μπλουμ, [ηχομιμητική λ.]. 1. χαρακτηρίζει τον ήχο που κάνει κάποιο αντικείμενο που πέφτει μέσα σε νερό και συνήθως στη νηπιακή γλώσσα. 2. ως άκλ. επίθ., χαρακτηρίζει το φαγητό που έχει πολύ ζουμί·
- δεν πα(ς) να κάνεις μπλουμ! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ζητάει απίθανες εκδουλεύσεις, που δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις πραγματοποιήσουμε ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «δεν πας να κάνεις μπλουμ που θα σου δώσω πενήντα χιλιάδες ευρώ χωρίς απόδειξη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε και κλείνει με το λέω ’γω·
- κάνω μπλουμ, (στη νηπιακή γλώσσα) πέφτω μέσα σε νερό: «πρόσεχε, γιατί θα κάνεις μπλουμ»·
- κάνω μπλουμ μπλουμ, (στη νηπιακή γλώσσα) παίρνω το λουτρό μου, λούζομαι: «έλα να σε κάνω μπλουμ μπλουμ, γιατί βρομοκοπάς»·
- πατάτες μπλουμ, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. λ. πατάτα·
- φασόλια μπλουμ, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. λ. φασόλι.