νεράκι κ. νιράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. νερό], το νεράκι: «μου δίνεται, σας παρακαλώ, να πιω λίγο νεράκι;»·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, βλ. λ. ζωή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- νεράκι του Θεού, νερό ευεργετικό: «κόψε το πιοτό κι άρχισε να πίνεις κι εσύ νεράκι του Θεού να βρεις την υγειά σου!»·
- ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι ή ο χρόνος κυλάει σαν το νεράκι, βλ. λ. χρόνος·
- σαν νεράκι ή σαν το νεράκι (ενν. μαθαίνω, ξέρω το μάθημα ή κάτι που μου συμβούλεψαν να πω), βλ. φρ. το ξέρω νεράκι·
- τα ’πε νεράκι, κατέδωσε τα πάντα και τους πάντες: «στην αρχή κρατούσε το στόμα του κλειστό, αλλά μόλις οι μπάτσοι τον άρχισαν στις κλοτσιές και στις μπουνιές, τα ’πε νεράκι». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλα·  
- το μαθαίνω νεράκι (ενν. το μάθημα), (για μαθητές), βλ. φρ. το ξέρω νεράκι·
-το ξέρω νεράκι (ενν. το μάθημα), α. (για μαθητές) ξέρω το μάθημά μου ή άλλο κείμενο να το λέω με μεγάλη ευχέρεια από έξω: «δε φοβάμαι να με σηκώσει ο καθηγητής στο μάθημα, γιατί το ξέρω νεράκι». β. (γενικά) ξέρω να πω με μεγάλη ευχέρεια από έξω αυτά που μου έχει συμβουλέψει κάποιος: «το ’ξερε νεράκι αυτό που έπρεπε να πει και μας χαντάκωσε στο δικαστήριο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), (για μαθητές) είπε το μάθημά του με μεγάλη ευχέρεια από έξω και χωρίς να κομπιάσει ούτε στιγμή: «όταν τον σήκωσε ο καθηγητής στο μάθημα, το ’πε νεράκι».