μπόρα, η, ουσ. [<ιταλ. bora <λατιν. boreas <ελλ. βορέας]. 1. δυνατή και ξαφνική βροχή που περνάει γρήγορα. 2. η θύελλα, η καταιγίδα: «όσο κρατούσε η μπόρα, δεν ξεμύτισε κανείς απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τι τη θέλεις και την κλείνεις; να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις· είναι συννεφιά και μπόρα και τι θ’ απογίνω τώρα;). 3. πολύ δύσκολη κατάσταση: «του έτυχε μεγάλη μπόρα και δεν ξέρει τι να κάνει ο άνθρωπος! || έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του, μέχρι να περάσει η μπόρα». (Λαϊκό τραγούδι: αφ’ ότου μας επλάκωσε της Κατοχής η μπόρα,τ’ αντάρτικο εφούντωσε σε όλη μας τη χώρα). 4. στον πλ. οι μπόρες, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι συμφορές: «τον τσάκισαν οι μπόρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος μου, μόνος μου στα βάσανα στις μπόρες κανείς δεν ήρθε να με δει στις δύσκολες τις ώρες). Συνών. αστροπελέκι (3β) / κεραυνός (2)·
- έπιασε (η) μπόρα, άρχισε δυνατή και ξαφνική βροχή: «καθυστέρησα να ’ρθω, γιατί, όπως ερχόμουν, έπιασε μπόρα και μπήκα σ’ ένα μπαράκι, μέχρι να τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε πήγε η ώρα και σε περιμένω στο στενό, άργησες να ’ρθεις και έπιασε η μπόρα στην καρδιά μου και στον ουρανό
- κι όποιον πάρει η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε κι όποιον πάρει η μπόρα || πυροβολούσε στον αέρα κι όποιον πάρει η μπόρα». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει ο χάρος / κι όποιον πάρει το ποτάμι·
- με δέρνουν οι μπόρες, περνώ βάσανα, δύσκολες καταστάσεις: «πώς να προκόψω στη ζωή μου, απ’ τη στιγμή που με δέρνουν συνέχεια οι μπόρες;». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα που σε δέρνουν οι μπόρες στη ζωή, εγώ θα σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή). Στον τύπο με δέρνουν κάτι μπόρες! επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες(!)·
- με χτυπούν μπόρες, περνώ δύσκολες καταστάσεις, βασανίζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: με χτυπούνε χίλιες μπόρες κι όμως πού να στηριχθώ, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι διαρκώς κατρακυλώ). Στον τύπο με χτυπούν κάτι μπόρες επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν κεραυνοί·
- μπόρα είναι (και) θα περάσει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον κουράγιο ή θάρρος, να υπομένει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, γιατί, όπως και η μπόρα, έτσι και αυτή, θα είναι παροδική και σύντομη: «κάνε κουράγιο, φίλε μου, μπόρα είναι και θα περάσει»·
- ξέσπασε (η) μπόρα, βλ. φρ. έπιασε (η) μπόρα·
- πέρασε η μπόρα, παρήλθε η δύσκολη κατάσταση: «τώρα που πέρασε η μπόρα, προσπαθώ ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: αδέρφια ενωθείτε πια που πέρασε η μπόρα και δώσετε τα χέρια σας στη λεύτερή μας χώρα
- πέρασε μπόρα, πέρασε κάποια δύσκολη κατάσταση: «πέρασε μπόρα με το θάνατο του πατέρα του»·
- τον πήρε η μπόρα, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «μετά τη διάλυση της οικογένειάς του τον πήρε η μπόρα και εν τον βλέπω καλά || με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά του, ώσπου τον πήρε η μπόρα και τώρα τη βγάζει με διάφορες τράκες». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα, με τράβηξε ο ποταμός, με πήρε πια η μπόρα). Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε το ποτάμι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία, που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια γενική κρίση, υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν ο μόνος κερδισμένος απ’ την παρέα μας, αλλά μέχρι τα ξημερώματα τον πήρε κι αυτόν η μπόρα γιατί τα έχασε όλα στην ρουλέτα || βέβαια αυτός δεν έφταιγε, αλλά όταν άρχισε να τους βρίζει ο διευθυντής τους, τον πήρε κι αυτόν η μπόρα». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι.