μαλακίτιδα, η, ουσ. [<μαλακία + κατάλ. -ίτιδα], φανταστική ασθένεια από την οποία πάσχει ο μαλάκας: «έχει τέτοια μαλακίτιδα, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία μαλακίτιδα·
- πάσχει από οξεία μαλακίτιδα, είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «δεν τον υπολογίζει κανένας μέσα στην παρέα μας, γιατί πάσχει από οξεία μαλακίτιδα»·
- τον βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία μαλακίτιδα.