μου, αντων. [<αρχ. μου], μου. (Ακολουθούν 618 φρ.)·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα), βλ. λ. άντερο·
- μου ’βγαλε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου ’γινε αγκίδα, βλ. λ. αγκίδα·
- μου ’γινε αλογόμυγα, βλ. λ. αλογόμυγα·
- μου ’γινε αλογουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- μου ’γινε αντίσκηνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. αντίσκηνο·
- μου ’γινε βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ’γινε βεντούζα, βλ. λ. βεντούζα·
- μου ’γινε βραχνάς, βλ. λ. βραχνάς·
- μου ’γινε γκλίτσα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γκλίτσα·
- μου ’γινε κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- μου ’γινε κακό σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- μου ’γινε (κακός) μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- μου ’γινε κακός πούστης, βλ. λ.πούστης·
- μου ’γινε κλαρίνο (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κλαρίνο·
- μου ’γινε κολλητσίδα, βλ. λ. κολλητσίδα·
- μου ’γινε κοντάρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κοντάρι·
- μου ’γινε κρεατόμυγα, βλ. λ. κρεατόμυγα·
- μου ’γινε μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μου ’γινε ντουντούκα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. ντουντούκα·
- μου ’γινε ο βίος αβίωτος, βλ. λ. βίος·
- μου ’γινε ουρά, βλ. λ. ουρά·
- μου ’γινε στενό κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- μου ’γινε στενός κορσές, βλ. λ. κορσές·
- μου ’γινε στρείδι, βλ. λ. στρείδι·
- μου ’γινε ταγάρι, βλ. λ. ταγάρι·
- μου ’γινε ταμπάκος ή μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, βλ. λ. ταμπάκος·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- μου ’γινε τριβέλι, βλ. λ. τριβέλι·
- μου ’γινε τσαντίρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσαντίρι·
- μου ’γινε τσατάλι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσατάλι·
- μου ’γινε τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μου ’γινε τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’γινε τσιλίκι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
- μου ’γινε τσιμπούρι, βλ. λ. τσιμπούρι·
- μου ’γινε τσιρότο, βλ. λ. τσιρότο·
- μου ’γινε τσίτα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσίτα·
- μου ’γινε τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’γινε φόρτωμα, βλ. λ. φόρτωμα·
- μου ’δεσε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’δωσε το πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- μου ’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- μου ’καναν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μου ’κανε κλικ, βλ. λ. κλικ·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- μου ’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’κανε τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά περ(ι)βόλι, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
- μου ’κατσε στραβά, βλ. λ. στραβός·
- μου ’καψε τα σπλάχνα ή μου ’χει κάψει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’καψε τα σωθικά ή μου ’χει κάψει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’καψε τα τζιγέρια ή μου ’χει κάψει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’καψε τη γούνα ή μου ’χει κάψει τη γούνα, βλ. λ. γούνα·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κλασε τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’κλασε τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- μου ’κλεισε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κοψαν το νερό, βλ. λ. νερό·
- μου ’κοψαν το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου ’κοψαν το φως, βλ. λ. φως·
- μου ’κοψε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’κοψε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου ’λαχε ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’μεινε στα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε ματσαράγκα, βλ. λ. ματσαράγκα·
- μου ’παιξε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’πεσαν τα νεφρά, βλ. λ. νεφρό·
- μου ’πεσε βαρύ, (για φαγητά) βλ. λ. βαρύς·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου ’πεσε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. λ. λαχνός
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, βλ. λ. αριθμός·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε το λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. λ. είπα·
- μου ’πρηξες τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’ρθαν (ενν. τα σκατά μου, τα κατρουλιά μου), βλ. λ. ήρθα·
- μου ’ρθε, βλ. λ. ήρθα·
- μου ’ρθε (ενν. η κλανιά, η πορδή), βλ. λ. ήρθα·
- μου ’ρθε αντράλα, βλ. λ. αντράλα·
- μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα! βλ. λ. περιμένω·
- μου ’ρθε αποπληξία, βλ. λ. αποπληξία·
- μου ’ρθε βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. λ. γλύκισμα·
- μου ’ρθε η ιδέα να…, βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε καϊμάκι, βλ. λ. καϊμάκι·
