μόστρα, η, ουσ. [<μσν. μόστρα <ιταλ. mostra <λατιν. mostrare (= δείχνω)], η μόστρα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το πρόσωπο: «κάθε μήνα πηγαίνει στο ινστιτούτο καλλονής και περιποιείται τη μόστρα της». 2. η επίδειξη, η φιγούρα: «για δες τον μόστρα με το καινούριο του αυτοκίνητο!». 3. η βιτρίνα καταστήματος: «κάθε φορά που γίνεται διαδήλωση, οι διαδηλωτές του σπάζουν τη μόστρα του μαγαζιού του». 4. το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος που προβάλλεται στη βιτρίνα για να νομίσει ο πελάτης ότι όλο το εμπόρευμα είναι εκλεκτό: «κάθε φορά που παίρνουν κάτι απ’ τη μόστρα, γίνεται θηρίο». Συνών. αθέρας / αφρόκρεμα (2β) / αφρός / βιτρίνα (4) / κράχτης (3)·
- για (τη) μόστρα, για επίδειξη, για φιγούρα και μόνο: «επειδή έχει όμορφη ξαδέρφη, κάθε τόσο την παίρνει μαζί του για μόστρα»·
- θα σου χαλάσω τη μόστρα, α. (απειλητικά) θα σου σπάσω, θα σου παραμορφώσω το πρόσωπο από το πολύ ξύλο που θα σου δώσω: «αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου χαλάσω τη μόστρα». β. (απειλητικά) θα καταστρέψω την καλή εικόνα που επιδιώκεις να προβάλλεις στον κόσμο: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα σου χαλάσω τη μόστρα, για να καταλάβουν όλοι τι κουμάσι είσαι»·
- κάνω μόστρα, α. επιδεικνύω κάτι: «κάθε απόγευμα περνάει απ’ το στέκι μας και μας κάνει μόστρα το καινούριο του αυτοκίνητο». β. επιδεικνύομαι: «κάθε βράδυ πηγαίνει στα μπουζούκια και κάνει μόστρα με τα λεφτά του πατέρα του»·
- παίρνω τη μόστρα, διαλέγω, ξεδιαλέγω το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος, ιδίως εκείνο που προβάλλεται στη βιτρίνα: «όταν βλέπει κάποιον να παίρνει τη μόστρα, γίνεται έξω φρενών». Συνών. παίρνω την αφρόκρεμα / παίρνω τον αθέρα / παίρνω τον αφρό·
- του κατεβάζω τη μόστρα, σπάζω τη βιτρίνα του μαγαζιού του: «πέταξε ένας πιτσιρικάς μια πέτρα από μακριά και του κατέβασε τη μόστρα του μαγαζιού του»· βλ. και φρ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα.