μήνυμα, το, ουσ. [<αρχ. μήνυμα], το μήνυμα· η είδηση που παίρνει ή στέλνει κάποιος δια μέσου τρίτου προφορικά, με σημείωμα ή με γράμμα: «σου φέρνω μήνυμα απ’ τον τάδε || αν δε με βρεις στο σπίτι, άφησέ μου μήνυμα στον τηλεφωνητή»·
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. καιρός·
- παίρνω το μήνυμα, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι που μου δίνεται ως προειδοποίηση: «η κυβέρνηση έχασε τους περισσότερους δήμους στις δημοτικές εκλογές και το θέμα είναι αν πήρε το μήνυμα του εκλογικού σώματος»·
- πιάνω το μήνυμα, βλ. φρ. παίρνω το μήνυμα.