μούσμουλο, το, ουσ. [<μσν. μούσπουλον <μέσπουλον <αρχ. μέσπιλον], το μούσμουλο. 1. άνθρωπος μικρόνους, ανόητος, βλάκας: «πόσες φορές πρέπει να στο πω, ρε μούσμουλο, για να το καταλάβεις!». Από την εικόνα του καρπού της μουσμουλιάς, που το περισσότερο μέρος του αποτελείται από μεγάλα κουκούτσια παρά από τροφή. 2. στον πλ. τα μούσμουλα, (στη γλώσσα της αργκό) οι σφαίρες, ιδίως πιστολιού. (Λαϊκό τραγούδι: μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο). Από την εικόνα των μεγάλων κουκουτσιών του καρπού της μουσμουλιάς, που παρομοιάζονται με τις σφαίρες. Συνών. δαμάσκηνα / κουφέτα·
- δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμιζε πως μπορούσε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως δεν τρώω μούσμουλα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- τρώει μούσμουλα, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «μπορεί να τον ξεγελάσει κι ένα μικρό παιδί, γιατί τρώει μούσμουλα ο τύπος». Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.