- μου ’ρθε καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- μου ’ρθε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου ’ρθε καταπέλτης, βλ. λ. καταπέλτης·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος·
- μου ’ρθε κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μου ’ρθε κουφέτο, βλ. λ. κουφέτο·
- μου ’ρθε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’ρθε λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
- μου ’ρθε λουκούμι, βλ. λ. λουκούμι·
- μου ’ρθε μεζές, βλ. λ. μεζές·
- μου ’ρθε μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε μπαλτάς, βλ. λ. μπαλτάς·
- μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο, βλ. λ. μπισκοτολούκουμο·
- μου ’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- μου ’ρθε ταμπλάς ή μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου ’ρθε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’ρθε το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- μου ’ρθε το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- μου ’ρθε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’ρχεται, (για είδη ένδυσης) βλ. λ. έρχομαι·
- μου ’ρχεται, βλ. λ. έρχομαι·
- μου ’ρχεται αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
- μου ’ρχεται αλφαδιά, βλ. λ. αλφαδιά·
- μου ’ρχεται αναγούλα, βλ. λ. αναγούλα·
- μου ’ρχεται ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- μου ’ρχεται ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχεται βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου ’ρχεται γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μου ’ρχεται η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου ’ρχεται ίσα ίσα, (για είδη ένδυσης) βλ. λ. ίσος·
- μου ’ρχεται καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου ’ρχεται κόμπος στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- μου ’ρχεται κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- μου ’ρχεται κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μου ’ρχεται μα το Θεό να…, βλ. λ. Θεός·
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- μου ’ρχεται να ξεράσω, βλ. λ. ξερνώ·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. λ. νους·
- μου ’ρχεται στραβά, βλ. λ. στραβός·
- μου ’ρχεται τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- μου ’ρχονται (ενν. τα κατρουλιά μου, τα σκατά μου), βλ. λ. έρχομαι·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μου ’ρχονται ίσα ίσα, (για είδη υπόδησης) βλ. λ. ίσος·
- μου ’ρχονται κακά, ψυχρά κι ανάποδα, βλ. λ. κακός·
- μου ’ρχονται όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχονται όλα δεξιά, βλ. λ. δεξιά·
- μου ’ρχονται όλα κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- μου ’ρχονται όλα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. στραβός·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μου ’σκασε (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκάω·
- μου ’σκασε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’σκασε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ’σπασε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’σπασε τα τύμπανα, βλ. λ. τύμπανο·
- μου ’σπασε τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου ’σπασε τη χολή (μου), βλ. λ. χολή·
- μου ’σπασες τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’φαγε (κάποιος κάτι), βλ. λ. τρώω·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου ’φαγε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου ’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- μου ’φαγε τα σπλάχνα ή μου ’χει φάει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’φαγε τα συκώτια ή μου ’φαγε το συκώτι ή μου ’χει φάει τα συκώτια ή μου ’χει φάει το συκώτι, βλ. λ. συκώτι·
- μου ’φαγε τα σωθικά ή μου ’χει φάει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’φαγε τα τζιγέρια ή μου ’χει φάει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου ’φυγ’ ένα βάρος, βλ. λ. βάρος·
- μου ’φυγ’ ένας πόντος, βλ. λ. πόντος·
- μου ’φυγαν, βλ. λ. φεύγω·
- μου ’φυγαν θηλιές ή μου ’φυγε θηλιά, βλ. λ. θηλιά·
- μου ’φυγαν πόντοι ή μου ’φυγε πόντος, βλ. λ. πόντος·
- μου ’φυγαν τα σαγόνια ή μου ’φυγε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε η νύστα, βλ. λ. νύστα·
- μου ’φυγε η φόδρα, βλ. λ. φόδρα·
- μου ’φυγε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου ’φυγε ο νους, βλ. λ. νους·
- μου ’φυγε ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
- μου ’φυγε ο τάκος, βλ. λ. τάκος·
- μου ’φυγε ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- μου ’φυγε το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’φυγε το κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
- μου ’φυγε το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- μου ’φυγε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- μου ’φυγε το χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει κάψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πολλά καμωμένα, βλ. λ. καμωμένα·
