αναπνοή, η, ουσ. [<αρχ. ἀναπνοή], η αναπνοή· οτιδήποτε θεωρούμε πολύτιμο στη ζωή μας. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου, η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια)· βλ. και λ. ανάσα·
- βαστώ την αναπνοή μου, βλ. φρ. κρατώ την αναπνοή μου·
- δεν ακούγεται αναπνοή, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν κοιμάται ο πατέρας, δεν ακούγεται αναπνοή στο σπίτι». Συνών. δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται άχνα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, ασχολούμαι εντατικά με κάτι, δουλεύω χωρίς διακοπή, χωρίς σταματημό: «τον τελευταίο καιρό έχω τόση δουλειά, που δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή»·
- δεν πήρα αναπνοή, βρισκόμουν σε συνεχή κίνηση, σε συνεχή ενεργητικότητα, δε σταμάτησα καθόλου να ενεργώ: «είχα τόσα πολλά τρεξίματα σήμερα, που δεν πήρα αναπνοή»·
- δίχως αναπνοή, α. χωρίς σταματημό, αδιάκοπα: «δούλευε δίχως αναπνοή απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». β. μονορούφι, απνευστί: «ήπιε το ποτήρι δίχως αναπνοή». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χέρια μου σε παίρνουν και στα χείλη μου μου φέρνουν το πικρότερο ποτήρι και να το πιω δίχως αναπνοή
- κόπηκε η αναπνοή μου ή μου κόπηκε η αναπνοή, α. ένιωσα ξαφνικό φόβο ή τρόμο: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, κόπηκε η αναπνοή μου». β. δεν μπορώ να πάρω αναπνοή από υπερβολική κούραση: «μια στιγμή να ξεκουραστούμε, γιατί μου κόπηκε η αναπνοή»·
- κρατώ την αναπνοή μου, περιμένω από στιγμή σε στιγμή να ακούσω κάτι το εντυπωσιακό ή το συνταρακτικό, και για το λόγο αυτόν έχω όλες μου τις αισθήσεις τεντωμένες τόσο, που φαίνεται σαν να μην αναπνέω: «ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει τις αποκαλύψεις κι εγώ κρατούσα την αναπνοή μου περιμένοντας»·
- με μια αναπνοή, βλ. φρ. δίχως αναπνοή·
- παίρνω αναπνοή, βλ. φρ. παίρνω ανάσα, λ. ανάσα·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. φρ. παίρνω βαθιά ανάσα, λ. ανάσα·
- πιάστηκε η αναπνοή μου ή μου πιάστηκε η αναπνοή, βλ. φρ. κόπηκε η αναπνοή μου·
- σε απόσταση αναπνοής, βλ. λ. απόσταση·
- χωρίς αναπνοή, βλ. φρ. δίχως αναπνοή.