μπαγάζια κ. μπαγκάζια, τα, ουσ. [<βενετ. bagagia]. 1. οι αποσκευές: «μόλις φόρτωσε τα μπαγάζια του στ’ αυτοκίνητο, έφυγε». 2. τα προσωπικά είδη που ανήκουν σε κάποιον: «όταν μάλωσε με τη γυναίκα του, πήρε τα μπαγάζια του κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: τόσες πίκρες και φαρμάκια μαζεμένα στα μπαγκάζια μάνι-μάνι τα τυλίγω· περασμένα-ξεχασμένα· θα σου φύγω, θα σου φύγω, θα σου φύγω
- παίρνω στα μπαγάζια μου ή φορτώνω στα μπαγάζια μου, (ιδίως για γνώσεις ή εμπειρίες) κατακτώ, έχω στο ενεργητικό μου: «τόσα χρόνια στο εξωτερικό δεν πήρε τίποτα στα μπαγάζια του. Ανόητος πήγε, βλάκας γύρισε».