μπουρίνι, το, ουσ. [<βενετ. borin], το μπουρίνι· συνήθως στον πλ. τα μπουρίνια, ξαφνικός και πολύ έντονος θυμός, πολύ έντονη οργή, τα νεύρα: «τον πέτυχα πάνω στα μπουρίνια του, γι’ αυτό έφυγα αμέσως»·
- είμαι στα μπουρίνια μου, βλ. φρ. έχω τα μπουρίνια μου·
- έχω τα μπουρίνια μου, είμαι θυμωμένος, οργισμένος, νευριασμένος: «όταν έχω τα μπουρίνια του, δε δέχομαι κουβέντα από κανέναν»·
- με πιάνουν τα μπουρίνια (μου), θυμώνω, οργίζομαι, νευριάζω και ξεσπώ σε φωνές ή βρισιές: «κάθε φορά που με πιάνουν τα μπουρίνια, δεν ξέρω τι λέω».