μικρόβιο, το, ουσ. [<γαλλ. microbe <ελλ. μικρός + βίος], το μικρόβιο. 1. η κακιά έξη: «έχει το μικρόβιο της χαρτοπαιξίας». 2. (υποτιμητικά) άνθρωπος πολύ αδύνατος και μικρόσωμος, και για το λόγο αυτό, δεν τον υπολογίζει κανένας: «δεν καταδέχομαι να κάνω παρέα μ’ αυτό το μικρόβιο»·
- αρπάζω το μικρόβιο, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι, αρχίζω να ασχολούμαι εντατικά, αποκλειστικά, με κάτι καλό ή κακό: «όποιος αρπάξει το μικρόβιο της χαρτοπαιξίας, καταστρέφεται || άρπαξα το μικρόβιο του ίντερνετ κι όλη τη μέρα κάθομαι και σερφάρω στο διαδίκτυο».