μόσχος, ο, ουσ. [<αρχ. μόσχος], βλ. λ.μοσχάρι· ως ειρωνικό επιφών. μόσχε! ανόητε! βλάκα(!): «αγόρασα αυτόν τον αναπτήρα πεντακόσια ευρώ. -Μόσχε, πάλι σε ξεγέλασαν!».