μπόγιας, ο, ουσ. [<ιταλ. boja (= δήμιος)]. 1. ο υπάλληλος του δήμου που φροντίζει για το μάζεμα από τους δρόμους των αδέσποτων σκυλιών. (Λαϊκό τραγούδι: πρώτα θα το τσακώσω εγώ και τα μαλλιά θα κόψω κι ύστερα, βρε Ποπίτσα μου, στον μπόγια θα το δώσω). 2. άνθρωπος άκαρδος, σκληρός, σκληρόκαρδος: «πού να συμπονέσει άνθρωπο αυτός ο μπόγιας!»·
- θα σε μαζέψει ο μπόγιας, λέγεται για εκφοβισμό σε μικρό παιδί που δεν τρώει το φαγητό του ή που κάνει αταξίες: «αν δε φας το φαγητό σου, θα σε μαζέψει ο μπόγιας || αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε μαζέψει ο μπόγιας»·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. συνηθέστ. θα σε μαζέψει ο μπόγιας·
- θα τον (την) μαζέψει ο μπόγιας, είναι εξαιρετικά άσχημος, (τόσο, που μπορεί να προκαλέσει και τον μπόγια): «αν τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον πρόκειται, γιατί είναι σαν αυτόν που λέμε, θα τον μαζέψει ο μπόγιας»·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. συνηθέστ. θα τον (την) μαζέψει ο μπόγιας.