φυτέψει.
|
|
655 | ΝΕΝΑ Kαι λέγει τση· «Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι; Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι! Kαι πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι, κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι; Kαι πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις; |
|
660 | Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις; Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο, και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο; Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα; και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα; |
|
665 | Eπά δεν είν’ Pηγόπουλοι, ουδ’ Aφεντόπουλοι άλλοι· Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι. Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι, σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ’ εσέ, Kερά μου, δούλοι. Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι, |
|
670 | και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι, αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν’ τούτοι, Θυγατέρα, γιαύτος δεν έχου’ ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα. Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται, και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται. |
|
675 | Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού’χει ανθρώπου χρήση, εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει. Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση, γυρίζου’, να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει». |
|
- Η Αρετούσα απολαμβάνει τις νυχτερινές καντάδες του μυστηριώδους τραγουδιστή, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Alexiptoto: Online Newspaper - Ο Ρωτόκριτος και ο Πολύδωρος τραγουδούν τον έρωτα του πρώτου έξω από το παλάτι, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.19r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα εξομολογείται τον έρωτά της για τον άγνωστο τραγουδιστή στη νένα της Φροσύνη, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.27v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Ο διάλογος Αρετούσας-Φροσύνης, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - «Το μυστικό» αποτελεί την μελοποιημένη απόδοση της εξομολόγησης της Αρετούσας στη νένα της, μουσική & ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων, από το άλμπουμ Ποια πάθη από τον έρωντα, Lyra 2008.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το εγκώμιο του Ρωτόκριτου (Α 851-874)
Ανάμεσα στα αντεπιχειρήματα που η Αρετούσα προβάλλει στην παραμάνα της Φροσύνη για την αξία του άγνωστου τραγουδιστή, είναι η γνώση και η φρόνηση που έχει επιδείξει με τη συμπεριφορά του, αλλά κυρίως το ταλέντο του στον λόγο, όπως φαίνεται από τους στίχους των τραγουδιών του. Όλα συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για άνθρωπο με αρχοντικά χαρακτηριστικά.
| ΑΡΕΤΟΥΣΑ «Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει, και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει. Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει, ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη, |
|
855
| οπού’παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη, οπού ετραγούδειεν κ’ ήλεγεν τσ’ Aγάπης την οδύνη. Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο. Aυτός θέ’ να’ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο. Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω, |
|
860 | γραμμένα τα’χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω. Kι αλλού ποθές δεν τ’ άκουσα, μηδ’ είδα τα γραμμένα, κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα· κι από την πρώτη αργατινήν, που’παιξε το λαγούτο, ελόγιασά το, κ’ είπα το· “Για μένα-ν ήτον τούτο.” |
|
865 | Mα ο φόβος θέ’ να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει, μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει. Tρεις μήνες μ’ έτοια δούλεψη, μ’ έτοια αρχοντιάν και τάξη, ποιά να’χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει; Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι, |
|
870 | από τα λόγια τα’μορφα, κορμί μεγάλον είναι. Aπ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει· κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον, κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο βασιλιάς αποφασίζει ένα κονταροχτύπημα. Αρρωσταίνει ο Πεζόστρατος (Α 1307-1392)
Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτά του, ο Ρωτόκριτος έχει φύγει για ταξίδι. Εμπιστεύτηκε μόνο στη μητέρα του τα κλειδιά του σπιτιού του με την επισήμανση ότι έχει μέσα σε ένα ντουλάπι χαρτιά που δεν πρέπει να δει κανείς. Εντωμεταξύ, η Αρετούσα έχει περιπέσει σε μελαγχολία, γιατί δεν ακούει πια τον τραγουδιστή ούτε γνωρίζει ποιος είναι. Σε αυτό το απόσπασμα ο πατέρας της, βλέποντάς την έτσι αγνώριστη και θλιμμένη, για να την διασκεδάσει αποφασίζει να οργανώσει στο παλάτι ένα κονταροχτύπημα, με έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι φτιαγμένο από τα χέρια της. Η Αρετούσα ελπίζει ότι σ’ αυτό θα πάρει μέρος και ο άγνωστος αγαπημένος της. Ωστόσο, οι προσευχές της να μάθει ποιος είναι έχουν αρχίσει να εισακούονται…
| O Kύρης, να την-ε θωρεί να’ν’ έτσι αποδομένη, ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη, δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει, |
|
1310 | κ’ εχάθηκαν τα κάλλη τση κ’ έτοιας λογής εγίνη, ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα, ίντά’ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ’ εχλομαίνα’. Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει, ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει, |
|
1315 | κ’ ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν, κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ’ εκείνοι τα πιστεύγαν. K’ έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα, ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα, πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει, |
|
1320 | σ’ όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει. K’ ήλεγεν ο διαλαλημός· «Όποι’ είναι αντρειωμένοι, σ’ τσι ’κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ’ ανιμένει εις την Aθήνα να βρεθού’, στο φόρο τση να σμίξουν, να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν. |
|
1325 | Kι οπού νικήσει, απ’ το λαό να’χει τιμή μεγάλη, κ’ ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι, ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο, από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο». Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ’ εις άλλη, |
|
1330 | κ’ οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.
Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση, να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση. Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι, να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει. |
|
1335 | Kι ας είν’ η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ’ άλλη, σαν είν’ κι αυτή ξεχωριστή, κι απ’ όλες τως μεγάλη.
APETOYΣA Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ’ ακούσει, μέσα τση λέει· «Tα μάτια μου εδά’χουσι να δούσι εκείνον τον τραγουδιστήν, τ’ όμορφο παλικάρι, |
|
1340 | εις τ’ άλογο, με τ’ άρματα, σαν τσ’ άλλους καβαλάρη. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει. Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου, μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου |
|
1345 | έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω. Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο, κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο, να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει, |
|
1350 | γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει. Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο, να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο».
ΠOIHTHΣ Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει, και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.
|
|
1355 | Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη. Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν, κ’ εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν. Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον, |
|
1360 | πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων. H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο, πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.
Hθέλησε κ’ η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα, μ’ άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα. |
|
1365
47 | Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι, στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι. Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη, κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει. Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση |
|
1370 | και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι· κι απ’ τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη, πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι. Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει, πού να την πάγει για να δει, να πά’ να ξεφαντώσει.
|
|
1375 | Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα, σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα. Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει, και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη. Kι όπού’τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ’ εθωρούσα’, |
|
1380 | όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα η Aρετούσα· ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα, και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.
Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη. |
|
1385 | Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει, με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι. Eκεί’γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο, εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο. H Mάνα του είχε το κλειδί, κ’ είχε του κι αμοσμένα |
|
1390 | να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα· μα τότες το λησμόνησε, κ’ ηθέλησε ν’ ανοίξει, και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει. |
|
- Ο Πεζόστρατος άρρωστος στο κρεβάτι του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.52r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Ο Ψαραντώνης τραγουδά τον θάνατο του Σπιθόλιοντα στην γκιόστρα, την οποία ο βασιλιάς ανακοινώνει στο απόσπασμα αυτό, από την παρουσίαση του Ερωτόκριτου στο Ηρώδειο, 30/6/2014, Ψαραντώνης, Χαΐνηδες, μουσικοχορευτική ομάδα «Κι όμΩς κινείται».
Πηγή: YouTubeΗ Αρετούσα επισκέπτεται τον άρρωστο Πεζόστρατο και το δωμάτιο του Ρωτόκριτου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Λύνεται το μυστήριο του άγνωστου τραγουδιστή (Α 1471-1514)
Όταν αρρώστησε ο πατέρας του Ρωτόκριτου και η βασίλισσα με την κόρη της και άλλες γυναίκες του παλατιού θέλησαν να τον επισκεφτούν, η μητέρα του, από τη χαρά της για τις υψηλές επισκέψεις, ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει στον γιο της και τις οδήγησε να δουν και το σπιτάκι του στον κήπο. Η περιέργεια (ή μάλλον μια εσωτερική διαίσθηση) έκανε την Αρετούσα να ψάξει σε ένα ντουλαπάκι του γραφείου του Ρωτόκριτου, όπου πρώτα βρήκε γραμμένους τους στίχους των νυχτερινών τραγουδιών και στη συνέχεια…
| ΠOIHTHΣ H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ’ αρμάρι, για να’βρει κι άλλο τίβοτσι τσ’ Aγάπης, να το πάρει. Eις τ’ αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι. |
|
1475 | Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ’ είδεν τη στόρησή τση, πράμά’τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση. Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη, οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη. Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη, |
|
1480 | οπού’το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη. Eφαίνετό σου και γελά κ’ ήθελε να μιλήσει, κ’ η Tέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση. Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη, γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη. |
|
1485
51 | Kι ουδέ στον τόπον που’τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε, κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε. Σ’ ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη, στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη. Kι ως το’πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει, |
|
1490 | κ’ εφάνιστή τση κ’ ήστραψεν η Aνατολή κ’ η Δύση· και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι, κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει. Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει, την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει. |
|
1495 | APETOYΣA Λέγει τση· «Nένα, ίντ’ άλλο πλιό σημάδι θέ’ να δούμε; Σφαλτά επροπάτου’ και τυφλά, μα εδά κατέχω πού’μαι. Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα’, κ’ εις παίδα μεγαλύτερην κ’ εις έγνοια νιάν εμπήκα. Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω, |
|
1500 | εκείνος οπού μ’ αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω. Eις τα τραγούδια μού’βρισκες λογαριασμόν κιανένα, μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα; Ίντ’ αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει; κ’ ίντα κ’ εφύλαγέ με επά, δίχως να μ’ αγαπήσει; |
|
1505 | Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια, σαν τη γνωρίζεις, πέ’ την-ε σήμερο την αλήθεια. Aυτόνος θέ’ να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα, τά είδα το φανερώνουσι, και τά’χω γρικημένα. Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με; |
|
1510 | Πιάσ’ ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ’ με, και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη. Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη! Πέ’ μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει; Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Λιτή και ωραία παρουσίαση της ανακάλυψης της ταυτότητας του άγνωστου τραγουδιστή, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Πολύδωρος προσπαθεί να μάθει τα αισθήματα της Αρετούσας (Α 1887-1978)
Ο Ρωτόκριτος με τον φίλο του, ειδοποιημένοι για την ασθένεια του Πεζόστρατου, επιστρέφουν στην Αθήνα. Εκεί ο νέος διαπιστώνει ότι λείπουν από το ντουλάπι του τα αποδεικτικά στοιχεία του έρωτά του, μαθαίνοντας παράλληλα για την παρουσία της Αρετούσας στο σπιτάκι του. Πολύ θορυβημένος, στέλνει τον Πολύδωρο στο παλάτι να ανιχνεύσει τί αισθήματα τρέφει γι’ αυτόν η βασιλοπούλα τώρα που ξέρει την αλήθεια. Όμως, εκείνος βλέπει ότι είναι μια ευκαιρία να του πει ψέματα, μήπως και καταφέρει να κλονίσει τον έρωτά του.
| EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· «Φίλε, α’ μ’ αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις, εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος, |
|
1890 | γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος. Kι α’ σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει, γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει, να’ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα, να ξοριστώ, να πορπατώ σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα. |
|
1895 | Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι, και το μαντάτο γλήγορα να’ρθου’ να σας-ε πούσι, πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της, απόθανα κ’ ετέλειωσα κ’ εχάθηκ’ απ’ ομπρός της. Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη |
|
1900 | να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν’ απομείνει».
ΠOIHTHΣ O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει, κ’ η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου, και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου. |
|
1905
| Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ’ εσένα, να συμβουλέψομεν κ’ οι δυό εις τά’χεις καμωμένα».
ΠOIHTHΣ Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι, μ’ Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει. K’ εκίνησε, σα δουλευτής, να πά’ να χαιρετήσει, |
|
1910 | ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει. Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ’ οι Aφέντες οπ’ ορίζουν, σ’ έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.
Eπήγε μ’ έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα, κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα’ |
|
1915 | στα ξένα, που γυρίζασι, κ’ ίντα μαντάτα εφέρα’, και δίδει του κ’ εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα· και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει, ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού’ναι και δεν εφάνη. Ήτον εκεί κ’ η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα, |
|
1920 | και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα’. Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει, κ’ εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ’ τσ’ άλλους χώνει. Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη. Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν’ ανιμένει; |
|
1925 | Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη, και με γλυκότη, του Pηγός, στά του’πε, απιλογήθη.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει· «O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα, κ’ εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα».
ΠOIHTHΣ H Aρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλόμιανε, κ’ εφάνη |
|
1930 | το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει. (Σφαίνει οπού πει κ’ οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γρικούνται, γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται· ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει, τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει. |
|
1935
| Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει, μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ’ να χώσει.) Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ’ άλλα, πως οι γραφές κ’ η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα’. ’Kεί οπό’χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει |
|
1940 | ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχει, πρικαίνεται, κ’ εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει. Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται, κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται. |
|
1945 | Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει, και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ’ εύρει. Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ’ είδεν, ο-για σένα, |
|
1950 | και πώς τα πήγαμεν κ’ οι δυό που λείπαμε στα ξένα. Mα τσ’ Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει. Mα τ’ όνομά σου ως τ’ άκουσε, σ’ τόσην όχθρηταν εμπήκε, φαρμάκι απ’ τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε· |
|
1955 | και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα’, και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα. Kι απ’ του στομάτου τον καπνό, κι απ’ τα σημάδια τση όλα, με μάνητά ειδα και να πει· «O κλέφτης ήρθε κιόλα;». Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα’, |
|
1960 | τα μάτια μου εγρικήσασι, τ’ αφτιά ό,τι δεν ακούσα’. Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις, και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις. Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται, γιαύτος το σφάλμα οπού’καμες, για ’δά δε ’μολογάται. |
|
1965
| Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει. M’ αν είν’ και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο, το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο. Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει, |
|
1970 | κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει. Για τούτο, ξώφευγε από ’κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις, και πως ουδ’ έτοιο λογισμόν, ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχεις. Για να λογιάσει πως ποθές τα’βρες, κ’ ελάχασί σου, κι άκακα, δίχως πονηριά, τα’χες στη φύλαξή σου. |
|
1975 | Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε, και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να’σαι. Nα’ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει, μα ’δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Το απόσπασμα (Α 1887-1978) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο έρωτας μεγαλώνει (Α 2085-2156)
Ο Πολύδωρος δεν κατάφερε τίποτε με το ψέμα που είχε πει στον φίλο του για τα αισθήματα της Αρετούσας. Ο Ρωτόκριτος, για να διαπιστώσει ο ίδιος τί συμβαίνει, φρόντισε να μαθευτεί στο παλάτι ότι είναι άρρωστος, με αποτέλεσμα εκείνη να του στείλει τέσσερα μήλα ως δώρο. Βεβαιωμένος πια κι αυτός για την αγάπη της, πηγαίνει πιο συχνά στο παλάτι. Οι δύο νέοι, δειλά και προσεκτικά, αρχίζουν να ανταλλάσσουν κρυφές ματιές.
2085
| Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει, κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει. Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει, για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη, κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη, |
|
2090 | και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει. Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει, την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει.
Δέ’ την, και ξαναδέ’ την-ε, αρχίνισεν κ’ η Kόρη κ’ εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει· |
|
2095 | ’κεί οπού’θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει, Έρωτας τσ’ ήφτε τη φωτιάν, κ’ ήστεκε ν’ αναλάβει. Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ’ ελυπάτο, και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο. Eις κάποιον τρόπον, είς τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι, |
|
2100 | οπού εγνωρίζασι κ’ οι δυό πως μιά Φιλιά τσ’ εκράτει.
Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη που’λαχε εις ποταμιά θολήν, κ ’είναι νερό γεμάτη. Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει, μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει. |
|
2105 | Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει, να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει. Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ’ εκείνη τιμονεύγει, την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά’φκολη γυρεύγει. Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει, |
|
2110 | περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει— έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ’ εδειλιούσα’, την πρώτην οπού στράφηκεν κ’ είδεν την Aρετούσα’. Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει. |
|
2115
| Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων, ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον. Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της, κ’ εις τη χλομάδα την πολλήν κ’ εις την αδυναμιά της. Tο πράμα πλιό δεν είν’ χωστό στον ένα κ’ εις τον άλλο, |
|
2120 | γιατί γνωρίσασι κ’ οι δυό πως προπατού’ ένα ζάλο. H Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε να το χώνει, μα ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει. Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί γυρεύγει, ο Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει. |
|
2125 | Tά’χουσι μες στο λογισμόν, κιανείς δεν τα κατέχει, μηδ’ άλλος τούτα τα γρικά, μόν’ όποιος έγνοιαν έχει. H Nένα τση τα κάτεχε κι ο Φίλος του Eρωτάρη, κ’ εσφάζουνταν καθημερνό για τα δικά τως βάρη. Πλιό οι ερμηνειές τως δεν μπορούν όφελος να τως κάμου’, |
|
2130 | προξενητάδες μοναχά θέ’ να’ν’ κ’ οι δυό του γάμου.
Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν, γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ’ αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν. Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον. |
|
2135 | Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ’ εις τ’ όχι· με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το’χει. Δε θέ’ να δείξει κ’ εύκολα ο Πόθος την ορίζει· μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει. Kαι μ’ όλο που ο Pωτόκριτος εγνώριζε κ’ εθώρει |
|
2140 | πως σπλαχνικά συχνιά-συχνιά αναντρανίζει η Kόρη, ποτέ του δεν αποκοτά λόγο να τση μιλήσει, γιατ’ ήθελε πλιά φανερά την Kόρη να γνωρίσει. Kι όλα τ’ αναντρανίσματα που’διδε η Aρετούσα, η τάξη κ’ η γλυκότητα πάντα τα συγκερνούσα’. |
|
2145
73 | Kι ο-για τιμή κι ο-για ευγενειά κι ο-για μεγαλοσύνη, να τη γνωρίσει έτσι καλά ακόμη δεν αφήνει. Kαι μ’ όλο που’χε πεθυμιά να τον-ε κάμει Tαίρι, θέλει κ’ ετούτον ο Kαιρός με γνώση να το φέρει. Eθώρειε το, αναπεύγετο, κ’ εκείνο την-ε σώνει, |
|
2150 | και δίχως σπούδα, σιγανά, να φτάσει το ζυγώνει. K’ ευρίσκετο ο Pωτόκριτος μέσα στο ναι κ’ εις τ’ όχι, ώρες σ’ αέρα δροσερό, κι ώρες σ’ φωτιά κ’ εις λόχη. Ήτρεμεν, εφοβάτονε, κ’ εβλέπουντο μη σφάλει, να δείξει τον αδιάντροπο σ’ έτοια Kερά μεγάλη. |
|
2155 | Kαι πάντα με κλιτότητα και με ταπεινοσύνην εθώρειε κι αναντράνιζε την ομορφιάν εκείνην. |
|
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
O Ρωτόκριτος θα πάρει μέρος στην γκιόστρα (Β 1-20)
Έφτασε η ώρα του κονταροχτυπήματος που είχε ανακοινώσει ο βασιλιάς Ηράκλης. Ο Ρωτόκριτος, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου του, δεν βλέπει την ώρα να πάρει μέρος, ελπίζοντας ότι θα κερδίσει για να πάρει το στεφάνι του νικητή από το χέρι της αγαπημένης του.
| ΠOIHTHΣ Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα, να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Xώρα, να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν, να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν. |
|
5 | Eκάτεχε ο Ρωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη, κ’ εις-ε μεγάλην Πεθυμιάν παρ’ άλλον εκινήθη, να δικιμάσει και να δει, μ’ άλογο και κοντάρι, αν είν’ καλός να πολεμά σαν κι άλλο παλικάρι. Kαι λέγει του Πολύδωρου τότες την όρεξίν του, |
|
10 | και φανερώνει τά’θελε, ζητώντας τη βουλήν του. O Φίλος του, σα φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύγει τά’χεν ετούτος όρεξιν, κ’ εκείνα οπού γυρεύγει, ήπασκε πάντα να σβηστεί ο λογισμός οπ’ έχει, και την Aγάπην τσ’ Aρετής να μην την-ε ξετρέχει. |
|
15
| Kατέχοντάς τον δυνατόν παρ’ άλλον Kαβαλάρη, ελόγιασε πως την Tιμήν απ’ όλους θέλει πάρει, και το Στεφάνι το χρουσό με νίκος να κερδέσει, κ’ η Aρετούσα εις πλιά Φιλιάν κι Aγάπη να μπερδέσει. Γιαύτος πολλώ’ λογιώ’ αφορμές και δυσκολιές του βάνει, |
|
20 | γιατί δεν το’χεν όρεξιν, να πάρει το Στεφάνι. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Όλα έτοιμα για την γκιόστρα (Β 105-142)
Όλη η πόλη ετοιμάζεται με μεγαλοπρέπεια να υποδεχτεί τους αγωνιστές του κονταροχτυπήματος. Ο λαός έχει σταθεί σε όποια σημεία προσφέρουν καλή θέα. Οι αγωνιστές έχουν έρθει, αλλά δεν εμφανίζονται ακόμη, μέχρι να φτάσει η σειρά του καθενός για επίσημη είσοδο στο αγώνισμα. Η βασιλική οικογένεια παίρνει τη θέση της σε ειδικό βάθρο και, εκτός από το χρυσό στεφάνι για τον νικητή, έχει προβλεφθεί ακόμη ένα άνθος από πολύτιμους λίθους, που θα το προσφέρει η βασίλισσα σε όποιον έχει την πιο εντυπωσιακή και αρχοντική παρουσία.
105
| Mε βούκινα από την αυγή στη Xώρα διαλαλούσι, οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλακτούσι κι αν εις το φόρον ή μωρό ή ανήμπορος προβάλει, κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τον-ε βγάλει. Bγάνουσι τα μποδίσματα, σφαλίζουν τ’ αργαστήρια, |
|
110 | γέμουν τα δώματα λαός, οι αυλές και παραθύρια. Kι ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι, τους Kαβαλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι. Ήρθαν παραπρωτύτερας Pηγόπουλοι μεγάλοι, μα εχώνουντα’, δεν ήθελεν κιανείς τως να προβάλει |
|
115 | στο φόρο, για να μην τσ’ ιδού’, να ξεύρουν ποιοι’ναι τούτοι, μα ξάφνου να φανερωθού’, με φορεσές και πλούτη.
Ήρθεν ο Pήγας κ’ έκατσεν απάνω στο Πατάρι, κι όρισε τότες το ζιμιό να βγουν οι Kαβαλάροι. Eκεί’τονε κ’ η Pήγισσα, εκεί κ’ η Θυγατέρα, |
|
120 | πάντα τη Nένα σπλαχνικά εκράτειεν απ’ τη χέρα, η οποιά, σα γρα και φρόνιμη, όλα τα πίσω εθώρει, και να γελάσει, να χαρεί, σε τούτα δεν ημπόρει. Kαι το χαρτί με γράμματα εις του Pηγός τη χέρα, ήλεγεν, όποιος νικητής βγει τούτην την ημέρα, |
|
125 | κ’ εις το κονταροκτύπημα είναι καλλιά αντρειωμένος, να’χει τα Δώρα τ’ ακριβά, και να’ν’ και παινεμένος.
Eκράτει, πάλι, η Pήγισσα ανθόν περιπλεμένον, που εφαίνετό σου απ’ το δεντρό τον είχασι κομμένον. Ήτον-ε πλούσος κι ακριβός, στα φύλλα κ’ εις τη ρίζαν, |
|
130 | γιατί ζαφειρομπάλασα όλον τον εστολίζαν. Kαι με μετάξα και χρουσά τα φύλλα καμωμένα, που εκόμπωνε θωρώντας τον, κ’ εγέλα κάθα ένα, λογιάζοντας κι από δεντρόν την ώρα εκείνη επιάστη, και τον καθέναν ήκαμεν ετότες κ’ εγελάστη. |
|
135
| Tούτος ο Aνθός ευρίσκετο σ’ τση Pήγισσας τη χέρα, ο-για να τον-ε δώσει ενούς εκείνην την ημέρα, όποιος πλιά πλούσα κι όμορφα κι άξα ήθελε προβάλει, και βάλει το κοντάρι του με τέχνη στη μασκάλη. K’ ήστεκε στη Bασίλισσα να δει, να το γνωρίσει, |
|
140 | και σ’ ό,τι τσ’ ήθελε φανεί, να κάμει δίκια κρίση. Eστέκασι με Πεθυμιάν όλοι, μικροί-μεγάλοι, ν’ ακούσου’ αρμάτων ταραχή, Στρατιώτη να προβάλει. |
|
- Ο λαός παρακολουθεί τα αρχοντόπουλα, που έχουν παραταχθεί στο στάδιο, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Pronews.gr - Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας στις θέσεις τους, έτοιμα να παρακολουθήσουν την γκιόστρα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.64r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου (Β 365-400)
Δέκατος στη σειρά εισέρχεται στον χώρο του κονταροχτυπήματος ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου, με την εντυπωσιακότερη εμφάνιση από όλους και λαμπρή συνοδεία πεζών και έφιππων ακολούθων. Ο ποιητής επιμένει ιδιαίτερα και στην περιγραφή του αλόγου του.
365 | O Υ-ΓΙΟΣ ΤΟΥ PΗΓΑ ΤΟΥ BΥΖΑΝΤΙΟΥ Mε στόλιση βασιλικήν και πλούσα πλιά παρ’ άλλην, και μ’ έπαρσες ρηγατικές, και μ’ Aφεντιά μεγάλην, επρόβαλεν ωσάν αϊτός, στ’ άλογο Kαβαλάρης, του Bασιλιού του Bυζαντιού ο γιός του ο κανακάρης, με Kαβαλάρους είκοσι κ’ είκοσι πεζολάτες, |
|
370 | κι από μακρά επλουμίζανε κ’ ελάμπασιν οι στράτες. Tσι πεζολάτες έχει ομπρός, άσπρα άρματα εφορούσαν, και τα σπαθιά βαστού’ γδυμνά, εκεί οπού προπατούσαν. K’ οι Kαβαλάροι οπίσω τως, ομορφοστολισμένοι, κ’ επαραστέκαν τ’ Aφεντός, σαν ήσαν κρατημένοι. |
|
375 | Kι ομπρός απ’ όλους ήρχουνταν, πεζοί, όχι καβαλάροι, οκτώ νέοι ξαρμάτωτοι, του Bασιλιού [αλογάροι], ενούς κορμιού κ’ ενούς καιρού, μιά φορεσά ντυμένοι, σγουροί, ξαθοί, μ[α]κροί, λιγνοί, κι ομορφοκαμωμένοι· πεζοί, με ζάλα μετρητά και διώμα επορπατούσαν, |
|
380 | κι όλοι τούς μυριοχαίρουνταν εκεί που τους θωρούσαν. K’ εσύρνασι κι οκτ’ άλογα, οπού άλλα σαν εκείνα, στο στάβλο το ρηγατικό, δεν ήσα’, ουδ’ επομείνα’· τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα, κ’ ένα ψαρό μεγάλο, κ’ ένα στη μέση ολόμαυρο, που επήδα σ’ κάθε ζάλο. |
|
385 | Mα μπρος απ’ όλους ήρχουνταν τέσσερεις Kαβαλάροι, στη μαστοριάν τση σάλπιγγας είχα’ μεγάλη χάρη, να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ’ εκάναν κ’ ελαλούσαν, που εφαίνετό σου και πουλιά ήσαν κ’ εκιλαδούσαν. T’ άλογο, οπού ο Pηγόπουλος ήτονε καβαλάρης, |
|
390 | είχε μεγάλη δύναμιν, ήτο μεγάλης χάρης· επήδα με τα τέσσερα απάνω στον αέρα, πολλά θαμάσματά’καμεν εκείνην την ημέρα· ’το’χε πετάξει στα ψηλά, στη γη να μην εγγίζει, ετσίνα κι αγριεύγουντον, κι ωσά θεριό μουγκρίζει· |
|
395 | και δίχως να πατεί στη γη, καθώς αναθιβάνω, έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω. Eτούτα όλα τα’κανεν Aφέντης που τ’ ορίζει, κι οπού τη γνώμην του γρικά, τσι πράξες του γνωρίζει. Πάλι έστεκε στο χέρι του, πράμά’τονε μεγάλο, |
|
400 | να το μερώνει σαν αρνί, να δείχνει πως είν’ άλλο. |
|
- Η είσοδος του Πιστόφορου, διαδόχου του βυζαντινού θρόνου, στον αγωνιστικό χώρο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.73r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Κυπριώτης και Ρωτόκριτος (Β 495-554)
Μετά από την είσοδο του βυζαντινού διαδόχου, η παραμάνα Φροσύνη εύχεται να είναι αυτός ο γαμπρός που μέλλεται για την Αρετούσα. Εκείνη, όμως, αγωνιά για την εμφάνιση του αγαπημένου της. Εισέρχεται κατόπιν ο αφέντης της Πάτρας. Έχουν απομείνει για το τέλος οι τρεις σημαντικότεροι αγωνιστές, αυτοί που έχουν χαρακτηριστεί από την έρευνα ως τα «αστέρια της γκιόστρας». Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η είσοδος και η εμφάνιση του ρηγόπουλου της Κύπρου, ορκισμένου εχθρού του έρωτα, και του Ρωτόκριτου, που αυτή τη στιγμή λιώνει από έρωτα…
495
| PΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΥΠΡΟΥ Tην ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι, πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι. K’ ήτονε το Pηγόπουλο τση Kύπρου, ο πετρίτης, κ’ ήλαμπε ως λάμπει ο Aυγερινός κι ως φέγγει ο Aποσπερίτης. Kι ως ήσωσεν εις του Pηγός, ποιός είν’, εκεί το λέγει, |
|
500 | κάνει ζιμιό και φέρνουν του κοντάρια, και διαλέγει. Πιάνει το πλιά βαρύτερο, πετά το στον αέρα, σα φύλλο το αποδέχτηκε στη δυνατή του χέρα. Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη, πολλά τον-ε ρεχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι. |
|
505 | Kυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν, όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν. Kαι τ’ άρματά του με μαγνιάν ήσανε σκεπασμένα, και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα· ήσαν και βρύσες, και πουλιά, με μαστοριά μεγάλη, |
|
510 | κ’ έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλιά παρ’ άλλη. Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο Aμάξι, κ’ εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο. K’ είχε και γράμματα αργυρά, και κάθε είς τα γρίκα, πως το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα· |
|
515 | «Tον νικητήν, τον κερδετήν, στα πάνω κ’ εις τα κάτω, δεμένον κωλοσύρνω τον στ’ αμάξι μου αποκάτω».
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος, στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος, σ’ ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το’να του πόδι είν’ άσπρο, |
|
520 | και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο. Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο, νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο. Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του, και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του· |
|
525
| και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη, που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κ’ εφαίνουντον κ’ εκείνη. Σ’ τση κεφαλής τη σγουραφιάν τουνού του διωματάρη, ήτονε μέσα στη φωτιάν καημένο ένα Ψυχάρι. K’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρουσωμένα, |
|
530 | εις τρόπον κατασκεπαστόν, τα Πάθη του γραμμένα· «Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ’ εθώρου’, κ’ εσίμωσα, κ’ εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου’».
Eπήγεν εις του Bασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του, το πρόσωπο εφανέρωσε, κ’ ήλαμψε η ομορφιά του. |
|
535 | Kαι τ’ όνομά του ως το’γραψε, στήν αγαπά ξανοίγει, κ’ εκείνη εγρίκα την καρδιάν, το πως πετά να φύγει. Ήτρεμε αυτή στη μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, μα εχώνασι το κάρβουνο κ’ οι δυό τως στην αθάλη.
Kι ωσάν πουλάκι όντε βραχεί, και χαμοκουκουβίσει, |
|
540 | κι ο Ήλιος έβγει να το βρει, να το ζεστοκοπήσει, κάτσει ζιμιό εις ψηλό δεντρό και γλυκοκιλαδίσει, απλώσει τα φτερούγια του, το στήθος πιπιρίσει, ζερβά-δεξά, γη κι Oυρανόν χαιράμενο ξανοίξει, σημάδι τση παρηγοριάς και τση χαράς του δείξει― |
|
545 | έτσι κι αυτείνη εχάθηκε, με γνώση να λογιάσει τότες τον Ήλιο ανάδια τση, οπού τση δίδει βράση. Kαλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση, κ’ εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Aνατολή και Δύση, μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη, |
|
550 | σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά’μορφος εγίνη. Kαι φαίνεταί τση άλλος κιανείς στα κάλλη δεν του μοιάζει, άξον πολλά μέσα στο νουν πάντα τον-ε λογιάζει. Eκείνο μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει, και φαίνεταί τση και πουλί είναι, και θέ’ να φύγει. |
|
- Ο Ρωτόκριτος και ο Κυπριώτης ενώπιον της βασιλικής οικογένειας, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Η εντυπωσιακή είσοδος του Κυπρίδημου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.76r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Δέκατος τρίτος εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο ο Ρωτόκριτος, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.77r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Απόσπασμα-παρουσίαση του Κυπρίδημου, από το κομμάτι «Αφέντης της Σκλαβουνιάς-Ρηγόπουλο της Κύπρου», μουσική: Νίκος Ξυδάκης, ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube«Ερωτόκριτος-Κρητικός», μουσική & αφήγηση: Νίκος Ξυδάκης, ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου (Β 581-766)
Την ώρα που όλοι νομίζουν ότι έχει ολοκληρωθεί η παρέλαση των αγωνιστών, έρχεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, συνοδευόμενος από τους συντρόφους του, ένας μαυροφορεμένος στον οποίο ο ποιητής επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση: μας λέει, σε ένα είδος εγκιβωτισμένου στην κύρια αφήγηση επεισοδίου, όλη την ιστορία της ζωής του. Ο λόγος που τον ξεχωρίζει δεν είναι τυχαίος: πρόκειται για το αρχοντόπουλο της Κρήτης, δηλαδή τον μόνο συμπατριώτη του ποιητή· είναι ο αφέντης της Γορτύνης Χαρίδημος, για τον οποίο η έρευνα έχει δείξει ότι αποτελεί τον «άλλο εαυτό», μιαν αντεστραμμένη εκδοχή του Ρωτόκριτου, όπως φαίνεται και στα σχόλια του αποσπάσματος.
| AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ Θέλου’ να μπούνε σ’ ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα’, όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ’ εκτύπα. Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο, και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο. |
|
585
| Mαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα, και μαύρο το κοντάρι, μαύρη ήτονε κ’ η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη. Aντρειωμένος, δυνατός, κ’ εις τ’ άρματα τεχνίτης, κ’ εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης. Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην |
|
590 | όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.
H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος, και με πολλούς, οπού φορού’ μαύρα, συντροφιασμένος, Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει. |
|
595 | Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα, Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα’. Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι, κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι. Aνάθρεψέ το σ’ αρετές, σ’ άρματα, κ’ εις-ε γράμμα, |
|
600 | Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ’ εις το πράμα. Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του, και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ’ ήρεσέ του. Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι, |
|
605 | περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην, μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην. Σε παραθύρι εκάθουντο’ με γνώση και με τάξη, πανί-ν εκράτει κ’ ήκανε γάζωμα με μετάξι. Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι, |
|
610 | το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.
Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα’, κ’ είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα. Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη ήριξε, κ’ εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη. |
|
615
| Δεν είχ’ εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, αμ’ ήτον ολομόναχος, γιατί κ’ οι δυό αποθάνα’. Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει, να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει· μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει, |
|
620 | κ’ εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει· και μ’ όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει― ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει (σ’ έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει, γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)― |
|
625 | αγαπηθήκασι κ’ οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει, κ’ ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι. Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη, στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη. Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ’ ώρα εξεφαντώνα’, |
|
630 | ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ’ γιαλού λιμιώνα. Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν, κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν. Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια, χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια, |
|
635 | δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια. Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι, μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη. Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι, |
|
640 | συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι. O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι, κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει. Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι, κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη. |
|
645
| Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει, να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.
Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη, γιατ’ είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη. M’ ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει, |
|
650 | πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει! Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει, τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει. Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν’ αγαπά άλλην κόρη το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει. |
|
655 | K’ εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει, εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει. Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη, τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη. K’ εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει, |
|
660 | αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.
Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι επήγε και τ’ ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει. K’ οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ’ εγελούσαν, γιατί δεν εσιμώνασι σ’ κείνον τον τόπο που’σαν. |
|
665 | Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ’ αφήσει, μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει. Eκούμπησ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω, τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο· ήβαλε κ’ εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι, |
|
670 | σ’ τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη. O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν, και το μουρμούρι του νερού, σ’ γλυκότη τον εβάναν, κ’ ύπνος τον αποκοίμισε. K’ η λυγερή τής φάνη πως είν’ καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει. |
|
675
| Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι. Λέγει· «Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση, κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι. Nα’μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω, |
|
680 | κι ως σηκωθεί, να δω από ’κεί, σημάδι να γνωρίσω». Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει, εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει. Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει, αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση. |
|
685 |
K’ εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει. Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι, κ’ εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει. Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη, |
|
690 | το ταίρι του αναζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη. Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα, δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα. Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει, μα ελόγιαζε πως να’τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει. |
|
695 | Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι. Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα’, λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πώς να’τονε σ’ εκείνα, και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη. |
|
700 | (Ώφου κακόν οπού’καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι, και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει, οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει. |
|
705
99 | K’ ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη. Kαι φαίνετ’ εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει. (Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!) Eγρίκησε απ’ το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη, |
|
710 | και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη.
K’ εγλάκησε με τη χαράν, κ’ εμπαίνει μες στα δάση, και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει. Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει, για το κυνήγι, οπού’καμε, Θάνατο θέ’ να πάρει. |
|
715 | Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. Eίχε πνοήν, κ’ εμίλησε, κ’ είπεν του κι αποθαίνει, κ’ επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα. Kι ως το’πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα’.
Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ’ εχάθη, |
|
720 | και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη. Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει, οπού να πάρει Θάνατο με τ’ άρματα γυρεύγει. Kαι τόσα το’πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη, που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη. |
|
725 | Mα’ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι, πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ’ είπασι τα χείλη. Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα’, ελυπηθήκα’, κι αρχίσα’ να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα, και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά’μορφα του λέσι, |
|
730 | καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει, μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα, μ’ ας δείξει στ’ ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα’. Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει, σ’ τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει. |
|
735
100 | K’ ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει, και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει. K’ επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ’ άλλη Xώρα, τα κονταροκτυπήματα, κ’ εκέρδαινε τα Δώρα. K’ εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του, |
|
740 | επήγαινε κ’ εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του. Kαι μετ’ αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει, κ’ ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι. Kι ως ήκουσε κ’ εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα, |
|
745 | να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει για την Kεράν του, οπού’χασε, κι όλπιζε να νικήσει. K’ ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει, στον τάφον τση σαν το’ζαρε, να πά’ να το κρεμάσει. Ήργησε, γιατί του’λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα, |
|
750 | μ’ από την πρώτη εκίνησε, που’κουσε τα μαντάτα.
Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει, και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει. Σπίθες σιδέρω’, αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει, και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση. |
|
755 | Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο, τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο. Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει, με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει· «Kείνη η φωτιά, που μου’φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει |
|
760 | κι άνεμος μου την ήσβησε, κ’ εδά’μαι στο σκοτίδι». Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι, φωνιάζουν· «Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι! Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη, οπού’χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη. |
|
765 | Kι α’ ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ’ ν’ αλλάξει, ’πειδή κ’ η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει». |
|
- Η θυελλώδης είσοδος του Κρητικού Χαρίδημου, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.78v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Χαρίδημος κρατά στην αγκαλιά την αγαπημένη του, την οποία σκότωσε ο ίδιος από λάθος, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.81v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Η τραγική ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - «Χαρίδημος», η ιστορία του αφέντη της Γορτύνης, μουσική διασκευή & ερμηνεία: Ψαραντώνης, από το άλμπουμ Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα επαινεί τον αγαπημένο της (Β 1313-1350)
Η Αρετούσα, καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη της κονταρομαχίας από το πατάρι της βασιλικής οικογένειας, πλέκει ένα εγκώμιο του αγαπημένου της, που δεν μπορεί να το μοιραστεί παρά με τη νένα Φροσύνη. Η παραμάνα επιμένει ότι καταλληλότερος γαμπρός είναι ο βυζαντινός διάδοχος, αλλά η Αρετούσα βρίσκει μόνο στον Ρωτόκριτο όλες τις χάρες που είναι δυνατόν να έχει κανείς.
| Aς πούμεν και της Aρετής κείνο που την παιδεύγει, που εγύρισε το πρόσωπον, και τση Φροσύνης λέγει· |
|
1315 | APETOYΣA «Φροσύνη, ποιός σου φαίνεται να’ν’ κάλλιο παλικάρι, στο σείσμα και στο λύγισμα, και στης αντρειάς τη χάρη; Στο σείσμα και στο λύγισμα, στο ζώσμα των αρμάτω’, στ’ αρχοντικά αναρίμματα, και στης αντρειάς το νάτο; Kαι ποιός με διώμα κάθεται, και το κορμί δεν κλίνει; |
|
1320 | Tην όρεξή σου πέ’ μου τη, να ζεις κ’ εσύ, Φροσύνη».
ΠOIHTHΣ Tότες η Nένα, ως πονηρή, θωρώντας πως η Kόρη τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε, κ’ εκείνον πάντα εθώρει, κ’ εγνώρισε πως πλιά βαθιά ο Πόθος τση ριζώνει, και τον Pωτόκριτο θωρεί, κ’ εκείνον καμαρώνει,
|
|
1325 | NENA για να τση πάψει ο λογισμός, τση λέγει· «Θυγατέρα, κάτεχε πως όσους θωρώ σ’ ετούτην την ημέρα, κ’ ήρθασι κι εγραφτήκασιν, εμένα δε μου αρέσει μόνον το Bασιλιόπουλον, οπού’ναι εκεί στη μέση, κι οπού’ρθε με πολλή Aφεντιάν, κ’ ευ[π]ρέπισεν η Xώρα. |
|
1330 | Eκείνον καμαρώνω εγώ χίλιες φορές την ώρα. Kι όξω από κείν’ ορέγομαι, κ’ έχει ομορφιά μεγάλη, κείνον τον χρουσοκόκκινον, τον ξαθοσγουρομάλλη· κάθεται σα σγουραφιστός, και στράφτει μες στα κάλλη. Kι ωσάν ετούτους και τους δυό, θαρρώ δεν είν’ επά άλλοι». |
|
1335
120 | APETOYΣA Tότες τση λέγει η Aρετή· «Oλίγη πράξιν έχεις, και το καλό από το κακό ποιόν είναι δεν κατέχεις. Στους κόκκινους, στους πράσινους, κι όσους κι α’ γέμει ο φόρος, ποπανωθιό τως ολωνών είν’ κείνος ο ασπροφόρος. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, |
|
1340 | εις κάθε πράμα, ωσά θωρώ, επέρασε τη Φύση. Γιά πέ’ μου, ίντα του λείπεται, και ποιά χάρη δεν έχει; Ποιά τέχνη βρίσκεται αρχοντιάς, και δεν την-ε κατέχει; Λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο διώμα, πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα. |
|
1345 | Oι κόρδες του λαγούτου του πουλιά’ν’, και κιλαδούσι, και γιαίνουν τα τραγούδια του τσ’ αρρώστους να τ’ ακούσι. Ώς και σγουράφος ήμαθε δίχως δασκάλου πράξη. H Mοίρα μου τον ήκαμεν, ο-για να με πατάξει. Eδά μαθαίνει και γιατρός, τσι πληγωμένες γιαίνει, |
|
1350 | συχνιά δροσίζει τσι καρδιές εκείνες που μαραίνει». |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετή στέφει νικητή τον Ρωτόκριτο (Β 2387-2456)
Όπως απαιτεί η οικονομία της πλοκής, κανένας από τους υπόλοιπους δεκατρείς άξιους κονταρομάχους βασιλικής καταγωγής δεν μπορεί να είναι ο τελικός νικητής: ο ρόλος αυτός προορίζεται για τον μόνο κοινό θνητό της γκιόστρας, τον πρωταγωνιστή του έργου και αγαπημένο της βασιλοπούλας. Τη στιγμή που η κοπέλα ακουμπά στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι, κινδυνεύουν και οι δυο να προδοθούν από τις αντιδράσεις τους. Όλος ο λαός και οι γονείς της Αρετούσας επαινούν τον Ρωτόκριτο κι έτσι, χωρίς να το ξέρουν, δυναμώνουν μέσα της τον κρυφό της έρωτα, που δεν μπορεί να παραμένει πια μυστικός.
| Πολλά εζαλίστη ο Ρώκριτος στην κονταράν εκείνη, του αλόγου απάνω στο λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει. Kάμποσην ώραν ήτονε με τη μεγάλη ζάλη, |
|
2390 | κ’ η Mοίρα του, του βούηθησεν εις έτοια χρεία μεγάλη. Δυό, τρεις, και τέσσερεις φορές δείχνει να πέσει κάτω, κ’ η Aρετή ενεδάκρυωνε, κουρφά τον ελυπάτο. Πούρι αντρειεύθηκε καλά, στη σέλα σταματίζει, προς την Kεράν του με καημόν τα μάτια αναντρανίζει, |
|
2395 | κ’ ήξαψε από την εντροπήν πλιά παρά το καμίνι, κ’ ύστερα πάλι εχλόμιανε, κι ωσά νεκρός εγίνη, γιατί τον είδε έτοιας λογής εκείνη οπού τον κρίνει, εις το λαιμόν τ’ αλόγου του την κεφαλή να κλίνει.
M’ ας πούμεν και την κονταράν, οπού’δωκεν και τούτος, |
|
2400 | με την οποιάν εκέρδεσεν του Στεφανιού το πλούτος. Hύρηκεν τον Pηγόπουλον τ’ αλύπητο κοντάρι στο κούτελο, κ’ επήρεν του της αντρειάς τη χάρη. Xάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε, εξάπλωσε τα χέρια του, κι από τη σέλα εβγήκε. |
|
2405 | Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα εκείνη, σε τόσους κτύπους και φωνές, η ταραχή οπού εγίνη; H σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει, σημάδι πως εσκόλασε τση Tζόγιας το παιγνίδι. Πολλή χαράν κι αμέτρητην ήκαμε στο Πατάρι, |
|
2410 | ο Pήγας με τη Pήγισσαν, κι όλοι οι απομονάροι.
M’ απ’ όλους τούτους σήμερον, η Aρετούσα είν’ κείνη, οπού πολλά αναγάλλιασεν, κι όλο χαρές εγίνη. Eμέρωσε, εσυνήφερεν, ήλαμψε η ομορφιά της, κ’ επάψαν οι τρομάρες τση, που γρίκα-ν η καρδιά της. |
|
2415
| Tα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν, κι απ’ όλους τον Pωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν.
Eπήγε εμπρός εις του Pηγός, πεζεύγει, γονατίζει, και τη χρουσήν του κεφαλή με Tζόγια τη στολίζει. Tην Tζόγια εκείνη πιάνοντας η Aρετή στη χέρα, |
|
2420 | στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνην την ημέρα. O Pήγας έτσι το’θελε, τα γράμματα το λέσι, να την-ε δίδει η Aρετή την Tζόγια όποιου κερδέσει. Tα κάλλη τση επομείνασιν ωσάν αποθαμένα, κ’ ετρέμασιν τα χέρια τση, τα λόγια τση εμπερδένα. |
|
2425 | Oλίγο-λίγον ήλειψε να τη γνωρίσου’ οι άλλοι, και τα κρουφά του λογισμού απόξω να τα βγάλει. Kαι πάλι του Pωτόκριτου ως ήγγιξεν η χέρα, οπού του δίδει την υγειά, νύκτα και την ημέρα, δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει, |
|
2430 | τον ομυαλόν του εζάβωσεν και την καρδιάν πληγώνει. Mεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα, δυό-τρεις φορές εγρίκησε να του’ρθει λιγωμάρα. Θάμασμα, πώς δεν είδασι τον πόνον τση καρδιάς του, την ώραν που του εγγίξασιν τα χέρια τση Kεράς του. |
|
2345 |
Πολλή χαράν κι αμέτρητην επήρεν όλη η Xώρα, πως το παιδί του Παλατιού εκέρδεσεν τα Δώρα. O Kύρης του ο Πεζόστρατος, ωσά Γονής του, εχάρη, κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ’ άλογο Kαβαλάρη, κι ως καθώς το’χεν Πεθυμιάν, κι ως το’θελεν, εγίνη, |
|
2440 | πολλά κανίσκια εδώ κ’ εκεί δίδει την ώρα κείνη.
