μπερντέ κ. μπερντέδια, τα, άκλ. ουσ. [;], (στη γλώσσα της αργκό) τα χρήματα: «ο μπερντές είναι η πρώτη κινητήρια δύναμη του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: τα μπερντέ, τα μπερντέ να μην τα κρατάς, κι όταν μ’ έχεις δίπλα σου να τα σπαταλάς).