μισιακός κ. μισακός κ. μεσιακός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. μισιακός <μισός + κατάλ. -ιακός], που ανήκει εξ ημισείας σε δυο πρόσωπα: «αυτό το ακίνητο το ’χω μισιακό με τον αδερφό μου»·
- το μεσιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, τα πράγματα που ανήκουν σε περισσότερο από έναν, δεν έχουν σοβαρή επίβλεψη, γι’ αυτό και τις πιο πολλές φορές χάνονται ή καταστρέφονται: «έχουμε ένα αυτοκινητάκι που το χρησιμοποιούμε όλοι στην οικογένειά μας, αλλά δεν το βλέπω ν’ αντέχει για πολύ. -Καλά δεν το ξέρεις πως το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος;».