μάχαιρα,
η, ουσ. [<αρχ. μάχαιρα], μεγάλο
μαχαίρι. Οι παλιοί θα θυμούνται τους πλανόδιους μανάβηδες, που διαλαλούσαν πως
πουλούσαν καρπούζια με τη μάχαιρα! που δηλ., πριν τα αγοράσει ο πελάτης,
ο μανάβης τα έσφαζε ή τα μαχαίρωνε για να εξακριβώσει ο πελάτης
πως ήταν ώριμα·
-
μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις, αν συμπεριφερθείς σε κάποιον με
σκληρότητα, θα σου συμπεριφερθεί με τον ίδιο σκληρό τρόπο. Φρ. που την είπε ο
Ιησούς στον Πέτρο, όταν αυτός τράβηξε το μαχαίρι του και έκοψε το αφτί ενός
στρατιώτη, που επιχείρησε να συλλάβει το Δάσκαλό του στον κήπο της Γεθσημανής.
Πρβλ.: τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀπόστρεψόν σου τήν μάχαιραν εἰς τόν τόπον αὐτῆς·
πάντες γάρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρα ἀπολοῦνται (Ματθ., κστ΄ 52).
(Λαϊκό τραγούδι: θα ’ρθει σειρά σου κι ο κατήφορος αυτός θα σε τραβήξει
δίχως να το καταλάβεις, αλήτης έγινα για σένανε σωστός, μάχαιρα έδωσες και
μάχαιρα θα λάβεις).