- μου άλλαξε τα πετρέλαια, βλ. λ. πετρέλαιο·
- μου άλλαξε τα φώτα, βλ. λ. φως·
- μου ανεβαίνει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. ανεβαίνω·
- μου ανεβαίνει η πίεση, βλ. λ. πίεση·
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε η αδρεναλίνη, βλ. λ. αδρεναλίνη·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μου ανοίγουν τα γκαβά, βλ. λ. γκαβά·
- μου ανοίγουν τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μου ανοίγουν τα στραβά, βλ. λ. στραβά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- μου άνοιξε την καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- μου άνοιξε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου βαστάει, βλ. λ. βαστώ·
- μου βγάζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μου βγάζουν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μου βγαίνει δίχως φλας ή μου τη βγαίνει δίχως φλας, βλ. λ. φλας·
- μου βγαίνει η Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- μου βγαίνει η πίστη, βλ. λ. πίστη·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- μου βγαίνει η ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- μου βγαίνει η ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει ο αδόξαστος, βλ. λ. αδόξαστος·
- μου βγαίνει ο αντίθεος, βλ. λ. αντίθεος·
- μου βγαίνει ο αντίχριστος, βλ. λ. αντίχριστος·
- μου βγαίνει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- μου βγαίνει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- μου βγαίνει ο Χριστός, βλ. λ. Χριστός·
- μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- μου βγαίνει το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μου βγήκαν θηλιές ή μου βγήκε θηλιά, βλ. λ. θηλιά·
- μου βγήκαν πόντοι ή μου βγήκε πόντος, βλ. λ. πόντος·
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- μου βγήκαν τα σαγόνια ή μου βγήκε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου βγήκε (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βγαίνω·
- μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, βλ. λ. ανάποδα·
- μου βγήκε απ’ τ’ αριστερά ή μου τη βγήκε απ’ τ’ αριστερά, βλ. λ.αριστερά·
- μου βγήκε απ’ τη γωνία ή μου τη βγήκε απ’ τη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου βγήκε απ’ το κόρνερ ή μου τη βγήκε απ’ το κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- μου βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε στο άσχημο, βλ. λ. άσχημος·
- μου βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε στο άτσαλο, βλ. λ. άτσαλος·
- μου βγήκε έν’ αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- μου βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε στο έξαλλο, βλ. λ. έξαλλος·
- μου βγήκε η γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η μέση, βλ. λ. μέση·
- μου βγήκε η πασιέντζα, βλ. λ. πασιέντζα·
- μου βγήκε με κόκκινο ή μου τη βγήκε με κόκκινο, βλ. λ. κόκκινος·
- μου βγήκε ξινό ή μου βγήκε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- μου βγήκε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου βγήκε ο λαιμός, βλ. λ. λαιμός·
- μου βγήκε σε κακό, βλ. λ. κακός·
- μου βγήκε σε καλό, βλ. λ. καλός·
- μου βγήκε στο έξαλλο ή μου τη βγήκε στο έξαλλο, βλ. λ. έξαλλος·
- μου βγήκε στο έτσι ή μου τη βγήκε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου βγήκε τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μου βγήκε το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- μου βγήκε φέσι, βλ. λ. φέσι·
- μου γουστάρει (κάτι), βλ. λ. γουστάρω·
- μου γυάλισε (ενν. στο μάτι κάποιος ή κάτι), βλ. λ. γυαλίζω·
- μου γυάλισε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γυρίζει τα μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου γυρίζει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνα·
- μου γυρίζει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου γυρίζει το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου γύρισαν τα μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου γύρισαν τα μυαλά, βλ. λ. μυαλό·
- μου γύρισαν τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου γύρισαν τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου γύρισε (ενν. η τύχη), βλ. λ. γυρίζω·
- μου γύρισε (ενν. το φύλλο, το ζάρι), βλ. λ. γυρίζω·
- μου γύρισε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου γύρισε το στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου γύρισε τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- μου γύρισε τον πισινό του, βλ. λ. πισινός·
- μου δέθηκε η γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου δένουν τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου διέλυσε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου διέλυσε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- μου δίνει στα νεύρα ή μου τη δίνει στα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μου έγραψε το ριζικό μου ή μου το ’γραψε το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- μου έδωσε την ιδέα (κάποιος), βλ. λ. ιδέα·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου είναι πολύ, βλ. φρ. μου πέφτει πολύ·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ζάλισες τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ζάλισες το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ζάλισες τον έρωτα, βλ. λ. έρωτας·
- μου ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, βλ. λ. μάνα·
- μου κάθεται εδώ, γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- μου κάθεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου κάθεται στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου κάθισε η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- μου κάθισε στη ράχη, βλ. λ. ράχη·
- μου κάθισε στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- μου κάθισε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου κάθισε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου κάθισε στο σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- μου κάθισε στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου κάνει αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- μου κάνει αντίποινα, βλ. λ. αντίποινα·
- μου κάνει αντιπολίτευση, βλ. λ. αντιπολίτευση·
- μου κάνει αντίπραξη, βλ. λ. αντίπραξη·
- μου κάνει εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- μου κάνει κάπως, (στη νεοαργκό) βλ. λ. κάπως·
- μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- μου κάνει κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- μου κάνει κικιρίκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κικιρίκου·
- μου κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μου κάνει κούκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, ή ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κούκου·
- μου κάνει κουράγιο (κάποιος), βλ. λ. κουράγιο·
- μου κάνει χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου κάπνισε, βλ. λ. καπνίζω·
- μου καρφώθηκε, βλ. λ. καρφώνομαι·
- μου καρφώθηκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου κατέβηκε, βλ. λ. κατεβαίνω·
- μου κατέβηκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μου κλέβει το χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μου κόβει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου κόβουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου κόλλησε σαν αλογόμυγα, βλ. λ. αλογόμυγα·
- μου κόλλησε σαν βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου κόλλησε σαν βεντούζα, βλ. λ. βεντούζα·
- μου κόλλησε σαν κολλητσίδα, βλ. λ. κολλητσίδα·
- μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα, βλ. λ. κρεατόμυγα·
- μου κόλλησε σαν στρείδι, βλ. λ. στρείδι·
- μου κόλλησε σαν τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου κόλλησε σαν τσιμπούρι, βλ. λ. τσιμπούρι·
- μου κόλλησε σαν τσιρότο, βλ. λ. τσιρότο·
- μου κόλλησε σαν τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου κόπηκαν τα ήπατα, βλ. λ. ήπατα·
- μου κόπηκαν τα νεφρά, βλ. λ. νεφρό·
- μου κόπηκε η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) βλ. λ. γάλα·
- μου κόπηκε το κέφι, βλ. λ. κέφι·
- μου κόπηκε το χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- μου κόστισε (πολύ), βλ. λ. κοστίζω·
- μου κόστισε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. αηδόνι·
- μου λασκάρει η βίδα, βλ. λ. βίδα·
- μου λείπει (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. λείπω·
- μου λείπουν χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου λύνουν τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου μάτωσε τα μέσα μου ή μου μάτωσε το μέσα μου ή μου ’χει ματώσει τα μέσα μου ή μου ’χει ματώσει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου μάτωσε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου μάτωσε την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου μαύρισε τα μέσα μου ή μου μαύρισε το μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει τα μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου μαύρισε τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου μαύρισε τα συκώτια ή μου μαύρισε το συκώτι, βλ. λ. συκώτι·
- μου μαύρισε τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου μαύρισε τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου μαύρισε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου μαύρισε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου μαύρισε την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου μένει η ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- μου μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου μπαίνει στο νου, βλ. λ. νους·
- μου μπαίνει στο ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- μου μπαίνει το βύσμα ή μου μπαίνει ένα βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου μπήκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου μπήκε ο πειρασμός, βλ. λ. πειρασμός·
