μπέμπελη, η, ουσ. [<πέπελη <σλαβ. pepeli (= στάχτη)], η ιλαρά·
- βγάζω την μπέμπελη, ζεσταίνομαι υπερβολικά: «ανοίξτε και κανένα παράθυρο, ρε παιδιά, να γίνει λίγο ρεύμα, γιατί έβγαλα την μπέμπελη». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη, γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη).