ανατριχίλα, η, ουσ. [<ανατριχιάζω + κατάλ. -ίλα], η ανατριχίλα· συνήθως στον πλ. οι ανατριχίλες, α. το ρίγος που νιώθει κάποιος όταν έχει υψηλό πυρετό: «για να με πιάσουν ανατριχίλες, πάει να πει πως μου ανέβηκε πάλι ο πυρετός». β. τα ερωτικά χάδια, οι ερωτικές συγκινήσεις: «πήρε την γκόμενα και πήγαν στην γκαρσονιέρα για ανατριχίλες»·
- θα ’χουμε ανατριχίλες, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα μαλώσουμε άσχημα, θα γίνει μεγάλο κακό: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί θα ’χουμε ανατριχίλες». Συνών. θα ’χουμε αναγούλες.