- μου μπήκε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου μυρίζει τιλιλίλι, (για μπάσκετ) βλ. λ. τιλιλίλι·
- μου ξελασκάρει η βίδα, βλ. λ. βίδα·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά ή μου ξεσήκωσε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. λ. νους·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- μου πάει, (για πρόσωπα στη νεοαργκό) βλ. λ. πάει·
- μου πάει γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μου πάει γούρι, βλ. λ. γούρι·
- μου πάει έξι κι ένα, βλ. λ. έξι κι ένα·
- μου πάει ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- μου πάει κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- μου πάει νερό, βλ. λ. νερό·
- μου πάει πέντε πέντε, βλ. λ. πέντε·
- μου πάει ριπιτίδι, βλ. λ. ριπιτίδι·
- μου πάει τρεις και δέκα, βλ. λ. τρεις·
- μου πάει τρεις και μία, βλ. λ. τρεις·
- μου πάει τρεις τριανταμία, βλ. λ. τρεις·
- μου πάει τσίρλα, βλ. λ. τσίρλα·
- μου παίρνει το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου παίρνουν αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου παίρνουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου πάνε όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου πάνε όλα δεξιά, βλ. λ. δεξιός·
- μου πάνε όλα κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- μου πάνε όλα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- μου πάνε όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, βλ. λ. κάλος·
- μου πέρασε, βλ. λ. περνώ·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, βλ. λ. νους·
- μου πέρασε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- μου πέταξε βυζί έξω ή μου πέταξε βυζί στα ίσια, βλ. λ. βυζί·
- μου πέταξε ένα κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου πέταξε ένα ξεροκόμματο, βλ. λ. ξεροκόμματο·
- μου πέταξε μπούτι έξω ή μου πέταξε μπούτι στα ίσια, βλ. λ. μπούτι·
- μου πέφτει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. πέφτω·
- μου πέφτει βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου πέφτει λίγο(ς), βλ. λ. λίγος·
- μου πέφτει ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου πέφτει πολύ, βλ. λ. πέφτω·
- μου πέφτει το λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου πέφτουν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- μου πήγε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου πήγε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου πήραν και τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια ή μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- μου πήραν τη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου πήρε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου πήρε την μπουκιά απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. λ. νους·
- μου πιάνουν τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρούφηξε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου ρούφηξε το μεδούλι, βλ. λ. μεδούλι·
- μου σηκώθηκε (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σηκώνομαι·
- μου σηκώθηκε η πέτσα, βλ. λ. πέτσα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε η τρίχα όρθια, βλ. λ. τρίχα·
- μου σηκώθηκε το μπιμπίκι, βλ. λ. μπιμπίκι·
- μου σηκώθηκε το πετσί, βλ. λ. πετσί·
- μου σηκώνεται (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σηκώνομαι·
- μου σηκώνεται η τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- μου σήκωσε τα μυαλά ή μου σήκωσε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. λ. νους·
- μου σκάβει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μου σκαρφίζεται, βλ. λ. σκαρφίζομαι·
- μου σκάρωσε άσχημο παιχνίδι ή μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου σμπαράλιασε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου σου του, τα μισόλογα, οι υπεκφυγές, οι δικαιολογίες: «άσε τα μου σου του και πες μου, γιατί δεν πήγες σήμερα στη δουλειά;». Ακούγεται και σε διάφορες παραλλαγές: μου σου ξου, μουσού τουφού, μουσού τουφού κουλού, μουσού τουμού τουφού, τα μου και τα σου·
- μου στάθηκε, βλ. λ. στέκομαι·
- μου στάθηκε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου στάθηκε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου στέκεται στο λαιμό ή μου στέκεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ.λαιμός·
- μου στοίχισε ακριβά, βλ. λ. ακριβός·
- μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- μου στρίβει η βίδα, βλ. λ. βίδα·
- μου στρίβει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- μου σώθηκε (κάτι), βλ. λ. σώνομαι·
- μου τα γύρισε (ενν. τα λόγια), βλ. λ. γυρίζω·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. αέρας·
- μου τα λέει, (στη νεοαργκό) βλ. λ. λέω·
- μου τα λέει ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου τα μασάς, βλ. λ. μασάω·
- μου τα παίρνει, βλ. λ. παίρνω·
- μου τα παίρνουν, βλ. λ. παίρνω·
- μου τα πήρε μέχρι φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- μου τα πρόκοψες, βλ. λ. προκόβω·
