μπουγαδοκόφινο, το, ουσ. [<μπουγάδα + κοφίνι]. 1. το μεγάλο κοφίνι που χρησιμεύει για τη συγκέντρωση άπλυτων ή καθαρών ρούχων. 2. χαρακτηρισμός του αιδοίου εκείνης της γυναίκας που είχε άπειρες ερωτικές περιπέτειες, που δηλ. από την πολλή χρήση το αιδοίο της έχει γίνει σαν το κοφίνι·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το μπουγαδοκόφινο (ενν. γαμώ), μεγάλη βρισιά που απευθύνεται στη μάνα, στην αδερφή ή στη γιαγιά κάποιου θέλοντας να τις χαρακτηρίσει πρόστυχες.