μαλακός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. μαλακός], μαλακός. 1. που είναι ήπιος, πράος: «μαλακός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: στο ’πα Νικολάκη, Νικολάκη στο ’πα, αλλά εσύ ποτέ σου δε μ’ ακούς, οι γυναίκες θέλουνε και φάπες για να μη μας λένε μαλακούς).2α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μαλακά, το τμήμα της κοιλιάς κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο ή τα πισινά, ο κώλος: «σήκωσε την ποδάρα του και τον βάρεσε στα μαλακά». Συνών. ψαχνά (2). β. τα ελαφρά ναρκωτικά (χασίς, μαριχουάνα) σε αντιδιαστολή με τα σκληρά (βλ. λ.). Επίρρ. μαλακά, ήρεμα, όχι απότομα ή άγρια: «του μίλησε μαλακά για να μην τον τρομάξει || πάτησε μαλακά το φρένο»·
- με βρήκες μαλακό κι εκμεταλλεύεσαι τη μαλακία μου, βλ. λ. μαλακία·
- με το μαλακό, με ήπιο τρόπο και με προσοχή: «μίλησέ του με το μαλακό, γιατί είναι νευριασμένος || ανάγγειλέ του τα δυσάρεστα με το μαλακό μην πάθει συγκοπή ο φουκαράς!». (Λαϊκό τραγούδι: τη γυναίκα την κερδίζεις με τον τρόπο το γλυκό, σιγά σιγά και με το μαλακό
- πέφτω στα μαλακά, ξεπερνώ μια δύσκολη κατάσταση χωρίς σοβαρές απώλειες, γλιτώνω με μικρές ζημιές, με όχι σοβαρές συνέπειες: «έκανα μια μεγάλη βλακεία κατά τη διάρκεια της δουλειάς, αλλά ευτυχώς έπεσα στα μαλακά || στην ένορκη διοικητική εξέταση, ο μάρτυρας μάσησε τα λόγια του κι έτσι έπεσε στα μαλακά ο δικός σου». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει, έρχεται και κάθεται με τα πισινά του, με τον κώλο του κι έτσι, δεν στραμπουλά ή δε σπάζει κάποιο χέρι ή πόδι·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τον έριξε στα μαλακά, ξεπέρασε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς σοβαρές απώλειες, γλίτωσε με μικρές ζημιές, με όχι σοβαρές συνέπειες: «η απόφαση του δικαστηρίου τον έριξε στα μαλακά»·
- τον παίρνω με το μαλακό, τον αντιμετωπίζω με πραότητα, του μιλώ, τον συμβουλεύω με προσοχή και με ήπιο τρόπο: «αν δεν τον πάρεις με το μαλακό, δε δέχεται κουβέντα, γιατί είναι πολύ ατίθασο παιδί».