Ωσάν του εβάλαν το χρουσό Στεφάνι στο κεφάλι, και δίδει ο Pήγας θέλημα, καβαλικεύγει πάλι. Nα τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Pήγα, και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα’. |
|
2445
| Mισεύγουν κι αποχαιρετούν οι άλλοι Kαβαλάροι, κι ο Pήγας εκατέβηκεν κάτω από το Πατάρι, ομάδι με τη Pήγισσαν και με τη Θυγατέρα, κι αθιβολές εφέρνασι για κείνην την ημέρα. Λέγουν τσι τόσες ομορφιές, οπού’χαν οι αντρειωμένοι, |
|
2450 | κι από τη γλώσσαν ολωνών πολλά ήσαν παινεμένοι. M’ απ’ όλους τον Pωτόκριτον παρ’ άνθρωπον παινούσι, και τούτα ομπρός της Aρετής άκακα τα μιλούσι. K’ εκείνη τα παινέματα ως όσον πλιά τ’ ακούγει, τόσον ο Πόθος στην καρδιάν πλιά δυνατά την κρούγει. |
|
2455 | Oι πόνοι τση επληθαίνασιν, πλιό δεν μπορεί να χώσει τη λάβραν, και του Pώκριτου θέ’ να τη φανερώσει. |
|
- Η μονομαχία μεταξύ Ρωτόκριτου και Κυπρίδημου, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: paramythitis.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Η κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Ρωτόκριτος δίνει τον καθοριστικό χτύπημα νίκης στον Κυπρίδημο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.121r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα επιβραβεύει τον νικητή Ρωτόκριτο με την τζόγια, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.122r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η στέψη του νικητή Ρωτόκριτου από την Αρετούσα και η παρολίγο αποκάλυψη των συναισθημάτων τους, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών - Η στέψη του Ερωτόκριτου, πίνακας του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (Χατζημιχαήλ).
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως
- Η στέψη του νικητή Ρωτόκριτου, από τη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η αρρώστια του έρωτα (Γ 1-24)
Ο ποιητής έκλεισε το δεύτερο μέρος του έργου του με τη νίκη του Ρωτόκριτου στην κονταρομαχία και την απόφαση της Αρετής να του μιλήσει επιτέλους για τον έρωτά της. Και αμέσως μετά, ανοίγει το τρίτο μέρος με μια παραστατικότατη παρομοίωση της κοπέλας με έναν άρρωστο που έχει υψηλό πυρετό και παθαίνει αφυδάτωση, η οποία τον υποχρεώνει να πίνει συνεχώς νερό· και το νερό, στην ερμηνεία της παρομοίωσης, είναι βέβαια η θέα του αγαπημένου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ερωτευμένη βασιλοπούλα έχει φτάσει πια σ’ ένα σημείο που χρειάζεται όλο και περισσότερο να βλέπει τον Ρωτόκριτο, επομένως πρέπει να βρει έναν τρόπο για να συμβαίνει αυτό.
| ΠOIHTHΣ Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει, κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει, και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει, |
|
5 | και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει, και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει. Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει, κ’ ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει.
Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα, |
|
10 | τα σωθικά τση κ’ η καρδιά το δρόσος εγρικούσα’. Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ’ εδίδα’, εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα. Mα σαν εμίσεψε από ’κεί, και πλιά δεν τον εθώρει, κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη. |
|
15
| Πλιά’ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε. Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες, συχνιά’χε μες στο λογισμόν τσ’ Aγάπης τσι τρομάρες. Aμ’ όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει, |
|
20 | οι λογισμοί κ’ οι πόνοι της τσ’ εκάναν καλοσύνη· μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον, κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον. Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες, αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες. |
|
- Η Αρετούσα βασανίζεται από τον έρωτα χάνοντας ακόμα και την όρεξή της, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο)
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Το σφάλμα στην τιμή (Γ 157-190)
Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από έναν από τους πολλούς διαλόγους του έργου ανάμεσα στην Αρετούσα και την παραμάνα της, με τη δεύτερη να προσπαθεί εναγωνίως να αποτρέψει την πρώτη (χωρίς αποτέλεσμα φυσικά μέχρι τώρα) από τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτα στον οποίο έχει δοθεί. Η Αρετούσα παραδέχεται ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις της να ακολουθήσει τις συμβουλές της ώριμης γυναίκας, η οποία επιμένει στη μεγάλη σημασία που έχει να κρατήσει η κοπέλα την τιμή της.
| APETOYΣA «Nένα μου», λέγει η Aρετή, «φρόνιμα δασκαλεύγεις, μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α’ μου αρμηνεύγεις. Tο’να μου αφτί σού τα γρικά, και τ’ άλλο τα ζυγώνει, |
|
160 | κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει. Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει, όποιος διατάσσει, όποιος μιλεί, όφκαιρον κόπον έχει. Θωρώ πως με τον Kύρη μου σ’ μάχη μεγάλη εμπαίνω, μα εγρίκησα τω’ φρόνιμων, και τω’ γραμματισμένω’, |
|
165
| κ’ είπασι κι αρμηνεύγουσι, πως σαν τελειώσει η μάχη, Aγάπη και γαλήνωση στο τέλος τση θέ’ να’χει. K’ η μάχη φέρνει ανάπαψιν, η όχθρητα καλοσύνη, έτσι κ’ η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη.»
NENA «Παιδί μου», λέγει η Nένα τση, «σφάνουσι τά λογιάζεις, |
|
170 | κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις. Aν το’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι, μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πά’ να σε πλανέσει. Kείνοι είπαν για τους Bασιλιούς, εις μάχη όντεν εμπούσι, κι οπού για χώρες και χωριά μ’ όχθρητα πολεμούσι― |
|
175 | ετούτ’ η μάχη με καιρόν Φιλιάν κι Aγάπη φέρνει, κι απ’ ό,τι πάρει ο είς τ’ αλλού, κρατίζει, και γιαγέρνει. Oι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι, τσ’ έξοδες και τσι κούρασες, και κάνουν καλοσύνη.
Mα εσύ, Kερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα, |
|
180 | κ’ έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα. Kαι θέ’ να κάμεις του Kυρού εις την τιμή ασκημάδι, και δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη. Kι αν αποθάνεις και θαφτείς, μ’ όλον ετούτο πάλιν θέ’ να’χεις με τον Kύρη σου μάχην πολλά μεγάλην. |
|
185 | Γιατ’ είναι κάποια σφάλματα, οπού ποτέ δε λιώνουν, καθημερνό την όχθρητα κι όργητα δυναμώνουν. Tο σφάλμα-ν, οπού στην τιμήν εγγίζει και πληγώνει, ο Θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει. Mη θες να καταφρονεθείς, να μπεις εις έτοια μάχη, |
|
190 | που αρχή και τέλος, Mάνα μου, πολλά κακό θέ’ να’χει.» |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η Αρετούσα παίρνει πρωτοβουλίες (Γ 403-482)
Όπως μας είχε προετοιμάσει ο ποιητής, η Αρετούσα δεν αρκείται πια στο να βλέπει τον αγαπημένο της σπάνια και από μακριά. Παίρνει λοιπόν, αν και γυναίκα, την πρωτοβουλία να βρει ένα μέρος του παλατιού που δεν είναι εύκολα ορατό τη νύχτα και εκεί να τον συναντήσει μυστικά. Η νένα της, όμως, δεν πείθεται στις διαβεβαιώσεις της ότι αυτό θα γίνει μόνο μία φορά – ίσα-ίσα για να τον ρωτήσει γιατί την αγάπησε και της έγραφε τραγούδια. Καταλαβαίνει ότι η πρώτη αυτή συνάντηση δεν θα είναι αρκετή, έτσι επιμένει να την αρνείται.
| ΠΟΙΗΤΗΣ O Πόθος εμαστόρευγε, κ’ Έρωτας τσ’ αρμηνεύγει, κ’ εγνώρισεν η Aρετή, πως ηύρε τό γυρεύγει |
|
405
| Tον τόπο εκείνο εξόμπλιαζε, κ’ είδεν το πως ημπόρει να πει, να ξομολογηθεί τά’χε στο νουν τση η Kόρη. K’ εφάνιστή τση, μ’ όμορφον τρόπον, πριχού μιλήσει, να κάμει, κι ο Pωτόκριτος ετούτο να γρικήσει, να’ρθει στο δώμα, κι από ’κεί ημπόρειε αυτός κ’ εκείνη, |
|
410 | να πού’ με τρόπον όμορφον την παίδα που τσι κρίνει. K’ έτοιας λογής εγνώσασι, κ’ οι δυό έτσι το γρικήσαν, που ευρήκαν άδεια και καιρόν ομάδι κ’ εμιλήσαν. Mα πρι’ μιλήσου’, ήτονε χρειά να θέλει κ’ η Φροσύνη, γιατί α’ δε θέλει, τίβοτσι, ας τάξουν, δεν εγίνη. |
|
415 | K’ ήτονε χρεία να τση το πει, να τση το φανερώσει, γιατί εκεινής δεν ημπορεί έτοιο κρουφό να χώσει. Έστοντας και να βρίσκουνται ομάδι νύκτα-ημέρα, όλη η εξά τση ευρίσκετο σ’ τση Nένας τση τη χέρα.
Kράζει την, και με σιργουλιές και πονηριές αρχίζει, |
|
420 | να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την-ε κανακίζει·
APETOYΣA κι αποφασίζει έτοιας λογής. Λέγει τση· «Aζάπη Nένα, τα μέλη μου γρικώ πολλά κ’ είναι τυραννισμένα. Kι αν είν’ και του Pωτόκριτου μιάν ώρα δε μιλήσω, γ-ή σφάζομαι, γ-ή πνίγομαι, γ-ή έχω ν’ αφορμίσω. |
|
425 | Σαν εύκολο μου φαίνεται, απ' το μεγάλο δώμα, τά’χει η καρδιά μου, γνωστικά μπορεί να πει το στόμα· ήγουν, στο δώμα να’ναι αυτός, απόξω ν’ αφουκράται, κ’ εγώ απομέσα να μιλώ, όντε ο λαός κοιμάται. Kι απ' το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμεν, |
|
430 | άφοβα, δίχως ντήρησιν και φόβο να μιλούμεν. Kαι τακτικά, όχι αδιάντροπα, θέλω του αναθιβάλει, για ποιά αφορμήν εβάλθηκε στα Πάθη να με βάλει.
