μπαμπάς1, ο, πλ. μπαμπάδες, οι, ουσ. [<τουρκ. baba]. 1. ο πατέρας. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι κι οι τρεις σκορπίσαμε σαν έρημα πουλάκια δίχως μπαμπά και σένανε και κλαίμε στα σοκάκια). 2. (ειρωνικά) χαρακτηρίζει τον πατέρα νεαρού από τον οποίο είναι αυτός εξαρτημένος, ιδίως οικονομικά: «πήγαινε πρώτα στον μπαμπά σου να σου δώσει κάνα φράγκο κι ύστερα κουβεντιάζουμε, αν θέλεις, για δουλειά». Υποκορ. μπαμπάκας, ο (βλ. λ.) και μπαμπακούλης, ο· βλ. και λ. πατέρας. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- για την ψυχή του μπαμπά μου! βλ. λ. ψυχή·
- για την ψυχή του μπαμπά μου, βλ. λ. ψυχή·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου τ’ αμπέλι, βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του  μπαμπά σου το μαγαζί·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί, δεν μπορείς να ενεργείς χωρίς να παίρνεις άδεια ή χωρίς να λογοδοτείς, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό: «θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ, γιατί δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί || δε θα κάνεις τίποτα χωρίς να ρωτάς, γιατί δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί»·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το χωράφι, βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
- είναι παιδί του μπαμπά του, βλ. λ. παιδί·
- έλα μπαμπά να σου δείξω πού το ’χ’ η νενέ μου, βλ. συνηθέστ. έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου, λ. παππούς·
- μάνα μου, τι ’ταν ο μπαμπάς σου, ζαχαροπλάστης! βλ. λ. ζαχαροπλάστης·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπάς σου τ’ αμπέλι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
-τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. φρ. δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το μαγαζί.