μπίστο, το, ουσ. [;], (στη γλώσσα των μηχανόβιων) ιδίως εύχρ. στη φρ. παίρνω ένα μπίστο, πέφτω με τη μοτοσικλέτα μου: «σ’ αυτή τη στροφή πήρα ένα μπίστο, που λίγο έλειψε να σκοτωθώ».