μπρίκι, το, ουσ. [<τουρκ. ibrik], μικρό μεταλλικό σκεύος για το ψήσιμο του καφέ ή για την παρασκευή άλλων αφεψημάτων·
- βάζω μπρίκι στη φωτιά (ενν. για να ψήσω καφέ), δημιουργώ την κατάλληλη ατμόσφαιρα για κουβέντα: «πήγαινε πρώτα εσύ να βάλεις μπρίκι στη φωτιά, και μόλις ανάψει η κουβέντα, θα ’ρθω κι εγώ». Από την εικόνα δυο ή περισσότερων ατόμων που, καθώς πίνουν τον καφέ τους στο καφενείο (ή όταν οι γειτόνισσες καλούν η μια την άλλη στο σπίτι), κουβεντιάζουν επί παντός επιστητού·
- δεν κολλάμε μπρίκια, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «μην εκφέρεις αβασάνιστα μια γνώμη, γιατί δεν κολλάμε μπρίκια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’θελες μουσαφιρλίκια λες κι εγώ κολλάω μπρίκια, άντε τώρα στη μαμά σου να της πεις τα συγχαρίκια).Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μόνο εγώ ξέρω πώς επιδιορθώνεται αυτό το μηχάνημα; -Εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, μπρίκια κολλάμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «για να σου πω την αλήθεια, δεν πίστευα ότι θα μπορούσες να τελειώσεις αυτή τη δουλειά. -Τι νόμισες, μπρίκια κολλάμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το όνομά του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.