μαντάρα, η, ουσ. [<ουσ. η μαδάρα (= γυμνός τόπος) <επίθ. μαδαρός (= γυμνός, άδενδρος)], άνω κάτω, φύρδην μίγδην, κομμάτια: «μπήκαν κλέφτες στο σπίτι τον καιρό που ήμασταν διακοπές και το βρήκαμε μαντάρα». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, έγινε μεγάλη αντάρα μέσα στον τεκέ μαντάρα
- γίναμε μαντάρα, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «κάποια στιγμή αρχίσαμε να μαλώνουμε και γίναμε μαντάρα». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γίνομαι μαντάρα, α. καταστρέφομαι, εξαθλιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «έχασε τα λεφτά του σε μια δουλειά κι έγινε μαντάρα». β. τραυματίζομαι σε πολλά σημεία του σώματός μου, παθαίνω πολλαπλά κατάγματα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ έναν γκρεμό κι έγινε μαντάρα»·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα κάνω μαντάρα, α. αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπερδεύω τόσο πολύ, που δεν μπορώ να βγάλω άκρη: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου, τα ’κανε μαντάρα». β. καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, τα κάνω θρύψαλα, κομμάτια: «μπήκε νευριασμένος στο μαγαζί και τα ’κανε όλα μαντάρα». (Λαϊκό τραγούδι: μου γυρνάς μες στις ταβέρνες και μου κάνεις κουτσουκέλες· δε σου μένει μια δεκάρα, όλα τα ’κανες μαντάρα
- το κάνω μαντάρα, (για πράγματα ή μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για να τον εξυπηρετήσω κι αυτός μου το ’κανε μαντάρα»·
- τον κάνω μαντάρα, δημιουργώ σε κάποιον έντονο ψυχολογικό πρόβλημα, τον καταστρέφω ψυχικά ή οικονομικά: «έμπλεξε με τα ναρκωτικά και τον έκαναν μαντάρα || έμπλεξε με τους χαρτοπαίχτες και μέσα σε λίγο καιρό τον έκαναν μαντάρα». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί με κάνανε μαντάρα, γιατί χωρίς αυτά η ζωή δεν κάνει μια πεντάρα
- τους κάνω μαντάρα, με λόγια ή ενέργειές μου κάνω δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων να μαλώσουν πολύ άγρια, τους μπερδεύω, τους ανακατώνω: «απ’ τη στιγμή που τον έβαλαν στη παρέα τους, τους έκανε μαντάρα με διάφορα υπονοούμενα και τώρα κάθεται και σπάει πλάκα».