μαναβέλα κ. μανιβέλα, η, ουσ. [<ιταλ. manovella], η μαναβέλα. 1. το πέος, ο πούτσος: «φιρί φιρί το πήγαινε να φάει τη μαναβέλα κι όταν την έφαγε, έλεγε πως την ξεγέλασα». 2. ο αυνανισμός, η μαλακία: «όταν έχει καιρό να ξαπλώσει με γυναίκα, ας είν’ καλά η μαναβέλα!». Από το ότι ο αυνανισμός, όπως και η μαναβέλα, απαιτούν τη χρησιμοποίηση του χεριού·
- δουλεύει μαναβέλα, συνηθίζει να μαλακίζεται, να αυνανίζεται: «αυτός έχει λύσει το πρόβλημα του σεξ, γιατί του αρέσει να δουλεύει μαναβέλα». Συνήθως συνοδεύεται από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του αυνανισμού. Συνών. δουλεύει χειροκίνητη / δουλεύει χειροποίητη / δουλεύει χειροτεχνία
- μαναβέλα που σου χρειάζεται! βλ. συνηθέστ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα. Από την εικόνα των παλιών οδηγών που, όταν καβγάδιζαν, πολλές φορές αντάλλασσαν χτυπήματα με τις μαναβέλες των αυτοκινήτων τους·
- το ρίχνει στη μαναβέλα, αυνανίζεται, μαλακίζεται: «κάθε φορά που έχει να πάει καιρό με γυναίκα, το ρίχνει στη μαναβέλα». Συνήθως συνοδεύεται από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του αυνανισμού. Συνών. το ρίχνει στη χειροκίνητη / το ρίχνει στη χειροποίητη / το ρίχνει στη χειροτεχνία.