μανούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μάνα]. 1. μάνα μικρής ηλικίας: «στα δεκαεπτά της είχε γίνει μανούλα». 2. χαϊδευτική προσφώνηση της μάνας. (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα,θα φύγω, μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω
- είναι μανούλα (σε κάτι), είναι ικανότατος, πολύ επιτήδειος, πολύ έμπειρος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «ο τάδε είναι μανούλα γι’ αυτή τη δουλειά που θέλεις να κάνεις || σ’ αυτού του είδους τις κατασκευές είναι μανούλα ο τάδε»·
- θα κλάψουν μανούλες, θα γίνει μεγάλο κακό, μεγάλη αναταραχή, θα επιβληθούν αυστηρές ποινές, σκληρές τιμωρίες: «αν δεν τελειώσει η δουλειά στη συγκεκριμένη ημερομηνία, θα κλάψουν μανούλες». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει χαμός, μεγάλος χαμός, θα κλάψουν μανούλες απόψε
- μανούλα μου! α. χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο η οποία δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «άργησες, μανούλα μου, και μ’ έφαγε η αγωνία || όλο το βράδυ, μανούλα μου, το πέρασα με τη σκέψη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα μου μανίτσα μου θα πάρω τη βαλίτσα μου). β. επιφωνηματική έκφραση φόβου: «μανούλα μου, θα σκοτωθούμε!»·
- να μη χαρώ τη μανούλα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «να μη χαρώ τη μανούλα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να χαρείς τη μανούλα σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τη μανούλα σου, βοήθησέ με να τελειώσω αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·  
- ωχ, μανούλα μου! επιφωνηματική έκφραση πόνου, παράπονου, απελπισίας ή απογοήτευσης: «ωχ, μανούλα μου, δεν αντέχω άλλα βάσανα!».