μείον, επίρρ. [<αρχ. μεῖον, ουδ. του μείων, συγκριτ. του μικρός], μείον. 1. λιγότερο: «εγώ σου δάνεισα δέκα χιλιάρικα κι εσύ μου επέστρεψες μείον ένα». 2. ως άκλ. ουσ. τα μείον, όλα όσα οδηγούν σε αρνητική απόφαση ή κρίση σχετικά με κάτι, τα αρνητικά στοιχεία, τα μειονεκτήματα: «απ’ τα μείον του διαμερίσματος, είναι ότι έχει μικρό μπαλκόνι». Συνών. τα κατά / τα πλην. Αντίθ. τα συν / τα υπέρ·
- γράψε μείον! αναγνωρίζω το λάθος μου: «έκανα κι εγώ μια βλακεία, γράψε μείον!»·
- είμαι μείον, α. τα έξοδα στη δουλειά μου, στην επιχείρησή μου, είναι περισσότερα από τα έσοδά μου: «πάω να τρελαθώ απ’ τη στενοχώρια μου, γιατί τους τρεις τελευταίους μήνες είμαι συνεχώς μείον». β. συμπεριφέρομαι άπρεπα, λάθος: «ξέρω πως σ’ εκείνη την περίπτωση ήμουν μείον, γι’ αυτό σου ζητώ συγνώμη»·
- είναι μείον μου, λέγεται για ενέργεια ή κατάσταση που οι συνέπειές τους επιβαρύνουν το άτομό μου, γενικά, μειονεκτώ κάπου: «είναι μείον μου που δεν έμαθα μια ξένη γλώσσα, απ’ τη στιγμή που συναλλάσσομαι με το εξωτερικό». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες το ευαίσθητο σημείο μου κι αυτό είναι μείον μου
- νιώθω μείον, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση, μειονεκτώ: «νιώθω μείον, όταν βρίσκομαι στην παρέα τους, γιατί αυτοί είναι μορφωμένοι ενώ εγώ είμαι  αγράμματος»·
- το ταμείον είναι μείον, βλ. λ. ταμείο.