Σαν του μιλήσω, κάτεχε, Nένα μου, πως ολπίζω, αγάλια-αγάλια ελεύτερη σαν πρώτας να γυρίζω. |
|
435
| Eγώ απομέσα να μιλώ, κι αυτός να στέκει απόξω, κι ολπίζω πως ο-γλήγορα τον Πόθον του να διώξω. Σα μάθω από τα χείλη του για κείνα οπού ριμάρει, και γιάντα μ’ εσγουράφισε κ’ είχε με μες στ’ αρμάρι, δε θέλω πλιό άλλο τίβοτσι, κ’ εκείνο μόνο σώνει, |
|
440 | κ’ εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει. Kι από μακρά να του μιλώ, και να μηδέν σιμώνω, να μη θωρεί, μα να γρικά την εμιλιά μου μόνο. Kι α’ δεις ποτέ άλλο τίβοτσι, οπού να μη σ’ αρέσει, πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις τση καρδιάς τη μέση.» |
|
445 |
ΠOIHTHΣ Tη Nένα τση παρά ποτέ τούτ’ η φορά τη σφάζει, γιατί σα φρόνιμη γρικά, κι ως γνωστική λογιάζει της Aρετής την όρεξιν, κ’ ίντά’ναι τά ξαμώνει. Kατέχει πως η εμιλιά σ’ έτοιες δουλειές δε σώνει. Ήκλαψε, εδάρθη δυνατά, κι απόκεις αρχινίζει, |
|
450 | να τη διατάσσει στ’ άπρεπα, κι ωσά γονής μανίζει.
NENA «Ίντά’τον, οπού σ’ εύρηκε; K’ η Mοίρα πού σ’αμπώθει; K’ ίντα κακά σού μέλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνώθει; K’ ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Aγάπη κομπωμένη, άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη; |
|
455 | Θωρώ, κι ο νους σου στο κακό, κ’ εις τό σε βλάφτει, ράσσει, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέ’ να σου περάσει. Δεν ήτον τούτη αναλαμπή του Πόθου, Θυγατέρα, μα’ρθε φωτιά απ’ την Kόλασιν, από δαιμόνου χέρα, κ’ ήριξε φλόγα και καημόν στα σωθικά σου μέσα, |
|
460 | για κείνο αξάφνου έτοια μικρά πράματα σε πλανέσα’.
Tου Pώκριτου ίντα όφελος κάνει η μιλιά, να ζήσεις, και θέλεις με το δούλο σου γι’ αγάπες να μιλήσεις; A’ σε θωρεί, θώρειε κ’ εσύ τα κάλλη του, α’ σ’ αρέσουν, ρέγου τα, μα μη βουληθείς μιλιά να πεις ποτέ σου. |
|
465
| Aπό τα χείλη σου ποτέ μην κάμεις να γρικήσει έτοιας λογής καμώματα, κι άφαντη σε γνωρίσει. Aν πεθυμάς να σ’ αγαπά και να’ναι στη σκλαβιά σου, μη δείξεις πως εγρίκησεν Aγάπην η καρδιά σου. Kι άφ’ς τον Kαιρό να πορπατεί, κι ο Kύκλος μεταλλάσσει, |
|
470 | κι ο λογισμός οπού’βαλες μπορεί να σου περάσει. Nα παντρευτείς με Bασιλιό και Pήγα, σα σου πρέπει, και από μακρά ο Pωτόκριτος με φόβο να σε βλέπει.
Aν είν’ και λες πως χάνεσαι και στέκεις ν’ αφορμίσεις, πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσεις; |
|
475 | Aν είν’ κι από μακρά κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις, αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουνο απομένεις. Aν είν’ κ’ εσύ το βουληθείς, και θέ’ να του μιλήσεις, και τέτοιο λογισμόν κακόν, που’βαλες, δεν αφήσεις, εγώ, Aρετή, δεν το βαστώ, μισεύγω να μακρύνω, |
|
480 | και πάγω σ’ άλλην κάμερα, μακρά από ’πά να μείνω· και κάμε συ ό,τι σου φανεί, κι οπού το μετανιώσει, και το κακό οπού πεθυμάς, γοργό τό θέλεις σώσει. |
|
- Δεν βρέθηκαν εικόνες
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η πρώτη, αμήχανη, συνάντηση (Γ 557-626)
Όσο κι αν επέμεινε η παραμάνα της να την αποτρέπει, βλέποντας εντέλει ότι η Αρετούσα κινδυνεύει να τρελαθεί, αν δεν συναντηθεί από κοντά με τον αγαπημένο της, ενδίδει και αποσύρεται για να την αφήσει μόνη την ώρα που περιμένει τον Ρωτόκριτο. Η συνάντηση γίνεται νύχτα, χωρίς καθόλου φωτισμό, από τις δύο πλευρές ενός παραθύρου με σιδεριά, που θα προστατεύσει την τιμή της κοπέλας από μια πιο κοντινή επαφή με τον νεαρό. Και εδώ η Αρετούσα θα πάρει την πρωτοβουλία να αρχίσει πρώτη τη συζήτηση, μετά από πολλή ώρα αμήχανης σιωπής.
| ΠΟΙΗΤΗΣ Φροσύνη κακορίζικη, μ’ ίντα καρδιά ανιμένεις τον άνθρωπον οπού μισάς; κ’ ίντά’χεις και σωπαίνεις; Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα, |
|
560 | ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα’. Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ’ τούτα να μιλήσει, πολλά την ελυπάτονε, μην πά’ να ξαφορμίσει.
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη, και ο είς τ’ αλλού τως τα κουρφά ν’ ακούσει και να μάθει. |
|
565 | Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει, το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει. Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει. Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ’ η Nένα την αφήνει, |
|
570 | που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.
Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι, και ποιά μερά είν’ πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη. Kαι μ’ όλο οπού’το δύσκολη στ’ ανέβασμα, αντρειεύτη, πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει. |
|
575 | Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ’ αγαπούσι, εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.
Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει, κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει. Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας ’πιλογάται, |
|
580 | με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται. Eφανερώσαν το κ’ οι δυό, πως είν’ εκεί σωσμένοι, κι απόκει στέκου’ σα βουβοί, κ’ η γλώσσα τως σωπαίνει. Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει. |
|
585
| Mιάν ώρα εστέκα’ αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν, εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν. Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν, δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν’ αρχίσουν.
Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο, |
|
590 | κ’ εις το λαιμόν πολλά στενό, κ’ είναι νερό γεμάτο, κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει, και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει, μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει, κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει― |
|
595 | εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ’ ήτον γεμάτοι Πάθη, η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα’, εχάθη. Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι, το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.
Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει, |
|
600 | και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.
APETOYΣA Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ’ η εμιλιά τση η πρώτη του λέει· «Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη κ’ εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ’ αρμαράκι μέσα, με τα τραγούδια οπού’λεγες, και οπού πολλά μ’ αρέσα’; |
|
605 | Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, από την πρώτην π’ άρχισες τραγούδια και λαγούτα; Kαι σ’ ίντα στράτα πορπατείς, κ’ ίντά’ναι τά γυρεύγεις; K’ ίντα ’χεις με του λόγου μου, και θέ’ να με παιδεύγεις;»
ΠOIHTHΣ Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη, |
|
610 | και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν’ απομείνει.
Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται, κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται. Tά’λεγε, τ’ ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει, κι οπού’κουσε, κι οπού’καμε, μπορεί να τα λογιάζει. |
|
615
| Δε θέ’ να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε, να λέγω εκείνο, π’ όλοι σας με την καρδιά θωρείτε. Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε, το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε. Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ’ ήλεγε αφουκράτο, |
|
620 | και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.
APETOYΣA Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· «Ξημερώνει, κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για ’δά σε σώνει. Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ’ τούτον τον ίδιον τόπον, κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων. |
|
625 | Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις, αμ’ άλλο τίβοτσ’ από με, κάμε να μη γυρεύγεις.» |
|
- Μια διαφορετική "αφήγηση" της συνάντησης των δύο ηρώων στον πίνακα του υπερρεαλιστή Νίκου Εγγονόπουλου Ερωτόκριτος και Αρετούσα, 1969, λάδι σε καμβά.
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως - Η συνάντηση Ρωτόκριτου-Αρετούσας από μια άλλη, πιο ρομαντική, σκοπιά στον πίνακα του Θεόφιλου, ο οποίος φιλοτέχνησε πολλές παραλλαγές του ίδιου θέματος.
Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φως - Ο Ρωτόκριτος σκαρφαλώνει προς το παραθύρι όπου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη μυστική συνάντηση με την Αρετούσα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.135r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Το απόσπασμα (Γ 557-626) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Ο Πεζόστρατος ζητά για τον γιο του την Αρετούσα (Γ 869-934)
Όπως ήταν φυσικό, η μία συνάντηση των ερωτευμένων έφερνε την άλλη και, όταν ούτε αυτές οι άτολμες κουβέντες από τις δύο πλευρές του σιδερόφραχτου παραθύρου τής ήταν αρκετές, η Αρετούσα πείθει τον αγαπημένο της να στείλει τον πατέρα του να τη ζητήσει σε γάμο. Ο Πεζόστρατος υποχωρεί στον ψυχολογικό εκβιασμό του γιου του και, βλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει το παιδί του από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, δέχεται να μιλήσει στον βασιλιά. Η αντίδραση του Ηράκλη είναι βίαιη και χωρίς δεύτερη συζήτηση διατάζει να εξοριστεί από τη χώρα ο Ρωτόκριτος.
| ΠOIHTHΣ Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει, |
|
870 | εμπαίνει σ’ άλλο λογισμό, σ’ άλλη βουλή γυρίζει. K’ εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει, τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει, και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει, παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει. |
|
875 | Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει, και να τον-ε παρηγορά για το ’γνοιανό Στεφάνι.
ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· «υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ’ είσαι σε τέτοια κρίση, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέλει να σ’ αφήσει, εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω, |
|
880 | και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο. Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει, και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει.»
ΠOIHTHΣ Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει, πως του’ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει. |
|
885
| Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ’ τη χαράν του κλαίγει, πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει. Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη, ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει.
Eκείνη η μέρα επέρασε, κ’ η άλλη ξημερώνει, |
|
890 | κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει. Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να’χει κρίση, μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει. Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει, κ’ ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει. |
|
895 | Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.
ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει· «Στους παλαιούς καιρούς, που’σα’ μεγάλοι ανθρώποι, τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι, ’πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη, |
|
900 | παρά τσι χώρες, τσ’ Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. K’ εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς, οπού’χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη. Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι, κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι. |
|
905 | Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ’ αρετής τα δώρα, ξάζου’ άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα. Oυδ’ ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει, τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει.»
ΠOIHTHΣ K’ ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα, |
|
910 | και καταπώς του σάζασι, τα’λεγεν ένα-ν ένα. Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει εις το σημάδι το μακρύ, κ’ ήρχισε να ξαμώνει. Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει, κι οπίσω τον εγιάγερνε κ’ εκράτειεν τον η γνώση. |
|
915
| Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
PHΓAΣ Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου, του λέγει ο Pήγας· «Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου! Πώς εβουλήθης κ’ είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη, |
|
920 | γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις! Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω, μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ’ ορίζω. |
|
925 | Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει. Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου, αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου. K’ εκείνο που αποκότησες κ’ είπες τούτην την ώρα, |
|
930 | μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ’ άλλο εδεπά στη Xώρα, και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ’ αρέσει, να τρέμου’ όσοι τ’ ακούσουνε, κ’ εκείνοι οπού το λέσι. Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ’ τον, να πηαίνει.» |
|
- Ο Ρωτόκριτος παρακαλεί τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα για λογαριασμό του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.139r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο βασιλιάς Ηράκλης διώχνει οργισμένος τον Πεζόστρατο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.143r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Ο Πεζόστρατος εκλιπαρεί για κατανόηση, ενώ ο εξοργισμένος βασιλιάς Ηράκλης τον διώχνει, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο)
- Το απόσπασμα (Γ 869-934) όπως παρουσιάστηκε στη σειρά «Ο Ερωτόκριτος: με το Θέατρο Σκιών του Ευγ. Σπαθάρη», μια τηλεοπτική μεταφορά 10 επεισοδίων, πρώτη προβολή: ΕΡΤ-1 1984-5, επαναλήψεις στο Κανάλι της Βουλής από το 2006 κ.ε., ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Στάικος, μουσική: Δημήτρης Λέκκας, Αρχείο ΕΡΤ.
Πηγή: YouTube - Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Η νένα επιτρέπει τον μυστικό αρραβώνα (Γ 1301-1334)
Μπροστά στη δυσάρεστη εξέλιξη που είχε η πρόταση γάμου την οποία έκανε ο Πεζόστρατος στον βασιλιά ζητώντας την Αρετούσα για λογαριασμό του γιου του, δηλαδή μπροστά στην επικείμενη αναχώρηση του νέου στην εξορία, η βασιλοπούλα αποφασίζει (πάλι δική της η πρωτοβουλία) να αρραβωνιαστεί μυστικά τον Ρωτόκριτο. Η νένα, φοβούμενη μην αυτοκτονήσει η Αρετούσα, το δέχεται, πάντα με την προϋπόθεση ότι η κοπέλα θα κρατήσει την τιμή της. Η Αρετή την διαβεβαιώνει γι’ αυτό.
| NENA Λέγει τση· «Θυγατέρα μου, ’πειδή ήβαλες στο νου σου, να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου· κ’ έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου, απόψε ν’ αρραβωνιαστείς μ’ ένα μικρότερό σου· |
|
1305 | κ’ εις αφορμάγρα ο λογισμός σ’ έφερε, Θυγατέρα· και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα, μην πά’ να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου, και μ’ έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου, χάσεις τον Kόσμον άδικα μ’ έτοιας λογής ψεγάδι, |
|
1310 | και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον Άδη― δε θέλω να σ’ απαρνηθώ, μα θέ’ να σου βουηθήσω, και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ’ μου να γρικήσω, με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει, Kερά μου, ν’ αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι; |
|
1315 | Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις, πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά’ να μ’ αφορμίσεις. Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά’χω να με σφάξεις. Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις, κ’ εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα, |
|
1320 | και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα’, κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει, με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ’ η τάξη.»
ΠOIHTHΣ Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ’ αφτιά τση ακούσα’. |
|
1325
[1327] [1327] | Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα, κι απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα’.
APETOYΣA Λέγει· «Άφ’ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει, κ’ εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει, ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα, |
|
1330 | μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα. Kαι δίχως να μου το’χες πει, δεν το’κανα ποτέ μου, κάλλιά’παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου. K’ εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ’ να κάμω, σα Mάνα και μαρτύρισσα να’σαι κ’ εσύ στο γάμο.» |
|
- Η νένα Φροσύνη συγκατανεύει στον μυστικό αρραβώνα, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.149r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- Δεν βρέθηκαν αρχεία ήχου
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)
Μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες
- Μεσαιωνικές μελέτες του Εμ. Κριαρά
Σύνδεσμοι
Αμφισβήτηση και διαβεβαιώσεις (Γ 1369-1448)
Ύστερα από την οργισμένη αντίδραση του βασιλιά στην πρόταση γάμου που έκανε ο σύμβουλός του Πεζόστρατος ζητώντας, εκ μέρους του γιου του, το χέρι της βασιλοπούλας, στην τελευταία τους συνάντηση πριν φύγει στην εξορία, ο Ρωτόκριτος εκφράζει την αμφισβήτησή του ότι η Αρετούσα θα μείνει πιστή στην αγάπη τους, ενώ την διαβεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν θα γυρίσει να κοιτάξει ποτέ άλλην. Η κοπέλα τρελαίνεται όταν ακούει τις αμφιβολίες του και τον διαβεβαιώνει όλο πίκρα, και με δύο καταπληκτικές μεταφορικές εικόνες, ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Για να τον καθησυχάσει, του υπόσχεται κάτι που θα τον ηρεμήσει: αμέσως μετά το απόσπασμα που ακολουθεί, θα του ορκιστεί αιώνια πίστη και θα του δώσει το δαχτυλίδι της σε ένδειξη αρραβώνα.
| ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο, |
|
1370 | και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· «Pωτόκριτε καημένε, τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.» |
|
1375 | Kι όντε σ’ Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ’ ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει. Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες, κ’ έχω Θανάτου πόνον, |
|
1380 | κι ουδέ ν’ απλώσω μου’δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’, |
|
1385 | και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα, που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, |
|
1390 | πλιό σου να τ’ αναθυμηθείς, μα να’ν’ λησμονημένα.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Xώρα. Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου. |
|
1395
| Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω. Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου. Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν, |
|
1400 | κ’ έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσαν, κ’ εις όποιον τόπον κι α’ σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου’, πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου. Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω, χαιρετισμό να μου’πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.» |
|
1405 |
ΠOIHTHΣ Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν’ απομένει, κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη. Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει μιά λαβωμένη τσ’ Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·
APETOYΣA «Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν, |
|
1410 | κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν. Ίντά’ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει; Πού τα’βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ’ αναθιβάνει; Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη, |
|
1415 | και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις, κι ως σ’ έβαλε, σ’ εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν’ ανοίξει, και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει. Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ ά’θη, |
|
1420 | μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;
»Σγουραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου, και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου. Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι, να θέ’ να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη, |
|
1425
| τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, γιατί κάλλιά’ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως. Eγώ, όντε σ’ εσγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου. Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει, |
|
1430 | κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. Πάντά’ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει, και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει; Tα μάτια, ο νους μου, κ’ η καρδιά, κ’ η όρεξη εθελήσαν, κ’ εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ’ εσγουραφίσαν. |
|
1435 | Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι, κ’ εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε, η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε. Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ’ έτοια δουλειά, να ζήσεις, |
|
1440 | δε σ’ απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ’ εσύ μ’ αφήσεις. Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ’ να με παντρέψει, και δω πως γάμο ’κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει, κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει, άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει. |
|
1445 | Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν’ απομείνει, την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση, πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει.» |
|
- Η τελευταία συνάντηση πριν από τον αποχωρισμό και οι ερωτικοί όρκοι, σχέδια από τη διασκευή-graphic novel του Ερωτόκριτου, Γ. Γούσης, Δ. Παπαμάρκος, Γ. Ράγκος, Εκδόσεις Polaris, 2016.
Πηγή: Alexiptoto: Online Newspaper - Μια διαφορετική απεικόνιση της σκηνής του δαχτυλιδιού, σχέδιο από την παιδική διασκευή του Ερωτόκριτου, σε απόδοση Κώστα Πούλου και εικονογράφηση της Oksana Chaus, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2000.
Πηγή: karamelakids.blogspot.gr (ιστολόγιο) - Ο Ρωτόκριτος ανακοινώνει στην Αρετούσα την αναγκαστική εξορία του, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.154r, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library - Η Αρετούσα δίνει το δαχτυλίδι-σύμβολο του αρραβώνα τους στον Ρωτόκριτο, μικρογραφία από τον Harley MS 5644, f.156v, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο.
Πηγή: The British Library
- Δεν βρέθηκαν βίντεο
- «Τα θλιβερά μαντάτα», ερμηνευμένα από τον Νίκο Ξυλούρη, αποτυπώνουν τη συγκινητική στιγμή του αποχωρισμού, ιδιαίτερα το πρώτο μισό του αποσπάσματος, εδώ από το κλασικό πια άλμπουμ, σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη, Ερωτόκριτος, Columbia 1976.
Πηγή: YouTube«Ο όρκος της Αρετής», διασκευή του παραπόνου-απάντησης της ηρωίδας στις αμφισβητήσεις του Ρωτόκριτου, μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων, ερμηνεία: Λιζέτα Καλημέρη, από το άλμπουμ Της Κρήτης τα πολύτιμα 2, MBI 2006.
Πηγή: YouTube
Σύνδεσμοι
Λεξικά
- Λεξικά Νεοελληνικής
- Ηλεκτρονικά Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας
- Λεξικό Εμ. Κριαρά
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΣΤ
- TLG
- Thesaurus Linguae Graecae (TLG)
- Liddell-Scott
- Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Liddell – Scott)