μπουγέλωμα, το, ουσ. [<μπουγελώνω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπουγελώνω, το μπουγέλο (βλ. λ.)·
- θέλει μπουγέλωμα, είναι πέρα για πέρα γελοίος και με τις βλακείες και τις ανοησίες που λέει ή κάνει είναι σαν να επιδιώκει να τον καταβρέξουμε: «μου φαίνεται πως θέλει μπουγέλωμα ο τύπος με τις βλακείες που μας αραδιάζει». Συνών. θέλει γιαούρτωμα.