μέσο, το, πλ. μέσα, τα, ουσ. [ουδ. του επιθ. μέσος], το μέσο. 1. ο τρόπος, η γνωριμία, το άτομο που χρησιμοποιεί κάποιος για την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωση κάποιου σκοπού του ή υπόθεσής του: «όπως έγιναν τα πράγματα σήμερα, μόνο αν χρησιμοποιήσει κανείς το μέσο που διαθέτει, μπορεί να τελειώσει εύκολα και γρήγορα τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: σφάζεται για ξένο ιντερέσο ψάχνει για να βρει κανένα μέσο. Δεν τον νοιάζει γόπες που φουμάρει φτάνει να τον λένε παλικάρι).2. το μεταφορικό όχημα: «ποιος έχει μέσο να μας πάρει κι εμάς μαζί του; || αν δεν έχεις δικό σου μέσο, μπορώ να σε πάρω με το δικό μου». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βάζω μέσοή βάζω τα μέσα, χρησιμοποιώ τις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές γνωριμίες μου για να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή για να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «αν δε βάλεις σήμερα τα μέσα που διαθέτεις, δεν τελειώνει εύκολα η δουλειά σου || αν δε βάλεις μέσο δε θα μπορέσεις να πάρεις μετάθεση». Συνών. βάζω βύσμα / βάζω γλείψιμο / βάζω δόντι·
- βάζω τα μεγάλα μέσα ή βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, α. μετά από νόμιμη διαδικασία που ακολούθησα χωρίς να μπορέσω να πετύχω το σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, χρησιμοποιώ παράτυπες ή πλάγιες ενέργειες: «απ’ τη στιγμή που ο ένας μ’ έστελνε στον άλλον, έβαλα κι εγώ τα μεγάλα μέσα κι άρχισα να λαδώνω για να τελειώσει η δουλειά μου». β. ενεργώ αυταρχικά, ενεργώ με σκληρότητα για να πετύχω κάτι, ιδίως για να πείσω ή να συνετίσω κάποιον: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, έβαλα κι εγώ σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα και μετά από δυο τρία βρομόξυλα που του ’ριξα ξαναπήγε στη δουλειά του»·
- βάζω το μέσο, διαθέτω προς χρήση, προς εκμετάλλευση το μεταφορικό μέσο που έχω στη διάθεσή μου, στην κατοχή μου: «βάζω το μέσο, βάζεις τη βενζίνα να πάμε στην Αθήνα;»·
- διά μέσου, μέσα από, ανάμεσα από: «η πορεία μας διά μέσου του δάσους θα μας μείνει αξέχαστη»·
- έχω μέσο, α. διαθέτω γνωριμία που τη χρησιμοποιώ κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «αν σήμερα δεν έχεις μέσο δεν προχωρούν οι δουλειές σου || όποιος έχει μέσο, περνάει μια χαρά στο στρατό». Συνών. έχω βύσμα / έχω γλείψιμο / έχω δόντι. β. διαθέτω κάποιο μεταφορικό όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: «έχεις μέσο για να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;»· βλ. και φρ. έχω τα μέσα·
- έχω τα μέσα, α. διαθέτω ισχυρούς υποστηρικτές για να πετύχω κάποιο σκοπό μου ή για να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «όλες τις δουλειές τις τελειώνει στο άψε σβήσε, γιατί έχει τα μέσα». β. διαθέτω τα απαραίτητα χρήματα: «αφού έχει τα μέσα, δε βλέπω το λόγο γιατί να μην κάνει ταξίδια». γ. έχω τα απαραίτητα υλικά για να φτιάξω κάτι: «τώρα που έχω τα μέσα, μπορώ ν’ αρχίσω να χτίζω». (Λαϊκό τραγούδι: ο πλάστης, όπου είχε και τα μέσα, με τη γυναίκα είχε μια μέρα παιδευτεί· εγώ, ο δόλιος, πώς θέλ’ να τα βγάλω πέρα, που είμαι ένας μικρός πάνω στη γη;
- έχω το μέσο, έχω τον τρόπο: «με ό,τι καταπιάνεται αυτός ο άνθρωπος, έχει το μέσο να το φέρνει πάντα σε πέρας»·
- με κάθε μέσο, χρησιμοποιώντας όλες τις μεθόδους, όλους τους τρόπους θεμιτούς ή αθέμιτους: «θα προσπαθήσω με κάθε μέσο να βολέψω το γιο σου στο δημόσιο»·
- με πλάγια μέσα, λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη θεμιτή ή νόμιμη διαδικασία: «όπως έγινε αυτό το κράτος, μόνο με πλάγια μέσα μπορεί κανείς να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του»·
- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, βλ. λ. σκοπός·
- τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Μ. Μ. Ε.), το ραδιόφωνο, ο Τύπος και η τηλεόραση: «σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης παίζουν σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».