μαμουνιά, η, ουσ. [<μαμούνι + κατάλ. -ιά], (στη γλώσσα της αργκό) η απάτη: «τη βολεύει με διάφορες μαμουνιές που κάνει στην πιάτσα, μέχρι που θα τον πιάσουν και θα τον κάνουν μαύρο στο ξύλο»·
- έγινε μαμουνιά, κάποιος ενήργησε παράνομα ή ύπουλα για να χαλάσει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «για να μη με προσλάβουν στη δουλειά, ενώ ήταν σίγουρο, οπωσδήποτε έγινε μαμουνιά από κάποιον»·
- κάνω μαμουνιές, κάνω απατεωνιές: «κάνει διάφορες μαμουνιές για να τα κονομάει, αλλά κάποια μέρα θα τον μπαγλαρώσουν και θα του βγουν όλα ξινά»·
- υπάρχει μαμουνιά στη μέση, βλ. φρ. έγινε μαμουνιά.