- μου τα ’σπασες (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. σπάω·
- μου τα φέρνει άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- μου τέντωσε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου τη βαράει στα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου τη βάρεσε, βλ. λ. βαρώ·
- μου τη βάρεσε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου τη βάρεσε κατάκορφα, βλ. λ. κατάκορφα·
- μου τη βάρεσε κατακούτελα, βλ. λ. κατακούτελα·
- μου τη βάρεσε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου τη βάρεσε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου (τη) βγαίνει, βλ. λ. βγαίνω·
- μου τη βγήκε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου τη δίνει (κάτι), βλ. λ. δίνω·
- μου τη δίνει (ενν. στα νεύρα), βλ. λ. νεύρο·
- μου τη λέει, (στη νεοαργκό) βλ. λ. λέω·
- μου τη λες, (στη νεοαργκό) βλ. λ. λέω·
- μου τη σπάει, βλ. λ. σπάω·
- μου τη στήσαν, βλ. λ. στήνω·
- μου τη σφύριξε, βλ. λ. σφυρίζω·
- μου τη φέραν μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- μου τη φόρεσε, βλ. λ. φορώ·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλια, βλ. λ. ψάρι·
- μου την αμόλησε, βλ. λ. αμολάω·
- μου την έδωσε, βλ. λ. δίνω·
- μου την έδωσε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έδωσε κατάκορφα, βλ. λ. κατάκορφα·
- μου την έδωσε κατακούτελα, βλ. λ. κατακούτελα·
- μου την έδωσε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου την έδωσε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου την έκανε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου την έκατσε ή μου την κάθισε, βλ. λ. κάθομαι·
- μου την έπαιξε, βλ. λ. παίζω·
- μου την έπεσε, (και για τα δυο φύλλα) βλ. λ. πέφτω·
- μου την έπεσε στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- μου την έριξε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έριξε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου την έσπασε, βλ. λ. σπάω·
- μου την έστησε στη γωνία ή μου την είχε στημένη στη γωνία, βλ. λ.γωνία·
- μου τη έφερε, βλ. λ. φέρνω·
- μου την έφερε από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- μου την έφερε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου την έφερε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έφερε με μπαμπεσιά, βλ. λ. μπαμπεσιά·
- μου την έφερε μπαμπέσικα, βλ. λ. μπαμπέσικος·
- μου την έφερε πισώπλατα, βλ. λ. πισώπλατα·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου την έχει σβουρίξει, βλ. λ. σβουρίζω·
- μου την έχουν στημένη, βλ. λ. στημένος·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου την κοπάνησε, βλ. λ. κοπανάω·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- μου το ’δωσε για δικό μου, βλ. λ. δικός·
- μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- μου το ’ριξε αποσπόντα, βλ. λ.. αποσπόντα·
- μου το ’στριψε, βλ. λ. στρίβω·
- μου το σφύριξαν, βλ. λ. σφυρίζω·
- μου το σφύριξαν στ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- μου το ’φερε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το χαλάς; (για χαρτονομίσματα) βλ. λ. χαλώ·
- μου το χτυπάει, βλ. λ. χτυπώ·
- μου το χτυπάει κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- μου τρέλανε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου τρώει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου τρώει την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μου τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μου τρώει το χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μου τρώει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου τσιτώθηκε (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιτώνομαι· 
- μου τσίτωσε τα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- μου φαίνεται βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου φαίνεται σαν όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- μου φαίνεται σαν σε όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- μου φαίνεται σαν ψέμα ή μου φαίνεται σαν ψέματα ή σαν ψέμα μου φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, βλ. λ. ψέμα·
- μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, βλ. λ. παπάς·
- μου φάνηκε ολόκληρος αιώνας ή μου φάνηκε σωστός αιώνας, βλ. λ.αιώνας·
- μου φέρνει αναγούλα, βλ. λ. αναγούλα·
- μου φέρνει ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- μου φεύγουν λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μου χάλασε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου χάλασε τη σούπα, βλ. λ. σούπα·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάποιος), βλ. λ. πόρτα·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάτι), βλ. λ. πόρτα·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου χτύπησε στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου ’ψησε τα τζιγέρια ή μου ’χει ψήσει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, βλ. λ. ψάρι.