μύξα, η, ουσ. [<αρχ. μύξα], η μύξα. 1. η βλεννώδης ουσία που βγάζουν διάφορες τροφές, ιδίως αυτή της μπάμιας: «ο λόγος που δεν μπορώ να φάω τις μπάμιες είναι γιατί βγάζουν μια μύξα που με αηδιάζει». 2. (για πρόσωπα) άνθρωπος βρομερός, ρυπαρός, αηδιαστικός: «εσύ, που μας τα ’χεις πρήξει τόσον καιρό υποστηρίζοντας ότι η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, πώς ανέχεσαι αυτή τη μύξα πλάι σου!». 3α. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είναι πολύ υποτιμητικό για σένα, κοτζάμ γιατρός, να κάνεις παρέα μ’ αυτή τη μύξα». β. απευθύνεται με υποτιμητική ή και υβριστική διάθεση και στα δυο φύλα: «βρε ουστ από δω, μύξα, που θέλεις να μπεις και στην παρέα μας! || άντε ρε μύξα, που θα καταφέρεις εσύ αυτό που δεν κατάφερα εγώ!»·
- μύξες σάλια! ανόητοι, παιδαριώδεις λόγοι: «ειπώθηκε κάτι ενδιαφέρον στη συνεδρίαση; -Μύξες σάλια!»·
- να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης.