μονός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. μόνος], ο μονός. 1. το ουδ. ως ουσ. το μονό, (για τάβλι) κερδισμένο παιχνίδι, που υπολογίζεται για ένα σε αντιδιαστολή με το διπλό, που υπολογίζεται για δυο: «του πήρα την παρτίδα με δυο διπλά κι ένα μονό». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μονά (βλ. λ.)·
- μονά ζυγά ή μονά ή ζυγά, παιδικό τυχερό παιχνίδι σύμφωνα με το οποίο, ο ένας παίχτης κλείνει μέσα στη χούφτα του έναν αριθμό πραγμάτων και ζητάει από τον άλλον παίχτη να βρει αν αυτά αποτελούν περιττό ή ζυγό αριθμό: «τα παιδιά είχαν καθίσει στα σκαλάκια του πάρκου κι έπαιζαν μονά ζυγά με τις γκαζιές τους»·
- μονά ζυγά δικά του, έτσι και αλλιώς κερδισμένος: «τι συμφωνία είναι αυτή μονά ζυγά δικά του!»·
- μονά ζυγά τα θέλει δικά του ή τα θέλει μονά ζυγά δικά του, επιδιώκει τέτοια συμφωνία ώστε, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να βγει κερδισμένος: «αν τα θέλει μονά ζυγά δικά του, ας πάει να βρει κανένα άλλο κορόιδο να κάνει δουλειά || πώς μπορώ να κάνω συμφωνία μαζί του, αφού μονά ζυγά τα θέλει δικά του». (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί μαρτύριο μου ’χεις κάνει τη ζωή
- μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, λέγεται για άτομο που ποτέ του δεν είναι ευχαριστημένο: «αμάν, ρε παιδάκι μου, τι είναι αυτό με σένα; Μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, πότε θα σε δω μια φορά ευχαριστημένο;»·
- μονό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- μονό σεντόνι, βλ. λ. σεντόνι·
- μονός καβγάς δε γίνεται, βλ. λ. καβγάς·
- πέφτω μονός διπλός, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση: «επειδή πλησίαζε ο χειμώνας, έπεσε μονός διπλός για να τελειώσει το χτίσιμο του σπιτιού του || μόλις του ζήτησε βοήθεια ο φίλος του, έπεσε μονός διπλός για να τον βοηθήσει»·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα παίζω μονά ζυγά ή το παίζω μονά ζυγά, διακινδυνεύω τα πάντα σε μια δουλειά ή υπόθεση: «έριξα όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά και τα παίζω μονά ζυγά || κάθε φορά που βάζω τέτοιες υπογραφές σε ψευτοεργολάβους, το παίζω μονά ζυγά το δίπλωμα του μηχανικού που έχω».