μαρκίζα, η, ουσ. [<γαλλ. marquise], η μαρκίζα·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, (για ηθοποιούς ή τραγουδιστές) είναι διάσημος: «όπου και να πάει αυτός ο ηθοποιός όλοι τρέχουν να τον χαιρετίσουν, γιατί χρόνια έχει όνομα στη μαρκίζα». Από τη συνήθεια που επικρατεί να αναγράφουν σε αναρτημένο ταμπλό έξω από τα θέατρα και τα κέντρα διασκεδάσεως τα ονόματα των πρωταγωνιστών ή των καλλιτεχνών·  
- ο πόλεμος της μαρκίζας, ο ανταγωνισμός, οι διαφωνίες που επικρατούν για τη σειρά αναγραφής των ονομάτων των ηθοποιών ή των καλλιτεχνών στη μαρκίζα του θεάτρου ή του κέντρου διασκεδάσεως: «παραλίγο να χαλούσε το σχήμα απ’ το πρόβλημα που προέκυψε με την αναγραφή των ονομάτων των ηθοποιών έξω απ’ το θέατρο». Έχει καταγραφεί διάλυση θιάσου και καλλιτεχνικής συνεργασίας μεταξύ δυο διάσημων τραγουδιστών, γιατί διαφώνησαν στον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιαστούν τα ονόματά τους· βλ. και φρ. έχει όνομα, λ. όνομα.