μιλιά, η, ουσ. [<μσν. μιλιά <αρχ. ὁμιλία (= συναναστροφή)], η ομιλία. 1. ως επιφών. μιλιά! σιωπή, σκασμός: «εσύ μιλιά, γιατί λες όλο βλακείες!». 2. προτρέπει κάποιον για εχεμύθεια: «κι ό,τι είπαμε, μιλιά! || αν σε ρωτήσει κανείς τι κουβεντιάσαμε, εσύ μιλιά!». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω μιλιά, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν είναι αγριεμένος, ό,τι και να μου πει, δε βγάζω μιλιά». (Δημοτικό τραγούδι: βρε, μάνα, σκότωσέ με, δε βγάζω εγώ μιλιά, εσύ μου δίνεις ξύλο κι αυτός γλυκά φιλιά). Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «όταν ο άλλος έχει δίκιο, ότι και να μου πει, δε βγάζω μιλιά». γ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «όταν μιλάει ο πατέρας μου, δε βγάζω μιλιά». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω κιχ / δε βγάζω τσιμουδιά
- δε θα βγάλεις μιλιά, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι δεις και ό,τι ακούσεις, δε θα βγάλεις μιλιά». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- δε θέλω μιλιά, δε δέχομαι καμιά αντίρρηση, καμιά δικαιολογία, καμιά κουβέντα, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε όλοι αυτό που σας λέω και δε θέλω μιλιά!». Συνών. δε θέλω κουβέντα / δε θέλω λέξη·
- δεν ακούγεται μιλιά, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «ακόμη και όταν λείπει ο δάσκαλος απ’ την τάξη, δεν ακούγεται μιλιά». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς μιλιά, βλ. φρ. δεν ακούγεται μιλιά·
- δεν έβγαλε μιλιά, δεν είπε τίποτα, δεν είπε λέξη: «όσοι ώρα τον συμβούλευε ο άλλος, δεν έβγαλε μιλιά ο δικός σου»·
- έφυγε η μιλιά του ή του ’φυγε η μιλιά, βλ. συνηθέστ. κόπηκε η μιλιά του·
- έχασε τη μιλιά του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν ο άλλος έδειξε τα ντοκουμέντα που κρατούσε στα χέρια του, έχασε τη μιλιά του ο δικός σου». β. ένιωσε τέτοια αμηχανία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη μιλιά του, σαν είδε με τι γυναικάρα κυκλοφορούσα! || στην αρχή μας έκανε τον άγριο, αλλά μόλις ο τάδε τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη μιλιά του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη φωνή του·
- κόπηκε η μιλιά του ή του κόπηκε η μιλιά, βλ. φρ. έχασε τη μιλιά του· 
- μη βγάλεις μιλιά! ή να μη βγάλεις μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά·
- μην ακούσω μιλιά! ή να μην ακούσω μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά·
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις μιλιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. στόμα·
- του πήρε τη μιλιά, του προξένησε τέτοια έκπληξη ή φόβο, που τον έκανε να μην μπορεί να μιλήσει: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις την κοίταξε του πήρε τη μιλιά || του πήρε τη μιλιά ο άγνωστος, μόλις του κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφό του».