μπούτι, το, ουσ. [<τουρκ. but], το μπούτι. Υποκορ. μπουτάκι, το. Μεγεθ. μπουτάρα, η. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αχ, Μαρία μου, τα μπού-τια σου! λέγεται ρυθμικά από στρατιωτική ομάδα για να συντονίσει το βηματισμό της σε απάντηση του ομαδάρχη που προστάζει: ένα στο δεξί, ένα στ’ αριστερό, δύο κι αλλαγή! -Αχ, Μαρία μου, τα μπού-τια σου(!)·
- βγάζω μπούτι, (για γυναίκες) χρησιμοποιώ το σώμα μου ή τη γοητεία μου για να ανέλθω επαγγελματικά, υποκύπτω στις σεξουαλικές επιθυμίες των αντρών για να εκμεταλλευτώ τη δύναμή τους: «άμα δε βγάλει μπούτι η πιτσιρίκα, δεν έχει μέλλον στο θέατρο». Από την εικόνα της γυναίκας που φοράει κοντή φούστα ή με σκίσιμο στο πλάι και βγαίνει έξω το μπούτι της, ντύσιμο που θεωρείται προκλητικό·
- δε φτύνεις τα μπούτια σου! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι παράλογο ή που είναι ενοχλητικό. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω γω·
- δε φτύνεις ρα μπούτια σου να κατεβάσουν μαντζούνια! επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση·
- δεν κλείνει μπούτι, (για γυναίκες) δε σταματάει στιγμή να κάνει έρωτα: «αυτό το ξέκωλο από πολύ μικρό δεν κλείνει μπούτι || απ’ την ώρα που πάτησε το πόδι της στη Μύκονο, δεν έκλεισε μπούτι»·
- είναι σαν να πιάνεις το μπούτι σου, διαπίστωση άντρα, που, έπειτα από μακροχρόνια συμβίωση με την ίδια γυναίκα, έχει χάσει κάθε σεξουαλική διάθεση για τη γυναίκα αυτή: «όταν πας με γυναίκα που είσαι παντρεμένος μαζί της είκοσι χρόνια, είναι σαν να πιάνεις το μπούτι σου»·
- θα μπλέξουμε τα μπούτια μας, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον με την έννοια θα μαλώσουμε, θα πλακωθούμε άγρια στο ξύλο: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα μπλέξουμε τα μπούτια μας, στο λέω»·
- μου πέταξε μπούτι έξω ή μου πέταξε μπούτι στα ίσια, (για γυναίκες) μου έδειξε το ερωτικό της ενδιαφέρον με πολύ προκλητικό τρόπο: «μόλις ήρθε και κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, αφού πρώτα μ’ έκοψε καλά, μου πέταξε μπούτι έξω και με κοίταξε με νόημα». Από την εικόνα της γυναίκας που κάθεται με τέτοιο τρόπο, φέρνοντας το ένα της πόδι πάνω στο άλλο, ώστε να αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος από το μπούτι της· 
- μπερδεύω τα μπούτια μου, βλ. συνηθέστ. μπλέκω τα μπούτια μου·
- μπλέκω τα μπούτια μου, αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες σε μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «ανέλαβα να του τελειώσω μια δουλειά, αλλά έμπλεξα τα μπούτια μου και δεν ξέρω πώς να την προχωρήσω || είναι τόσο αλλοπρόσαλλος άνθρωπος, που έχω μπλέξει τα μπούτια μου μαζί του και δεν ξέρω τι να κάνω». Από την εικόνα του ατόμου που μπερδεύει τα πόδια του κατά το βηματισμό του και πέφτει ή κινδυνεύει προς στιγμή να πέσει·
- μπερδέψαμε τα μπούτια μας, βλ. συνηθέστ. μπλέξαμε τα μπούτια μας·
- μπλέξαμε τα μπούτια μας, μαλώσαμε άγρια, κυλιστήκαμε στο χώμα παλεύοντας: «επειδή δεν έκανε κανένας μας πίσω, στο τέλος μπλέξαμε τα μπούτια μας κι έγινε το σώσε». Από την εικόνα δυο αντρών που, καθώς παλεύουν και κυλιούνται στο χώμα, ο ένας ηθελημένα ή όχι βάζει το πόδι του μέσα στα μπούτια του άλλου, προσπαθώντας να πετύχει κάποια παλαιστική λαβή.